Αντίσταση την ενδέκατη ώρα/ part 1

΄΄Άραγε ο Γκαίμπελς αγνοούσε πως στα παραπήγματα του νεκρού Βερολίνου, προτιμούσαν να ακούν το ράδιο-Μόσχα; Φυσικά υπήρχε ένας σπουδαίος λόγος γι' αυτό. Οι ναζί μπλόκαραν και έκαιγαν το ταχυδρομείο των αιχμαλώτων από τη Σοβιετική Ένωση, το οποίο ερχόταν μέσω του παραφορτωμένου τούρκικου Ερυθρού Σταυρού. Για τον Χίτλερ, ένας αιχμάλωτος στη Ρωσία θα πέθαινε έτσι και αλλιώς. Οι Σοβιετικοί επέτρεπαν μερικές, λακωνικές φράσεις σε μία κάρτα. Μεραρχίες ολόκληρες υποχωρούσαν πολύ γρήγορα, ενώ ταυτόχρονα ο φον Πάουλους μιλούσε στο ραδιοφωνικό σταθμό της Μόσχας, πράγμα που ελάττωνε τον φόβο των Γερμανών Στρατιωτών για παράδοση. Οι ναζί τουφέκιζαν τους ακροατές που έπιαναν επ' αυτοφώρω, ενώ ο Χίτλερ αργά θα μετακινούνταν στο απρόσιτο καταφύγιό του κάτω από την Καγκελαρία΄΄

Ο σκληρός Χειμώνας έφτανε και οι γιορτές των Χριστουγέννων που πλησίαζαν, έμοιαζαν άτονες και μίζερες. Η Κρίστα, ορφανή πλέον από γονείς και χήρα χρόνια τώρα, είχε ως μοναδική της συντροφιά τον Άλμπρεχτ και τον Όττο που κόντευαν τα έξι τους χρόνια. Συχνά κοιτούσε την ανεμελιά τους και τη ζήλευε, μα παράλληλα θλιβόταν. Αυτά τα παιδιά είχαν γεννηθεί μέσα στα δεινά, τον πόλεμο και την απανθρωπιά. Σήμερα ατένιζε τη μίζερη θέα έξω από το παράθυρό της. Το Βερολίνο είχε μετατραπεί σε συντρίμμια, σε μεγάλο βαθμό. Εκείνη προσευχόταν νύχτα και μέρα να μην χάσει το μικρό της σπίτι, που εξακολουθούσε να στέκεται και να αποτελεί μία αγκάλη παρηγοριάς για εκείνη και τα αγγελούδια της. Το απόγευμα είχε φτάσει, μπουκιά δεν είχε βάλει στο στόμα της από χθες, προκειμένου να φάνε κάτι παραπάνω τα αγόρια. Ο Άλμπρεχτ την πλησίασε δειλά και φοβισμένα. Εξάλλου, τον τελευταίο καιρό αδυνατούσε να κοιμηθεί τα βράδια εξαιτίας του θορύβου των εκρήξεων.

«Μαμά, ο αδερφός μου θα φύγει;» την ρώτησε δείχνοντας προς το μέρος του Όττο που κοιμόταν γαλήνια στον καναπέ. Η Κρίστα σάστισε.

«Μα, τι είναι αυτά που λες; Πού να πάει δηλαδή;»

«Συχνά του μιλάς για την άλλη του μαμά, εκείνη που αναγκάστηκε να τον αφήσει σε εμάς, προκειμένου να σωθεί. Αν όμως αυτή η μαμά έρθει και τον ζητήσει, ο Όττο θα φύγει; Θα μας αφήσει; Δεν θέλω. Είναι αδερφός μου, μαζί μεγαλώσαμε» τα μάτια του είχαν βουρκώσει, το ίδιο και της Κρίστα.

Τα παιδιά θέτοντας τις πιο αθώες ερωτήσεις, σε έφερναν μπροστά στα δικά σου προσωπικά διλήμματα που πάντα θα σε βασανίζουν. Το είχε σκεφτεί και η ίδια, μα όσο και αν πονούσε στην ιδέα, δεν θα μπορούσε να τον στερήσει από την αληθινή του μητέρα. Εκείνη θυσίασε την καρδιά της για να του χαρίσει μία ευκαιρία.

«Είναι η μαμά του Άλμπρεχτ. Δεν μπορούμε να της τον πάρουμε» του χάιδεψε τα μαλλιά.

«Είναι άδικο!» κλαψούρισε ο μικρός και κλείστηκε στο δωμάτιό της.

Η Κρίστα ξεφύσησε. Τα προβλήματα τελειωμό δεν είχαν, νέα από τον Κερτ δεν έρχονταν και καθημερινά μάθαινε έστω και από το ράδιο της Μόσχας, πως οι Κόκκινοι πλησίαζαν. Αυτό, μονάχα ένα πράγμα θα σήμαινε. Την Κόλαση. Πού θα μπορούσε ωστόσο να πάει; Σε ποιο μέρος του κόσμου; Όλοι θα την κοιτούσαν με μίσος και εκείνη την έπνιγε το άδικο. Είχε ζήσει μία ζωή ολόκληρη να λατρεύει τους φίλους της, Εβραίους και μη και να καταριέται τον Χίτλερ και όλο το παρεάκι των δολοφόνων σύσσωμο. Μακάρι να μπορούσε να την συγχωρέσει ο κόσμος, ακόμη και αν η ίδια δεν είχε διαπράξει κανένα έγκλημα. Η ατμόσφαιρα στην πόλη της είχε αλλάξει ήδη από το 42 και την διάλυση της έκτης Στρατιάς του Πάουλους, του μεγαλύτερου σχηματισμού της Βέρμαχτ, στα ερείπια. Μακάρι να είχε ακούσει με λεπτομέρειες την αφήγηση αυτής της ιστορίας από τον Όττο, που έζησε στο πετσί του κάθε δραματική στιγμή. Ο απόκοσμος Γιόζεφ Γκαίμπελς, προκειμένου έμμεσα να τους προετοιμάσει για τα επακόλουθα, είχε δήθεν ανακηρύξει τα Χριστούγεννα εκείνα ΄΄Γερμανικά΄΄, κοινώς λιτά, δίχως κεράκια και χριστουγεννιάτικα δέντρα, ή ακόμη χειρότερα την Άγια Νύχτα. Ποιος εξάλλου τα είχε ανάγκη αυτά; Η Κρίστα. Η Κρίστα είχε ανάγκη κάθε προσευχή που θα μπορούσε να της δίνει δύναμη να συνεχίζει.

Βαστώντας από το χέρι τα αγόρια, βγήκε στους δρόμους. Οι προσόψεις των κτιρίων είχαν καταρρεύσει και μέσα στα σπλάχνα τους, μπορούσε κανείς να διαβάσει την ιστορία των ιδιοκτητών τους. Μηνύματα ήταν γραμμένα βιαστικά στους τοίχους από τα μέλη της οικογένειας, σε περίπτωση που ο γιος επέστρεφε από το μέτωπο και τους αναζητούσε. Οι ανακοινώσεις του Ναζιστικού Κόμματος προειδοποιούσαν διαρκώς πως η λεηλασία θα τιμωρούνταν με θάνατο.Οι βομβαρδισμοί ήταν συχνοί, καθώς οι Βρετανοί είχαν αναλάβει τις νυχτερινές ώρες και οι Αμερικανοί τις πρωινές. Η Κρίστα και τα αγόρια της σέρνονταν στα υπόγεια των αντιαεροπορικών καταφυγίων, σε σημείο που σπάνια πια έβλεπαν τα κρεβάτια τους. Το μεγαλύτερο καταφύγιο βρισκόταν στον Ζωολογικό Κήπο και το οποίο έμοιαζε με ένα αχανές φρούριο από μπετόν.

Η ατμόσφαιρα μίας επικείμενης κατάρρευσης, τόσο στην προσωπική ζωή όσο και στην ύπαρξη του έθνους ήταν διάχυτη. Άπαντες ξόδευαν τα χρήματά τους δίχως κανέναν φραγμό, θεωρώντας πως σε λίγο καιρό θα τους ήταν άχρηστα. Τα ίδια τα αντιαεροπορικά καταφύγια, φωτισμένα με ένα άτονο κυανό φως, μπορούσαν στ' αλήθεια να προσφέρουν την πρώτη γεύση μίας κλειστοφοβικής Κόλασης, καθώς οι άνθρωποι στριμώχνονταν εκεί μέσα, τυλιγμένοι με τα πιο ζεστά τους ρούχα και κουβαλώντας μαζί τους χαρτονένιες βαλίτσες με θερμός και σάντουιτς. Ο Άλμπρεχτ σιχαινόταν αυτό το μέρος και συχνά παρακαλούσε την μητέρα του να μην κατέβουν εκεί κάτω. Οι βομβαρδισμοί για κάποιον παράξενο λόγο, δεν τον τρόμαζαν τόσο. Θεωρούσε τον εαυτό του ήρωα, ωστόσο δεν είχε ιδέα για ποιο πράγμα όφειλε να πολεμήσει. Αυτό το μουντό πρωινό, λουσμένο στην καταχνιά της πηχτής σκόνης, η Κρίστα είχε πάρει την απόφαση να οδηγήσει τα αγόρια πίσω στην γειτονιά του Νοϊκέλν, στον δρόμο που βρισκόταν το μαγαζί του Χανς και λίγα στενά παρακάτω, το σπίτι του Όττο και της Χέλγκα.

«Αυτό το μαγαζί κάποτε, φιλοξενούσε στα σπλάχνα του μία όμορφη οικογένεια» έκανε την αρχή η Κρίστα ανακαλύπτοντας και εκείνη για πρώτη φορά έπειτα από καιρό, πως παρά τους βομβαρδισμούς, το μαγαζί εξακολουθούσε να στέκεται «Για όλα αυτά πολέμησα εγώ, για όλα αυτά στάθηκα ενάντια στα πρόσωπα που έχουν στα χέρια τους την εξουσία της χώρας μας. Για τα καλοκαίρια μας, τις ανθισμένες λεμονιές στις αυλές, την κοινή παρέα ανεξαρτήτως καταγωγής, το δικαίωμα στη ζωή...αυτοί είναι οι λόγοι για να πολεμήσετε όπως εγώ. Να είστε με το μέρος της αγάπης, μήτε με τους Γερμανούς, μήτε με τους Ρώσους ή άλλους. Να κάνετε πάντα το καλό, να ανακουφίζετε τους ανθρώπους»

«Και πώς θα ξέρουμε πότε να είμαστε καλοί;» ρώτησε ο Όττο.

«Να είστε πάντα, μα ταυτόχρονα και δυνατοί. Μην το βάζετε κάτω, πρέπει να επιβιώσουμε. Λίγο έμεινε και ίσως κάποτε να είμαστε ελεύθεροι» τους απάντησε η κοπέλα.

«Δηλαδή, θα μπορούμε κάποτε και εμείς να μυρίζουμε τις λεμονιές; Να έχουμε φίλους από όλον τον κόσμο; Τα παιδιά θα γελάνε; Τώρα όλοι κλαίνε και δεν μου αρέσει αυτό» μαράζωσε ο μικρός Όττο.

«Αν όμως ο κόσμος μισεί τους Γερμανούς, εμάς θα μας κάνουν παρέα; Θα θέλουν τα άλλα παιδιά να παίζουν μαζί μας;» ακούστηκε και η φωνή του Άλμπρεχτ.

«Η αγάπη δεν κοιτάζει καταγωγή. Αν σας αγαπούν, φυσικά και θα παίζουν μαζί σας» του απάντησε η Κρίστα και περπατώντας, έφτασαν μπροστά στο σπίτι του Όττο και το γκρεμισμένο της Χέλγκα. Βούρκωσε. Της έλειπε η γλυκιά της φίλη. Της έλειπε πολύ και τρόμαζε στην σκέψη και μόνο πως κάτι απεχθές θα μπορούσε να της είχε συμβεί «Βλέπετε αυτόν τον τοίχο και την μικρή μονοκατοικία δίπλα;» ρώτησε τα αγόρια, τα οποία ένευσαν θετικά «Φιλοξένησαν την αγάπη για την οποία σας μίλησα μόλις. Την αγάπη που δεν κοίταξε καταγωγή»

«Και πού πήγε αυτή αγάπη; Χάθηκε;» ρώτησε ο Άλμπρεχτ.

«Όχι. Κάτι μου λέει πως ζει και πως είναι πιο δυνατή από ποτέ. Κάτι μου λέει πως ένωσε τον κόσμο παράδοξα. Μην χάνετε την ελπίδα σας» τους χάιδεψε το κεφάλι και συνέχισαν απτόητοι τον δρόμο, όταν μπροστά τους, αρκετά τετράγωνα παρακάτω, εμφανίστηκε μία φιγούρα γνώριμη. Η Κρίστα πάγωσε σε σημείο που τα δάχτυλά της σχεδόν μούδιασαν. Ο Βίγκμπερτ βρισκόταν μπροστά της, με το ένα του χέρι κρυμμένο στην τσέπη της ολόμαυρης καπαρντίνας. Σαν την είδε, σταμάτησε λες και προσπαθούσε να την αναγνωρίσει. Ο χιτλερικός χαιρετισμός πραγματοποιήθηκε με αλαζονεία, ωστόσο εκείνη δεν ανταπέδωσε.

«Καλησπέρα» της είπε και για λίγο εκείνη ξεφύσησε, καθώς συνειδητοποίησε πως ο φθονερός άνδρας δεν είχε ιδέα για τα γεγονότα που αφορούσαν τη Μάργκοτ.

«Καλησπέρα και σε εσένα» πρόφερε άψυχα όταν τον είδε να κοιτάζει τον μικρό Όττο, ο οποίος κρυβόταν τώρα πίσω από την κοπέλα, ενώ ο Άλμπρεχτ τον κοιτούσε σιωπηλά και καχύποπτα. Για δευτερόλεπτα, για ελάχιστα δευτερόλεπτα, έμοιαζε σαν να είχε γεννηθεί, μία αχνή σπίθα συναισθημάτων. Ο τρόπος που κοίταζε τον Όττο, έπαψε να είναι ψυχρός, θαρρείς και μετατράπηκε σε μία ολιγόλεπτη μελαγχολία.

«Μου θυμίζει τον γιο μου» τώρα δεν κοιτούσε. Ατένιζε το κενό «Μου τον πήραν, είμαι βέβαιος. Έχω ψάξει παντού δίχως αποτέλεσμα. Δεν είχαν το δικαίωμα! Ωστόσο, όλοι βρίσκονται πλέον στο χώμα» το παραλήρημα έπαψε για να επιστρέψει στο τώρα. Οι πληροφορίες που είχε μόλις δώσει, έμοιαζαν άσκοπες, δίχως νόημα. Πιο πολύ θα έλεγε κανείς πως προσομοίαζαν με τον μονόλογο ενός τρελού«Αμετανόητη όπως πάντα. Σε θυμάμαι από παλαιά, ήσυχο κορίτσι, καθόλου δυναμισμός, έκανες παρέα με τους Εβραίους και τον άλλο Σβαίγκερ» το μάτι του γυάλισε.

«Πού θέλεις να καταλήξεις;» του γρύλισε τώρα επιθετικά εκείνη.

«Ξέρεις κάτι, εγώ δεν φοβάμαι τίποτε. Ίσως ούτε και τον ίδιο τον θάνατο. Μάθε λοιπόν, πως τον Σβαίγκερ, εννοώ τον Λούκα Σβάιγκερ, εγώ τον έβγαλα από τη μέση»

Η Κρίστα χλόμιασε.

«Εσύ;Μα..»

«Δεν επιθυμώ σχόλια. Στο λέω απλώς για να το γνωρίζεις, να γνωρίζεις, πως αν κάποιος βρεθεί στο διάβα μου, καταλήγει να τον φάει το χώμα» τα κυανά του μάτια θαρρείς και ξέσκισαν την ψυχή της. Ένα διαβολικό χαμόγελο σχηματίστηκε αργά, διαδοχικά στο πρόσωπό του. Καμία ρυτίδα δεν φάνηκε, καθώς το χαμόγελο σπάνια εμφανιζόταν κάνοντας τα χαρακτηριστικά του να μοιάζουν με νεκρή μάσκα. Τα αγόρια βούρκωσαν και εκείνος αποχώρησε θριαμβευτικά. Το πρώτο χτύπημα ωστόσο το είχε δεχτεί. Ο Γιόαχιμ του είχε αποδείξει πως δεν ήταν άτρωτος και αυτό ενίσχυε το μίσος του. Καταβάθος φοβόταν κάτι. Τον ατιμωτικό θάνατο.

Μολαταύτα, ατιμωτική ήταν και η προπαγάνδα η συνεχής που γινόταν στον Κόκκινο Στρατό. Η απόδοση δικαιοσύνης θα ερχόταν με τον πιο φρικτό τρόπο, με την διαφορά πως στην περίπτωση της ομάδας που υπηρετούσε ο Άλεξ, τα πράγματα έμοιαζαν ελάχιστα διαφορετικά και αυτό όχι για όλους.

«Δηλαδή πώς να τους φερθούμε σύντροφε αξιωματικέ;» ήρθε η ερώτηση στον Αλεξέι «Σκέψου το. Ήταν εύποροι από όσο ακούγεται, είχαν κήπους με μηλιές και κάθε λογής δέντρο και παρόλα αυτά, εισέβαλαν στη χώρα μας. Πήγαν μέχρι το σπίτι μας στο Βορονέζ. Θα τους στραγγαλίσω» πρόφερε ένας λοχαγός και ο Άλεξ τον κοιτούσε με αγανάκτηση.

«Δεν μπορείς να του δώσεις απάντηση» άκουσε τη φωνή του Γκαμπριέλ.

«Φυσικά και μπορώ» βιάστηκε να μιλήσει ο Αλεξ.

«Δεν έχει νόημα γιατί και ο παραλογισμός του, κρύβει μία λογική που δεν μπορείς να αντικρούσεις. Το σπίτι σου κάηκε, οι αναμνήσεις σου το ίδιο. Αν δεν υπήρχε ο Όττο, θα τους στραγγάλιζες και εσύ. Ο στρατός είναι άγριος, κυριεύεται από ζωώδη ένστικτα. Το κακό είναι πως θα την πληρώσουν οι άμαχοι» τελείωσε ο Γκαμπριέλ.

«Ποτέ μου δεν πίστευα πως κάποιος σαν εσένα, θα διακατεχόταν από τόση σοφία» τον πείραξε ο Αλεξ.

«Επειδή είμαι από τη Σιβηρία; Ακόμη καλύτερα. Λίγα γράμματα ξέρω, με τον πολιτισμό δεν ερχόμουν σε επαφή, επομένως ούτε και με τον Στάλιν. Κλήθηκα να υπηρετήσω, ωστόσο στο αίμα μου δεν βράζει η μισανθρωπία. Είμαι απλώς ένας στρατιώτης και τίποτε περισσότερο» τελείωσε και σαν απομακρύνθηκε, είδε την Τσάρλη καθισμένη παράμερα, να συζητά με την Άννα. Φαινόταν αγχωμένη, κουρασμένη ίσως και ο εντυπωσιακά παράξενος άνδρας τις πλησίασε αργά. Η Άννα μαζεύτηκε στην άκρη, ενώ η Τσάρλη τον κοίταξε αμήχανα. Τα σχεδόν λευκά του μάτια σάρωσαν τον χώρο και κατόπιν της κράτησε το χέρι κάνοντάς της νόημα να τον ακολουθήσει.

Απομακρυνόμενοι από τους υπόλοιπους την κοίταξε μέσα στα μάτια. Λεκτικά θα ήταν αδύνατον να επικοινωνήσουν, επομένως ξεκίνησε χαράζοντας ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του. Κατόπιν, με τα δάχτυλα των χεριών του, ανασήκωσε προσεκτικά τα χείλη της, ωθώντας την να χαμογελάσει και εκείνη. Ήταν λάθος, μα καθόλου δεν τον ένοιαζε. Από την πρώτη στιγμή που την δέχτηκε στο γυμνό του κορμί για να την ζεστάνει, υπήρξε μία ενέργεια, μία αίσθηση τρυφερότητας. Είδε τα μάτια της να βουρκώνουν και έσυρε τον αντίχειρά του, απαλύνοντας τα δάκρυα που ζεστά κυλούσαν. Τα χείλη του φίλησαν εκείνα τα σημεία, από όπου είχαν περάσει τα αλμυρά ρυάκια. Το χέρι του, τοποθέτησε το δικό της στο σημείο της καρδιάς του. Έμειναν έτσι για λίγο, αντικρυστά. Κανείς δεν τολμούσε ακόμη την επόμενη κίνηση.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top