Ό,τι σπείρεις θα θερίσεις/ part 1

΄΄Την παραμονή των Χριστουγέννων του 44, ο Στρατηγός Χάιντς Γκουντέριαν, αρχηγός της Ανώτατης Διοίκησης του Στρατού, μετέβη με την επιτελική Mercedes στο στρατηγείο του Χίτλερ στα Δυτικά, την λεγόμενη Αετοφωλιά. Μπαίνοντας στην αίθουσα, βρήκε τόσο τον Χίτλερ όσο και τους επιτελείς του, καθώς και τον Χίμλερ, ο οποίος πλέον είχε γίνει Διοικητής του Εφεδρικού Στρατού. Όλοι όσοι ήταν παρόντες, είχαν επιλεγεί με βάση την αφοσίωσή τους στον Φύρερ, όπως ήταν για παράδειγμα ο Επιτελάρχης Κάιτελ ή ο Υποστράτηγος Γιοντλ. Ο Γκουντέριαν είχε ανατριχιάσει στη θέα των υποστηρικτών κάθε παραφροσύνης του Χίτλερ, μα παρόλα αυτά αποφάσισε να χρησιμοποιήσει στοιχεία της Υπηρεσίας Πληροφοριών για να μιλήσει για την επικείμενη επίθεση των Κόκκινων στα Ανατολικά.

«Ποιος είναι υπεύθυνος για όλες αυτές τις βλακείες;» ρώτησε ο Χίτλερ κάνοντας τον Γκουντέριαν να κοκκινίσει από εκνευρισμό, ο οποίος τετραπλασιάστηκε σαν άκουσε και την φωνή του Χίμλερ, που απολάμβανε τη νέα του θέση.

«Ξέρετε αγαπητέ μου στρατηγέ, δεν πιστεύω πως οι Ρώσοι θα επιτεθούν. Όλα αυτά είναι απλώς μία παγίδα»

΄΄Ούτε εγώ πιστεύω πως απέκτησες αυτή τη θέση, μα την απέκτησες΄΄ σκέφτηκε εκείνος, υποχωρώντας ωστόσο αναγκαστικά και επιστρέφοντας πίσω στο Επιτελείο του στο Τσόσεν. Ο Χίτλερ σαφώς και έκλεινε τα μάτια του, ωστόσο είχε και στιγμές διαύγειας. Ήξερε πως ο πόλεμος είχε χαθεί, μα μαζί του ήταν αποφασισμένος να σύρει στον γκρεμό όσους περισσότερους μπορούσε.

Στις 9 Ιανουαρίου, ο Γκουντέριαν επέστρεψε, παλεύοντας να αναφέρει στον Χίτλερ όλα όσα πίστευε πως είχαν συγκεντρωθεί ως δυνάμεις στο μέτωπο του Βιστούλα στην Πολωνία. Αυτή τη φορά η φωνούλα του Γκαίρινγκ είχε αποφασίσει να θολώσει τα νερά.

«Φύρερ μου, μην τα πιστεύετε όλα αυτά» του είπε και ο Κάιτελ σε μία επίδειξη δουλοπρέπειας, έσπευσε να συμφωνήσει.

Η συνάντηση συνεχίστηκε σαν μία κακόγουστη φάρσα, σαν εκείνη ακριβώς που άκουσε ο Στρατάρχης Ροκοσόφσκι, από τα χείλη του Στάλιν. Όντας πολωνικής καταγωγής, δεν ήταν καθόλου αρεστός στον Στάλιν, ο οποίος είχε αυτοπροαχθεί σε Στρατάρχη μετά την μάχη του Στάλινγκραντ. Στα μάτια του δικτάτορα ήταν ύποπτος και έτσι, αποφάσισε στην ουσία να τον υποβιβάσει, αντικαθιστώντας τον με τον Ζούκοφ. Δεν θα επέτρεπε σε έναν Πολωνό να καρπωθεί τη δόξα της κατάκτησης του Βερολίνου. Η σκακιέρα στήθηκε για μία ύστατη φορά και το παιχνίδι ξεκινούσε.....΄΄


Τα μάτια του ατένιζαν τον ουρανό. Πάντοτε τον ουρανό και ποτέ τη γη. Άφηνε πίσω του την Πολωνία, αλλά όχι μονάχα εκείνη. Άφηνε πίσω του τον έρωτα και τους νέους φίλους που δειλά είχε κάνει. Ο Κερτ είχε επιτέλους συναντηθεί με τους παλαιούς του γείτονες. Είχε μιλήσει με τη Χέλγκα και τον Χανς και ειλικρινά χαιρόταν τόσο πολύ που εξακολουθούσαν να είναι ζωντανοί. Εκτός από εκείνους ωστόσο, η μορφή της Άζια ερχόταν στο μυαλό του ξανά, πολιορκούσε τα συναισθήματά του, την ραγισμένη του καρδιά. Έφευγε μακριά. Το πιθανότερο ήταν πως δεν θα επιζούσε. Προορισμός του ήταν το Μέμελ, το οποίο είχε αποκλειστεί ήδη από το φθινόπωρο. Πλησιάζοντας, συγκρούστηκε με εικόνες θλιβερές, μίας ασύλληπτα χαώδους λαοθάλασσας που προκαλούσε οίκτο, που σερνόταν ανυποχώρητα μέσα στο κρύο και στις λάσπες. Οι στρατιώτες για εκείνους, αποτελούσαν ίσως μία ύστατη σανίδα σωτηρίας. Όσοι βρίσκονταν στο Μέμελ, είχαν μάλλον πάρει την ηρωική απόφαση πως θα πέθαιναν εκεί. Ανενδοίαστα ο κόσμος, ο οποίος ως πριν λίγο καιρό ζούσε μία σχετικά ήρεμη ζωή, έσκαβε θέσεις μάχης και αντιαρματικές τάφρους για τον στρατό που υποχωρούσε. Ο Βίνκε που βρισκόταν πλάι στον Κερτ, είχε υιοθετήσει το ίδιο απελπισμένο ύφος.

«Τουλάχιστον εσύ απέκτησες φίλους...Εννοώ πέραν των στρατιωτών» ακούστηκε η τρεμάμενη φωνή του καθώς ο Κερτ περιεργαζόταν τη φωτογραφία που του είχε δώσει ο Χανς.

«Έπρεπε να έχω παλέψει νωρίτερα για την φιλία μας. Τους στερήθηκα τόσα χρόνια» μουρμούρισε εκείνος καθώς κοιτούσε τη φωτογραφία. Ο Βίνκε πλησίασε και εκείνος λίγο περισσότερο «Αυτή είναι η Κρίστα η ξαδέρφη μου και αυτή η Χέλγκα και ο Χανς, οι Εβραίοι γείτονες και αυτός ο Βίνφριντ και ο Λούκα, ο αδερφός του Όττο Σβάιγκερ»

Ο Βίνκε τον κοίταξε εκστασιασμένος.

«Δύο λεπτά. Είπες Εβραίοι και Σβάιγκερ;» τον ρώτησε.

«Μάλιστα, τα είπα και τα δύο» ο Κερτ πήρε μία ανάσα «Θέλω να σε ρωτήσω κάτι και να μου απαντήσεις ειλικρινά. Είχες Εβραίους γείτονες;» ο Βίνκε το σκέφτηκε λίγο.

«Είχαμε ένα ζευγάρι, ήταν φαρμακοποιοί» απάντησε στο τέλος.

«Ωραία. Εσύ θεωρείς πως η ζωή σου άλλαξε προς το χειρότερο εξαιτίας αυτών των δύο ανθρώπων; Την αλήθεια πες μου και άσε την καραμέλα του καθεστώτος» ο Κερτ τον κοίταξε αυστηρά.

«Όχι και μη μιλάς δυνατά. Η ζωή μου δεν άλλαξε, ωστόσο όλοι μας σκύψαμε το κεφάλι στο καθεστώς. Όλοι μας μεθύσαμε με την ιδέα της εξάπλωσης της γερμανικής κυριαρχίας»

«Και τώρα, καταντήσαμε αλκοολικοί και ηττημένοι» απάντησε ο Κερτ.

«Σταμάτα τις ηττοπάθειες. Είμαστε εδώ για να βοηθήσουμε» τον μάλωσε ο Βίνκε.

«Θα βοηθήσω ως το τέλος, μην έχεις αμφιβολίες γι' αυτό»

Πράγματι ο Κερτ δεν θα το έβαζε κάτω. Ήταν αποφασισμένος να βοηθήσει τους άμαχους, να ανοίξει δρόμο για την σωτηρία τους που είχε έναν αέρα πνιγηρό, μία αίσθηση απαισιοδοξίας. Άνθρωποι και μηχανές σχεδόν γίνονταν ένα, οι Ρώσοι ήταν αποφασισμένοι να μην λυπηθούν κανέναν. Μητέρες με τα μωρά στην αγκαλιά και τα νήπια να τις ακολουθούν, πάλευαν να σωθούν από τους βομβαρδισμούς ή τις εχθρικές ξιφολόγχες. Το Μέμελ αγκομαχούσε να σταθεί ζωντανό, ανασαίνοντας βαριά, όπως κάποτε το Στάλινγκραντ που δάκρυζε μέσα στις φλόγες του, κάτω από τον σταχτώδη καπνισμένο ουρανό, πατώντας στα ερείπιά του. Οι λέξεις ωστόσο δεν αρκούσαν για να περιγράψουν την κατάσταση στην Πρωσία, κάπου χάνονταν. Ο Κερτ όμως γνώριζε πως στην αρχή του πολέμου, άμαχοι πληθυσμοί της Σοβιετικής Ένωσης, εκλιπαρούσαν για την φιλευσπλαχνία των Γερμανών. Ο τροχός είχε γυρίσει.

Οι νιφάδες του χιονιού που μούσκευαν τα μαλλιά του, έμοιαζαν με παγωμένα δάκρυα. Το κρύο ήταν αφόρητο, ενώ όπου και αν έστρεφε το βλέμμα του, τα ερείπια ξεπηδούσαν σαν τους ταραχώδεις δαίμονες της Κόλασης. Προσπαθώντας να σώσει το πλήθος, ο Κερτ έριχνε ασταμάτητα βολές προς τα ρωσικά άρματα, τα οποία σαν ανεξέλεγκτα θεριά, έπεφταν πάνω στους άμαχους. Ο συγκεκριμένος τόπος ωστόσο, ήταν ένα αδιέξοδο. Έμοιαζε με το άνοιγμα ενός πέταλου που ακουμπούσε στην φουσκοθαλασσιά της Βαλτικής, που ατελείωτα ροβολούσε κάτω από μία αιώνια, αδιαπέραστη ομίχλη σαν νεκρικό σάβανο.  Οι μερίδες φαγητού που μοιράζονταν, ήταν ανεπαρκείς, διαρκείς εκκλήσεις εκφωνούνταν προς το πλήθος των προσφύγων και άμαχων να συμμορφωθούν ενώ πλοία γεμάτα κόσμο, εγκατέλειπαν το λιμάνι. Το δράμα το σκέπαζε η ομίχλη. Γέροντες αυτοκτονούσαν, μανάδες εγκατέλειπαν τα παιδιά τους, δίνοντάς τα σε άλλες, μαζί με την μερίδα φαγητού που τους αναλογούσε. Ο ηρωισμός από την απόγνωση δεν ξεχώριζε πια. Αυτοσχέδια συνεργεία πολιτών συγκέντρωναν τα πτώματα, δίχως την παραμικρή θέληση να αποτρέψουν νέες αυτοκτονίες, οι οποίες πολλές φορές πραγματοποιούνταν επάνω στις σωρούς.

«Άραγε θα καταφέρουμε να φύγουμε ποτέ από εδώ;» διερωτήθηκε ο Βίνκε και την ίδια ακριβώς σκέψη έκανε και ο Κερτ. Το επόμενο ερώτημα θα ήταν, και πού να πήγαιναν;

«Δεν ξέρω» απάντησε αόριστα, όταν μπροστά του έβλεπε ακόμη και εντεκάχρονα κορίτσια, να τρέχουν σφουγγίζοντας τα δάκρυά τους, προκειμένου να βοηθήσουν τους τραυματίες.

Ο ήλιος κατηφόριζε ξανά εκείνο το γκρίζο, μουντό απόγευμα, όταν οι δυνάμεις της μεραρχίας του Κερτ συγκεντρώθηκαν προκειμένου να τους μοιράσουν δύο κονσέρβες στον καθένα, άλλοτε με κομπόστα και άλλοτε με μαργαρίνη.

«Ύποπτο. Κάτι σχεδιάζουν. Να μας στείλουν για επίθεση το δίχως άλλο» ψέλλισε ο Κερτ και δυστυχώς είχε μαντέψει σωστά. Όσο και αν ακουγόταν εξωφρενικό, δεδομένων των συνθηκών, θα επιχειρούσαν αντεπίθεση. Οι διευκρινήσεις ηχούσαν σαν μακρινός αντίλαλος στα αφτιά όλων. Μία σκοτοδίνη πάλευε να καταπιεί το μυαλό του. Με τα πενιχρά μέσα που διέθεταν, ήταν τελειωμένοι. Ας το έπαιρνε απόφαση. Δεν θα έβλεπε ξανά κανέναν, μήτε την Κρίστα και τα αγόρια της, μήτε την γυναίκα της ζωής του, μήτε το σπίτι του.

«Άκουσες τίποτε από όσα ψέλλισαν;» τον σκούντησε ο Βίνκε.

«Κάτι για άρματα και για ένα χωριό. Το μυαλό μου δεν βρίσκεται εδώ αυτή τη στιγμή....»

«Θα πεθάνουμε...»σχεδόν βούρκωσε ο Βίνκε.

«Ο θάνατος πλέον αποτελεί λύτρωση» ήρθε η απάντηση του Κερτ.

Ταυτόχρονα, βαθιά κρυμμένος στο χιόνι, ο Κονσταντίν Φεντόροφ, προσπαθούσε να ισιώσει την δεξιά του μπότα. Ήταν πρώτος ξάδερφος του Αλεξέι από την πλευρά του πατέρα του, μονάχα που οι γονείς του είχαν και οι δύο χαθεί χρόνια τώρα και ο ίδιος είχε μεγαλώσει στο πλάι της γιαγιάς του, από την πλευρά της μητέρας του. Έμενε στα νότια, στο Κρασνοντάρ και ήταν λίγες οι φορές που κατόρθωνε να συναντηθεί με τον Άλεξ και την οικογένειά του.

«Κονσταντίν! Πάλι χαζεύεις;» άκουσε την αιώνια διαμαρτυρία των ανωτέρων του, καθώς γνώριζαν καλά ποια ήταν η αγαπημένη του συνήθεια. Να δημιουργεί ξύλινες φιγούρες. Το ταλέντο του στην απεικόνιση ζώων, ή αντικειμένων, ήταν εντυπωσιακό.

Δίχως να προλάβει να απαντήσει, τα ουρλιαχτά των Γερμανών τον τίναξαν στον αέρα. Χρησιμοποιώντας εμπρηστικά μέσα, είχαν βάλει φωτιές όπου αυτό ήταν δυνατό, οι οποίες σύντομα έσβησαν εξαιτίας της καταρρακτώδους βροχής.

Ευθύς, αρπάζοντας το όπλο, ακολούθησε ένα άρμα από κοντά. Οι πυροβολισμοί ξεκίνησαν, σχεδόν στα τυφλά και ο Κερτ με την δική του ομάδα ανταπέδωσε. Οι πυροβολισμοί ακούγονταν τόσο από την στεριά, όσο και από την πλευρά της θάλασσας. Οι ορδές των Ρώσων έβαζαν μπουρλότο στα γερμανικά άρματα, καθώς ο ήλιος έγερνε, δίνοντας τη θέση του στο σκοτάδι και τις φωτοβολίδες. Η ανάσα του Κερτ είχε κοπεί εξαιτίας του κρύου και του τρεξίματός του από λόφο σε λόφο και από λάκκο σε λάκκο. Εξαιτίας του φόβου, έπεσε με τα μούτρα σχεδόν στο παγωμένο χώμα και ξεκίνησε να έρπεται παλεύοντας να απαντήσει στους πυροβολισμούς. Το χειρότερο ήταν πως τώρα πια, δεν είχε κάλυψη καθώς τα χαντάκια ήταν γεμάτα νάρκες. Δίπλα του ακριβώς, έπεφταν οι σύντροφοί του με μάτια που ατένιζαν για ύστατη φορά τον μουντό, νυχτερινό ουρανό.

Ο Κονσταντίν είχε κρυφτεί πίσω από ένα κατεστραμμένο άρμα, εκτοξεύοντας χειροβομβίδες ενώ ο Κερτ με την ομάδα του πάλευε να υποχωρήσει με όση περισσότερη ταχύτητα γινόταν, επιστρέφοντας πίσω στο Μέμελ. Ο Βίνκε δίπλα του, με πρόσωπο ματωμένο, στεκόταν τρέμοντας από το κρύο και από τον τρόμο. Τους είχαν στήσει μέσα στην βροχή, ανάμεσα από τα ερείπια ενός παραθαλάσσιου θέρετρου, προκειμένου να τους μιλήσουν για τις απώλειες.

«Πρέπει να αντέξουμε. Πρέπει η πόλη να εκκενωθεί» μουρμούρισε ο Κερτ κοιτώντας για ακόμη μία φορά την φουσκοθαλασσιά. Κανείς δεν θα επιζούσε από την ρωσική επέλαση. Ούτε καν οι αιχμάλωτοι Καναδοί και Άγγλοι.

Μαζεύτηκαν στα χαλάσματα ενός σπιτιού, στήνοντας ένα πολυβόλο. Τα χέρια του Βίνκε είχαν ένα νεκρικό, χλωμό χρώμα εξαιτίας των κρυοπαγημάτων. Ο Κονσταντίν είχε προχωρήσει μαζί με την δική του ομάδα προς το μέρος τους, όταν τους υποδέχτηκαν τα γερμανικά πυρά. Συγκεκριμένα ένας Γερμανός, ήταν άριστος σκοπευτής, με αποτέλεσμα να χαθούν σχεδόν είκοσι άτομα καθώς γαζώθηκαν με εκρηκτικά. Ο ίδιος παρέμεινε ακίνητος για ώρες, παριστάνοντας τον νεκρό. Ο Κερτ που βάδιζε κοντά του, τον προσπέρασε δίχως να αντιλαμβάνεται πως ήταν ακόμη ζωντανός. Στάθηκε ολομόναχος σε ένα μικρό ύψωμα, ατενίζοντας τη σκοταδερή νύχτα που κατρακυλούσε στην πόλη, η οποία έμοιαζε πλέον με νεκροταφείο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top