Reichsscheiterhaufen / part 4
Η ίδια ερώτηση, ταλάνιζε και το μυαλό της Τσάρλη, όταν ένιωσε το κορμί της καταπλακωμένο από τις σκόνες και τα τσιμέντα. Με κόπο σύρθηκε έξω, κλαίγοντας γοερά και αναζητώντας παντού γύρω της, είτε επιζώντες, είτε τον Γκαμπριέλ. Μέσα στην απόγνωση και τον πόνο της τον φρικτό, με πρόσωπο ματωμένο, είδε δύο γυναίκες να έχουν καταφύγει σε μία γωνία. Η στολή της, τις μπέρδευε, μα σύντομα τους εξήγησε τι είχε συμβεί εκλιπαρώντας για βοήθεια. Τα βουρκωμένα της μάτια, συγκρούστηκαν με την εικόνα ενός χεριού, το οποίο ίσα που προεξείχε από τα ερείπια.
«Γκαμπριέλ!» ούρλιαξε τρομοκρατημένη. Το αριστερό της χέρι ήταν με βεβαιότητα σπασμένο, καθώς ο πόνος ήταν ανυπόφορος. Εκείνη ωστόσο, με όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει και με την βοήθεια των γυναικών, πάλεψε να σηκώσει τα πεσμένα τσιμέντα. Το θέαμα που της αποκαλύφθηκε, της ράγισε την καρδιά. Ο Γκαμπριέλ κείτονταν αναίσθητος, ασάλευτος και βουτηγμένος στο αίμα. Τα τρεμάμενα χέρια της άγγιξαν τα δικά του. Ήταν ακόμη ζωντανός «Κατήσου..»ψιθύρισε με δάκρυα στα μάτια και ευθύς βγήκε στους δρόμους σε έξαλλη κατάσταση αναζητώντας βοήθεια. Για καλή της τύχη, η στολή θα λειτουργούσε ευεργετικά, αφού ευθύς ειδοποιήθηκαν τα πρόχειρα νοσοκομεία εκστρατείας που είχαν στηθεί για τον Κόκκινο Στρατό. Ο Γκαμπριέλ μεταφέρθηκε στο πιο κοντινό, προκειμένου να του παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες. Η κατάστασή του ήταν κρίσιμη.
Ταυτόχρονα, ένα από τα πιο ισχυρά οχυρά που έπρεπε να καταληφθούν, ήταν ο τεράστιος αντιαεροπορικός πύργος στο νοτιοδυτικό άκρο του Ζωολογικού Κήπου. Εκεί ακριβώς, μεταφέρθηκαν Γερμανοί αιχμάλωτοι, προτείνοντας την παράδοση του κτιρίου δίχως εκτέλεση των Ες-Ες. Την Πρωτομαγιά πλέον, οκτώ μέρες πριν να πέσει η αυλαία της μεγαλύτερης παγκόσμιας τραγωδίας, ήρθε η απάντηση για συνθηκολόγηση. Ο Αλεξέι και ο Όττο ωστόσο, είχαν μεταφερθεί σε ένα άλλο φρούριο, εκείνο στο Σπαντάου. Χάος επικρατούσε με προπαγανδιστικά μηνύματα από την πλευρά των Ρώσων και πυρά από εκείνη των Γερμανών. Στο πρόσωπο του Όττο είχαν όλοι βρει το κλειδί. Η δυναμική του προσωπικότητα θεωρούνταν η καταλληλότερη, η ευστροφία του και οι δυνατότητες χειρισμού του καθενός, τον καθιστούσαν πολύτιμο. Κανείς δεν γνώριζε πως ανήκε προηγουμένως στα Ες-Ες εκτός της κοντινής παρέας. Για τους Συμμάχους βοηθούσε στην παράδοση και στην ανεύρεση εγκληματιών. Η αποστολή τους ήταν δύσκολη όμως αυτή τη φορά. Στο φρούριο, υπήρχαν άνδρες των Ες-Ες και πιθανότατα να αναγνώριζαν ευθύς τον Όττο και να τον πυροβολούσαν επιτόπου. Τελικά, επιλέχθηκε ο Αλεξέι με τον Κονσταντίν και βγαίνοντας από το δάσος κούνησαν μία λευκή σημαία.
Από το βάθος, ο Όττο παρέμεινε κρυμμένος στην περίπτωση που χρειάζονταν ενισχύσεις. Βλέποντας τους δύο Ρώσους να πλησιάζουν, οι Γερμανοί του φρουρίου, έριξαν μία σχοινένια σκάλα. Τα ξαδέρφια αλληλοκοιτάχτηκαν.
«Ξεκάθαρα είναι η Πύλη της Κολάσεως. Δεν ανεβαίνουμε» αποφάνθηκε ο Αλεξέι.
«Ούτε εγώ ενθουσιάζομαι με την ιδέα. Σαν να μην έφταναν τα άλλα, εκεί μέσα υπάρχουν και Ες-Ες, ενώ ο δικός μας Ες-Ες θα πάψει να μας καλύπτει δια της γης»
«Ναι, αλλά έχουμε αποστολή και όσο το σκεφτόμαστε, γίνεται χειρότερο. Έχω κρυφό όπλο, μην ανησυχείς»
«Ανησυχώ γιατί η ανεμόσκαλα κλυδωνίζεται επικίνδυνα» ψέλλισε ο Κονσταντίν καθώς αναρριχούνταν με προσοχή.
Κατέληξαν σε ένα σκοτεινό σχετικά δωμάτιο, διακρίνοντας μία ομάδα αξιωματικών της Βέρμαχτ και άλλη μία των Ες-Ες. Οι τρίχες στον σβέρκο και των δύο είχαν σηκωθεί, κοιτώντας τους Ες-Ες οι οποίοι τους ανταπέδιδαν το βλέμμα μίσους. Διοικητής του οχυρού ήταν ο συνταγματάρχης. Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν με τον Αλεξέι να μιλά από την ρωσική πλευρά, εντυπωσιάζοντας με την άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας. Ο διοικητής που ακόμη δεν γνώριζε για τον θάνατο του Χίτλερ, του εξήγησε πως η παράδοση, θα σήμαινε ταυτόχρονα και εκτέλεση, ενώ κοιτούσε διακριτικά τους Ες-Ες που βρίσκονταν στα όρια νευρικής κρίσης, έτοιμοι να εκτελέσουν τον οποιονδήποτε δίχως σκέψη.
«Ολόκληρο το Βερολίνο έχει καταληφθεί και ο στρατός μας έχει ενωθεί με εκείνον των Αμερικανών. Η οποιαδήποτε αντίσταση είναι μάταιη και απλώς θα σας κοστίσει ζωές. Θα ευθύνεστε για τον θάνατο όλων των πολιτών που βρίσκονται εδώ. Αν παραδοθείτε δεν θα γίνουν εκτελέσεις και θα σας δοθεί φαγητό» σκούντησε διακριτικά τον Κονσταντίν που είχε αντιληφθεί πως τόση ώρα έλεγε ψέματα.
Οι αξιωματικοί των Ες-Ες τον κοίταζαν με απόλυτο μίσος. Ο Αλεξέι παρατηρούσε τα ατσάλινα πρόσωπά τους, γεμάτα με φθόνο, ρατσισμό και μισανθρωπία. Ο φίλος του δεν είχε καμία σχέση με αυτούς, ή μάλλον είχε όταν εκνευριζόταν. Το σάλιο του ήταν έτοιμο να πεταχτεί στα πρόσωπά τους, κάνοντας όνειρα πως τους εκτελούσε με συνοπτικές διαδικασίες. Η σιωπηλή ένταση ήταν τόσο μεγάλη που απειλούσε να τινάξει τα πάντα στον αέρα.
«Έχετε περιθώριο ως τις τρείς» πέταξε ο Κονσταντίν για να γλιτώσουν τα χειρότερα.
Καθώς κατέβαιναν ξανά από τη σκάλα, παρακαλούσαν και οι δύο σιωπηλά να μην λάβουν την πρωτοβουλία τα κτήνη των Ες-Ες και κόψουν το σχοινί. Στην επιστροφή, ο Αλεξεί έβγαλε από την τσέπη του τη λίστα των εγκληματιών που του είχε δώσει ο Όττο. Υπήρχε ένα όνομα εκεί. Εκείνο του Χανς Φρίντριχ. Ποιος στο ανάθεμα ήταν άραγε αυτός πάλι; Και αν βρισκόταν σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης κρυμμένος; Έχοντας πατήσει έδαφος, τα δυο ξαδέρφια διέσχισαν τον ανοιχτό χώρο μέχρι το δάσος κυριολεκτικά τρέχοντας.
«Αργά και περήφανα αλλιώς θα γίνουμε ρεζίλι» πρόφερε ο Κονσταντίν και ο Αλεξ συμφώνησε απρόθυμα.
«Θα παραδοθούν;» τους ρώτησε ο Στρατηγός.
«Δεν το γνωρίζουμε. Τους δώσαμε την προθεσμία σύμφωνα με τις συμβουλές σας. Θα στείλουν εκπρόσωπο στα χαρακώματα της προφυλακής μας» πρόφερε ο Αλεξ.
«Σύντροφε αξιωματικέ!» ακούστηκε μία άλλη ρωσική φωνή «Έρχονται!»
«Τι τους τάξατε;» ρώτησε ο Στρατηγός παραξενευμένος.
«Κάτι δικά μας. Αγνοήστε τα» χαμογέλασε μειλίχια ο Αλεξέι.
Οι όροι της παράδοσης έγιναν δεκτοί, μα έπρεπε να καταγραφούν και να πέσουν υπογραφές.
«Κλασσικοί Γερμανοί» του ψιθύρισε ο Όττο βλέποντάς τον να αναστενάζει.
΄΄Θα τους υποσχεθούμε ό,τι θέλουν και μετά θα τα πούμε εμείς..΄΄ σκέφτηκε για τους Ες-Ες ο Αλεξ και ώρες αργότερα, η παράδοση είχε ολοκληρωθεί με τους χλομούς πολίτες να βγαίνουν από το κτίριο. Μία γυναίκα που φορούσε τουρμπάνι στο κεφάλι, όπως και πολλές εκείνη την εποχή που είχαν καιρό να πλύνουν τα μαλλιά τους, τους πλησίασε με ένα μωρό στην αγκαλιά. Τα πονεμένα και κουρασμένα μάτια της, κοίταξαν τον Όττο σαν να τον δίκαζαν. Άραγε τον είχε αναγνωρίσει;
«Ευχαριστούμε που τους πείσατε να παραδοθούν και γλιτώσαμε ένα ακόμη λουτρό αίματος» ο Αλεξ την κοίταξε και ένευσε απλώς θετικά.
Ο Όττο του είχε κάνει τη μετάφραση. Η γυναίκα απομακρύνθηκε κλαίγοντας σιωπηλά. Αν εκείνη είχε αποδράσει από το κτίριο, κορυφαία ονόματα των Ναζί σχεδίαζαν την απόδρασή τους από το Βερολίνο. Αυτοί που διέταζαν την άμεση εκτέλεση όσων παραιτούνταν, τώρα σαν τους αρουραίους έτρεχαν μακριά. Ο πόνος άπλωνε τις φτερούγες του στον κόσμο ξανά. Εκείνες τις σπασμένες της δυστυχίας. Κάτι τέτοιες στιγμές, τα ίδια ερωτήματα αναδύονταν από τις ελάχιστες συνειδήσεις που συνέχιζαν να αναπνέουν, αδιαφορώντας για τα δηλητηριώδη αέρια που τις πότιζαν. Γιατί; Γιατί συνέβη όλο αυτό; Γιατί οι άνθρωποι άφησαν τους λίγους να κοιτάξουν το συμφέρον; Πόσο βαριές ήταν οι συνέπειες; Πόσο ασήκωτος ο πόνος; Και μετά; Οι λογισμοί θα τους στοίχειωναν στην ησυχία. Οι κραυγές των θυμάτων θα επέστρεφαν, το ίδιο και οι εικόνες. Το μετατραυματικό σοκ θα έκανε την εμφάνισή του, όπως στην περίπτωση του Ντίμα που δεν είχε πάψει λεπτό να ονειρεύεται τον χαμό των δύο φίλων του με διαφορετικό τρόπο ή του εαυτού του. Αυτό το βράδυ, τον είχε πάρει ο ύπνος στο ισόγειο. Ο Χανς ερχόταν συχνά στο μαγαζί, πραγματοποιώντας ελάχιστο καθαρισμό, ενώ η Άννα και η Χέλγκα ήταν στα νοσοκομεία εκστρατείας βοηθώντας τους χιλιάδες τραυματίες. Μέσα στη θολούρα ενός φρικτού ύπνου σε μία γωνιά του πατώματος, έβλεπε πως βρισκόταν στο Βορονέζ με όλη την παρέα. Οι φίλοι του ωστόσο, ο Σεργκέι και ο Νικήτα δεν τον κοιτούσαν, δεν μπορούσαν να τον δουν. Απλώς προσπερνούσαν τη φιγούρα του σαν να ήταν παρείσακτος σε έναν κόσμο που δεν του ανήκε. Ήταν τότε που από μακριά, πρόσεξε το ξαφνικό ξέσπασμα μίας πυρκαγιάς. Η φωτιά τον κύκλωσε. Οι φίλοι του εξακολουθούσαν να αδιαφορούν όταν ανάμεσά τους εμφανίστηκε εκείνη. Η κοπέλα που είχε ερωτευτεί κάποτε. Τα μάτια της, όμορφα μα ψυχρά, τον προσπέρασαν. Τα χέρια της κράτησαν εκείνα των δύο άλλων αγοριών.
΄΄Δεν αξίζει΄΄ ψέλλισε κοντά στο αφτί τους και αποχώρησαν αφήνοντάς τον μόνο να τον καταπιούν οι φλόγες.
Το σιγανό του κλάμα, είχε ξυπνήσει τον Άλμπρεχτ που προσπαθούσε να τον σκουντήσει μιλώντας του στα γερμανικά. Καθώς οι σπασμοί συνεχίζονταν, ο μικρός φώναξε την Κρίστα. Προτού προλάβει να φτάσει μέχρι τον Ντίμα, εκείνος είχε σηκωθεί κάθιδρος και ημίγυμνος. Το βλέμμα του ήταν θολό και το στομάχι του ανακατευόταν. Προσπερνώντας την δίχως να μιλά, βγήκε έξω αδειάζοντας το περιεχόμενο του στομαχιού του στο δρόμο. Κατόπιν, χρησιμοποίησε το ελάχιστο νερό που του είχε απομείνει για να ξεπλυθεί. Ήθελε να κλάψει, μα δεν έπρεπε. Είχε απελπιστεί κυρίως γιατί δεν έβλεπε μέλλον. Μόλις εισήλθε ξανά στο κτίριο, κάθισε μόνος του κοντά στην πόρτα. Η Κρίστα βρέθηκε δίπλα του, εξίσου βυθισμένη στη σιωπή. Είχε περάσει πολλά και εκείνη. Είχε δει τη ζωή της να καταστρέφεται, τον άνδρα της να χάνεται, το μέλλον να καταρρέει. Είχε μεγαλώσει απότομα, είχε αποκτήσει κουράγια που δεν άρμοζαν μονάχα σε έναν άνθρωπο. Κάποτε, ήθελε και εκείνη να βρει ένα λιμάνι ασφαλές, ώστε να μοιράζεται εκτός από την καρδιά της και τις ανησυχίες, τους φόβους, τα βάσανα.
Κοίταξε τον νεαρό. Πόσα πολλά είχαν ακούσει για τους Σοβιετικούς; Πως είναι τέρατα, βιαστές, άγριοι. Ο Ντίμα ωστόσο, με μαλλί ανακατεμένο που έπεφτε στο πρόσωπό του άχαρα, στεκόταν εκεί πιο αδύναμος και από ερείπιο. Αύριο πάλι θα έβγαινε να πολεμήσει δίχως άλλο νόημα ή θέληση. Αναρωτήθηκε αν είχε ανάγκη κάποιον και εκείνος. Στην τελική, αν και δεν είχε υπάρξει η καλύτερη παρέα, βρισκόταν στο πλάι της άηχα προστατεύοντάς της. Μέσα στο μισοσκόταδο, το χέρι της κινήθηκε προς την μεριά του. Εκείνος δεν αντέδρασε. Δεν γύρισε καν να την κοιτάξει. Τα δάχτυλά της, άγγιξαν το μέτωπό του απομακρύνοντας τα μαλλιά του και επιστρέφοντας ντροπιασμένα πίσω στα πόδια της. Ο νεαρός συνέχισε να την αγνοεί, όταν ένα λεπτό αργότερα, η ματιά του στράφηκε προς το χέρι της. Ένιωσε να τρομοκρατείται. Ντρεπόταν τόσο πολύ και φοβόταν παράλληλα. Δεν ήταν όμορφος ή σημαντικός όπως ο Άλεξ. Εκείνος ήταν μία σκιά, έτσι πίστευε. Ίσως η γυναίκα να λυπόταν τα χάλια του, εξάλλου, τον είχε ανάγκη. Και εκείνος την είχε. Είχε ανάγκη να παρακάμψει τον πόλεμο και να αφεθεί για λίγο να ζήσει δευτερόλεπτα φυσιολογικότητας. Υπό άλλες συνθήκες θα συζητούσαν τώρα με τον Άλεξ τα καθέκαστα στη στέγη του σπιτιού του στο Βορονέζ, με θέα τα αστέρια ενός καθάριου ουρανού.
«Μπορείς να πηγαίνεις. Είμαι καλύτερα, μην σε κρατώ ξύπνια» της είπε τελικά.
«Αφού δεν είσαι καλά, το βλέπω»
«Θα γίνω» πρόφερε κοφτά.
«Γιατί δεν με κοιτάζεις στα μάτια, όταν μου μιλάς; Σου είμαι τόσο απεχθής;» ήθελε να τον σπρώξει να αντιδράσει.
«Όχι» ήρθε η μονολεκτική απάντηση.
«Τότε γιατί; Με κάνεις να αισθάνομαι άβολα και εμένα»
«Δεν είχα τέτοιο σκοπό. Λυπάμαι» συγκέντρωσε το κουράγιο του και την κοίταξε. Το βλέμμα τους ευθυγραμμίστηκε «Τώρα ξέρεις το γιατί. Στα μάτια μου θα διαβάσεις όλα όσα δεν θέλω να σου πω, θα δεις όσα δεν πρέπει» τον άκουσε να ψελλίζει για να την δει να χαμογελά.
«Και αν μου αρέσουν αυτά που διαβάζω;» εισέπραξε την ερώτηση, μα δεν πήρε καμία απάντηση. Κοίταξε στο σημείο που βρισκόταν το χέρι της και είδε το δικό του να κινείται ανεπαίσθητα και έπειτα να διστάζει. Χαμογέλασε και έκανε την κίνηση να τον πλησιάσει εκείνη. Τα δάχτυλά της άγγιξαν τα δικά του τρυφερά και ένιωσε την ανάσα του να κόβεται.
«Κρίστα...»πρόφερε βραχνά. Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως της άρεσε η προφορά του ονόματός της, πως είχε όμορφη φωνή.
«Με αντιπαθείς ακόμη επειδή είμαι Γερμανίδα;» τον ρώτησε μειδιώντας ανεπαίσθητα.
«Με φοβάσαι ακόμη επειδή είμαι Ρώσος;» την ρώτησε και την είδε να γνέφει αρνητικά. Κοίταξε τα χέρια τους. Ασυναίσθητα είχε τυλίξει τα δάχτυλά του στα δικά της.
Τότε, σήκωσε τα μπλεγμένα τους χέρια, φέρνοντας το δικό της στα χείλη του, αφήνοντας ένα φιλί και καρτερώντας αντίδραση. Η απάντηση, ήταν το χάδι της. Με καρδιά που βροντοχτυπούσε, έκανε μισό βήμα ακόμη. Το πρόσωπό του πλησίασε, κατευθυνόμενο στον ελαφρώς εκτεθειμένο της ώμο. Τα χείλη του την άγγιξαν και εκεί, στο τρυφερό της δέρμα και ήταν τότε που η αγκαλιά του άνοιξε επιτέλους για να την κλείσει μέσα της σφιχτά. Ήταν η σειρά της να ανταποδώσει. Τα δικά της χείλη φίλησαν κάθε πληγή και αμυχή του γυμνού του στέρνου. Τα μάτια του έκλεισαν έχοντας αφεθεί στη στιγμή και το πρόσωπό του αυλάκωσε ένα χαμόγελο. Τη σταμάτησε ωστόσο, καθώς ήξερε πως έπρεπε να προχωρήσουν ένα βήμα κάθε φορά. Αν συνέχιζε να χαράζει τέτοιους δρόμους επάνω του, θα ήταν δύσκολο να κάνει πίσω όντας και ελαφρώς άπειρος.
Διστακτικά πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του. Με τον αντίχειρα χάιδεψε το κάτω χείλος της απαλά.
«Θα με σταματούσες αν....;»
«Όχι» του απάντησε εκείνη ξέπνοα και εκείνος μηδένισε την απόσταση. Ήθελε τη γεύση της. Αχόρταγα τη διεκδικούσε γνωρίζοντας πως είχε παρασυρθεί. Όμως το χάος, τα χρόνια του πόνου, του φόβου και της ανάγκης μία τέτοιας στιγμής, κλιμάκωναν τα συναισθήματα. Λαχανιασμένος τραβήχτηκε πίσω. Το βλέμμα του είχε αλλάξει πάλι.
«Αν δεν σταματήσουμε, φοβάμαι πως καταλάθος μπορεί και να σε πιέσω. Αν με ρωτούσες τι θα ήθελα εδώ και τώρα, μιας και δεν βλέπω κανένα αύριο, θα σου απαντούσα πως μόνη μου επιθυμία είναι να εξερευνήσω κάθε σπιθαμή του κορμιού σου. Θέλω να σου κάνω έρωτα....θα είναι ίσως κάτι πρωτόγνωρο για εμένα. Ο πόλεμος δεν μου άφησε το περιθώριο να αποκτήσω πολλές εμπειρίες. Είχα μία μόνο, μα δεν επιθυμώ να μιλήσω γι' αυτήν καθόλου. Καλύτερα να πάμε για ύπνο» χάιδεψε τρυφερά το μάγουλό της.
«Ίσως και να έχεις δίκιο. Ένα βήμα κάθε φορά» του απάντησε και εκείνη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top