Wann Kommt der Russe?(πότε έρχεται ο Ρώσος;)/part 2

Ο Όττο κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα τον βρώμικο φάκελο στα ματωμένα, γεμάτα χώματα χέρια του Κερτ. Όσο καιρό βρισκόταν στη Ρωσία, είχε παραδόξως κατορθώσει να θέσει όρια στο μυαλό και την καρδιά του, όρια που έκλειναν έξω τα παιδικά του, τραυματισμένα χρόνια. Η παρέα του αδερφού του ήταν ζηλευτή. Κάθε πρωινό καθυστερούσε στον καθρέφτη του λουτρού, φτιάχνοντας και ισιώνοντας εμμονικά την ξανθιά του τούφα, προκειμένου να αποφεύγει την παρέα που με παιδικό χαμόγελο, υποδεχόταν τον Λούκα συνοδεύοντάς τον στο σχολείο. Ο Βίνφριντ, η Κρίστα, η Χέλγκα και ο Χανς, ήταν αχώριστοι, αδιάσπαστοι και ο Κερτ κάποτε επισκεπτόταν το σπίτι της ξαδέρφης του, δίχως ωστόσο να έχει την ευκαιρία να αλληλοεπιδράσει με τους δύο Εβραίους. Εκείνος πάλι, αν δεν πήγαινε με τον δίδυμο αδερφό του στο σχολείο, βάδιζε μονάχος του. Ήταν σχεδόν τεσσάρων, όταν του ΄΄έκλεψε΄΄ τον καλύτερο δικό του φίλο, τον Χανς. Κάποιος έπρεπε να κρατά τον Γκούσταφ σε καταστολή. Στην ουσία, εκείνος ήταν ο αδύναμος τότε χαρακτήρας, σύμφωνα με την κρίση του. Εκείνος θυσίασε τα πάντα, για να γλυτώσουν η μητέρα και ο αδερφός του. Ποτέ του δεν τους μίσησε, ποτέ του δεν διεκδίκησε και με κανέναν τρόπο την ζωή που δεν έζησε.

Μπροστά στο γράμμα αυτό αισθανόταν αμήχανα. Ήταν σαν να προοριζόταν για τον Λούκα. Αυτό θα ήθελε η Κρίστα. Να ενημερωθεί και ο κολλητός της, μέσω του ξαδέρφου της.

«Ίσως πρέπει να πηγαίνω, να το διαβάσετε μόνοι σας» είπε κοφτά ο Άλεξ.

«Όχι. Δεν έχω τίποτε κρυφό από εσένα. Γνωρίζεις τα πάντα, όλες μου τις πτυχές έτσι και αλλιώς»

Ο Κερτ δυσανασχέτησε, μα δεν είπε λέξη. Πήρε το γράμμα και προσπάθησε διαβάζοντάς το, να κάνει μετάφραση στα αγγλικά, αν και του ήταν δύσκολο.

΄΄Αγαπημένε μου ξάδερφε, είναι τόσα πολλά αυτά που έχω να σου πω και όμως κάποτε οι λέξεις δεν φτάνουν για να αγκαλιάσουν τα δάκρυά μου, δεν φτάνουν για να εκφράσουν την απελπισία και την απόγνωσή μου. Τα πράγματα στο Βερολίνο οδεύουν προς το χειρότερο. Πάντοτε ήθελα να σου μιλήσω, να σου ομολογήσω όλα όσα με βασανίζουν καθώς ήσουν ο μόνος συγγενής, με τον οποίο είχα επαφή γνωρίζοντας, πως παρά την εφηβική αφέλεια της αποδοχής μίας επίπλαστης λάμψης, βαθιά μέσα σου θα αναγνώριζες την πικρή αλήθεια. Αυτή στην οποία έχουμε περιέλθει.

Θέλω λοιπόν να ξεκινήσω, ζητώντας σου ένα ΄΄συγγνώμη΄΄ που έκρυψα από εσένα τον Χανς και τη Χέλγκα. Γνώριζα πόσο πολύ τη θαύμαζες και πόσο λαχταρούσες να την πλησιάσεις σαν ήσασταν παιδιά, μα φοβήθηκα. Φοβήθηκα γιατί ήταν Εβραία, το ίδιο και ο Χανς. Ναι, ξάδερφε. Μπορείς να με κρίνεις, μπορεί αυτό το γράμμα να πέσει σε λάθος χέρια και να με σκοτώσουν, μα δεν με νοιάζει πια. Δεν αντέχω να κρύβω την αλήθεια μου. Εγώ, ο Λούκα, ο Χανς, η Χέλγκα και ο Βίνφριντ ήμασταν αχώριστοι. Υπήρχε ωστόσο πάντοτε μία σκιά ανάμεσά μας, ο Βίγκμπερτ Μάινσερ. Πρόσφατα, εντελώς τυχαία, κλήθηκα να εργαστώ στην έπαυλή του. Ας μην με αξίωνε ο Θεός. Ήρθα αντιμέτωπη με τη φριχτή αλήθεια. Εκείνη της δολοφονίας του Βίνφριντ, θάβοντάς τον ζωντανό και της αυτοκτονίας της αδερφής του έπειτα από αλλεπάλληλους βιασμούς και κακοποίηση. Την είχε κλειδωμένη σπίτι του, είχε γεννήσει ένα πανέμορφο αγοράκι. Όσο για εμένα, πάντοτε θα είμαι δυνατή για τα παιδιά μου, ωστόσο νιώθω πως δεν αντέχω άλλο να προσποιούμαι. Μου έλειψαν οι καλοκαιρινές μέρες και νύχτες στους δρόμους, τα γέλια μας, τα πρώτα μας καρδιοχτύπια. Δεν ζήτησα ποτέ να γίνει ο λαός μου εκλεκτός, μα ανθρώπινος. Βαστώ τη φωτογραφία μας, εκείνη που όλοι διαθέτουν, νεκροί ή ζωντανοί και παλεύω να σκουπίσω άτσαλα τα δάκρυά μου. Όταν ένα απόγευμα, συνάντησα τον Όττο Σβάιγκερ, για λίγο ταράχτηκα. Ήταν σαν να έβλεπα τον Λούκα με τον οποίο ήμουν κρυφά ερωτευμένη από παιδί, μα δεν του είπα λέξη καθώς εκείνος είχε μάτια για άλλη. Όμως ο Όττο ήταν διαφορετικός, πιο επιβλητικός, τραχύς, κλειστός. Τότε δεν τον κατάλαβα. Τώρα ξέρω και είμαι διπλά περήφανη για εκείνον. Αν τύχει και τον δεις, να του πεις πως ο μικρός Όττο τον αναζητά και πως το σπίτι μου θα είναι πάντα ανοιχτό για εκείνον. Γνωρίζω πως μας στερήθηκε ως παιδί. Αν ζήσουμε λοιπόν, αν αυτό όλο τελειώσει, δεν επιθυμώ να μας στερηθεί και ως ενήλικας.

Να προσέχεις Κερτ, τα αγόρια δεν έπαψαν λεπτό να ρωτούν για εσένα.

Σε αγαπώ, Κρίστα΄΄

Ένας τροχός παράξενος είχε γυρίσει. Ένα μίσος ανάμεικτο με συγκίνηση διαπέρασε τα μάτια του Όττο. Ο Κερτ είχε απομείνει να κοιτάζει τις πληροφορίες σχετικά με τον Βίγκμπερτ.

«Αυτό το κάθαρμα!» σύρριξε σαν το φίδι ο Όττο.

«Ερχόμαστε στις υποψίες μου. Αυτός έφαγε τον Λούκα, μα τώρα ήρθε η σειρά του. Θα τον κάνουμε να το πληρώσει αυτό. Σου δίνω τον λόγο μου πως αυτόν θα τον αναζητήσω μέχρι και στις ΗΠΑ. Δεν θα φύγει από αυτή τη γη, αν δεν φτύσει το αίμα κάθε ψυχής που δολοφόνησε» γρύλισε ο Αλεξ.

«Ο Μάινσερ πριν από αρκετούς μήνες, ήρθε στο νοσοκομείο που νοσηλευόμουν, εκεί εργάζεται και η Χέλγκα η...κοπέλα σου από όσο κατάλαβα»

«Ορθώς κατάλαβες! Μίλα!Δεν πιστεύω αυτός ο αλήτης...»

«Όχι. Την έκρυψα εγώ. Με ανάγκασαν να έρθω ανατολικά, δεν ήθελα. Γνωρίζεις ωστόσο πως η άρνηση και η μετάφραση αυτής ως δειλία, τιμωρείται αυστηρά. Δεν έχουμε όλοι τις δικές σου ανέσεις στην επιλογή. Στην ουσία, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, προτιμώ να επιστρέψω στο Βερολίνο, ή να το υπερασπιστώ από...τον φίλο σου. Δεν έχω επιλογή. Δεν υπερασπίζομαι πια το Ράιχ, μα τα αθώα γυναικόπαιδα που θα την πληρώσουν και το γνωρίζω. Θέλω να αποτρέψω τυχόν κίνδυνο να τιμωρηθούν από την Γκεστάπο, τους Ες-Ες ή τους Ρώσους που θα θέλουν εκδίκηση. Αν φύγω ζωντανός και βρεθούμε ξανά στο πεδίο της μάχης, μην σκεφτείς πως είμαι ξάδερφος της φίλης σου. Είναι τιμή μου να πεθάνω υπερασπιζόμενος αυτά που πιστεύω. Ακόμη και τώρα αν εκτελεστώ, τιμή θα είναι. Το μόνο που μπορώ να σου πω, είναι πως γνωρίζω ότι χάνουμε και πως ο Φύρερ έχει αποτρελαθεί εντελώς. Δεν είναι κάτι νέο, το βλέπεις. Θα θυσιάσει το στρατό τον οποίο πάντοτε ίσως μισούσε βαθιά μέσα του. Δεν θα δεχτεί το δήθεν πισώπλατο μαχαίρωμα και την ήττα του 1918 σε επανάληψη. Θα παίξει όλα τα χαρτιά, μέχρι το τέλος μας. Δικό του και δικό μας. Όσο για τον Μάινσερ...»

«Βοήθα να τον βρούμε» πρόφερε ο Άλεξ.

«Δεν γνωρίζω πού στο ανάθεμα είναι. Συνήθως βρίσκεται στο Άουσβιτς και στα στρατόπεδα της Πολωνίας και αν όχι εκεί,ίσως στο Βερολίνο πλάι στον Χίμλερ. Δεν είμαι κάποιο σπουδαίο πρόσωπο για να έχω γνώση των λεπτομερειών. Ντρέπομαι κάποτε και εγώ για τα εγκλήματα του γερμανικού στρατού»

Ο Όττο υποχώρησε προσωρινά. Ο άνδρας μπροστά του εξακολουθούσε να είναι χλωμός και άρρωστος. Το κρύο ήταν αφόρητο. Ο Αλεξ δεν ένιωθε πως μπορούσε να σχολιάσει κάτι, παρά το γεγονός πως πράγματι μία σκέψη του τριβέλιζε το μυαλό.

«Καμία επιλογή δεν σου επιτρέπει να ζήσεις. Είχες το δικαίωμα, όλοι μας το είχαμε προτού μας το αρπάξουν. Ήμουν απλώς ένα νεαρό αγόρι που σύχναζε τα καλοκαίρια στη στέγη της ίσμπα του κοντά στο Βορονέζ. Δεν με αφορούσε η χώρα σου και όμως αν τότε βρισκόσουν στο διάβα μου, ίσως σε προσκαλούσα να παίξουμε. Κοίταξέ μας τώρα. Δυο άνθρωποι που ουσιαστικά δεν έχουμε κανένα προηγούμενο, να πρέπει να σκοτώσουμε ο ένας τον άλλο. Δεν το θέλω αυτό. Επιθυμώ απλώς να γυρίσω στο κατεστραμμένο μου σπίτι και στάχτη πάνω στη στάχτη, σαν τον φοίνικα, να αναγεννήσω το όνειρά μου που κάηκαν σχεδόν ολοσχερώς. Φύγε από εδώ. Φόρα τη στολή σου και απλώς τρέξε μακριά. Η άλικη αυγή πλησιάζει και τότε, αν βρεθείς στο διάβα μας, η κατάληξή σου θα είναι αντάξια των επιθυμιών σου. Απλώς φύγε» του έδωσε τη διαταγή και συνέχισε «Τώρα γνωρίζει ο λαός σου πώς να βουλώσει το στόμα του Γκαίμπελς!»

Δυστυχώς ωστόσο, το στόμα του συγκεκριμένου συνέχισε την εξευτελιστική προπαγάνδα. Ο καιρός περνούσε, ο Κερτ θα ταξίδευε πίσω στην Πολωνία με ένα τρένο, καθώς τραυματίστηκε ξανά στη μάχη, ενώ για λίγο αποφασίστηκε να πάρει άδεια. Το μέτωπο και οι Ρώσοι πλησίαζαν ολοένα και περισσότερο, κάτι που είχε ξεκινήσει να ανησυχεί τη Χέλγκα. Έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα, όλοι τους είχαν χωριστεί σε διαφορετικά στρατόπεδα τα οποία σχεδόν τους τοποθετούσε αντίπαλους. Η Τσάρλη έτρεμε για τη στιγμή που οι Κόκκινοι θα τους έφταναν. Ήξερε πολύ καλά πως η δίψα για εκδίκηση, θα συνοδευόταν από βιασμό και θάνατο.

«Φοβάμαι» εξομολογήθηκε μία μέρα στη Χέλγκα.

«Ο Όττο και ο Άλεξ ίσως μας πετύχουν πρώτοι. Μαζί τους είναι και ο δικός σου» χαμογέλασε αχνά.

«Δεν είναι δικός μου» πέρασε στην άμυνα εκείνη. «Θέλω να πω πως όλο αυτό σαφώς μοιάζει με τρέλα. Ο Γκαμπριέλ φέρθηκε σωστά, ανθρώπινα. Όμως πάνε τόσα χρόνια. Κανείς δεν θα θυμάται μία γυναίκα σαν εμένα. Όχι όταν ίσως γίνω αντικείμενο εκδίκησης...» πήρε μία ανάσα «Γιατί δέχτηκες αυτή τη θέση; Θα μπορούσες να παραμείνεις στο πλευρό εκείνου του Πολωνού γιατρού! Γιατί το έκανες; Τόσα πια σήμαινε η αγάπη για εσένα;» την ρώτησε σχεδόν με δάκρυα στα μάτια.

«Η αγάπη μου για εκείνον, ήταν πάντοτε ό,τι είχα για να συνεχίσω να παλεύω. Η ζωή δεν μου άφησε και πολλές επιλογές. Μεγάλωσα σε έναν κόσμο γκρίζο, μα ο Όττο του έδινε χρώμα. Η καρδιά μου ζωντάνευε σαν τον αντίκρυζα στα κρυφά ή τα φανερά και ας ήταν λάθος. Τη ζωή την ζεις γεμάτη, όταν κάθε λεπτό σου υπενθυμίζουν πως ο χρόνος σου τελειώνει»

Η ώρα μηδέν ωστόσο πλησίαζε και η Βαρσοβία ήδη άκουγε τους ήχους της μάχης που θα έφερνε την ελευθερία της, όπως αφελώς πίστευε. Ο Πάβελ είχε ένα βέβαιο λόγο να αδημονεί να ξεφορτωθεί τους Γερμανούς, ενώ ο Χανς έβλεπε αυτήν την πόλη σαν ένα δικό του, αδικημένο κομμάτι. Η Πολωνία είχε δεχτεί μία ύπουλη, διπλή επίθεση, όταν και εκείνος είχε δεχτεί ρατσισμό και κακοποίηση από όλους, εκτός από τον κόσμο αυτής της χώρας. Ίσως γιατί οι περισσότεροι δεν γνώριζαν. Ο Χανς ήταν ο μόνος που είχε καταλάβει το παιχνίδι, με τους Ρώσους να βρίσκονται μία ανάσα από τα ανατολικά της χώρας. Ο Στάλιν τους αποκαλούσε ως γιους της Βαρσοβίας. Όλα αυτά, μέχρι να αποφάσιζε πως τελικά η χώρα του ανήκε.

«Dzien sie zbliza»(πλησιάζει η μέρα) είπε ο μικρός στην Άζια, της οποίας το στήθος έκαιγε από μία εσωτερική προδοσία.

Όσο και αν παρίστανε πως μισούσε τον Κερτ, εκείνο το ανάποδο κεφάλι, τον είχε ανακουφίσει. Μάλιστα, είχαν υπάρξει τέτοιες στιγμές μεταξύ τους. Οι γερμανικές περιπολίες εξακολουθούσαν να υφίστανται στους δρόμους, αν και με ελαφρώς αλλαγμένη συμπεριφορά. Τα συνθήματα στους τοίχους είχαν πολλαπλασιαστεί και καθώς η άνοιξη του 44 είχε μπει, εκείνη δεν έχασε λεπτό από μία βόλτα στους δρόμους, όταν έφτασε κοντά σε μία Γερμανική συνοικία αστυνομίας, περιτριγυρισμένη από συρματόπλεγμα. Ακόμη δεν είχε έρθει η ώρα της απαγόρευσης κυκλοφορίας και το ανοιξιάτικο, χρυσοποίκιλτο λυκόφως, πάλευε να στολίσει τις γειτονιές που μονάχα πόλεμο και πόνο είχαν γνωρίσει, όπως και η ίδια που είχε γευτεί την ορφάνια. Ήταν τότε, που τον είδε να στέκεται σκεπτικός καταμεσής ενός δρόμου αυτής της συνοικίας. Η Άζια τον κοίταξε και βλαστήμησε. Ήταν βέβαιη πως θα είχε χαθεί κάπου στα ανατολικά, ένας χρόνος είχε περάσει. Έπρεπε να φύγει, μα τη στιγμή που ετοιμάστηκε να του γυρίσει την πλάτη, εκείνος την πρόσεξε. Τα μάτια του γούρλωσαν και κουτσαίνοντας, εξαιτίας του τελευταίου του τραυματισμού που σχεδόν κομμάτιασε το πόδι του, έτρεξε στο συρματόπλεγμα, κολλώντας επάνω του τα χέρια του. Την είδε να απομακρύνεται. Την κάλεσε πίσω ελαφρώς ξεψυχισμένα, ωστόσο εκείνη συνέχισε τον αγέρωχο βηματισμό της. Η ώρα της πατρίδας της πλησίαζε και δεν υπήρχε χώρος για συναισθηματισμούς με τον εχθρό.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top