Wann Kommt der Russe?(πότε έρχεται ο Ρώσος;)/part 3
Η μεραρχία του είχε καταδιωχθεί πολλές φορές.Η επιστροφή στην ηρεμία ήταν ό,τι ζητούσε η ψυχή του. Ο Κερτ σκεφτόταν πως κυριολεκτικά είχε τραυματιστεί άπειρες φορές το τελευταίο διάστημα, ωστόσο έπειτα από εκείνο το περιστατικό που τον έθαψε ζωντανό, οι φοβίες και οι συχνές κρίσεις πανικού, τον επισκέπτονταν ολοένα και περισσότερο. Μπορούσε μέσα στο μυαλό του να πλάσει ολοκάθαρα την εικόνα του άλικου αίματος, που σαν ύπουλο ρυάκι κυλούσε στο παγωμένο, ρυπαρό χώμα, προερχόμενο από τον Χαλς. Μπορούσε να αισθανθεί στα οστά της πλάτης του το βάρος του αδρανούς εδάφους, την έλλειψη του οξυγόνου και την αίσθηση του πνιγμού, σαν τρύπωνε το αναθεματισμένο χώμα στα ρουθούνια και την στοματική του κοιλότητα. Για πρώτη του φορά ένιωσε τα χέρια και το σώμα του να μουδιάζουν. Ήθελε να κλάψει, ωστόσο η απελπισία τον είχε καταλάβει σε τέτοιο βαθμό που στεκόταν εμπόδιο ακόμη και στην έκφραση του θυμού, της μελαγχολίας και φυσικά της χαράς. Ο καιρός ήταν ψυχρός και μουντός. Ένα λεπτό ποταμάκι ροβολούσε ανάμεσα σε νησίδες φορτωμένες με χιόνι, μιας και είχε κατευθυνθεί έξω από το κέντρο της Βαρσοβίας. Το κυανό του ουρανού ήταν αχνό, στον ορίζοντα υψώνονταν πάγοι από τις κορυφές των οποίων πετούσαν περήφανα οι αετοί. Αετός ήταν και το σύμβολο του Ράιχ που είχε φθάσει πλέον στη Δύση του. Ήταν καιρός. Τι καρτερούσε δηλαδή; Μία ζωή με δόξα επάνω στα κουφάρια των άλλων;
Η γειτονιά ήταν περίεργη, τα σπασμένα πεζοδρόμια λασπώδη. Σύντομα θα επέστρεφε στα ξύλινα καταλύματά του κοντά στον Βιστούλα. Στα αριστερά του, σχεδόν το τελευταίο κτήριο που ξεχώριζε από όλα, ήταν το νοσοκομείο όπου εργαζόταν η Χέλγκα. Κατσούφιασε ξανά. Μίζερος και μελαγχολικός, βάδιζε ανούσια, όταν πρόσεξε πως μέσα στη σιγαλιά, ακούγονταν τα αδέξια βήματα μίας γυναίκας, ολομόναχης, ντυμένης με κουρέλια. Δεν μπορούσε να μαντέψει την ηλικία της, καθώς οι κακουχίες και το κρυμμένο στα σκοτάδια πρόσωπό της, δεν άφηνε κανένα της χαρακτηριστικό να ξεγλιστρήσει. Τα λεπτά, σχεδόν αποστεωμένα της πόδια, ίσα που της χάριζαν την ώθηση να βαδίσει κουτσαίνοντας. Η ματαιότητα των κινήσεών της, τον κλόνισαν. Ίσως σε αυτό να έφταιγε το παρελθόν του, ή ίσως η απίστευτη πίεση της διαρκούς υποχώρησης σε συνδυασμό με τις φρενήρεις εντολές του Φύρερ. Η γυναίκα σταμάτησε αργά μπροστά από έναν νερόλακκο. Κοιτούσε τα στάσιμα νερά με απόγνωση, όντας αβέβαιη για τον τρόπο που θα τα προσπερνούσε μιας που απλώνονταν κατά μήκος του δρόμου.Ο Κερτ την ζύγωσε και άπλωσε το χέρι του μπροστά. Η γυναίκα τραβήχτηκε προς τα πίσω ζαρώνοντας. Δεν τόλμησε ποτέ της να υψώσει το κεφάλι προς το μέρος του. Οι λυγμοί την έπνιξαν. Κάτω από το βρώμικο κάλυμμα του προσώπου της, φάνηκαν κομμάτια ματωμένου κρέατος. Τον φοβόταν, ωστόσο ανταποκρίθηκε δειλά στην προσφορά του. Εξάλλου, ήταν Γερμανός στρατιώτης, τι επιλογές είχε;
«Κράτησες το χέρι μου αναγκαστικά για να μην σε χτυπήσω;» την ρώτησε.
Εκείνη κατάλαβε τα γερμανικά του. Τόσα χρόνια είχε μάθει. Έγνεψε θετικά. Ο Κερτ σάστισε. Σε κανέναν δεν άξιζε αυτή η δυστυχία. Με αργές κινήσεις, έβγαλε από την τσέπη της στολής στο στήθος του ένα μαντήλι. Ανάλαφρα, πλησίασε τα ματωμένα και πρησμένα της χείλη. Την ένιωσε να φοβάται ξανά, μα σαν ακούμπησαν τα δύο του δάχτυλα απαλά, κάνοντας τρυφερούς ελιγμούς, το σώμα της γυναίκας πήρε μία ανάσα. Ο νεαρός αξιωματικός γονάτισε και βρέχοντας το μαντήλι με λίγο νερό από το φλασκί του, προσπάθησε να καθαρίσει τις πληγές από τα γόνατά της. Εκείνη δεν έπαψε λεπτό να κλαίει.
«Σώπα, μην κλαις άλλο» προσπάθησε να την παρηγορήσει.
«Γιατί ασχολείστε μαζί μου; Είμαι μία ακάθαρτη πόρνη! Δεν έχω ψυχή, δεν έχω τίποτε»
«Τι είναι αυτά που λες;» της είπε όταν το κάλυμμα του προσώπου της γλίστρησε, αποκαλύπτοντας μία κοπέλα το πολύ είκοσι τριών χρονών «Μα εσύ είσαι μικρό κορίτσι! Όχι πως εγώ είμαι μεγάλος, αλλά...Θεέ μου ποιος σε έκανε έτσι; Σε χτύπησαν;»
Εκείνη απλώς ξέσπασε σε λυγμούς. Η κατάσταση ήτα τρομερά αμήχανη, ωστόσο εκείνος έκανε μία κίνηση που του βγήκε αυθόρμητα, μία κίνηση που χρόνια είχε να πραγματοποιήσει, αλλά και να δει να πραγματοποιείται. Την αγκάλιασε. Τα μαλλιά της ήταν μπερδεμένα και αχτένιστα, μέσα τους είχαν μπλεχτεί αγκάθια.
«Δεν μου αξίζει...» έσκουζε ένα βήμα πριν την παραίτηση «Θέλω να πεθάνω» μουρμούριζε μέσα στην αγκαλιά του.
«Θα σε φροντίσω» προσπάθησε να την πείσει όταν την είδε να οργίζεται. Είχε οδηγηθεί στην παραφροσύνη, στην τρέλα.
«Όχι! Σκότωσέ με που να σε πάρει! Είμαι μία Εβραία πόρνη!» του φώναξε και εκείνος της έκλεισε το στόμα.
«Σε παρακαλώ, μην φωνάζεις!» την ικέτεψε.
«Δεν σε αηδιάζω; Δεν θέλεις ας πούμε να με βάλεις κάτω και να με κακοποιήσεις μέχρι να με δεις να σπαρταράω;» ο Κερτ σοκαρίστηκε, ωστόσο για καλή του τύχη, η Χέλγκα είχε άδεια και είχε αποφασίσει μαζί με την φίλη της την Τσάρλη, να περπατήσουν στην πόλη όταν σκόνταψαν στο συγκεκριμένο θέαμα.
«Χέλγκα!» την φώναξε ο Κερτ «Βοήθησέ με, αυτή η κοπέλα έχει μάλλον κακοποιηθεί βάναυσα. Ίσως να θέλει ηρεμιστικά....»
«Είμαι μία Εβραία πόρνη!» συνέχισε να ουρλιάζει «Σκοτώστε με!»
Οι δυο νοσοκόμες ευθύς έτρεξαν προς το μέρος της.
«Φτωχό μου κορίτσι» συγκινήθηκε η Τσάρλη.
«Δεν μένω πολύ μακριά από εδώ, είμαι πίσω από το συρματόπλεγμα μα...»
«Μας δουλεύεις;» τον ρώτησε η Χέλγκα «Είναι προστατευμένη περιοχή, πώς θα περάσεις;» ο νεαρός την κοίταξε με νόημα «Μην μου πεις..»
«Στο λέω. Ας μου βγει το όνομα»
Όταν φάνηκαν και οι τέσσερις, εκείνος έδειχνε οικειότητα με όλες. Έκανε νόημα σε έναν αστυνομικό πως θα περνούσε καλά απόψε. Φυσικά, δεν είχε ιδέα πως η Άζια τον είχε παρακολουθήσει να εισέρχεται στην περιοχή, δίχως να έχει υπάρξει μάρτυρας του προηγούμενου σκηνικού. Ήθελε να βεβαιωθεί πως ήταν ίδιος όπως όλοι οι άλλοι. Αυτό θα την ωθούσε να προχωρήσει.
«Ξέρεις, μία ύποπτη γυναίκα, καλοστεκούμενη, σε κοιτούσε» τον πείραξε η Χέλγκα, όταν για δευτερόλεπτα τσάκωσε την Άζια να αποχωρεί με θυμό.
«Όχι! Μην μου πεις, αν είναι δυνατόν! Αυτή η γυναίκα θα είναι ο θάνατός μου, η καταδίκη μου! Παραλίγο να με στείλει όντως στον άλλο κόσμο! Ανατίναξε το τρένο που επέβαινα και όχι τίποτε άλλο, μα δεν θα μάθαινα ποτέ γιατί με απέφευγες στην νηπιακή μας ηλικία» χαμογέλασε.
Την άγνωστη κοπέλα, την τοποθέτησαν σε μία άνετη καρέκλα και οι νοσοκόμες πάλεψαν να περιποιηθούν τις πληγές της. Του ζήτησαν για λίγο να απομακρυνθεί, ώστε να την καθαρίσουν και εκείνος πάλεψε να εντοπίσει στη γειτονιά την Άζια, η οποία στεκόταν έξω από έναν μικρό πολωνικό φούρνο που και αυτός αδειανός φαινόταν.
«Εσύ!» του φώναξε σαν τον είδε.
«Αυτή τη φορά, εγώ ζητώ τις εξηγήσεις. Γιατί με παρακολουθείς; Θες να με ξεκάνεις; Ε; Αυτό είναι; Πού βρίσκεται το φιλαράκι σου; Βασικά το φιλαράκι που ίσως είχα και εγώ μιας και ήταν ο κολλητός της ξαδέρφης μου!» η Άζια ξαφνιάστηκε. Δεν ήξερε τι στην ευλογία όφειλε να απαντήσει. Πως την είχε φάει η αναθεματισμένη περιέργεια για τον εχθρό και πέθαινε να δει τι κάνει;
«Βλέπω το διασκεδάζεις..» άφησε το υπονοούμενο.
«Δεν φαντάζεσαι πόσο...Ή μάλλον φαντάζεσαι γιατί είδες» της είπε εκείνος.
«Τρεις» πρόφερε η κοπέλα.
«Φυσικά. Μία γυναίκα βαριά κακοποιημένη και δύο νοσοκόμες εκ των οποίων με την μία είμαστε παιδικοί γνωστοί» η Άζια σώπασε.
«Κακοποιημένη; Θεέ μου!»
«Η κοπέλα πρέπει να είχε πέσει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης. Έφυγα για να τις αφήσω να την περιποιηθούν. Επιστρέφω όμως» κανείς δεν είπε λέξη «Δεν χρειάζεται ξέρεις να έχουμε την παραμικρή σχέση. Εχθρός σου είμαι και είναι απολύτως κατανοητό. Ας μην μπερδεύουμε τους ρόλους μας. Ο καθένας κάποτε βοήθησε τον άλλο, ας το αφήσουμε ως εδώ. Κακώς σε φώναξα κιόλας νωρίτερα. Όσο πιο σύντομα καταλάβουμε τη θέση μας, τόσο πιο εύκολο θα είναι να ξεφορτωθούμε ο ένας τον άλλο. Εσύ το δοκίμασες ήδη μία φορά»
«Σου είναι εύκολο να με ξεφορτωθείς;» τον ρώτησε.
«Τι είδους ερώτηση είναι αυτή;»
«Απλή. Αν ναι, κάνε το και τώρα» τον πίεσε.
«Είσαι τρελή» μούγκρισε εκείνος.
«Κέρτ!» άκουσε τη Χέλγκα «Έλα, η κοπέλα είναι καλύτερα» πρόφερε και χαμογέλασε στην Άζια «Καλησπέρα, είμαι η Χέλγκα. Εργάζομαι στον Ερυθρό Σταυρό, εδώ στο νοσοκομείο»
«Χάρηκα πολύ» κόμπιασε εκείνη «Λοιπόν, πρέπει να φύγω» ψέλλισε βιαστικά και αποχώρησε τρέχοντας.
«Μην πεις λέξη» σκούντησε τη Χέλγκα που κρυφογελούσε.
«Εντάξει. Λοιπόν, πάμε;»
Στο διαμέρισμα, για πρώτη φορά η άγνωστη κοπέλα έμοιαζε με άνθρωπο. Οι μώλωπες και τα σκισίματα δεν είχαν προφανώς υποχωρήσει, ωστόσο η βρωμιά την είχε εγκαταλείψει και τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα. Εξακολουθούσε να στέκεται ζαρωμένη και να τους κοιτάζει με δυσπιστία.
«Πώς νιώθεις;» την ρώτησε εκείνος.
«Καλύτερα...Ε-ευχαριστώ. Θα προτιμούσα να πεθάνω ωστόσο. Δεν μου έχει απομείνει κανείς στον κόσμο»
«Ποια είναι η ιστορία σου;» τη ρώτησε η Χέλγκα «Και εγώ ορφανή είμαι, μονάχα την Τσάρλη έχω»
«Το όνομά μου είναι Άννα Τζεζιόρσκοβα. Εργαζόμουν σε ένα εύπορο πολωνικό σπίτι, όταν έμεινα έγκυος. Ο άνδρας μου σκοτώθηκε στη μάχη, εγώ κυνηγήθηκα ως Εβραία. Γέννησα στη μέση ενός δάσους και όσο και αν ακούγεται τρελό, δύο Γερμανοί στρατιώτες με βοήθησαν. Ποτέ μου δεν θα τους ξεχάσω, όσο ζω. Έχω μοιράσει όσες ευχές μπορεί να φανταστεί κάποιος, ώστε να τους έχει καλά ο Θεός. Το όνομα του ενός, ήταν Όττο και έτσι ονόμασα και τον γιο μου, τον οποίο εκείνος φυγάδευσε στο Βερολίνο για να σωθεί και να ζήσει αξιοπρεπώς»
Ο Κερτ πάγωσε. Δεν μπορούσε. Εκείνο το αγοράκι που είχε υιοθετήσει η Κρίστα, εκείνο το πανέμορφο μωρό με το οποίο κοιμόταν σε κάθε του άδεια...Τον είδε να βουρκώνει.
«Εγώ....ξέρω τον γιο σου» της είπε και εκείνη έπεσε σχεδόν επάνω του.
«Το μωράκι μου! Πώς; Είναι καλά;»
«Είναι μία χαρά. Τυχαία το υιοθέτησε η ξαδέρφη μου και μεγάλωσε με εκείνη και τον γιο της τον βιολογικό. Έμεινε μόνη της, ο άνδρας της πέθανε και τα αγόρια είναι όλη της η ζωή»
«Ξέρει...ξέρει...την αλήθεια;»
Ο Κερτ σκοτείνιασε.
«Την ξέρει και μου την έκρυψε. Αυτό με πλήγωσε πολύ. Με κράτησε μακριά από τους Εβραίους φίλους της. Δεν γνωρίζω τι είδους άνθρωπο με θεωρεί πια. Η Χέλγκα ήταν μία από τους πιο κοντινούς της φίλους και ο Όττο, λοιπόν, είναι το αγόρι της»
Η Άννα σάστισε.
«Είσαι το πιο ευλογημένο κορίτσι στη γη! Ο αξιωματικός με τη χρυσή καρδιά. Είναι ο πιο υπέροχος άνδρας που έχω γνωρίσει. Πείτε μου, εκείνος και ο Στάινερ είναι καλά;»
Η Χέλγκα σκυθρώπιασε.
«Ο Όττο είναι καλά. Έφυγε από τον γερμανικό στρατό. Έσωσε έναν Ρώσο, κολλητό φίλο και από τότε βρίσκεται πλάι στους Κόκκινους. Ο Στάινερ δεν τα κατάφερε...»
Η Άννα δάκρυσε.
«Φυσικά και τον έσωσε. Ο Όττο δεν ανήκει πουθενά, μονάχα στον κόσμο και την καρδιά του. Θα μπορούσε να εκπροσωπεί κάτι υπέροχο, κάτι δικό του, ίσως την ίδια την έννοια της ελευθερίας. Θα έκανα τα πάντα για να του ξεπληρώσω το καλό που μου έκανε. Όσο για τον Στάινερ, εύχομαι κάποτε το όνομά του να μαθευτεί. Αυτοί οι δύο άνθρωποι ήταν η ηλιαχτίδα στη βαρυχειμωνιά της απιστίας και της βαναυσότητας. Ας πάει η ψυχή του στο ταξίδι προς την γαλήνη...»
«Άννα, ο μικρός Όττο, είναι το παιδί σου...Πρέπει να τον δεις. Ξέρω πως η Κρίστα θα πεθάνει αν τον χάσει, όμως είναι το σπλάχνο σου» της είπε ο Κερτ.
«Όχι. Δεν έχει νόημα να αναστατώσω τη ζωή του, να ντρέπεται για εμένα που τον έδωσα. Είμαι μία πόρνη στην ψυχή και το σώμα. Για να ζήσω, με φιλοξένησε κρύβοντάς με μία οικογένεια Πολωνών. Ο άνδρας με βίαζε κάθε μέρα. Έμεινα ξανά έγκυος, με χτύπησε και απέβαλα. Η ζωή μου σχεδόν τελείωσε, όμως τα νέα για το παιδί μου, μου χάρισαν την τελευταία σπίθα ευτυχίας πριν να περάσω τη θηλιά στον λαιμό μου»
«Η Κρίστα έχει μιλήσει για εσένα. Ο γιος σου ξέρει την αλήθεια και εξακολουθεί να σε περιμένει» της είπε ο Κερτ.
Ξανά δάκρυα.
«Τι έχω κάνει για να το αξίζω;»
«Είσαι υπέροχη» της είπε η Τσάρλη «και όπως αντιλαμβάνεσαι κανένας μας δεν νοιάζεται για την εβραϊκή σου καταγωγή. Η Χέλγκα είναι η καλύτερη φίλη μου και είναι Εβραία. Αν δεν έχεις κάπου να μείνεις, στο νοσοκομείο χρειάζονται χέρια ακόμη και Πολωνών, καθώς οι τραυματίες από τα ανατολικά είναι πολλοί. Έλα μαζί μας, δεν θα πας ξανά στο Κολαστήριο»
Ο Κερτ μειδίασε.
«Πρέπει να επιστρέψω πίσω στο στρατώνα. Θα είστε όλες εντάξει;» τις ρώτησε και ένευσαν θετικά «Καλώς» απάντησε.
Έπειτα από όσα έζησε οι μείον 10 βαθμοί που επικρατούσαν στον κοιτώνα του, απλώς βοηθούσαν το αίμα να ρέει στις φλέβες του. Τους ετοίμαζαν ξανά για μάχη σε ένα τεράστιο στρατόπεδο, με θέα τα χιονισμένα έλατα. Ήταν κάπου εκατό πενήντα κτήρια από ξύλο, με ένα μόνο πάτωμα, που σχημάτιζαν ενότητες τις οποίες διαφοροποιούσε ένας απλός αριθμός μητρώου. Στο βάθος, υπήρχε ένα χωριό με βαριά αρχιτεκτονική, το οποίο πρόσφερε κατάλυμα σε ορισμένους αξιωματικούς. Ο Κερτ δεν είχε δεχτεί. Παντού επικρατούσε υλικό, προσφάτως επιθεωρημένο και ανακαινισμένο. Στο κέντρο του οικοδομήματος, κυριαρχούσε ένας τετράγωνος χώρος που χρησίμευε στις επιθεωρήσεις και τις αθλοπαιδιές. Ο Κερτ παρακολουθούσε τους νεοσύλλεκτους να κάνουν ασκήσεις απόδοσης τιμών.
΄΄Τόσο άχρηστες στο μέτωπο΄΄ μούγκρισε.
Οι άγουροι νέοι, οι γεμάτοι ένταση και προσμονή τον έθλιβαν. Κάποτε, είχε και εκείνος ξεκινήσει κάπως έτσι για να τον βρει η πορεία γερασμένο από τον πόλεμο, με μία έκφραση πλήρους αποστασιοποίησης. Ο ατόφιος ενθουσιασμός είχε πεθάνει και ο Φύρερ μην έχοντας πολλές επιλογές, έστελνε στην Κόλαση το νέο αίμα που ακόμη σιγόβραζε. Λίγες μέρες αργότερα, τους μοίρασαν νέα ρούχα, τα οποία ο Κερτ επεξεργάστηκε με αηδία. Ήταν σκέτη καταστροφή. Το ύφασμα είχε αλλάξει πολύ. Ήταν ξερό και θύμιζε χαρτόνι που με ειδική επεξεργασία έγινε ρούχο. Όσο για τις μπότες, ο Κερτ κατσούφιασε βηματίζοντας νευρικά. Η ποιότητα του δέρματος είχε υποβαθμιστεί, ήταν άκαμπτο και αγκύλωνε. Η υφή ήταν ευτελής και δεν δημιουργούσε μαλακές πτυχώσεις στο ύψος του αστραγάλου. Το χειρότερο ήταν τα εσώρουχα. Έτοιμα να ξηλωθούν, ενώ του δημιουργούσαν ήπια φαγούρα και μπόλικο εκνευρισμό, τον οποίο ξεχνούσε με καθημερινές ασκήσεις και γυμνάσια, ενώ ανά τέσσερις ημέρες ήταν εξοδούχος. Φυσικά, το αγαπημένο του μέρος για επίσκεψη ήταν το νοσοκομείο. Οι μερίδες φαγητού λιγόστευαν, οι θερμίδες δεν επαρκούσαν και εκείνος αισθανόταν συχνή κόπωση.
Στη θέα του, η Χέλγκα χαμογελούσε. Πλέον δούλευε και η Άννα μαζί τους. Το δυστύχημα ήταν, πως η Άζια ήταν εξίσου συχνός επισκέπτης, ζητώντας για τους δικούς της διάφορα φάρμακα.
«Σε λίγο έρχεται η φίλη σου» τον ειδοποίησε η Χέλγκα και εκείνος ξεφύσησε.
«Πεινάω πολύ η αλήθεια και δεν βλέπω φως. Πολλά σπίτια μου κλείνουν την πόρτα»
«Έχω εγώ μία γνωστή» άκουσε τη φωνή της Άζια που είχε μόλις έρθει, μα καθόλου δεν τον κολάκευσε η ιδέα της «Επιθυμούσα να περάσω, αλλά θα στείλω εσένα για αβγά»
«Θα τα μοιραστούμε όμως» την κοίταξε ο Κερτ εξεταστικά.
«Σαφώς»
Όλο αυτό μύριζε παγίδα. Γρήγορα βρέθηκε να διασχίζει ένα στενό δρομάκι που περιβαλλόταν από τοιχώματα χιονιού. Ο δρόμος κατηφόριζε και στην άκρη του είχε έναν μικρό, παγωμένο λάκκο, πάνω στον οποίο βάδιζαν νωχελικά πάπιες. Τα πτηνά δεν του άρεσαν ιδιαίτερα. Ακολουθώντας την Άζια στα δεξιά, είδε ένα μικρό σπίτι, δίπλα ακριβώς από μία σωρό με καυσόξυλα.
«Εδώ είμαστε. Χτύπα και ευγενικά ζήτα τα αβγά.Θα σε περιμένω» πρόφερε η Άζια και τον είδε να κοκκινίζει.
«Δεν μου αρέσει η ζητιανιά, αλλά πεινώ πολύ για να κάνω πίσω. Ίσως η καινούρια, φρικτή στολή μου να τους δώσει μία εντύπωση μεγαλείου και να μου τα δώσουν άμεσα» απάντηση δεν πήρε ποτέ, μιας και η Άζια πάλευε να καταπνίξει ένα γέλιο.
Πλησιάζοντας την αγροικία, εμφανίστηκε μία ροδαλή γυναίκα, βγαλμένη θαρρείς από τον Μεσαίωνα. Για την ακρίβεια, εμφανίστηκε από τους στάβλους στ' αριστερά. Του χαμογέλασε. Έκανε το ίδιο μουρμουρίζοντας κάτι ακαταλαβίστικα από το άγχος του. Μα γιατί ήταν τόσο νευρικός;
«Guten tag, frau....ei....bitte»(καλησπέρα κυρία, αβγά παρακαλώ)
Τον πλησίασε περισσότερο πάντοτε χαμογελαστή, κάνοντας του χειρονομίες να την ακολουθήσει. Χαμογελώντας ξανά σαν ανόητος, δεν βρήκε τον λόγο να μην το κάνει. Εκείνη, ξεκίνησε να σκαρφαλώνει σε μία σκάλα, κάνοντάς του σήμα να την κρατά. Καθότι ήταν στρουμπουλή, ο Κερτ πάλευε να κρατήσει ισορροπία ερχόμενος αντιμέτωπος με ένα υπερθέαμα, καθώς εκείνη ανέβαινε και το φόρεμα δεν έφτανε να καλύψει όλα όσα κρύβονταν από κάτω του.
΄΄Mein Gott!΄΄ (θεέ μου)ψιθύρισε ο Κερτ ΄΄δεν ήθελα να δω τα απόκρυφά της και το πλεχτό της βρακάκι, το οποίο ομολογουμένως μοιάζει καλύτερο από το δικό μου΄΄ Το μάτι του καρφώθηκε εκεί λες και κοιτούσε μνημείο του 13ου αιώνα.
«Είστε καλά;» χασκογέλασε εκείνη σε άπταιστα γερμανικά.
«Μια χαρά, απλώς λίγο πρωτάρης σε ανάλογα βρακιά! Έ, φλασκιά! Φλασκιά εννοούσα!» είχε ιδρώσει.
«Ελάτε μαζί μου» του είπε εκείνη μελιστάλαχτα.
΄΄Προτιμώ να κάνω παρέα στον Στάλιν΄΄ σκέφτηκε, μα δίχως να δειλιάζει την ακολούθησε για να βρεθεί σκυφτός, χωμένος στ' αχυρα μαζί με την Πολωνέζα, με τα καπούλια μισού τετραγωνικού μέτρου που χαχάνιζε. Το τυφέκιο του κουτούλησε στο μέτωπό του, και εκείνος έτρεξε να πέσει μπροστά σαν να κυλιόταν σε κάποιο χαράκωμα. Ο εφιάλτης ζωντάνεψε με τις κότες να ξεπηδάνε και τον ίδιο να καταριέται την ώρα της γέννησής του. Εκείνη τις έδιωξε με κομψότητα και φινέτσα, για να μαζέψει τα αβγά, χώνοντάς του τα στις τσέπες με σκέρτσο και κρυφές υποσχέσεις.Μαζί με τη στολή όμως ξεκίνησε να θωπεύει διάφορα σημεία του κορμιού του.
«Διάολε! Όχι, danke schon! Αφήστε με!»(ευχαριστώ)προσπάθησε να ξεφύγει σαν λιποτάκτης, ωστόσο η φιλήδονη Πολωνέζα τον πλησίασε με πονηρούς σκοπούς. Ήταν τότε που αποφάσισε πως άλλος δρόμος δεν υπήρχε. Ή θα έπεφτε από την σκάλα, ή θα κυλιούνταν στα άχυρα. Τη στιγμή που αισθάνθηκε το χέρι της στο φερμουάρ του παντελονιού του, τινάχτηκε πίσω, με αποτέλεσμα να κατρακυλήσει στην ξύλινη σκάλα και να σπάσουν όλα τα αβγά μέσα στη στολή του. Ευθύς σηκώθηκε με χιλιάδες άχυρα να στολίζουν τα μαλλιά του. Είχε γίνει ρεζίλι. Ένας αξιωματικός με ωμές ομελέτες επάνω του ως και στα εσώρουχα του. Και αυτή η μυρωδιά; Οι κότες θα έφταιγαν! Τα πόδια χτύπησαν στην πλάτη, όταν οργισμένος, αλαφιασμένος και ξαναμμένος έφτασε μπροστά στην Άζια που είχε δακρύσει.
«Ήταν χρόνια δίχως χαρές...Όμως τα αβγουλάκια της πάντοτε φρέσκα!» γέλασε πνιχτά, μα προτού προλάβει εκείνος να της απαντήσει, η πόρτα άνοιξε και η παχουλή Πολωνέζα φάνηκε στο κατώφλι με το όπλο του.
«Θα με πυροβολήσει κιόλας που δεν...»
«Το όπλο σας! Το ξεχάσατε!» του είπε.
Πόσο ανόητος ήταν πια; Στο Βολοκολαμσκ και δεν είχε φερθεί ποτέ τόσο επιπόλαια. Τα πόδια του πέταξαν, το χέρι τεντώθηκε και μόλις το άρπαξε κοίταξε την Άζια που είχε το βλέμμα του νικητή.
«Θα μου το πληρώσεις...»της μούγκρισε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top