Stalin ante portas!/ part 3
Μέσα Απριλίου 1945
Ο νεαρός Όττο αδυνατούσε να πιστέψει πως στο πλάι του θα πολεμούσε ο Χανς. Ο παλαιός του φίλος, απογυμνωμένος από κάθε ταπεινότητα και ενδοιασμό, ήταν έτοιμος να σταθεί απέναντι σε αυτούς που κάποτε τον είχαν υποτιμήσει. Όσο και αν είχε παλέψει να αποβάλει το μίσος του, καταβάθος χαιρόταν που τους έβλεπε ψυχολογικά ασταθείς. Όλη η λάμψη του δολοφονικού Τρίτου Ράιχ είχε καταρρεύσει. Το λυκόφως του χιτλερικού αετού, έμοιαζε πιο κοντά από ποτέ. Ήταν αποφασισμένος να φτάσει στο Βερολίνο, διεκδικώντας όλα όσα είχε στερηθεί. Την οικογένειά του, την κοπέλα του που χάθηκε άδοξα, την ίδια του την αξιοπρέπεια. Κατανοούσε απόλυτα τη στάση του Όττο, μα αδυνατούσε να την συμμεριστεί. Ο φίλος του δεν είχε νιώσει ίσως ποτέ ξένος στην ίδια του τη χώρα, σε ολόκληρο τον κόσμο. Διωγμένος από κάθε γη, από κάθε σπίτι, μόνο και μόνο γιατί ήταν Εβραίος. Το όπλο σφίχτηκε στο χέρι του. Εγκλήματα δεν θα διέπραττε ποτέ, μα στο μέτωπο ήταν αποφασισμένος να δώσει στους ναζί ένα γερό μάθημα.
«Σε νιώθω νευρικό» πείραξε τον ξανθό του φίλο και ο Όττο τον κοίταξε πλαγίως.
«Ε, λοιπόν είμαι!» του φώναξε «Δεν μου αρέσει η εικόνα σου, φοβάμαι μην κάνεις καμιά τρέλα. Φοβάμαι πως θα σε γλυκάνει η γεύση της εκδίκησης και αντί ο πόλεμος να σου δημιουργήσει απέχθεια, ίσως τελικά σε γεμίσει ικανοποίηση. Χανς, η απάντηση σε όλο αυτό δεν είναι η βία...»ψέλλισε και ο νεαρός ξεφύσησε.
«Λυπάμαι» ήταν η μόνη κουβέντα που ειπώθηκε προτού ο Όττο αποχωρήσει σκυθρωπός για να ακολουθήσει τον Γκαμπριέλ.
Η σκοτεινιά είχε μία αίσθηση απειλής και γνώριζε πολύ καλά, πως τα νεαρά παιδιά του αντίπαλου μετώπου, είχαν περιέλθει σε μία κατάσταση απελπισίας. Άτιμη πλάνη, άτιμα οργισμένα νιάτα. Εμπιστεύτηκαν μία μορφή χυδαία, έναν τρελό όπως ο Χίτλερ. Εκείνος τον είχε καταλάβει από την πρώτη κιόλας στιγμή που είχε πατήσει το πόδι του στην Καγκελαρία, έχοντας φτάσει στο σημείο να τον εκμεταλλευτεί για να βγάλει από την μέση τον πατέρα του. Η ιστορία ωστόσο της χώρας του ήταν πολύπλοκη. Σχεδόν κανείς δεν μπορούσε να αντιληφθεί πως υπήρξαν θύλακες αντίστασης, πως τα χρόνια εκείνα το να επιλέγεις το ηθικά σωστό, ήταν μία απόφαση δύσκολη που θα μπορούσε να σε οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στην αγχόνη. Καμία απόφαση δεν ήταν εύκολη, μήτε η δική του. Εμπεριείχε κίνδυνο και ρίσκο. Προσωπικά δεν είχε μετανιώσει για την άθλια επιλογή του να καταταγεί στα Ένοπλα Ες-Ες. Κέρδισε χρόνο και κατόρθωσε να ενημερώσει εγκαίρως τους Εβραίους φίλους του.
Τα μάτια του πλανήθηκαν στον γύρω χώρο. Η ημερομηνία της επίθεσης είχε οριστεί για την επομένη στις 16 Απριλίου και είχαν λάβει εντολή να ξυριστούν και να καλλωπιστούν προκειμένου να μοιάζουν ΄΄πολιτισμένοι κατακτητές΄΄. Ο νεαρός Γερμανός με την εντυπωσιακή εμφάνιση, αναζητούσε τον Σιβηριανό που πάλευε να αρπάξει κάποια γερμανική γλώσσα, προκειμένου να ενημερωθούν για τα σχέδια του αντιπάλου. Ήταν τότε που ένιωσε ένα παράξενο ρίγος να διαπερνά το κορμί του. Ευθύς τινάχτηκε πίσω, όταν ένας οξύς πόνος σχεδόν του διέλυσε το κρανίο. Η επίθεση είχε προέλθει μέσα από τον Κόκκινο Στρατό, από άτομα που ανήκαν στην SMERSH και δεν άντεχαν στην ιδέα της ύπαρξης του συγκεκριμένου ατόμου. Φοβούνταν ανά πάσα στιγμή την προδοσία ενός πανίσχυρου πολεμιστή που είχε γαλουχηθεί σύμφωνα με την άποψή τους, με τα ναζιστικά πρότυπα. Ακόμη και τους πρώην αιχμαλώτους αντιμετώπιζαν αυστηρά και δύσπιστα, πόσο μάλλον έναν Γερμανό. Με προσοχή, άρπαξαν το αναίσθητο κορμί του και το πέταξαν σε ένα ρυάκι. Κανείς δεν θα μάθαινε και εκείνοι είχαν επιτέλους ξεφορτωθεί έναν εν δυνάμει προδότη.
Το ίδιο βράδυ, ο Αλεξέι που βρισκόταν πλέον απέναντι σχεδόν από το Βερολίνο, αδυνατούσε να κοιμηθεί. Μακριά από το Βορονέζ, σε μία ξένη χώρα, άνδρο του ναζισμού και φασισμού, ένιωθε νευρικότητα. Τα βράδια συνήθιζε να κοιμάται στο πλάι του Όττο. Έμοιαζε σαν να είχαν άτυπα συμφωνήσει πως ό,τι και να γινόταν, θα είχαν πάντοτε ο ένας την πλάτη του άλλου. Απόψε ο φίλος του ήταν μακριά. Μονάχα ο Ντίμα του είχε απομείνει και ο ήχος των καζανιών που έδινε ζωή στα χαρακώματα. Τα ξαδέρφια μπορούσαν να μυρίσουν τη σούπα που αφειδώς μοίραζαν οι μάγειρες πριν την επίθεση, μαζί με λίγη βότκα, την οποία ωστόσο αμφότεροι μισούσαν. Στους σταθμούς διοικήσεως τα τηλέφωνα χτυπούσαν ασταμάτητα. Ποτέ άλλοτε οι δείκτες του ρολογιού δεν γυρνούσαν τόσο αργά. Βρίσκονταν κοντά στα Υψώματα Seelow και ο Ζούκοφ είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα των εκατόν σαράντα τριών προβολέων που είχαν μεταφερθεί, έτοιμοι να τυφλώσουν τους Γερμανούς.
«Λες και θα γυρίσουμε αμερικάνικη ταινία ένα πράγμα» μούγκρισε ο Ντίμα που διόλου τον απασχολούσαν τα φώτα.
Λίγο πριν την έναρξη, οι στρατηγοί βγήκαν από το οχυρό. Ο Ζούκοφ μαζί με τον Ιωσήφ, βάδισαν προς ένα ανηφορικό μονοπάτι που οδηγούσε στο παρατηρητήριο. Κάτω χαμηλά η έκταση του Oderbruch απλωνόταν τυλιγμένη σε μία πυκνή ομίχλη. Ο Ιωσήφ κοίταξε το ρολόι του. Ήταν τρεις το πρωί, ώρα Βερολίνου.
Μία φοβερή βροντή τάραξε τα πάντα. Το πυροβολικό είχε κάνει την έναρξή του και ο Αλεξ ένιωσε για πρώτη φορά την επιθυμία να κλείσει τα αφτιά του αλλιώς τα τύμπανά του θα έσπαγαν. Αρκετοί από τους αντιπάλους έζησαν την απόλυτη Κόλαση, με τα πυρά του πυροβολικού να θάβουν ακόμη και ζωντανούς, όσους βρίσκονταν μέσα στα χαρακώματα. Ο ουρανός τυλίχτηκε στις φλόγες για ακόμη μία φορά. Οι μέρες του γενναίου Γερμανού πολεμιστή, είχαν περάσει ανεπιστρεπτί, καθώς οι περισσότεροι είχαν καταρρακωθεί ψυχολογικά, έχοντας αποπροσανατολιστεί και βλέποντας την ματαιότητα αυτού του πολέμου, μιας που η νίκη είχε φτερουγίσει προ πολλού μακριά.Ο κλοιός γύρω από το Βερολίνο έσφιγγε και ο άλλοτε πανίσχυρος άνδρας του Ράιχ, έβλεπε ξεκάθαρα πως το παιχνίδι είχε χαθεί. Κλεισμένος στο μπούνκερ της Καγκελαρίας του και αποκομμένος από την πραγματικότητα, ο άνθρωπος που φιλοδοξούσε να γίνει η σημαντικότερη φυσιογνωμία της γερμανικής ιστορίας, είχε πλέον χάσει κάθε επαφή με την λογική, αν την είχε και ποτέ. Ο Χίτλερ, ένας πρόωρα γερασμένος άνδρας, συνέχιζε ακάθεκτα τους ασήμαντους μονολόγους μίσους, δίνοντας διαταγές σε ανύπαρκτους στρατούς.
Έπειτα από μισή ώρα βομβαρδισμού, ο Αλεξ αναρωτήθηκε αν πράγματι υπήρχε ζώσα ψυχή στη γερμανική πλευρά. Η Όλγα που μετά πολλών τελικά παρακάλιων είχε ακολουθήσει, βρισκόταν στο σημείο των προβολέων καρτερώντας το σήμα. Βλέποντας τις χιλιάδες φωτοβολίδες, διαφορετικών χρωμάτων, κατάλαβε πως είχε φτάσει η στιγμή. Οι εκατόν σαράντα τρεις προβολείς έλαμψαν, σαν να ήταν μέρα, δείχνοντας τον καπνό και τα σιντριβάνια χώματος που πετάγονταν από την γερμανική πλευρά. Σμήνη τρομαγμένων πουλιών διέσχισαν νευρικά τον ορίζοντα, ενώ διαρκώς ακούγονταν βροντές και εκρήξεις. Το φως τύφλωσε μέχρι και τον Αλεξ, ο οποίος είχε υποπτευθεί πως ίσως αυτός να ήταν ένας τρόπος να αποτραπεί η υποχώρηση. Ο δρόμος μονάχα μπροστά τον οδηγούσε. Πίσω λίγες αναμνήσεις σιγόκαιγαν μίας εποχής ξεχασμένης. Αργά σηκώθηκε από το έδαφος και κινήθηκε μπροστά. Η καρδιά του παλλόταν γνωρίζοντας πως ο πατέρας του στο θέαμα αυτό υπέφερε. Ήταν η πρώτη φορά που ο Ιωσήφ μίσησε τον ψυχρό Ζούκοφ, για την εντολή να περάσουν οι πεζικάριοι μέσα από τα ναρκοπέδια, τα οποία έπρεπε να καθαριστούν για τα τεθωρακισμένα. Ο Ντίμα είχε ιδρώσει εξαιτίας του άγχους, όταν άκουσε έναν φριχτό θόρυβο και ένιωσε κομμάτια σάρκας και αίματος να εκτοξεύονται στο πρόσωπό του. Ο τρόμος τον οδήγησε στην κραυγή, φοβούμενος πως ήταν ο Αλεξ, ο οποίος έφτασε δίπλα του, τυλίγοντας τα χέρια του γύρω από το ματωμένο πρόσωπο του ξαδέρφου του.
«Δεν είμαστε εμείς για όλα αυτά γεννημένοι Άλεξ...» ψέλλισε ο Ντίμα «Κουράστηκα πολύ..»
«Θα είμαι δίπλα σου. Σκέψου πως αν κατορθώσουμε να ζήσουμε, θα έχουμε μία ελπίδα να νιώσουμε ξανά πώς είναι να υπάρχει ειρήνη. Μπορεί τίποτε να μην είναι όπως πρώτα, όμως ευελπιστώ πως δεν θα μοιάζει το αύριο όπως το σήμερα»
«Θυμάσαι τα καλοκαίρια στη στέγη; Το κελάρυσμα του Ντον;» ξεκίνησε το παραλήρημα.
«Όχι τώρα Ντίμα. Νομίζω πως αν θυμηθώ, θα λυγίσω. Νομίζω πως δεν θα αντέξω ούτε μισό βήμα» απάντησε ο Αλεξ.
«Na Berlin!»(στο Βερολίνο) ακούστηκαν ανθρώπινες κραυγές.
------------------------
Το Βερολίνο περνούσε μία από τις σκληρότερες δοκιμασίες. Η ατμόσφαιρα έμοιαζε σχεδόν εξωπραγματική, σε μία πόλη που εξακολουθούσε παράδοξα να κινείται. Κάποιοι κινηματογράφοι εξακολουθούσαν να λειτουργούν, πίσω από τις σανίδες που κάλυπταν την πρόσοψή τους. Οι άνθρωποι τσακισμένοι, με μία βαλίτσα στο χέρι ή έναν σάκο, κουβαλούσαν τα πιο πολύτιμα υπάρχοντά τους. Η Κρίστα εξακολουθούσε να εργάζεται στο παντοπωλείο, παλεύοντας να συνηθίσει στην ιδέα της ιστορίας του Μπάλντερ. Εκείνη τη μέρα που τον είχε συναντήσει, έχοντας λυπηθεί το κοριτσάκι, τον οδήγησε στο σπίτι της όπου αφιέρωσαν όλο τους το βράδυ συζητώντας τα όσα είχαν προηγηθεί. Της μίλησε για την κόρη του, για τους λόγους που είχε επιλέξει τον δρόμο του αξιωματικού των Ες-Ες, μονάχα που σαν έφτασε στο σημείο εκείνο, η κοπέλα σηκώθηκε και ξεκίνησε να βηματίζει νευρικά.
«Ειλικρινά δεν έχω λόγια. Από την μία επιθυμώ να χαστουκίσω εκείνη που σε έφτασε στην κατάσταση αυτή και από την άλλη εσένα! Έσπαγες περιουσίες και ξυλοφόρτωνες ανθρώπους εξαιτίας της! Τα ίδια και ο άλλος ο φωστήρας που τσακωνόταν με την δική μου παρέα προτού ηρεμήσει» τον κατσάδιασε.
«Κρίστα...» πάλεψε να ψελλίσει ο Μπάλντερ.
«Όχι. Σου μιλώ ειλικρινά πως η δική μου η απόφαση να μην μπλεχτώ και κάποτε να υπερασπιστώ ανοιχτά τους Εβραίους φίλους μου, δεν ήταν εύκολη. Θα μπορούσα να μην το είχα κάνει ή θα μπορούσα να ξυλοφορτώσω ας πούμε τους απέναντι, καθώς ήταν πάντοτε χιτλερικοί και τώρα, οι Σοβιετικοί μαζί με αυτούς, θα σκοτώσουν και εμένα που δεν έφταιξα. Δεν επέλεξα τον εύκολο δρόμο της βίας, Μπάλντερ. Τελοσπάντων, τα έχω πει και στον προαναφερθέντα φωστήρα, τον Όττο, δεν αλλάζουν οι καταστάσεις πλέον. Από εδώ και πέρα να δούμε...» πήρε μία ανάσα «Μου ανέφερες το άλλο κατακάθι της κοινωνίας, τον Βίγκμπερτ. Γνωρίζω πού μένει. Ίσως το σπίτι του να παρέμεινε αλώβητο καθώς βρίσκεται στις πλούσιες συνοικίες, όπως και το δικό σου»
«Θα βγω τώρα το βράδυ. Αν μπορείς, κράτησε για λίγο την μικρή εδώ» της ζήτησε ευγενικά και την είδε να βουρκώνει.
«Σε ένα πράγμα μπορώ να σε καταλάβω. Στη θέλησή σου να βγεις ζωντανός, να θυσιάσεις τα πάντα για να επιστρέψεις στην οικογένειά σου. Στο τέλος μονάχα αυτή μένει, ό,τι και όποιον κλείνει η πόρτα μας. Οι υπόλοιποι μας έχουν προδώσει, σε σημείο να αξίζει να πιστεύεις σε τίποτε και σε κανέναν, πέραν της ανιδιοτελούς αγάπης της οικογένειάς σου. Έχουν μείνει ορισμένα ρούχα του άνδρα μου. Αν θέλεις δανείσου κάποιο» του είπε και εκείνος μειδίασε νευρικά.
Ήταν σχετικά κλειστός χαρακτήρας για να εκδηλώσει στοργή ή να προβεί σε χειρονομίες ευγνωμοσύνης. Μαλακά και διστακτικά, πήρε στα χέρια του τα ρούχα τα πολιτικά, αποφασίζοντας να ξυρίσει το πρόσωπό του. Μισή ώρα αργότερα, οι βαθιές, σκούρες θάλασσες των ματιών του, ατένισαν το ανανεωμένο του είδωλο. Το πρόσωπό του είχε αδυνατίσει, το βαθούλωμα των ματιών ήταν εντονότερο, ενώ οι γκρίζες τρίχες που στόλιζαν τον κρόταφό του, έρχονταν σε αντίθεση με το σχεδόν μαύρο του μαλλί.Παρόλη την ταλαιπωρία όμως, παρέμενε ένας εντυπωσιακά γοητευτικός άνδρας. Μόλις βγήκε από το λουτρό, η Κρίστα τον κοίταξε μειδιώντας.
«Άλλος άνθρωπος» προσπάθησε να αστειευτεί για να σοβαρέψει ξανά απότομα «Μην παραιτείσαι. Η οικογένειά σου σε καρτερά και πιστεύει, ελπίζει πως ίσως και να είσαι ζωντανός. Τώρα πια που βλέπεις αλλιώς τον κόσμο, θα κατάλαβες φαντάζομαι πως έχεις ανθρώπους στο πλευρό σου»
«Με τον Όττο ποτέ δεν αισθανθήκαμε κοντά» της εξομολογήθηκε.
«Είναι λογικό. Μοιάζετε. Πνιγμένοι στα σκοτάδια σας, δεν θα μπορούσατε να έρθετε εύκολα κοντά. Θα βλέπατε ίσως τις αλήθειες σας και αυτό μπορεί και να στεκόταν μοιραίο. Ο Όττο χρειαζόταν ανθρώπους με φως, που θα τον τραβήξουν μακριά από τις σκιές. Όσος καιρός και αν περάσει, πιστεύω πως ποτέ δεν θα γεφυρώσετε εκείνο το αδιόρατο χάσμα. Ακόμη και χρόνια μετά, αν εξακολουθούν να ανταμώνουν τα βλέμματά σας, εκείνα τα ανομολόγητα σκοτάδια θα κρύβονται πάντοτε εκεί. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορείτε να συνυπάρξετε»
Ο Μπάλντερ κοίταξε την κοπέλα έκπληκτος.
«Είσαι ιδιαίτερη. Μου θυμίζεις την σοφία της γυναίκας μου, της Ντάρια. Λοιπόν, θα κινηθώ προσεκτικά. Παντού, ανάμεσα από τα χαλάσματα, ξεφυτρώνουν βλέμματα έτοιμα να σκοτώσουν κάθε θύλακα αντίστασης.Στο δρόμο, ευελπιστώ να βρω έστω τσιγάρα μιας που τα τρόφιμα έχουν σχεδόν εξαφανιστεί»
Στάθηκε στο κατώφλι. Η πόλη ολόκληρη φλεγόταν, μύριζε κάρβουνο πυρακτωμένο. Εφιάλτης. Οι γυναίκες κάποτε πλησίαζαν τους άνδρες τους που έσκαβαν χαρακώματα, ουρλιάζοντας από οργή. Ο πόλεμος ήταν χαμένος, μα μία ελπίδα έμενε, πως ίσως οι Αμερικάνοι έφταναν πρώτοι. Ναι, ήταν μία τελευταία ελπίδα και παρά το γεγονός πως ήδη τους είχαν θάψει κάτω από τα ερείπια, με την μυρωδιά της σαπίλας να κάνει κατάληψη στην ατμόσφαιρα όσο η Άνοιξη προχωρούσε, οι Βερολινέζοι θα έτρεχαν και πάλι να τους ζητωκραυγάσουν. Τόση ήταν η απελπισία.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top