Ώρα-W/ part 2
Οι τύψεις είναι ένα συναίσθημα βαρύ για εκείνον που κουβαλά συνείδηση. Στο κτίριο απέναντι από την πρώην πολωνική τράπεζα, οι μαχητές ξεκίνησαν να συγκεντρώνονται δίχως να γνωρίζουν πως η αντίστασή τους, θα ήταν ίσως η μεγαλύτερη της Ευρώπης. Η νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας είχε ξεκινήσει και ο Χανς με τον Πάβελ βρίσκονταν κολλημένοι στο παράθυρο. Το ρολόι της ιστορίας έδειχνε 29 Ιουλίου, Σάββατο.
«Εδώ και αρκετό καιρό δεν είσαι καλά» άκουσε τη φωνή του Χανς. Η Άζια ένιωσε άβολα, σαν να υπήρχε ένα διεισδυτικό μάτι που πάλευε να αποκωδικοποιήσει την συμπεριφορά της.
«Φταίει μάλλον το άγχος γι' αυτό που έρχεται» του είπε κοφτά γυρνώντας του την πλάτη και για πρώτη φορά, σαν να πατήθηκε κάποιο κουμπί, ο Χανς κατσούφιασε.
Με την Άζια είχαν καλές σχέσεις, μα επιφανειακές. Αυτό ωστόσο που τον προβλημάτιζε περισσότερο, ήταν η Χέλγκα. Κάποτε υπήρξαν κολλητοί. Μοιράζονταν τις ίδιες ανησυχίες, ανήκαν στην ίδια παρέα. Είχαν γελάσει με την ψυχή τους, είχαν κλάψει ο ένας στον ώμο του άλλου, είχαν μοιραστεί βράδια και ξημερώματα στην αλλοτινή τους πατρίδα. Το στρατόπεδο ωστόσο σαν μαχαιριά, βίαια του ξερίζωσε όλα όσα υπήρξε, όσο βίαια απέκτησε εκείνο το τατουάζ που τον προσδιόριζε μονάχα ως ένα σφαχτάρι μελλοντικό και όχι ως άνθρωπο. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την προδοσία που κάποιοι είχαν δείξει απέναντι στους Εβραίους, τον είχαν απογυμνώσει, επιτρέποντας αποκλειστικά στον μανδύα του μίσους να κάνει κατάληψη στην ψυχή του. Έπαψε να εμπιστεύεται τους άλλους, έπαψε σχεδόν να γελά, να αγαπά, έπαψε απλώς να είναι ο Χανς. Όλα αυτά τα ψυχικά τραύματα, θα χρειάζονταν χρόνια να γιατρευτούν και πολύ αγάπη. Στο εδώ και τώρα, είχαν μοιραστεί όπλα στις σκοπιές, κοινώς και στον ίδιο, οι οποίες άλλαζαν κάθε λίγο.
«Πάμε στις εσωτερικές αυλές. Μας επέλεξαν Ζυκ» άκουσε τη φωνή του νεαρού δεκαπεντάχρονου πλέον Πάβελ, ο οποίος του έκανε σήμα να κρατήσει το υποπολυβόλο.
Ήταν μία όμορφη, καλοκαιρινή βραδιά. Ως και τα αστέρια γουργούριζαν λάμποντας στο στερέωμα, δακρύζοντας για μία γη που στέναζε, θάβοντας όλα της τα παιδιά. Ο Χανς στραβοκοίταξε τον μικρό που κάπνιζε, όταν άξαφνα σταμάτησαν και οι δύο απότομα το βάδισμα.
«Το άκουσες αυτό μικρέ;» τόνισε την τελευταία του λέξη, υπονοώντας πως το κάπνισμα στην ηλικία του ήταν απρεπές.
Ο Πάβελ γρυλίζοντας υπόκωφα, πέταξε με μανία το τσιγάρο στο πάτωμα, σβήνοντάς το.
«Ε, λοιπόν σε μισώ!» του ανακοίνωσε «Είσαι ένας αχαρακτήριστος είρωνας. Ο Όττο θα στεναχωριόταν πολύ αν σε έβλεπε τώρα!» του φώναξε ξαφνιάζοντάς τον.
«Μην τολμήσεις να το ξαναπείς αυτό! Δεν ξέρεις τι έχω περάσει!» του αντιγύρισε ο Χανς.
«Όχι! Όμως ούτε εσύ ξέρεις! Τον πατέρα και τον αδερφό μου, τους πήραν όταν ήμουν δέκα περίπου. Τον αδερφό μου, είμαι βέβαιος πως τον έθαψαν ζωντανό αυτοί! Εννοώ οι Κόκκινοι. Έμεινα ορφανός και ολομόναχος, διαλύθηκε η οικογένειά μου. Αυτό που είμαι ωστόσο σαν άνθρωπος, δεν θα μου το πάρει κανείς. Εσένα, ο παλαιός σου εαυτός πήγε περίπατο. Και ο Ράμον βρέθηκε στο Άουσβιτς, μα δεν άλλαξε καθόλου. Όλη του η οργή επικεντρώθηκε στο σωστό σημείο, στους ναζί»
«Αν ήσουν Εβραίος, κοινώς κατώτερος σύμφωνα με την γνώμη του κόσμου και από την παιδική σου ηλικία αισθανόσουν αποκλεισμένος, τότε θα μιλούσες διαφορετικά. Όλη μου η οικογένεια χάθηκε μέσα σε μία νύχτα από ασφυξία. Με κλείδωσαν σε γκέτο, με κλείδωσαν στο Άουσβιτς και ένας από τους χειρότερους βασανιστές μου, υπήρξε ταυτόχρονα ερωτευμένος μαζί μου. Διέλυσα με το κορμί μου ένα παράθυρο για να κατορθώσω να δραπετεύσω από τον τρόμο, δίχως να μπορώ να εμπιστευθώ κανέναν. Οι Εβραίοι διώκονται από παντού και ακόμη και αν μερικοί άνθρωποι τους έχουν βοηθήσει, οι περισσότεροι εξαιτίας του φόβου, τους προδίδουν στους κατακτητές» τελείωσε όταν μία σκιά φάνηκε να σέρνεται στον τοίχο.
Οι δυο τους γύρισαν ταυτόχρονα τα κεφάλια τους, όταν είδαν έναν άνδρα δίχως στρατιωτική στολή να έχει άκομψα γαντζωθεί στο τειχάκι. Μέσα στο σκοτάδι, πίστεψαν πως ίσως ήταν Πολωνός πολίτης, μα όπως και να είχε, τα όπλα τους τον κοίταξαν κατάματα.
«Εσύ!» του φώναξε ο Πάβελ και τον είδαν να σαστίζει. Κάτω από το αχνό φως μίας τσιμπλιασμένης λάμπας, ο Χανς αναγνώρισε τον Κερτ και άμεσα έκανε τη σύνδεση ξεφυσώντας.
«Κατέβα κάτω Δον Ζουάν» τον ειρωνεύτηκε ο Χανς και ο Κερτ ηττημένος πήδηξε σε μία γωνιά.
«Εγώ...» προσπάθησε να ψελλίσει.
«Σκατά! Είναι Γερμανός;» ρώτησε ο Πάβελ «Και κατάσκοπος!» συμπέρανε.
«Αδειούχος βασικά» τον διόρθωσε ο νεαρός και ο Χανς του έκανε σήμα να τον ακολουθήσει, λέγοντας στον Πάβελ πως όλα ήταν υπό έλεγχο.
«Θα με κάνεις να μετανιώσω τη στιγμή που σου την χάρισα. Έχεις τρελαθεί;» τον ρώτησε.
«Εκμεταλλεύτηκα τον καβγά σας για να περάσω. Εγώ...δεν είχα σκοπό να πειράξω εσάς. Θέλω...»
«Να την δεις! Γι' αυτό τόσους μήνες είναι σαν το μαραμένο τριαντάφυλλο» ξεφύσησε «Τι θα κάνουμε εμείς οι δυο;» τον κοίταξε.
«Λοιπόν, υπό άλλες συνθήκες, θα ήμασταν και εμείς φίλοι. Αν η Κρίστα δεν είχε φοβία και αν δεν με στεναχωρούσε πιστεύοντας πως θα σας έκανα κακό επειδή ήσασταν Εβραίοι, τώρα θα ανήκαμε στην ίδια παρέα. Όπως και να έχει ήρθα πράγματι για να δω την Άζια. Είμαι...ερωτευμένος μαζί της και δεν άντεχα στην σκέψη πως μετά από ένα πολύ ωραίο απόγευμα, θα εξαφανιζόμουν. Είμαι ο άνδρας, οφείλω να κάνω θυσίες και να έχω τόλμη να διεκδικώ την κοπέλα που μου έχει κλέψει την καρδιά» ένα φρύδι υψώθηκε από την μεριά του Χανς.
«Τρελός είσαι. Εδώ μέσα είναι όλοι οπλισμένοι, ένας αξιωματικός σαν και του λόγου σου, δολοφονήθηκε πριν λίγο. Πιστεύεις πως επιθυμείς να του κάνεις παρέα;»
«Πιστεύω πως βαρέθηκα να είναι όλη μου η ζωή αυτή. Έχω συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου, επομένως δεν είχα τίποτε να χάσω ρισκάροντας, παρά ίσως ορισμένες στιγμές ευτυχίας. Τις θέλω, αλλιώς σκότωσέ με»
Ο Χανς βλαστήμησε.
«Κάθισε εκεί με τον μικρό. Ευτυχώς σου έκοψε λίγο και δεν φόρεσες στολή. Πες του πως γνωρίζεις τον Όττο. Του έχει αδυναμία και είναι ένα καλό εισιτήριο σωτηρίας σου»
Πράγματι, ο Κερτ πλησίασε τον Πάβελ και ξεκίνησαν να συζητούν. Τα λεπτά περνούσανε και ο νεαρός είχε αρχίσει να πιστεύει πως είχε πέσει σε ενέδρα, όταν είδε την Άζια να κατεβαίνει με προσοχή και στη θέα του να τρέμει από φόβο και συγκίνηση. Η απόσταση μεταξύ τους ξεκίνησε να κλείνει, ώσπου έφτασαν ο ένας απέναντι από τον άλλο. Τα μάτια της υγράνθηκαν και ένα αλμυρό ρυάκι κύλησε σαν απελευθερωμένος αναστεναγμός, μονάχα για να το σκουπίσουν τα χείλη του Κερτ. Τα χέρια του την έκλεισαν στην αγκαλιά του σφίγγοντάς την κοντά στο στήθος του.
«Συγγνώμη που δεν κατάφερα να σε βρω νωρίτερα» ψέλλισε κοντά στο αφτί της.
«Τι είναι αυτά που λες; Έπρεπε να προστατευθείς. Κερτ ετοιμάζεται εξέγερση τώρα που οι Ρώσοι πλησιάζουν. Κινδυνεύεις, θα σκοτωθείς, γιατί ήρθες;»
«Γιατί σε αγαπώ! Γιατί κάναμε έρωτα εμείς οι δύο και σιχάθηκα τον εαυτό μου που σε εγκατέλειψα έπειτα από εκείνο το απόγευμα που μου έκανες την υπέρτατη τιμή να με εμπιστευθείς, να μου επιτρέψεις να γίνω δικός σου»
Ένας λυγμός της ξέφυγε.
«Όλα είναι φρικτά και άδικα. Βαρέθηκα...Θέλω να σε αρπάξω και να φύγουμε, μονάχα που σε καμία γωνιά του κόσμου δεν υπάρχει ασφάλεια...Τι θα κάνουμε;»
«Άζια!» της φώναξε ο Χανς «Εγκαταλείπουμε το κτίριο, πρέπει να φύγεις και εσύ και ο Δον Ζουάν» την επέπληξε πειράζοντάς την όταν είδε τον Κερτ να τον πλησιάζει.
«Ευχαριστώ πρώην γείτονα» του είπε.
«Παρακαλώ αόρατε ξάδερφε της κολλητής μου. Όλα σε εκείνη τα χρωστάς. Η Κρίστα είναι μία γυναίκα-πρότυπο. Την λατρεύω σε τέτοιο βαθμό που δεν θα το συγχωρούσα στον εαυτό μου αν την στεναχωρούσα. Επομένως, απλώς φρόντισε να μην βρεθείς κοντά μου. Αν είναι να αποδημήσεις εις τόπον χλοερό, τουλάχιστον να μην είναι από το χέρι μου»
Ο Κερτ αποχώρησε καθώς παρακολούθησε την μαζική έξοδο ανθρώπων από το κτίριο, με τις γερμανικές περιπόλους να μην ασχολούνται. Περπάτησε μέχρι τον Ναό του Αγίου Σωτήρα, μονάχα για να σταθεί ψελλίζοντας μία προσευχή. Η ανθρωπότητα είχε κατρακυλήσει σε βούρκους ματωμένους, ανηλεείς και ρυπαρούς. Ως πότε θα τραβούσε η ιστορία;
Δέκα μέρες πριν περίπου, είχαν προσπαθήσει να σκοτώσουν τον Χίτλερ με την επιχείρηση Βαλκυρία, η οποία είχε αποτύχει. Οι δήθεν άριοι πληθυσμοί, εγκατέλειπαν σιγά σιγά τα εδάφη της Πολωνίας, αφήνοντας πίσω μία Βέρμαχτ με διαλυμένο ηθικό. Αν ήταν γραφτό να γίνει εξέγερση, όλοι υπολόγιζαν πως οι Κόκκινοι θα διέσχιζαν τον Βιστούλα και όλη αυτή η ταραχή θα λάμβανε τέλος σε μία με δύο ημέρες. Όταν κάνεις σχέδια όμως, ο Θεός γελά ηχηρά.
«Τι θα κάνουμε μετά την νίκη;» ρώτησε ένα απόγευμα ο Ράμον τον Πάβελ.
«Θα ήθελα να μπορούσα να ξαναπάω σχολείο, να μορφωθώ. Θα ήθελα επίσης να γνώριζα πού βρίσκονται τα κόκκαλα του αδερφού και του πατέρα μου, μα θαρρώ πως δεν θα το μάθω ποτέ»του απάντησε και κατευθύνθηκαν σε ένα συσσίτιο για να φάνε,ενώ σοβιετικά βομβαρδιστικά όργωναν τον ουρανό.
Ο καιρός ήταν γλυκός, το ίδιο και η τελευταία βραδιά πριν τα γεγονότα. Ο Χανς είχε ξαπλώσει κάτω από τα δέντρα σε ένα πάρκο, ενώ ο Κερτ βρισκόταν κρυμμένος πίσω από μία καλύβα του δήμου. Στην ουσία θα ήθελε να πάει μαζί με τα αγόρια και να μιλήσουν, να παίξουν κάτι ή να κοιμηθούν όλοι μαζί. Κάτι τέτοιο φυσικά φάνταζε αδύνατο, έτσι απλώς περίμενε την Άζια βαστώντας δύο τριαντάφυλλα. Μία γηραιά κυρία τον είχε λυπηθεί και τα είχε κόψει από την αυλή της. Μόλις την είδε, την άρπαξε από το χέρι φιλώντας την τρυφερά και προσφέροντάς της τα λουλούδια. Ένα λαμπερό χαμόγελο στόλισε το ταλαιπωρημένο της πρόσωπο και εκείνος βάλθηκε να της φιλά τα χέρια.
«Δεν σου ζήτησα ποτέ ξεκάθαρα να γίνεις η κοπέλα μου. Φοβήθηκα μήπως έτσι σε δεσμεύσω» πρόφερε περίλυπα.
«Δεν θα ήθελα κανέναν άλλο δίπλα μου. Μονάχα εσένα» του χάιδεψε τα μαλλιά για να ξεκινήσουν να απομακρύνονται τρέχοντας, όταν ξέσπασε μία σύντομη καλοκαιρινή μπόρα. Είχαν φτάσει έξω σχεδόν από την εκκλησία του Αγίου Σωτήρα. Ο Κερτ την είχε σηκώσει στην αγκαλιά του, γελώντας ηχηρά, όταν αποφάσισαν να εισέλθουν στον ναό προσωρινά. Τα γέλια τους αντηχούσαν στον κενό χώρο και ο ιερέας τους παρακολουθούσε συγκινημένος που έπειτα από τόσα χρόνια, επιτέλους έβλεπε ένα νεαρό ζευγάρι ευτυχισμένο μέσα στην τρέλα, σε μία ξεγνοιασιά κλεμμένη, ίσως ουτοπική. Είδε τον νεαρό να αρπάζει μία κουβέρτα που ήταν παρατημένη και να τυλίγει την κοπέλα με αυτήν. Ένα φιλί στο μέτωπό της σφράγισε την αγάπη του. Πόσο λυπηρό που ήταν ένστολος; Άλλη μία αγάπη καταδικασμένη, σκέφτηκε, μα ποιος νίκησε τον έρωτα στα χρόνια; Κανείς. Μήτε ο πόλεμος, μήτε η διχόνοια. Ο ουρανός στον ορίζοντα βάφτηκε άλικος. Ξημέρωνε πρώτη Αυγούστου. Το χαμόγελό τους χάθηκε. Η Άζια ήξερε και ξαφνικά έπρεπε να σταθεί στο πλάι της πατρίδας της.
«Κάνεις το σωστό» της είπε ο Κερτ «Δεν θα πάψω να σε αγαπώ εξαιτίας αυτού, μήτε θα περίμενα να προδώσεις την πατρίδα σου. Σε ευχαριστώ για όλες τις στιγμές. Ελπίζω να σε δω ξανά σε έναν κόσμο που θα μας χωρά και τους δύο...»
Έκλαψε. Τα χέρια της είχαν τυλιχθεί γύρω από τον λαιμό του σφιχτά.
«Να προσέχεις» ψιθύρισε.
«Μην φοβάσαι...» της απάντησε και οι αγκαλιές τους άδειασαν, το κορμί τους πάγωσε, η θλίψη πήρε τη σκυτάλη. Η εξέγερση της Βαρσοβίας ήταν προ των Πυλών.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top