Ό,τι σπείρεις θα θερίσεις/part 4

Οι αγροτικές οικογένειες της περιοχής, είχαν σχεδόν όλες εγκαταλείψει τα σπίτια τους, αντιμετωπίζοντας τις αμείλικτες καιρικές συνθήκες, καθώς πολλά από αυτά ήταν πλέον καμένα και οι προμήθειες λεηλατημένες και κατεστραμμένες. Η οικογένεια της Χίλντα, καθώς το σπίτι τους ήταν κρυμμένο στο γειτονικό δασύλλιο και καλυμμένο με χιόνι και ξερόκλαδα, είχε αποφασίσει με κίνδυνο ζωής να παραμείνει. Εξάλλου, πού θα μπορούσαν να πάνε; Θα πέθαιναν αργά και βασανιστικά από το κρύο. Με κόπο βάδισαν, μεταφέροντας μαζί τους και τον νεαρό Ρώσο, ο οποίος είχε αρχίσει να βυθίζεται σε έναν παράδοξο λήθαργο. Φτάνοντας, τον εναπόθεσαν προσεκτικά μπροστά από ένα κυκλικό, ξύλινο τραπέζι και ο πατέρας της νεαρής Χίλντα, σύρθηκε με κόπο στο εσωτερικό του σπιτιού. Πριν από τον πόλεμο, ήταν γιατρός, μα παρόλα αυτά, είχε υπηρετήσει στο πεζικό, όπου έχασε και το ένα του πόδι. Ο Αλεξ προσπάθησε να μιλήσει, μα αυτό στάθηκε αδύνατο. Η μόνη ευχάριστη αίσθηση, ήταν για εκείνον τα απαλά μαλλιά από τα δύο αγοράκια που είχαν ξαπλώσει κοντά στον λαιμό του. Η Χίλντα ευθύς, τοποθέτησε ένα βρεγμένο πανί στο μέτωπό του και έπειτα, σειρά είχε η περιποίηση από τον πατέρα της. Στη θέα των εργαλείων, τα μάτια του Άλεξ γούρλωσαν. Του θύμισαν τις φρικτές στιγμές στην ουκρανική στέπα και τις δεξιότητες του Όττο στα ράμματα.

«Νιετ!» ξεκίνησε να σκούζει «Νο!» προσπάθησε να το μετατρέψει στα αγγλικά.

«Είναι απαραίτητο, λυπάμαι» άκουσε την αντρική φωνή να του απαντά, με μία στρεβλή προφορά.

Τα επόμενα λεπτά, κύλησαν μαρτυρικά. Τα ουρλιαχτά του έσκιζαν τις καρδιές όλων, μέχρι να μετατραπούν σε κλάματα. Στο τέλος, έμεινε να ανασαίνει βαριά κοιτώντας τριγύρω του με φόβο. Ο πατέρας τον βοήθησε να σηκωθεί και με κόπο να καθίσει στον ξεφτισμένο καναπέ.

«Πώς νιώθεις;» πήρε το θάρρος να τον ρωτήσει η κοπέλα.

«Πονάει όλο το κορμί μου, μα είμαι ζωντανός. Ευχαριστώ»

«Εμείς ευχαριστούμε. Τα αδέρφια μου είναι ζωντανά, χάρη σε εσένα. Δεν υπήρχε λόγος να το κάνεις, οι Ρώσοι μας εκδικούνται με φρικτούς τρόπους. Δεν...δεν μπορώ καν να μιλήσω για...»

Το χέρι του Άλεξ έπεσε άψυχα επάνω στο δικό της.

«Μην μιλήσεις. Όλα έχουν ειπωθεί με πράξεις, χρόνια τώρα» ήταν η μόνη κουβέντα που είπε, όταν είδε τον πατέρα να πλησιάζει.

«Μπορείς να μείνεις εδώ. Έχουμε ένα παλαιό στρώμα. Η πληγή σου είναι άσχημη. Ξάπλωσε να αναρρώσεις. Δεν έχουμε πολύ φαγητό, μα ευχαρίστως να μοιραστούμε ό,τι προμήθειες διαθέτουμε μαζί σου»

Μία σούπα ζεστή ήταν βάλσαμο. Αυτή και ένα μπάνιο που έκανε ξεπλένοντας δυστυχία και απώλειες. Στον βρώμικο καθρέπτη, σχεδόν δεν αναγνώρισε το είδωλό του. Ο λυγμός σκαρφάλωνε και πάλι. Πότε είχε προλάβει να πενθήσει; Να βρεθεί σε εκείνο το ενδιάμεσο στάδιο, ανάμεσα στο τέλος και στην αρχή; Οι απώλειες... Είχαν βάρος μεγάλο. Τα δάχτυλά του άγγιξαν τα ρουφηγμένα του μάγουλα, τα οποία είχαν μουσκέψει τα δάκρυα. Τουλάχιστον ήταν καθαρός. Τα μαλλιά του έλαμπαν σαν φλόγες που λικνίζονταν στις ριπές του ανέμου. Με κόπο πλησίασε το στρώμα και μελαγχολικά ξάπλωσε εκεί. Είχαν όλα σβήσει από γύρω του. Δεν άκουγε τους πυροβολισμούς, τα ουρλιαχτά των βιασμών και τον θόρυβο από τις λεηλασίες, μα το κελάρυσμα του Ντον, τα γέλια του Σεργκέι και της Όλγας. Τα αγοράκια τον είχαν αγαπήσει. Με την αθωότητά τους, δεν ξεχώριζαν την εθνικότητα. Τους αρκούσε που κάποιος είχε νοιαστεί για εκείνα. Του ψιθύριζαν στα γερμανικά και εκείνος δεν καταλάβαινε λέξη. Χαμογελούσε ωστόσο δίνοντάς τους το κουράγιο να συνεχίζουν αυτόν τον μάταιο μονόλογο.

«Ελάτε μέσα και αφήστε τον να ηρεμήσει» τους έκανε παρατήρηση η Χίλντα.

«Δεν πειράζει...» ψιθύρισε ο νεαρός.

«Πειράζει, είσαι χάλια»

«Σε ευχαριστώ» της χαμογέλασε και την είδε να μειδιά και εκείνη. Πόσο καιρό είχε να σχηματίσει αυτήν τη γκριμάτσα;

«Συγγνώμη ακούστηκε πολύ άσχημο. Είμαι η Χίλντα» συστήθηκε.

«Είμαι ο Αλεξέι και δεν επιθυμώ να σε βάλω σε μπελάδες. Ίσως με ψάχνουν οι δικοί μου και δεν γνωρίζω την αντίδρασή τους σε περίπτωση που σας δουν»

«Χθες, βίαζαν κατ' εξακολούθηση μία νεαρή μητέρα σε έναν αχυρώνα. Οι συγγενείς της ζήτησαν από τους στρατιώτες να σταματήσουν για να θηλάσει το μωρό της. Την σκέφτομαι συνέχεια, θα μπορούσα να είμαι εγώ στη θέση της»

«Από εμένα δεν θα κινδύνευες. Πολλούς τους έχει παρασύρει όλη αυτή η καθημερινή κτηνωδία που έχουν ζήσει εδώ και τέσσερα σχεδόν χρόνια. Ευτυχώς μεγάλωσα σε μία μορφωμένη και δεμένη οικογένεια, η οποία μου δίδαξε τον σεβασμό. Έχω χάσει τρεις φίλους μου και το σπίτι μου, μα ποτέ δεν θα χάσω την ανθρωπιά μου. Μου ανήκει και δεν θα μου την κλέψουν»

«Είσαι σπουδαίος άνδρας» πρόφερε η κοπέλα και του έδωσε ένα κουτάκι βρώμικο «Αυτό είναι μάλλον δικό σου, σου έπεσε» του είπε συγκρατημένα και ο νεαρός το πήρε προσεκτικά. Ήταν το δαχτυλίδι της Ούλια, αυτό που είχε σκοπό να προσφέρει στην Όλγα.

«Ήθελα να κάνω πρόταση γάμου στην κοπέλα μου. Μπορεί να μην προλάβω. Από τότε που ξεκίνησαν όλα αυτά, μετρώ την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία μου, παρατηρώ τις ομιχλώδεις ανατολές, οι οποίες πλέον μου έχουν γίνει συνήθεια και απλώς προσμένω σε μία καθαρή και λαμπερή την ημέρα που θα σιγήσουν τα όπλα για πάντα. Ωστόσο, επιθυμούσα να της κάνω μία επίσημη πρόταση. Να γνωρίζει πως θα είναι δική μου, πως την αγάπησα από τότε που ήμασταν παιδιά και πως για εμένα είναι η πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου και ας μας άλλαξε ο πόλεμος. Το εκτιμώ αφάνταστα που το βρήκες και μου το επέστρεψες, θα είχα τρελαθεί αν το έχανα»

Η Χίλντα τον άκουγε προσεκτικά, εμφανώς συγκινημένη. Σκεφτόταν τι θα μπορούσε να του προσφέρει για την ξεχωριστή του πρόταση. Την προσοχή της ωστόσο, απέσπασε μία σκιώδης μορφή που για δευτερόλεπτα εμφανίστηκε στο ελάχιστο φως ενός κεριού που σιγόκαιγε στο σαλόνι. Η κοπέλα καμπούριασε, το ίδιο και οι γονείς της οι οποίοι εξαιτίας του φόβου τους, αδυνατούσαν να κοιμηθούν. Η Χίλντα κόλλησε το κορμί της στον τοίχο και προσπάθησε να διακρίνει το οτιδήποτε μπορούσε από το θολό τζάμι του παραθύρου. Ο τρόμος την οδήγησε να αρπάξει οποιοδήποτε αιχμηρό αντικείμενο θα μπορούσε να της φανεί χρήσιμο, ενώ ο πατέρας της σήκωσε ένα όπλο που το χρησιμοποιούσε παλαιά για κυνήγι. Έξω ακριβώς από την αγροικία, βρίσκονταν δυο στρατιώτες, Ρώσοι, που ψαχούλευαν στο χιόνι σαν ιχνηλάτες. Ο ένας βαστούσε κάτι μέσα από τα ρούχα του και η Χίλντα υπέθεσε πως ήταν κλοπιμαία.

Στο βάθος η πόλη φλεγόταν. Το μαχαίρι σφίχτηκε στο χέρι της με μίσος. Την προηγούμενη μέρα, της είχαν αφηγηθεί ένα περιστατικό που έλαβε χώρα στο γραφείο του διοικητή της πόλης. Μια Γερμανίδα ντυμένη στα μαύρα, με αδύναμη φωνή και άψυχα χείλη, κρατούσε από το χέρι ένα κοριτσάκι με μαύρες μελανιές στον λαιμό και το πρόσωπο, με μάτι πρησμένο και φρικτούς μώλωπες στα χέρια εξαιτίας του βιασμού του. Η ιστορία αυτή της είχε μείνει σαν βάρος βάρβαρο στο στήθος, την έπνιγε τα βράδια. Ποτέ της δεν υποστήριξε τους ναζί. Ήξερε πως έμοιαζαν με κτήνη που είχαν αφεθεί ελεύθερα και λυσσασμένα να καταστρέψουν τον κόσμο. Δεν τους δικαιολογούσε, καμία θηριωδία δεν δικαιολογούσε. Όχι, δεν θα δεχόταν τους βιασμούς σαν ένα αποτέλεσμα απόγνωσης. Πώς ήταν δυνατόν κάποιος να βίαζε ένα κορίτσι εννέα και δέκα χρονών; Αποφασισμένη, άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε στο χιόνι κραυγάζοντας. Ο πατέρας της τρελαμένος, άρπαξε το όπλο και ο Άλεξ καταβάλλοντας κόπο, σηκώθηκε για να κατευθυνθεί ως την πόρτα. Μπροστά του βρίσκονταν ο Ντίμα με τον Γκαμπριέλ που σημάδευαν την κοπέλα και τον πατέρα της. Ένα μωρουδιακό κλάμα αποσπούσε όλων την προσοχή.

«Πέταξε το μαχαίρι, αλλιώς θα θυμηθώ όσα σας έχω μαζεμένα μετά τον τραυματισμό μου κοντά στο στομάχι» γρύλισε ο Γκαμπριέλ και ο Ντίμα λοξοκοιτώντας τον, μετέφρασε μόνο δύο λέξεις εξαιτίας της ανίας του.

«Πέταξε το μαχαίρι και εσύ το όπλο» στράφηκε στον άνδρα.

«Είπα περισσότερα» τον μάλωσε ο Σιβηριανός.

«Το νόημα μετρά» του απάντησε ο Ντίμα όταν είδαν τον Αλεξ να τους φωνάζει διπλωμένος στα δύο.

«Σταματήστε...»ψέλλισε «Είναι καλοί άνθρωποι..»

«Γερμανοί και καλοί; Ας το δεχτώ, προτού πυρπολήσω το σπίτι τους όπως εκείνοι το δικό μας»

«Τους είδες τους συγκεκριμένους με το τσακμάκι να προσπαθούν να μας λαμπαδιάσουν;» μούγκρισε ο Αλεξ.

«Εσύ ξάδερφε δεν τρώγεσαι με τίποτε, εσύ και ο Σβάιγκερ» μουρμούρισε ενώ ο Γκαμπριέλ τους προσπέρασε και πλησίασε το εσωτερικό του σπιτιού δίχως να τους δίνει καμία σημασία. Τα αγοράκια είχαν ξυπνήσει και τα μάτια τους ήταν βουρκωμένα εξαιτίας του φόβου. Ο Σιβηριανός αποκάλυψε το βρέφος μέσα από τα ρούχα του τραβώντας τους ευθύς την προσοχή.

«Μωράκι» είπε το ένα αγόρι και άνοιξε την αγκαλιά του.

«Πού το βρήκες το μωρό;» έβηξε ο Αλεξ.

«Έμεινε ορφανό. Η μάνα του ξεψύχησε μπροστά μου» απάντησε ο Γκραμπριέλ κοφτά.

«Τι έκανες στην μάνα του; Πού είναι;» άρχισε την επίθεση η Χίλντα που δεν είχε καταλάβει λέξη στα ρωσικά.

«Πες της να χαμηλώσει τον τόνο της. Έτσι και αλλιώς δεν γνωρίζω ξένες γλώσσες. Α, και να μεταφέρεις κάθε μου λέξη, όχι μία μόνο»

Ο Ντίμα στριφογύρισε τα μάτια του.

«Το σπίτι είναι δικό μας» είπε στα αγγλικά και είδε τον Αλεξ να μορφάζει.

«Είμαι ζωντανός εξαιτίας τους και δεν μου αρνήθηκαν τίποτε. Ζητήστε φιλοξενία, εμείς δεν μεγαλώσαμε έτσι. Είδα και έπαθα για να μαζέψω τα αίσχη των υπόλοιπων» στράφηκε προς την οικογένεια «Είναι συγγενείς και φίλοι μου, λυπάμαι για την αναστάτωση που προκλήθηκε. Θα μπορούσαν να μείνουν εδώ ή στον αχυρώνα;» οι τρεις Γερμανοί αλληλοκοιτάχτηκαν. Στην ουσία επιθυμούσαν να αρνηθούν, ωστόσο ο διάχυτος φόβος τους ανάγκασε να δεχτούν «Πού είναι οι υπόλοιποι;»

«Για λίγο βρίσκονται σε όσα σπίτια ή αχυρώνες έχουν επιτάξει. Τα κορίτσια τα άφησα με τον θείο για λίγο, θα είναι εντάξει. Έχουν αρκετή δουλειά περίθαλψης Ρώσων τραυματιών» στένεψε τα μάτια του κοιτώντας τους Γερμανούς.

Κανείς δεν είπε λέξη, μονάχα η Χίλντα αποφάσισε να περιποιηθεί το μωρό, το οποίο ήταν αδύνατον να μείνει με τον Γκαμπριέλ. Ο Αλεξ ένιωσε φρικτή κούραση. Το στομάχι του διαρκώς ανακατευόταν και έτσι αποφάσισε να ξαπλώσει. Αύριο, θα έριχνε μία ματιά στην λίστα των εγκληματιών και θα ρωτούσε αυτούς τους ανθρώπους αν γνώριζαν την οποιαδήποτε πληροφορία, ιδίως για τον Βίγκμπερτ. Τα μεγάφωνα εξακολουθούσαν να ακούγονται από μακριά, καλώντας τους πολίτες να εγκαταλείψουν την πόλη. Όλοι οι άνδρες προσπαθούσαν να την υπερασπιστούν έχοντας στρατευτεί στη Volkssturm.Οι μανάδες που δεν είχαν κατορθώσει να βρουν μία θέση στα τρένα, μάζεψαν το κουράγιο τους για την φροντίδα των νηπίων, τυλίγοντάς τα με ζεστά ρούχα. Στην πλάτη τους κουβαλούσαν σακίδια με γάλα σε σκόνη και φαγητό. Περίμεναν, μάλλον άδικα, πως ο Οργανισμός Κοινωνικής Πρόνοιας του Ναζιστικού Κόμματος, θα είχε προβλέψει κάποια μορφή βοήθειας. Η ανθρωπιά ωστόσο, δεν καλλιεργήθηκε ποτέ στα σπλάχνα του για να το κάνει τώρα. Για ακόμη μία φορά θα ήταν καταδικασμένες. Καταφύγιο δεν θα έβρισκαν εύκολα έξω από το Μπρεσλάου. Τα σπίτια ήταν κλειδωμένα λόγω εγκατάλειψης ή φόβου.Οι τρεις Ρώσοι αποφάσισαν να κοιμηθούν τελικά στο ίδιο στρώμα. Είχαν κάνει ένα μπάνιο και  τα πυρόξανθα μαλλιά των δύο ξαδέρφων λαμπύριζαν σχεδόν στο σκοτάδι. Ο Γκαμπριέλ δεν νοιαζόταν ιδιαίτερα. Του αρκούσε η πολυτέλεια του ύπνου και η αίσθηση του κοιμισμένου βρέφους στο στήθος του για τελευταία ίσως φορά.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top