Wann Kommt der Russe?(πότε έρχεται ο Ρώσος;)/part 1

΄΄Ξέρω ότι ο πόλεμος έχει χαθεί. Αποδείχτηκε πολύ μεγάλη η ανώτερη δύναμη. Με έχουν προδώσει. Εκείνοι που βγήκαν περισσότερο κερδισμένοι από τον εθνικοσοσιαλισμό ήταν ακριβώς εκείνοι που με πρόδωσαν. Τους καλόμαθα και τους παρασημοφόρησα όλους τους. Αυτό ήταν λοιπόν το ΄΄ευχαριστώ΄΄ τους. Πάνω από όλα, θα ήθελα να φυτέψω μία σφαίρα στο κεφάλι μου΄΄ όπως πάντα όμως, ο Χίτλερ συνήλθε ξανά ΄΄Δεν θα συνθηκολογήσουμε. Ποτέ. Μπορεί να καταστραφούμε, αλλά θα πάρουμε μαζί μας ολόκληρο τον κόσμο΄΄

Ο Χαλς και ο Κερτ είχαν απομείνει μονάχοι τους στην μέση του πουθενά. Η κοιλιά του συνέχιζε να τον πονά φρικτά, ενώ ζαλιζόταν εξαιτίας του πυρετού. Είχε τα πρώτα συμπτώματα μίας δυσεντερίας που θα του άφηνε κουσούρι για όλη του τη ζωή. Δέκα χρόνια θα χάριζε με απόλυτη ανακούφιση για να κατόρθωνε να ξαπλώσει σε ένα ζεστό κρεβάτι, έχοντας πρώτα κάνει ένα χαλαρωτικό μπάνιο μήπως και το κορμί του αποχωριζόταν επιτέλους τις ψείρες. Μολαταύτα, υπήρχε ένα του χαρακτηριστικό το οποίο κάποτε τον οδηγούσε σε δρόμους σκιερούς και κάποτε φωτεινούς. Ο εγωισμός του. Αυτός τον καθοδηγούσε, εκτός φυσικά της απόλυτης ανάγκης για επιβίωση. Ο Κερτ δεν επιθυμούσε να καταθέσει τα όπλα, ακόμη και αν γύρω του αργά και σταθερά, η Γερμανία κατέρρεε. Το είχε διαπιστώσει ήδη από την τελευταία του επίσκεψη στο Βερολίνο που σαν άλλη Κόλαση, άχνιζε τα βράδια απελευθερώνοντας τους λυγμούς και τσακίζοντας την αλλοτινή, γερμανική υπερηφάνεια.

Την διάρροια δεν κατόρθωσε να τη συγκρατήσει. Το μοναδικό θετικό στοιχείο της υπόθεσης, ήταν πως πρόλαβε να απελευθερωθεί από τα ρούχα του, προτού τα λερώσει περαιτέρω. Προσευχόταν να μην χάσει τις αισθήσεις του, θέλοντας να προφυλάξει και τον Χαλς που ήταν μικρότερός του, παιδί σχεδόν ακόμη, μόλις δεκαεπτά.

«Αν μας έβλεπε τώρα ο Φύρερ, τι θα σχολίαζε άραγε;» αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα ο Χαλς για να δει τον Κερτ να τον στραβοκοιτάζει.

«Δεν επιθυμώ ηττοπάθειες» ψέλλισε και είδε τον νεαρό να κατσουφιάζει.

«Jawohl»(μάλιστα) ήρθε η απάντηση ενώ τα μάτια του ίσα που μπορούσαν να κοιτάξουν το πελιδνό πρόσωπο του νεαρού αξιωματικού.

Το ξεροβόρι ήταν αψύ έπειτα από δέκα μέρες χιονοπτώσεων, φορτίζοντας την ατμόσφαιρα με μία γλαυκότητα. Ο άνεμος παράλληλα σάρωνε μάζες από χιόνι, φτιάχνοντας στοίβες δίπλα σε πλαγιές, κρύβοντας χαλάσματα ή ξεγυμνώνοντας το σκούρο χρώμα του εδάφους. Διέσχιζαν οι δυο τους ιδιαιτέρως κοπιαστικά, τα σημεία εκείνα που δεν διέγραφαν έντονα τις μορφές τους επάνω στο χιόνι. Καθώς η κατάσταση της υγείας του Κερτ ολοένα και χειροτέρευε, ο Χαλς αποφάσισε να σκάψει μία ποντικότρυπα στο σκληρό έδαφος προκειμένου να κρυφτούν. Την ομίχλη γύρω του σχεδόν μπορούσε να την αγγίξει. Φοβόταν πολύ, μα δεν είχε χρόνο να σκεφτεί την οποιαδήποτε υποχώρηση. Ο ανώτερός του τον είχε ανάγκη. Η θερμοκρασία κατρακυλούσε ολοένα και περισσότερο και η ασθενική φλογίτσα που τρεμόπαιζε επάνω σε ένα κονσερβοκούτι, σαν την ελπίδα και εκείνη δεχόταν τις ριπές του ανέμου που απειλούσαν να την καταπιούν.

«Αναθεματισμένη χώρα!» έβρισε μέσα από τα δόντια του που κροτάλιζαν. Ο πυρετός βοηθούσε στην δημιουργία παραισθήσεων. Ο αχός κατρακυλούσε μαζί με τον άνεμο φτιάχνοντας χίλιες δύο μορφές. Τα βλέφαρά τους αν και βαριά αρνούνταν να κλείσουν, με αποτέλεσμα ο βολβός των ματιών να καίει.

«Έρχονται άρματα» μούγκρισε ο Χαλς, ο οποίος ετοιμάστηκε να πολεμήσει με κάθε κόστος.

Ολούθε αύξανε μία βουή που τους πλάκωνε το στέρνο. Ο βρυχηθμός των αρμάτων σμπαράλιαζε την νυχτιά. Πέντε αδιευκρίνιστα θεριά ξεπρόβαλαν. Ο Χαλς με επιδεξιότητα ισορρόπησε στον ώμο του το κοντάκιο του όπλου του, όταν είδε και τον Κερτ ζαλισμένο να κάνει το ίδιο. Ήταν έτσι και αλλιώς χαμένοι από χέρι. Ο ουρανός ξεκίνησε να μουγκρίζει. Κίτρινες αστραπές λαμπύριζαν μπρος στα Τ-34 με τους πύργους τους να τους στοχεύουν. Δεν ήταν βέβαιος, μα ο Κερτ σχεδόν αναγνώρισε μία φιγούρα γνώριμη, μία φιγούρα που ανέσυρε από τις παιδικές του αναμνήσεις στιγμές όμορφες. Ο Όττο στεκόταν δίπλα στο ρωσικό θεριό. Ο Κερτ καμπούριασε. Γνώριζε πολύ καλά την φήμη του τρομερού Σίφουνα, η οποία κυκλοφορούσε κάποτε στον γερμανικό στρατό, που καυχιόταν για τον καλύτερο ίσως σκοπευτή που θα μπορούσε να βρει. Πράγματι ο Όττο δεν είχε μετρήσει καμία αποτυχία στην καριέρα του. Η ακοή του εξαιτίας του παρελθόντος του, βρισκόταν πάντοτε σε ετοιμότητα. Δύο εκτυφλωτικές λάμψεις προηγήθηκαν μίας τρομακτικής έκρηξης.

Οι οβίδες του εχθρού σήκωναν πίδακες από χώμα. Ο Χαλς είχε αντιληφθεί πως τους είχαν ακούσει, μονάχα που οι Ρώσοι δεν είχαν ιδέα πως ήταν μονάχα δύο αδύναμοι στρατιώτες και όχι ένας ολόκληρος στρατός κρυμμένος στα λαγούμια του εδάφους. Το κύμα πλάκωσε καταπάνω τους. Βγάζοντας κραυγές απόγνωσης και οίκτου, χώθηκαν όσο πιο βαθιά μπορούσαν στην κρυψώνα τους τρέμοντας, αγκαλιασμένοι, όταν ένιωσαν μία ολόλευκη αστραπή και ένα απίστευτο ωστικό κύμα, πέταξε ψηλά το ανάχωμα γύρω από το όρυγμά τους. Μέσα σε έναν ανυπόφορο θόρυβο, τους σκέπασε όλο το χώμα που είχε σηκωθεί ψηλά. Τόσο δα απείχαν μονάχα από τον θάνατο. Έναν θάνατο ασφυκτικό, εφιαλτικό και απάνθρωπο. Ο Κερτ είχε αρχίσει να παθαίνει κρίση πανικού. Ο θόρυβος από τον εχθρό είχε κοπάσει, ο σύντροφός του ήταν θαμμένος αλλού και εκείνος βάλθηκε να ουρλιάζει ασυνήθιστα. Ταυτόχρονα, οι σπασμοί των εντέρων του συνεχίζονταν αδιάκοπα. Ζούσε μία Κόλαση. Θα πέθαινε θαμμένος ζωντανός. Πού να ήξερε, πως το γράμμα που κουβαλούσε από την ξαδέρφη του την Κρίστα και το οποίο δεν είχε ακόμη ανοίξει, του εξιστορούσε το ίδιο πράγμα. Τον θάνατο του Βίνφριντ από τα χέρια του Βίγκμπερτ.

Η αίσθηση του ότι είχε θαφτεί ζωντανός, δεν χωρούσε περιγραφή. Παντού ένιωθε το χώμα, στα μάτια του, στον σβέρκο του. Το σώμα του ολόκληρο είχε πλακώσει μία αδρανής μάζα, την οποία αδυνατούσε να αποτινάξει όση δύναμη και αν έβαζε. Πολύ κοντά, μισό μέτρο από το πρόσωπό του, φύτρωνε μία αποτρόπαια όψη από όπου ανάβλυζε το αίμα. Πιθανολόγησε πως αυτός ήταν ο Χαλς. Μία οιμωγή λύσσας και απόγνωσης βγήκε από τα σωθικά του. Κανένας εφιάλτης δεν συγκρινόταν με αυτήν την εμπειρία. Τότε συνειδητοποίησε τι σήμαιναν και όλες οι κραυγές απόγνωσης που τον είχαν διαπεράσει στις διάφορες μάχες που είχε υπάρξει μάρτυρας.

Λίγα μέτρα παρακάτω, Ο Άλεξ μαζί με τον Όττο, καθώς και οι υπόλοιποι, είχαν αντιληφθεί πως πιθανότατα αδίκως είχαν σπαταλήσει τις δυνάμεις τους, μιας και ο εχθρός είτε είχε υποχωρήσει, είτε δεν είχε υπάρξει ποτέ.

«Αυτό ήταν απερίσκεπτο! Λίγο ακόμη και θα προδώσουμε την δική μας θέση για το τίποτε» είπε στον Όττο, ενώ ο Γκαμπριέλ σχεδόν γονατιστός, αφουγκραζόταν την ίδια τη γη. Ο στρατός τους είχε κάνει στάση καθώς έτσι και αλλιώς, σε κάθε τους βήμα οι Γερμανοί υποχωρούσαν.

«Ακούω κάτι» τους είπε και ο Όττο στάθηκε δίπλα του «Ακούω κραυγές. Έρχονται από τη γη»πρόφερε ο Γκαμπριέλ.

Τα κυανά του μάτια κοίταξαν τον Αλεξέι που είχε καταλάβει.

«Κάποιοι είναι θαμμένοι στη γη, επομένως δεν επιτεθήκαμε τυχαία» πρόφερε ο Αλεξ.

«Είναι θαμμένοι ζωντανοί Αλεξέι και μάλλον είναι δικοί μου...Έστω πρώην δικοί μου» κανείς δεν σχολίασε τίποτε περισσότερο σαν να προσπαθούσαν να λάβουν μία απόφαση.

«Και να τους βγάλεις, έτσι και αλλιώς θα τους πυροβολήσουν» του είπε.

«Ίσως να τους απάλλασσε από τη ζωή πιο ανθρώπινα από το να πεθάνουν θαμμένοι ζωντανοί. Δεν είσαι τέτοιος άνθρωπος» του είπε ο Όττο, όταν άπαντες κοίταξαν τον Γκαμπριέλ.

«Μην με κοιτάτε. Πλέον έχω συμβιβαστεί με πολλά στη ζωή μου» πρόφερε και αποχώρησε περήφανα και ελαφρώς αδιάφορα. Έμειναν οι δυο τους να ψαχουλεύουν το χώμα προσπαθώντας παράλληλα να αφουγκραστούν τον θρήνο. Τον θρήνο ενός Κερτ που σκεφτόταν πόσους συντρόφους είχε χάσει στη μάχη.

΄΄Προχωρούσαμε πάντα σαν αδέρφια μαζί, τώρα τον αγκαλιάζει εκείνον η σκόνη. Και τη δική μου καρδιά που ζει και όμως δεν ζει, νύχτα μέρα ο πόνος ματώνει΄΄

Ακόμη και μέσα από το χώμα, σχεδόν τραυλίζοντας, ο Όττο μπορούσε να ακούσει το γερμανικό εμβατήριο. Τα χέρια του κινήθηκαν αυτόματα και ξεκίνησαν να σκάβουν με λύσσα. Ο Αλεξ δίχως να λέει ούτε μία λέξη, τον μιμήθηκε ώσπου βρήκαν αρχικά ένα κράνος και αυτόματα, κατόρθωσαν να ξεθάψουν ένα πρόσωπο το οποίο βρισκόταν στα πρόθυρα του πανικού. Εκλιπαρούσε μέσα από τον ίδιο του τον τάφο, τον Θεό να τον λυπηθεί. Μόλις λαίμαργα κατόρθωσε να αναπνεύσει, ξέσπασε σε κλάματα. Δίπλα του, βρισκόταν θαμμένος και ο Χαλς, του οποίου το πόδι εντοπίστηκε να τινάζεται σαν πληγωμένου ζώου. Σαν τους ξέθαψαν, τους ακούμπησαν στο έδαφος. Ο Κερτ σπαρταρούσε. Η ζωή τον εγκατέλειπε, ο πυρετός ταλάνιζε το κορμί του. Ο Αλεξ παρατήρησε τον Όττο να τον κοιτάζει επίμονα.

«Κερτ;» του φώναξε, ωστόσο εκείνος αδυνατούσε να του απαντήσει.

«Είναι άρρωστος» ακούστηκε και ο ψίθυρος του Χαλς.

«Ζει αυτός; Κοίτα να δεις, ένα χέρι του βάλαμε και του εξασφαλίσαμε τη ζωή για τόσους μήνες» τον σκούντησε ο Άλεξ «Λοιπόν, ο λιπόθυμος γνωστός σου ίσως μας φανεί χρήσιμος για να αποσπάσουμε πληροφορίες. Θα αλλάξει στολή για λίγο, μετά ας πάει να πνιγεί»

«Δεν είναι απλός γνωστός» έκανε παύση ο Όττο.

«Σε πόσο γνωστή φυσιογνωμία πέσαμε; Συγγενή πρώτου βαθμού;» ρώτησε ο Ρώσος.

«Είναι ο ξάδερφος μιας πολύ καλής μου φίλης. Μίας γυναίκας αληθινής ηρωίδας. Εκείνης που δέχτηκε να μεγαλώσει αγόγγυστα τον μικρό Πολωνοεβραίο Όττο, το αγοράκι που κράτησες στην αγκαλιά σου»

Ο Αλεξέι δαγκώθηκε.

«Κρίμα και σκόπευα να τον χρησιμοποιήσω για κινούμενο στόχο»

«Αλεξ!»

«Ξέρω. Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος» συνέχισε την σκέψη του καλύτερου φίλου του «Θα χρειαστεί θεραπεία, ίσως. Θα μιλήσω στην Όλγα. Ένα φεγγάρι βοηθούσε πολύ τους τραυματίες και αρρώστους προτού αποφασίσει να το παίξει σκληρό καρύδι. Όλο αυτό την διαλύει καθημερινά. Θέλω να της το πω, μα δεν τολμώ. Αυτό και πολλά άλλα που δεν είναι επί της παρούσης» κοίταξε ξανά τον Όττο πλαγίως «Πολλά σου χρωστά η πατρίδα σου. Αν δεν ήσουν εσύ και ο Στάινερ, αυτός θα βογκούσε ακόμη εκεί κάτω. Ίσως χρειαστεί κάποια ένεση. Νομίζω πως πάσχει από δυσεντερία. Γνώριμη ασθένεια πλέον και καθημερινός εφιάλτης.

Ένας δικός τους τραυματίας ξεψύχησε εκείνο το βράδυ. Αρκετές φορές, ο στρατός δεν ενδιαφερόταν καν για την περισυλλογή των νεκρών ή των τραυματιών, ωστόσο μιας που οι Γερμανοί δεν φαίνονταν στον ορίζοντα, τους είχε δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία. Η στολή του χρησιμοποιήθηκε για λίγο, μέχρι να ανακούφιζαν ανενόχλητοι τον ασθενή, δίχως να έχουν την ευκαιρία να τον κάνουν τελείως καλά. Δυστυχώς ωστόσο, ο Χαλς τελικά ξεψύχησε. Το αίμα που είχε δει ο Κερτ στο χώμα να ρέει, ήταν το σημάδι πως είχε χτυπηθεί σοβαρά. Η αιμορραγία του πήρε την ψυχή αθόρυβα. Η τελευταία του κουβέντα, ήταν η ενημέρωση της κατάστασης της υγείας του Κερτ. Οι Ρώσοι γύρω τους έπιναν και σιγογελούσαν. Ορισμένοι είχαν βγει για περιπολία, όπως και ο Γκαμπριέλ, μα λίγοι έδωσαν σημασία στο θέαμα ενός Κερτ με τη δική τους στολή. Το σκοτάδι και το αλκοόλ είχαν σταθεί σύμμαχοι.

Η Όλγα είχε αλλάξει πολύ. Απρόθυμη σχεδόν συνέχιζε να βρίσκεται στο πλάι του Κόκκινου Στρατού με τις διαφορετικές φυλές να τον περιβάλουν. Τα αισθήματά της για τον Αλεξ την έκαιγαν, την έριχναν σε μία κατάθλιψη. Φοβόταν μήπως είχε πάψει να την βλέπει ως γυναίκα, μήπως τελικά είχε την ίδια μοίρα όπως τόσες άλλες, οι οποίες στα μάτια των ανδρών φάνταζαν σαν αρσενικοί στρατιώτες. Ο Αλεξέι από την άλλη αισθανόταν αμήχανα. Οι ερωτικές περιπτύξεις δεν θα είχαν καλή κατάληξη εν μέσω του πολέμου και υπό το άγρυπνο βλέμμα των ανωτέρων. Της ζήτησε την χάρη και εκείνη απρόθυμα πλησίασε τον ασθενή. Τα όνειρά της τα τσαλαπατούσαν οι βάλτοι, η βία και οι κακουχίες που δεν είχαν τέλος, το μίσος και τα κτηνώδη συναισθήματα που είχαν ξυπνήσει στον Κόκκινο Στρατό σαν επέστρεφε νικητής, αρχικά στο σημείο από όπου όλα είχαν ξεκινήσει.

Μόλις κατόρθωσε να συνέλθει ελάχιστα, ο Κερτ κοίταξε τον Όττο. Σε εκείνον πάντοτε θα έβλεπε τον Λούκα. Ο Όττο τον μπέρδευε, του δημιουργούσε ανάμεικτα συναισθήματα.

«Σου θυμίζω εκείνον...» πρόφερε ο Όττο μαγκωμένα.

«Είναι λογικό. Ήταν κολλητός με την ξαδέρφη μου και είχαμε συναντηθεί πολλές φορές. Ο Λούκα Σβάιγκερ ήταν μία μορφή φωτεινή έτσι και αλλιώς. Εσύ από την άλλη, από πρωτοπαλίκαρο των ναζί, έγινες Μπολσεβίκος; Και εκείνος;» έδειξε τον Άλεξ «Είναι ο Ρώσος χάρη στην διάσωση του οποίου έγινες διάσημος»Ο Όττο για λίγο σώπασε «Πώς νιώθεις τώρα που μας σκοτώνεις; Δεν ανήκουμε όλοι στα Ες-Ες. Κάποιοι είναι απλώς παιδιά που πολεμούν πλέον για το τομάρι τους και όχι για τον Φύρερ»

«Η Γερμανία έχει τελειώσει» άλλαξε το θέμα ο Όττο.

«Το ξέρω διάολε!» του φώναξε ψιθυριστά ο Κερτ για να μην ακουστούν «Κάθε μέρα σκέφτομαι την Κρίστα και τα παιδιά της, εκτός από τους δικούς μου. Φοβάμαι. Ωστόσο εγώ θα πολεμήσω για εκείνη τη στιγμή που εσύ θα απολαμβάνεις τη νίκη με τους μελλοντικούς της βιαστές και δολοφόνους»

Ο Αλεξ είδε τον Όττο να ζορίζεται. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του συσπάστηκαν με εκνευρισμό.

«Μίλα στα αγγλικά για να σε καταλαβαίνω» του γρύλισε σιγανά ώστε να μην ακουστούν από τους υπόλοιπους.

«Κάνε του μετάφραση» διέταξε τον Όττο, ο οποίος τα εξήγησε στον Ρώσο φίλο του.

«Δεν έχεις το δικαίωμα να τον κρίνεις. Ο Όττο δεν ήρθε με το μέρος μας. Θυσίασε τη ζωή του για να με σώσει απλώς σπάζοντας τα δεσμά που τον βαστούσαν εγκλωβισμένο σε έναν πόλεμο και μία ιδεολογία που πάντοτε απεχθανόταν. Μπροστά σε όλους δίχως να σκεφτεί το τίμημα, έσωσε απλώς έναν φίλο. Αυτή η πράξη είναι ηρωική και όχι κατακριτέα. Θα έπρεπε να το καταλαβαίνεις, ωστόσο ο εγωισμός σε έχει τυφλώσει και δεν αντιλαμβάνεσαι πως όσο ο ναζισμός θα πέφτει, θα ρουφά και εσάς μαζί. Το κράτος σας δεν νοιάζεται για εσάς. Νοιαζόταν για την λαμπρή νίκη και την επίδειξη. Από τη στιγμή που απέτυχε, θα αποκαλύψει το αληθινό του πρόσωπο. Τότε θα παρακαλέσεις να μην είχες ξεστομίσει ετούτα τα λόγια βρομω...»

«Άλεξ!» τινάχτηκε ο Όττο.

«Ε, όχι! Είμαι τέτοιος άνθρωπος όταν σκοντάφτω σε κοντόφθαλμους ναζί τους οποίους ξέθαψα και για να με ευχαριστήσουν, με αποκαλούν βιαστή!»

«Σκάστε πια!» πετάχτηκε ο Ντίμα.

«Ακούγεστε που να με πάρει και να με σηκώσει. Σκοτώστε το ψοφίμι και ελάτε» τους διέταξε.

«Έχω ένα γράμμα από την Κρίστα» τραύλισε ο Κερτ «Ίσως ήθελες να το διαβάσουμε μαζί» πρόφερε κάπως κοφτά και ο Όττο δέχτηκε. Ίσως του περιέγραφε τη ζωή της, ίσως μάθαινε για τον μικρό. Αντί αυτού όμως, μέσα εκεί κρυβόταν ένα σκοτεινό μυστικό. Η αλήθεια για τον θάνατο του Βίνφριντ, την οποία αγνοούσε. 

Σιγα σιγά επιστρέφω!!!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top