Ό,τι σπείρεις θα θερίσεις/ part 3
Ο Κερτ είχε αρχίσει να χάνει το μυαλό του. Ήταν ολοφάνερο πλέον πως οι Γερμανοί επεδίωκαν μία άτακτη υποχώρηση προκειμένου να σώσουν τη ζωή τους. Άλλοι στρατιώτες δεν υπήρχαν τριγύρω, οι περισσότεροι είχαν φύγει ή είχαν αφήσει το σαπισμένο τους κουφάρι σε τούτη τη φθονερή γη, σε αυτήν την αόρατη για τον κόσμο Κόλαση. Η ανάσα του κοβόταν όχι μονάχα εξαιτίας του κρύου, μα και εξαιτίας των τριών ακόμη συντρόφων του, οι οποίοι τρελαμένοι από την αγωνία πάλευαν με γυμνά χέρια να ξεριζώσουν τις σαμπρέλες από τις ρόδες. Αεράκι φυσούσε που έγλειφε την αλμύρα από την άμμο. Ο Κερτ είχε καθίσει σε ένα άλλο μεταλλικό κουφάρι, παρακολουθώντας τις άκαρπες προσπάθειες των φίλων του, όταν ένιωσε ένα χέρι να τραβά τη στολή του και ετοιμάστηκε να ουρλιάξει.
«Μην μιλήσεις, εγώ είμαι» ο κοκκινομάλλης το διασκέδαζε σαν κοιτούσε τον κατάχλομο Γερμανό.
«Αν δεν μου θύμιζες τόσο πολύ τον Άλεξ, θα σε εκτελούσα» του γρύλισε ο Κερτ με μία δόση ωστόσο χιούμορ στα λόγια του.
«Μοιάζουμε πολύ, αν εξαιρέσεις τα μάτια μας. Τα δικά του είναι γαλανά, μα εγώ προτιμώ τα δικά μου. Μου αρκεί που κληρονόμησα το φλογερό μαλλί, το οποίο με προδίδει πολύ εύκολα, ειδικά τον Χειμώνα»
«Αν σε δουν οι άλλοι...» του ψιθύρισε ο Κερτ.
«Δεν θα με δουν. Τους παρακολουθώ εδώ και ώρα που ετοιμάζουν την ομαδική τους αυτοκτονία. Αλήθεια, πιστεύετε πως θα διασχίσετε τη θάλασσα με μία σχεδία χειροποίητη και όντας συνολικά τέσσερις; Θα βουλιάξετε»
«Τους το είπα» του απάντησε ο Κερτ.
«Εσύ προσπάθησες» γέλασε ο Ρώσος και συνέχισε «Μίλησέ μου για τον λόγο που είσαι ακόμη ζωντανός. Κοινώς, μίλησέ μου για τον ξάδερφό μου και την παρέα αυτή που έχει σχηματιστεί. Έχω μεγάλη περιέργεια να μάθω, δεν το αρνούμαι»
«Μεγάλη ιστορία. Αν θέλεις την άποψή μου, όλα ξεκίνησαν από τον πρώην δικό μας, τον Όττο Σβάιγκερ. Απέκτησε πολλούς φίλους και φυσικά άλλους τόσους εχθρούς, μα οι δεσμοί του με τον Άλεξ του έσωσαν τη ζωή στο Στάλινγκραντ. Αγαπιούνται πολύ αυτοί οι δύο και από εκεί και πέρα, εγώ και ο Όττο ανήκαμε στην ίδια παρέα, πίσω στο Βερολίνο. Η ομάδα μας περιλάμβανε και Εβραίους. Κατόπιν, εμφανίστηκε ο Αλεξέι με τον άλλο του ξάδερφο και έναν ακόμη από τη Σιβηρία, επομένως όλοι δέσαμε γιατί είμαστε γνωστοί και φίλοι. Ακούγεται απίθανο όλο αυτό, μα κάποτε, προσφέρει παρηγοριά, σε κρατά στην ανθρωπιά σου κοντά, η οποία ξεχνιέται με τον καιρό»
Ο Κονσταντίν ξεφύσησε.
«Πίσω στην Ρωσία, είχα ένα μικρό μαγαζί με ξύλινα παιχνίδια. Ο πατέρας μου ήταν ξυλουργός και εγώ ανέπτυξα ένα άλλο ταλέντο, αυτό που είδες. Μου άρεσε να δημιουργώ ευχάριστα αντικείμενα για παιδιά κυρίως. Ο πόλεμος με κατάντησε να σκοτώνω, δεν το επέλεξα. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, εσύ και εγώ θα μπορούσαμε να δουλεύουμε ή να σπουδάζουμε, μα καταντήσαμε δολοφόνοι. Ακόμη χειρότερα, πλέον μας περνά αδιάφορο το ανθρώπινο δράμα» για λίγο έμειναν να ατενίζουν τους τρεις Γερμανούς που συνέχιζαν να σκάβουν με λύσσα την άμμο, προσπαθώντας να ξεκολλήσουν τις ρόδες «Συμβουλή μου είναι να περιμένεις κάποιο πλοίο. Μπορεί να σε βρει το θανατικό από τις ρωσικές επιδρομές, μα θα έχεις ένα ποσοστό ελπίδας. Με αυτούς τους τρεις φωστήρες, οι πιθανότητες πνιγμού και θανάτου ξεπερνούν σε ποσοστό τη βεβαιότητα»
Σαν τον άνεμο χάθηκε ξανά από δίπλα του και ήταν και η τελευταία φορά που θα τον συναντούσε για την ώρα. Τα μάτια του δεν ατένιζαν πλέον τους συντρόφους του. Τα πόδια του τραντάζονταν από μία γη που ούρλιαζε, τυλιγμένη παράλληλα στην ομιχλώδη σιωπή της. Το μακελειό συνεχιζόταν και οι Ρώσοι σαν Δαίμονες γλιστρούσαν μέσα από την καταχνιά πυροβολώντας στοχευμένα. Την νύχτα η πόλη έμοιαζε με ενεργό ηφαίστειο. Με το αίμα να κυλά σαν λάβα στο χιόνι, με τις φωτιές να καταπίνουν κάθε ελπίδα. Οι τρεις Γερμανοί πάλεψαν πράγματι μέχρι το τέλος, να διατηρήσουν την ισορροπία τους, μέχρι που η σχεδία διαλύθηκε σαν σπιρτόξυλο, με αποτέλεσμα να βρεθούν στα παγωμένα νερά να πνίγονται. Ο Κερτ έτρεξε και παίρνοντας φόρα, τράβηξε στην ακτή της παράνοιας τον Βίνκε, ο οποίος στεκόταν πλέον βρεγμένος, τρέμοντας, με το νερό να στάζει σαν χιλιάδες δάκρυα πόνου και απελπισίας.
Οι πορτοκαλόχρωμες σβηστές σκιές από τις επιθέσεις, εναλλάσσονταν ανάλογα με την ένταση. Μπροστά στα μάτια του Κερτ, ένας από τους τρείς συντρόφους του υπέκυψε. Ήταν αδυσώπητα τρομακτική η γαλήνη των κινήσεών του, σαν να είχε την ανάγκη να ξαπλώσει για έναν απογευματινό υπνάκο. Μονάχα που το σώμα του δεν το σκέπασε κάποια τρυφερή κουβέρτα, μα το παγωμένο σάβανο του χιονιού. Στο βάθος, κυρτωμένες φιγούρες παραδομένες στο χαλάζι και την ανημποριά, βάδιζαν για όσο ακόμη τους το επέτρεπαν οι δυνάμεις τους. Ήταν επιζώντες άμαχοι, που περιπλανώνταν άσκοπα στον τόπο του απόλυτου μηδενός. Εξάλλου, το ψυχορράγημα του Μέμελ δεν μπορούσε να μετρηθεί με ανθρώπινο χρόνο. Ο Κερτ δεν θα ξεχνούσε ποτέ του αυτές τις εικόνες. Από την τσέπη του έβγαλε την ξύλινη κατασκευή και την έσφιξε στο σημείο της καρδιάς. Στη βάση της, ο Ρώσος είχε κρίνει σωστό να γράψει μάλλον το όνομά του και κάτι ακόμη. Ο Κερτ δεν μπορούσε να διαβάσει τα γράμματα μήτε να τα κατανοήσει. Υπνωτισμένος, άκουσε έναν ήχο γνώριμο. Κάτι πλησίαζε από την θάλασσα. Ο Βίνκε δίπλα του έμοιαζε να αφουγκράζεται τον ήχο από τα βάθη της καρδιάς του.
«Σωθήκαμε Κερτ! Τρέξε γρήγορα!» τον άρπαξε από την σκονισμένη χλαίνη και βρέθηκαν πράγματι να τρέχουν προς τις φωνές που τους καλούσαν. Ένα πλοίο περνούσε με όλα τα φώτα σβηστά.
«Hilfe!» (βοήθεια) ούρλιαζε ο Κερτ και βουτώντας μέσα στα παγωμένα νερά, ξεκίνησε να κολυμπά προς το μέρος του πλοίου. Το θαλασσινό νερό τον χτυπούσε κατάστηθα μα δεν τον ένοιαζε. Η παράνοια έτσι και αλλιώς είχε μουδιάσει τα μέλη του. Ήθελε να σωθεί, να ζήσει, να ξεφύγει και ας έπεφτε απλώς σε έναν τσιμεντένιο, απομονωμένο τάφο. Οτιδήποτε θα ήταν καλύτερο από τις στιγμές που είχε ζήσει αποκλεισμένος στο Μέμελ.
----------------
Πίσω στην Πολωνία, ο Άλεξ, ο Ντίμα και ο Γκαμπριέλ θα αναχωρούσαν δίχως τον Όττο που θα ακολουθούσε αργότερα, καθώς είχε επιδοθεί σε ένα κυνήγι των Ες-Ες και στη διάσωση όσων περισσότερων αιχμαλώτων κατόρθωνε να εντοπίσει στο διάβα του, με ρούχα σκισμένα και με το κίτρινο αστέρι ραμμένο επάνω στα κουρέλια τους. Ο Αλεξ πλέον βάδιζε προς το Μπρεσλάου. Οι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού δεν έτρωγαν καλά και το γνώριζε αυτό, καθώς το στομάχι του τελευταία διαμαρτυρόταν έντονα. Δίχως τον Όττο υπήρχε ένα κενό. Οι δυο τους είχαν δεθεί ιδιαίτερα, ωστόσο ο Γερμανός τον είχε καθησυχάσει πως θα τον ακολουθούσε ως το Βερολίνο. Μαζί θα έμπαιναν στην Καγκελαρία, μαζί θα διέλυαν το ναζιστικό σύμβολο που σαν τον εφιάλτη σηκώθηκε, σπρωγμένο από τον κόσμο και την πολιτική, ή τελοσπάντων από μία μερίδα κόσμου. Στα χέρια του Όττο βρισκόταν εκείνο το δώρο του Γρηγόρη που του είχαν στείλει οι θείες του από το Βερολίνο κάποια Χριστούγεννα. Το καραβάκι της ελπίδας.
Τα πράγματα γύρω του ωστόσο είχαν αγριέψει. Μπροστά στα μάτια του οι στρατιώτες άρπαζαν οτιδήποτε μπορούσαν να βρουν από τους αγρότες, σφάζοντας και τα τελευταία ζώα. Οι σοβιετικές αρχές γνώριζαν για τις φρικιαστικές πράξεις εκδίκησης, ωστόσο κανείς δεν έδινε σημασία. Φυσικά οι Ρώσοι, δεν ήταν ο μόνος στρατός που διέπραξε εγκλήματα πολέμου απελευθερώνοντας δήθεν τις περιοχές που κατείχαν οι ναζί. Οι Σύμμαχοι δεν πήγαιναν πίσω και ας έριχναν όλο το φως της φρίκης στους Κόκκινους. Οι Γερμανίδες θεωρήθηκαν αντικείμενα, επάνω στα οποία είχαν πλήρη έλεγχο οι στρατιώτες. Οι περισσότεροι εξάλλου Κόκκινοι που δεν είχαν καν στοιχειώδη γνώση στον έρωτα, φέρονταν απαράδεκτα στις γυναίκες.
«Αυτές οι αλήτισσες ξέρουν να σηκώνουν τις φούστες τους» ακούστηκε το μούγκρισμα ενός αξιωματικού, ο οποίος πλησίαζε ένα ανήλικο κορίτσι, το πολύ δέκα χρονών.
Ήταν τότε που τα μάτια του Αλεξ σκούρυναν επικίνδυνα. Το χέρι του έφτασε στο όπλο και ευθύς τον σημάδεψε.
«Αν κάνεις ένα βήμα και την αγγίξεις, θα χύσω τα μυαλά σου στο χιόνι» του γρύλισε ο Αλεξέι.
«Και ποιος είσαι εσύ; Ένας προδότης που λυπήθηκε ο Στάλιν, ένα κατακάθι που έγλειφε τα χέρια του φασίστα!» του ούρλιαξε ο άλλος.
«Και εσύ ποιος διάολο είσαι; Ένας παιδεραστής που φτιάχνεται αντικρίζονταν ανήλικες! Ένα σίχαμα είσαι!»
«Αλεξ μην τον πυροβολήσεις...» ακούστηκε η φωνή του Γκαμπριέλ.
«Τσακίδια και προχώρα!» ο Αλεξέι είχε χάσει για τα καλά την ψυχραιμία του. Ο Ρώσος έφτυσε τη γη μπροστά από τα πόδια του, ρίχνοντάς του ένα επικριτικό βλέμμα.
Το κρύο ήταν ανυπόφορο και οι μακρινές βροντές του πυροβολικού προκάλεσε πανικό στα απομονωμένα αγροκτήματα του δασώδους τοπίου αυτής της γερμανικής πόλης του Μπρεσλάου με τις γυναίκες να έχουν πανικοβληθεί. Η Χίλντα ζούσε με τους γονείς και τα δύο αδερφάκια της, τα οποία εξαιτίας του πανικού είχαν τρέξει μακριά από το σπίτι. Η μητέρα της, έτρεξε και εκείνη με τη σειρά της ξοπίσω τους για να προλάβει το κακό. Ο πατέρας της είχε χάσει το ένα του πόδι στη μάχη και αδυνατούσε να τρέξει. Η μοίρα τους ήταν προδιαγεγραμμένη. Οι μανάδες με τα μωρά είχαν πάρει τους δρόμους σε απίστευτα χαμηλές θερμοκρασίες. Μία νέα γυναίκα, προσπαθούσε να ζεστάνει το δέκα μηνών βρέφος της, όταν άκουσε ουρλιαχτά από μία άλλη που είχε πέσει θύμα ομαδικού βιασμού. Πυροβολισμοί έπεφταν, με τον Γκαμπριέλ να έχει βγάλει στα κρυφά από τη μέση ορισμένους οπλισμένους άνδρες. Καταιγίδα είχε ξεσπάσει, κάρα με άμαχους είχαν ξεχυθεί στους λασπωμένους δρόμους και εκείνη η παγωμένη γυναίκα με το μελανιασμένο από το κρύο στήθος, είδε μία φιγούρα τρομακτική μπροστά της.
Στο σκοτάδι έλαμπαν δύο μάτια σαν το χιόνι και ένα πρόσωπο αρχικά ανέκφραστο. Το μωρό της έκλαιγε γοερά και η ίδια δεν είχε πια την δύναμη να αντισταθεί. Οι βιασμοί ήταν σκληροί, εξευτελιστικοί. Είχε φτάσει η ώρα της. Το μωρό της τι έφταιγε να πληρώσει; Το μικρό κεφαλάκι έγειρε πίσω. Δεν είχε άλλη δύναμη να κλάψει εξαιτίας του φόβου και του κρύου. Ξεκίνησε τις ικεσίες και είδε τον Ρώσο να χαμηλώνει το κορμί του. Ο Γκαμπριέλ κοίταξε το μωρό και η εικόνα του μικρού του αδερφού σκαρφάλωσε στο μυαλό του. Κάποτε εξαιτίας του σοβαρού τραυματισμού του μισούσε τους Γερμανούς, μα ποτέ δεν ένιωσε τον πόλεμο ως καθήκον του. Με τον καιρό και με την θυσία του Όττο, η ψυχή του είχε μαλακώσει.
«Δώσε μου το παιδί» της είπε στα ρωσικά κάνοντάς την να ξεσπάσει σε λυγμούς. Εκνευρισμένος από την απουσία κατανόησης, πήρε απότομα το χέρι της και το τοποθέτησε σε ένα σημείο του στήθους του, το οποίο έκαιγε μιας και εξαιτίας του τρεξίματος είχε ζεσταθεί. Κατόπιν, της έδειξε ξανά το μωρό που είχε ξεκινήσει να μελανιάζει και εκείνη κατάλαβε. Τώρα το κλάμα της ήταν αλλιώτικο, ήταν συγκίνησης.
Ο Γκαμπριέλ πήρε το μωρό και αφαιρώντας τα φτωχικά του ρουχαλάκια, το τοποθέτησε σχεδόν γυμνό μέσα από την στολή του ώστε να έχει άμεση επαφή με το θερμό του σώμα. Το μικρό πλάσμα κούρνιασε και το κλάμα του έπαψε. Επιτέλους ένιωσε ασφάλεια πλάι στον ήχο της παλλόμενης καρδιάς του και της θερμότητας του κορμιού του. Ένα ξεχωριστό πανωφόρι, ο νεαρός το δάνεισε στη μητέρα. Εκείνη το κράτησε τρέμοντας και άφησε ευθύς την τελευταία της πνοή, με ένα χαμόγελο που αντικατόπτριζε την ελπίδα, το φως σε μία πράξη ανθρωπιάς. Ο Γκαμπριέλ σάστισε. Είχε μείνει στα ξαφνικά με ένα μωρό στην αγκαλιά, ορφανό. Ωστόσο, ο ίδιος πανικός είχε φωλιάσει και στον Αλεξέι που έτρεχε για να καλυφθεί από τα πυρά. Μπροστά του βρίσκονταν παγωμένα από τον τρόμο δυο αγόρια. Φοβήθηκε για τα παιδιά. Για εκείνα τα δυο αδερφάκια που κοντοστέκονταν με μάτια πρησμένα. Όλα τους έμοιαζαν ακατανόητα. Δεν γνώριζαν από εχθρικά πυρά, μονάχα πως ο ουρανός ήταν τιμωρία και η γη τα πονούσε. Τα χεράκια τους ήταν πληγωμένα, τα ποδαράκια τους τα έκαναν να σφίγγουν τα χείλη. Τι τιμωρία Θεέ μου περνούσαν; Για ποια αμαρτία; Όχι, η εκδίκηση δεν θα έπεφτε πάνω τους. Ο Αλεξ έτρεξε μπροστά και τα αγκάλιασε βιαστικά, όταν μια σφαίρα τον χτύπησε στον ώμο. Ένα κάψιμο ισχυρό τον ταρακούνησε σε σημείο να επιθυμεί να αδειάσει όλο το περιεχόμενο του στομαχιού του. Τα αγοράκια κλαίγοντας έπεσαν επάνω του με έγνοια. Εκείνος βρισκόταν πεσμένος στο σκληρό χώμα, όταν επιτέλους η νεαρή Χίλντα τους εντόπισε, με την μητέρα της να τα αγκαλιάζει σφιχτά.
«Μαμά! Ο κύριος μας έσωσε και τώρα χτύπησε! Βοήθα τον...»
Η Χίλντα κοίταξε τον κοκκινομάλλη Ρώσο που προσπαθούσε να αναπνεύσει.
«Είναι επικίνδυνο» της είπε η μητέρα της.
«Έσωσε τα αδέρφια μου» απάντησε η κοπέλα και με ταχύτατες κινήσεις, τον έπιασαν από τα χέρια και τα πόδια. Το σπίτι τους, η μικρή τους αγροικία ήταν σχετικά κοντά.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top