Reichsscheiterhaufen / part 2
Η ζωή στο Νοϊκέλν δεν θα ήταν ποτέ η ίδια. Αρκετοί από τους Ρώσους χρησιμοποιούσαν τα κρεβάτια των γερμανικών σπιτιών για τις κραιπάλες τους τις νυχτερινές, όπως πολύ ορθά είχε διαδοθεί και σε αυτή τη γειτονιά. Η Πάουλα, η κόρη της χήρας, βρισκόταν στρυμωγμένη στο υπόγειο της διπλανής πολυκατοικίας. Ξαφνικά όλη η δήθεν ναζιστική της περηφάνια, είχε καταρρεύσει σαν κακοσχηματισμένος πύργος από τραπουλόχαρτα. Μαζί με την φίλη της την Ίνγκε, την αδερφή του Βίγκμπερτ, πάλευαν να ακούσουν τον παραμικρό θόρυβο που θα πρόδιδε την ύπαρξη Ρώσων. Ξαφνικά, ο ήχος και οι κραδασμοί ενός άρματος, έκανε την καρδιά τους να φτερουγίσει από φόβο. Και οι δύο ήταν στην Χιτλερική Νεολαία, με την Πάουλα να ανήκει στους θερμούς υποστηρικτές των ναζί. Η Ίνγκε στην αρχή ήταν θερμότερη μαζί τους, με την ιδέα των όμορφων γυναικών που θα φρόντιζαν τα εξίσου όμορφα παιδιά, απογόνους των καθαρόαιμων Αρείων. Τα εγκλήματα ωστόσο του αδερφού της, από ένα σημείο και μετά ξεκίνησαν να την ανατριχιάζουν. Αν αντιστάθηκε; Όχι. Αν τρομοκρατήθηκε; Σίγουρα.
Τα ουρλιαχτά από τον ομαδικό βιασμό μίας κοπέλας, έκαναν όλους τους ενοίκους στο διαμέρισμα να τιναχτούν όρθιοι. Η ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος, είπε στην Ίνγκε, την Πάουλα και ακόμη μία, να κρυφτούν κάτω από το τραπέζι. Η επόμενή της κίνηση, ήταν να ρίξει από επάνω ένα μακρύ τραπεζομάντηλο. Δεν πέρασε πολύ ώρα, προτού να ακούσουν τους ήχους από ρωσικές μπότες. Ο Γκαμπριέλ, έχοντας βαρεθεί τη ζωή του και επιμένοντας να ξετρυπώνει Γερμανούς, ελεύθερους σκοπευτές από τα παράθυρα, κινούνταν νωχελικά για τα δεδομένα των ημερών, όταν είδε την πολυκατοικία να στέκει ακόμη όρθια. Το πρόβλημα των ενοίκων ήταν ένα μωρό. Θεωρούσαν πως το κλάμα του θα πρόδιδε την μητέρα που κρυβόταν μαζί με τις άλλες δύο γυναίκες κάτω από το τραπέζι. Η λύση ήρθε από την αρπαγή ταμπλετών βύνης από την Λουφτβάφε, τις οποίες είχαν βρει μέσα στα βαγόνια του λεηλατημένου τρένου στο Νοϊκέλν. Το σπρώξιμο της πόρτας, σηματοδότησε την έναρξη της ταραχής.
Ο Γκαμπριέλ τσάκωσε την ηλικιωμένη ιδιοκτήτρια, τη στιγμή που στρίμωχνε την ταμπλέτα στο στόμα του μωρού προκειμένου να μην κλαίει.
«Είσαι τρελή;» της ούρλιαξε εξαγριωμένα στα ρωσικά, αρπάζοντας το μωρό από τα χέρια της, αφαιρώντας του την ταμπλέτα και ξεπλένοντας με ένα υγρό πανί το μικρό του στόμα. Το δόλιο αγοράκι ξεκίνησε να δακρύζει και ο νεαρός το αγκάλιασε τρυφερά. Τα ψυχρά του μάτια, στο χρώμα του πάγου, σάρωσαν όλο το σαλόνι, εντοπίζοντας μία σημαία των ναζί. Η επόμενη κίνηση ήταν να την σκίσει σε χιλιάδες κομμάτια.
Η όψη του η επιβλητική, σχεδόν ανατρίχιασε τους ενοίκους. Σημαδεύοντάς τους, τους ζήτησε να καθίσουν ακίνητοι, ενώ εκείνος πλησίασε το τραπέζι, τραβώντας την κάλυψη. Οι τρεις γυναίκες είχαν σφιχταγκαλιαστεί τρέμοντας.
«Έξω τώρα!» τις διέταξε και οι τρεις με το κεφάλι κατεβασμένο, αργά σύρθηκαν έξω από την κρυψώνα τους.
«Du Es-Es;»(είσαι Ες-Ες) τις ρώτησε μία μία στενεύοντας τα μάτια. Τότε η Πάουλα, όντας δειλή, έδειξε απευθείας την Ίνγκε. Πίστευε πως έτσι, θα βίαζε εκείνη ο Ρώσος και η ίδια θα είχε το περιθώριο να δραπετεύσει. Ο Γκαμπριέλ κοίταξε την Ίνγκε προσεκτικά. Το πρόσωπό της, κάποιον του θύμιζε. Κάποιον άνδρα βγαλμένο από εφιάλτη. Στράφηκε ξανά στην Πάουλα και προσπάθησε να της ζητήσει σε ελάχιστα αγγλικά, να ομολογήσει την ταυτότητα της γυναίκας που υπέδειξε ως εγκληματία.
«Ίνγκε Μάινσερ» συνέχισε απτόητη και για πρώτη φορά ο Γκαμπριέλ χλόμιασε.
Το ένστικτό του είχε βγει ορθό. Αυτή ήταν αίμα του δολοφόνου. Ένιωσε να θολώνει, ωστόσο λυπήθηκε το μωρό. Είχε γείρει το κεφαλάκι του στην αγκαλιά του, κουρασμένο να αντιστέκεται στην μανία των ενήλικων. Η μητέρα, η οποία ήταν η τρίτη κοπέλα, τον πλησίασε ζητώντας το ευγενικά. Ο Γκαμπριέλ αμίλητος το επέστρεψε και κοιτώντας τις άλλες δύο, τους έκανε νόημα να τον ακολουθήσουν. Το όπλο του τις σημάδευε σε όλη τη διαδρομή μέχρι το μαγαζί του Χανς, όπου είχαν μόλις εισέλθει ο Όττο και ο Άλεξ, με τον πρώτο να γκρινιάζει ακατάπαυστα.
«Ο Αμερικάνος είναι θεοπάλαβος!» συνέχισε να διαμαρτύρεται.
«Δεν αντιλέγω, μα τουλάχιστον θα προσπαθήσει να διορθώσει τα κακώς κείμενα...»μουρμούρισε ο Άλεξ, όταν είδαν τον Γκαμπριέλ αναψοκοκκινισμένο.
«Ελάτε μαζί μου» πρόφερε κοφτά.
Οι δύο αλληλοκοιτάχτηκαν και τον ακολούθησαν, όταν στη θέα της Πάουλα ο Όττο ένιωσε το αίμα του να σκαρφαλώνει απότομα στο κεφάλι του.
«Αν κρίνω από την έκφρασή σου, έκανα πολύ καλά που τις κουβάλησα» γρύλισε ο Γκαμπριέλ.
«Τι σκατά κάνετε εσείς εδώ;» τους γρύλισε ο Όττο και η Πάουλα τον κοίταξε επικριτικά.
«Τελικά βρομοκοπούσες προδοσία από τότε...»
«Σκάσε γιατί θα σε χτυπήσω και δεν το θέλω» στράφηκε έπειτα στην Ίνγκε «Εσύ ζεις ακόμη;» την ρώτησε ψυχρά.
«Ξέρω πως δεν έχω δικαιολογία, μα, δεν υπήρξα ό,τι και ο Βίγκμπερτ»
«Γιατί αυτή ανέφερε το απαγορευμένο όνομα;» πετάχτηκε ο Αλεξέι και ο Όττο τον κοίταξε πλαγίως δίχως να απαντά.
«Όχι, Ίνγκε. Δεν έχεις δικαιολογία. Για την ακρίβεια αν ήμουν στη θέση σου, θα φρόντιζα να του τινάξω τα μυαλά στον αέρα. Εσύ ωστόσο, δεν το έκανες» μπροστά τους πάλι, εκείνος ο ψυχρός εαυτός ξυπνούσε. Εκείνος ο ψυχρός και αδίστακτος εαυτός «Ήξερες ποιος ήταν. Πηγαινοερχόταν στο σπίτι σου με χέρια βαμμένα στο αίμα εκατομμυρίων αθώων, παιδιών, ηλικιωμένων, κοριτσιών σαν εσένα. Τους σκότωνε ολόγυμνους μέσα σε θαλάμους αερίων, έβρισκαν ασφυκτικό θάνατο, οι μανάδες βαστούσαν τα παιδάκια τους σε μία ύστατη προσπάθεια παρηγοριάς. Μπορεί να μην σκότωσες, μα έχεις την ίδια ευθύνη, είσαι συνένοχη με την σιωπή και την αδιαφορία σου. Εσύ, περισσότερο από όλους εμάς, θα μπορούσες να μας είχες απαλλάξει από δαύτον που όπως έμαθα, έθαψε ζωντανό τον φίλο μου τον Βίνφριντ και βίασε την ανήλικη τότε αδερφή του. Ούτε αυτό το γνώριζες; Κάνε μας τη χάρη και απάλλαξέ μας τόσο από την παρουσία σου, όσο και από εκείνη της διπλανής σου» της έδωσε το όπλο, ενώ ταυτόχρονα ο Γκαμπριέλ τη σημάδευε.
Την είδαν να στρέφει το όπλο προς την μεριά μίας Πάουλα που τσίριζε εκλιπαρώντας. Η Ίνγκε είχε ιδρώσει. Το στομάχι της ανακατευόταν, το όπλο έτρεμε εξαιτίας της αστάθειας του χεριού της.
«Έτσι και αλλιώς δεν υπήρξες τίποτε άλλο από ένα φίδι» άκουσε την πρώην φίλη της να ψελλίζει και τεντώνοντας τα χέρια της μπροστά, πάτησε την σκανδάλη. Το αίμα τινάχτηκε επάνω της, καθώς το κρανίο της ξανθιάς γυναίκας διαλυόταν μπροστά της οδηγώντας την ένα βήμα πιο κοντά στον νευρικό κλονισμό. Τώρα είχε έρθει η δική της σειρά να βάλει τέλος στη ζωή της. Δεν ήταν εύκολο, φοβόταν «Σας παρακαλώ, μη...σας ικετεύω...» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει και μία σφαίρα την ξάπλωσε στο χώμα, ερχόμενη από πίσω τους.
Οι τρεις τους είδαν τον Χανς να σημαδεύει από μακριά, αποτελειώνοντας την τραγωδία.
«Χανς! Τι στο ανάθεμα σου έχω πει! Αρκετά λέρωσες τα χέρια σου με αίμα!» ο Όττο αδυνατούσε να δεχτεί αυτήν την πλευρά του φίλου του.
«Το χρωστούσα σε όλα τα θύματα που είδα να εκτελούνται και πάψε να μου συμπεριφέρεσαι σαν τον μεγάλο μου αδερφό! Ο Χανς που θυμάσαι πέθανε!» του φώναξε και ο Όττο στένεψε τα μάτια του.
«Και τι θέλεις να γίνεις; Καθίκι σαν εμένα; Που έχω σκοτώσει ανθρώπους; Δεν επιθυμείς να κρατήσεις την ψυχή σου καθαρή; Γιατί το κάνεις αυτό;»
Δεν υπάρχει πλέον καθαρή ψυχή. Δεν βλέπεις γύρω σου; Είσαι στραβός; Όλοι αυτοί κάποτε, θα με είχαν καταγγείλει γιατί επιθυμούσαν να κάνουν τα γλυκά ματάκια στους δολοφόνους που κυκλοφορούσαν! Έσπασαν το μαγαζί μας δίχως να φταίμε σε τίποτε, τραυμάτισαν τον πατέρα μου, δολοφόνησαν την κοπέλα μου, ο Άντον άφησε την τελευταία του πνοή πεταμένος σε ένα γκέτο! Δεν του άξιζε Όττο! Όχι! Σε κανέναν μας δεν άξιζε!» για πρώτη φορά τον έβλεπε να έχει βγει εκτός εαυτού.
«Χανς σε καταλαβαίνω...»
«Όχι! Δεν είσαι Εβραίος, επομένως δεν με καταλαβαίνεις! Είσαι Γερμανός!»
«Είμαι αδερφός σου!» του φώναξε ο Όττο «Αλλά μάλλον, εσύ ποτέ σου δεν με θεώρησες κάτι τέτοιο!»
«Αυτό σου έδειξα; Σου έκανα δώρο όταν ακόμη ήσουν ένας ψυχρός ναζί!» ούρλιαξε ο Χανς.
«Κόφτε το και οι δύο αλλιώς θα σας πυροβολήσω! Τρελαθήκατε; Σαν τις κυράτσες κάνετε που τσακώνονται για το ποια από τις δύο λέρωσε την μπουγάδα της άλλης!» μπήκε στη μέση ο Άλεξ για να τους δει να χωρίζονται προς αντίθετες κατευθύνσεις.
Ο Γκαμπριέλ παρακολουθούσε τόση ώρα τον καβγά, με το ίδιο ανέκφραστο βλέμμα, αφήνοντας ένα χασμουρητό να δραπετεύσει και απαξιώνοντας την θέα των πτωμάτων. Το μυαλό του έτρεχε σε δικά του προβλήματα, όπως ήταν η επιστροφή του στη Σιβηρία, η ελαφριά ζέστη του τέλους του Απρίλη και φυσικά τα συναισθήματά του για την Τσάρλη, η οποία είχε κλειστεί στον εαυτό της από την στιγμή που είχαν πατήσει το πόδι τους στο Βερολίνο. Φοβόταν πως το παρελθόν της θα ξυπνούσε. Ήταν απόγευμα, όταν οι δυο τους βάδιζαν κοντά στα πεζοδρόμια, παρακολουθώντας τα άδεια σπίτια, τους γεμάτους οδοφράγματα δρόμους, τους χιλιάδες Ρώσους στρατιώτες που αρκετές φορές της έκλειναν ξεδιάντροπα το μάτι.
«Μείνει κοντά μου» την συμβούλευσε ο Γκαμπριέλ κάνοντας νοήματα κυρίως μιας και το θέμα της γλώσσας δεν το είχαν λύσει ακόμη έχοντας αρκετό δρόμο μπροστά τους.
Η γειτονιά αν και γεμάτη ερείπια της ήταν γνώριμη. Εκεί έμενε κάποτε μαζί με τον άνδρα που πίστευε λανθασμένα πως είχε αγαπήσει. Πλέον, η πολυκατοικία έσταζε σκόνες και χαλάσματα, είχε μετατραπεί σε ένα κουφάρι ξεκοιλιασμένο. Στο εσωτερικό της τον είδε. Κρεμασμένο, με πρόσωπο πρησμένο και μελανιασμένο. Σάστισε. Τα μάτια της βούρκωσαν μα όχι από οίκτο ή στεναχώρια. Τον δρόμο της τον είχε αλλάξει χρόνια πριν εξάλλου. Απλώς το μέλλον την φόβιζε. Ένιωθε εκτεθειμένη στην αβεβαιότητα, στο σκοτάδι το απόλυτο. Ο Γκαμπριέλ την κοίταξε.
«Τον ήξερες;» την ρώτησε καθώς την είδε να στέκεται δακρυσμένη. Απάντηση καμία δεν δόθηκε «Μίλησέ μου, σε παρακαλώ» πρόφερε στα ρωσικά νιώθοντας την απελπισία να τον κατακλύζει. Άτιμη αυτή η έλλειψη επικοινωνίας. Εκείνη τον κοιτούσε βουρκωμένη, δίχως να μπορεί να τον καταλάβει. Ήταν τότε που άρπαξε το χέρι της και το τοποθέτησε στην καρδιά του. Τα κυανά, διαπεραστικά του μάτια καρφώθηκαν στα δικά της «Πάντα» της είπε στα αγγλικά και την είδε να δακρύζει.
«Και εγώ...» του απάντησε ξεψυχισμένα και τον ένιωσε να την αρπάζει και να την τραβά στο διπλανό κτήριο. Τρέχοντας ανέβηκε τις σκάλες, όπου εισβάλλοντας σε έναν διαμέρισμα, βρήκε πέντε γυναίκες.
«Ποια ξέρει ρωσικά;» τις κοίταξε όλες μαζί. Η πιο νεαρή, φοβούμενη για την ζωή της και κοιτώντας αγχωμένα την Τσάρλη, ένευσε θετικά «Ωραία, θέλω να της μεταφράσεις όσα θα της πω» πήρε μία βαθιά ανάσα «Συγχώρεσέ με αν ακόμη δεν έχω κατορθώσει να μάθω πολλές λέξεις στα γερμανικά. Γνωρίζω πως η γλώσσα του σώματος κάποτε αρκεί, μα θα ήθελα να σου εκφράσω όλα μου τα συναισθήματα. Να τα πω φωναχτά, όχι μόνο για να τα ακούσεις εσύ, μα και για να τα ακούσω και εγώ» έκανε μία παύση κοκκινίζοντας, ενώ η μεταφράστρια του χαμογελούσε ενθαρρυντικά «Από την πρώτη στιγμή που σε συνάντησα, που σε έκρυψα στην αγκαλιά μου, κατάλαβα πως χωρούσες μέσα της τέλεια, ταίριαζες απόλυτα. Δεν σε ρώτησα ποτέ μου για το παρελθόν σου, δεν ήθελα, μα φοβόμουν να κάνω το οποιοδήποτε σχέδιο για το μέλλον. Με μπέρδευες. Μπέρδευα το σωστό με το λάθος, μπέρδευα τα λόγια της καρδιάς μου και της λογικής. Ήσουν μία Γερμανίδα και εγώ ένα πολύ φτωχό, αμόρφωτο σχεδόν αγόρι από μία άγρια περιοχή. Κάθε φορά που σε συναντούσα ωστόσο, αισθανόμουν έλξη, μία έλξη που μεγάλωνε και που σταδιακά ωρίμασε σε..αγάπη...Σε αγαπώ και δεν θέλω άλλο να βλέπουν τα μάτια σου τη βία. Θέλω να χαμογελάς, μα αυτό φαντάζει αδύνατο τώρα..»
Την είδε να τρέμει. Δάκρυα σιωπηλά κυλούσα από τα μάτια της. Έξω, ομάδες εφόδου ρωσικής δύναμης των εφτά ή οκτώ ατόμων, όντας οπλισμένες με χειροβομβίδες, αυτόματα, ξίφη και ακονισμένα φτυάρια, εισέβαλαν από σπίτι σε σπίτι για να εξουδετερώσουν Γερμανούς στρατιώτες που είχαν στήσει ενέδρες με panzerfaust. Οι άμαχοι δεν διαδραμάτιζαν κανέναν ρόλο. Τις περισσότερες φορές, είτε σέρνονταν έξω από το σπίτι τους, είτε απλώς τους πετούσαν μία χειροβομβίδα και προχωρούσαν παρακάτω.
«Σε αγαπώ και εγώ» του απάντησε και ένωσε τα χείλη της με τα δικά του. Τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω από την λεπτή της μέση, όταν ένιωσαν το κτήριο ολόκληρο να τραντάζεται και μετά το απόλυτο κενό. Οι λέξεις τους διαλύθηκαν στο χάος, τα δάκρυα δεν πρόλαβαν καν να κυλήσουν, μήτε η συνείδηση να δραπετεύσει. Η έκρηξη διέλυσε σχεδόν το κτήριο και ο Γκαμπριέλ βρέθηκε να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στο σκοτάδι, στα βάθη των παρελθοντικών του εφιαλτών, στο νεκρό και παγωμένο σώμα του μικρού του αδερφού. Γεύτηκε το αίμα, μα δεν μπόρεσε να μιλήσει. Τα μάτια του έκλειναν και η άβυσσος τον υποδέχτηκε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top