Reichsscheiterhaufen / part 1 (νεκρική πυρά του Ράιχ)
΄΄Εκεί στη σκάλα την πλατιά, τη σκάλα των δακρύων, στο Βίνερ Γκράμπεν το βαθύ, το λατομείο των θρήνων, Εβραίοι και αντάρτες περπατούν, Εβραίοι και αντάρτες πέφτουν,βράχο στη ράχη κουβαλούν,βράχο σταυρό θανάτου. Εκεί ο Αντώνης τη φωνή, φωνή φωνή ακούει, ω καμαράντ ω καμαράντ, βοήθα να ανέβω τη σκάλα. Μα κει στη σκάλα τη πλατιά και των δακρύων τη σκάλα, τέτοια βοήθεια είναι βρισιά, τέτοια σπλαχνιά κατάρα. Ο Εβραίος πέφτει στο σκαλί, και κοκκινίζει η σκάλα και εσύ λεβέντη μου έλα εδώ, βράχο διπλό κουβάλα. Παίρνω διπλό, παίρνω τριπλό, μένα με λένε Αντώνη και αν είσαι άντρας έλα εδώ στο μαρμαρένιο αλώνι΄΄
Ποίημα, ο Αντώνης, Ιάκωβος Καμπανέλλης
Σε έναν κόσμο που κατέρρεε, σε μία Γερμανία που αγκομαχώντας πια δεχόταν τις συνέπειες των πράξεών της, τις συνέπειες του φρικτού οράματος ενός τρελού, ή και περισσότερων, δεν μπορούσες να εμπιστευθείς κανέναν. Ο Όττο ήταν ο άνθρωπος-κλειδί για να εντοπίσουν είτε αξιωματικούς της Βέρμαχτ, είτε υψηλόβαθμα στελέχη των ναζί. Μετά τον θάνατο του Βίγκμπερτ, η ψυχή του έμοιαζε ολοένα και πιο ανάλαφρη σε έναν κόσμο βαρύ, γεμάτο πόνο, ερείπια. Τίποτε δεν ήταν όπως πριν. Εκείνος ήξερε όμως, πως παρά τις τρικυμίες, σαν τον φοίνικα θα αναγεννιούνταν ξανά τα κτίρια και ίσως όσοι ακόμη είχαν απομείνει ζωντανοί.Η δουλειά του ρουφιάνου δεν ήταν πάντα εύκολη. Είχε υπάρξει φορά που μπροστά στους άνδρες της SMERSH, είχε αυτοκτονήσει ένας άνδρας σκοτώνοντας πρώτα τη γυναίκα του και έπειτα το τετράχρονο παιδί του. Τα μάτια του δεν άντεχαν άλλη βία. Είχε πάψει πια να έχει ελπίδες για μία φυσιολογική ζωή, για ειρηνικά πρωινά. Βαδίζοντας πλάι στους φίλους του, αντάμωσε με τη Χέλγκα ξανά. Τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω της και η αυλαία της τραγωδίας ξεκίνησε να πέφτει, μαζί με τις εικόνες από το παρελθόν.
Οι δύο αυτές τραγικές φιγούρες, είχαν βαδίσει χιλιάδες φορές στους δρόμους της πόλης. Θυμόταν ένα βράδυ, όταν είχε σκοντάψει καταλάθος επάνω της. Τότε η ψυχή του ακόμη έβραζε από οργή. Είχαν μείνει να κοιτάζονται οι δυο τους, για λίγα μονάχα δευτερόλεπτα και ο Όττο είχε νιώσει πως ο κόσμος γύρω του έσβηνε, περικλείοντας μονάχα τη δική της μορφή. Τα κυανά του μάτια την ατένιζαν με θαυμασμό, μα από το στόμα του είχε δραπετεύσει η ερώτηση ΄΄Τι φοράς Εβραία; Τσουβάλια; Αυτά σου αξίζουν!΄΄ Άκουγε σχεδόν τη φωνή του να προφέρει αυτές τις άθλιες λέξεις. Τα χέρια της χάιδεψαν το πρόσωπό του σαν να προσπαθούσε να τον επαναφέρει πίσω στην πραγματικότητα. Γύρω τους τα ερείπια κάπνιζαν, μα εκείνοι είχαν κλειστεί ξανά στην ασφάλεια του δικού τους κόσμου.
Δίχως να περιμένουν λεπτό, μαζί με τον Αλεξέι, την Άννα και τους υπόλοιπους, βάδισαν για το μαγαζί του Χανς. Όσο προχωρούσαν, κάποιο γνώριμο, μισογκρεμισμένο σπίτι ξεπεταγόταν, όπως και το δικό τους. Σαν στάθηκαν μπροστά από τις δύο μονοκατοικίες, τα μάτια τους βούρκωσαν απότομα. Τα σώματά τους ήρθαν κοντά σε μία προσπάθεια παρηγοριάς, προτού ξεσπάσουν σε λυγμούς. Η Χέλγκα για πρώτη φορά μετά από χρόνια, αντίκρυζε το τεράστιο κενό της ορφάνιας. Το σπίτι της ήταν παρελθόν και στα θεμέλιά του είχαν θαφτεί και οι αναμνήσεις, η γνώριμη φιγούρα του Άντον και της μητέρας της, τα παιδικά της χρόνια, η αυλή η ευωδιαστή τα καλοκαίρια. Ούτε ένα λουλούδι δεν μπορούσε να τους αφήσει. Από την άλλη, ο Όττο στεκόταν ανάμεσα σε δύο ζωές. Το ερημωμένο σπίτι ήταν μία εικόνα που του είχε γίνει συνήθεια από παλιά. Ταυτόχρονα όμως, συμβόλιζε και τον θάνατο του άλλου του μισού, του Λούκα του, που για τελευταία φορά είχε δει να τρέχει χαρούμενος στις αποβάθρες των τρένων, προκειμένου να τον αγκαλιάσει. Τα δάχτυλά του μπλέχτηκαν με εκείνα της Χέλγκα και μαζί με τον Χανς έφτασαν σχεδόν σέρνοντας το βήμα τους μπροστά στο μαγαζί. Η ανάσα του Χανς κόπηκε και ένας ίλιγγος απείλησε να τον σωριάσει στο πάτωμα. Το προσωπάκι του μικρού Όττο βρισκόταν ανυπόμονα κολλημένο στο τζάμι, μα στη θέα του μεγάλου Όττο, άνοιξε την πόρτα και ξεχύθηκε στους δρόμους πέφτοντας στην αγκαλιά του συνονόματού του, του οποίου τα μάτια αναζήτησαν τη φιγούρα της Άννας.
Σηκώνοντας τον μικρό αγκαλιά, την πλησίασε σιωπηλά στην αρχή.
«Αυτή είναι η μαμά που σε έφερε στον κόσμο» του εξήγησε και το αγόρι την κοίταξε αμήχανα, με την ίδια να προσπαθεί να συγκρατήσει τα δάκρυά της.
Αφήνοντάς τον κάτω, τον είδε να προχωρά προς το μέρος της κοιτώντας ντροπαλά το πάτωμα.
«Η μαμά-Κρίστα μου μιλούσε για εσένα. Μου έλεγε πως με αγαπούσες και πως για να σωθώ έπρεπε να με πάρουν μακριά σου. Χαίρομαι όμως που ήρθες» της χαμογέλασε και το χέρι της απλώθηκε τρέμοντας στο πρόσωπό του, με τον Όττο να κάνει μετάφραση. Πόσο θλιβερό να μιλούν γλώσσες διαφορετικές.
«Ξέρω τι σκέφτεσαι μα η γλώσσα του σώματος είναι ανώτερη όλων» της είπε ο Όττο και την είδε να γονατίζει μπροστά στο παιδί, αγκαλιάζοντάς το σφιχτά.
Τα ισχνά του χέρια μπλέχτηκαν στα μαλλιά της ανέμελα, ενώ ένα ουρλιαχτό τους ξεσήκωσε όλους, με την Κρίστα να εξέρχεται και να πέφτει επάνω στην Χέλγκα. Είχε όρια η ευτυχία; Η ευγνωμοσύνη; Το θαύμα; Οι δύο φίλες αντάμωναν ξανά, μέσα σε ένα κλίμα τρόμου, στον απόηχο ενός βάναυσου πολέμου, μίας αβυσσαλέας Κόλασης. Τα χέρια τους όργωναν τα κορμιά τους σε μία αγκαλιά αδερφική και τρυφερή, σε έναν λυγμό εξιλέωσης.
«Είσαι ζωντανή!» της ούρλιαξε, όταν πρόσεξε και τον Χανς.
«Εγώ δεν έχω αγκαλιά;» την πείραξε για να καταλήξει να χοροπηδάει σε κατάσταση υστερίας, στη μέση ενός δρόμου γεμάτου ερείπια και υπό τον ήχο των όπλων. Η υπόσχεση. Είχαν κρατήσει την υπόσχεση πως μία μέρα θα έσμιγαν, όσοι κατόρθωναν να φτάσουν ως το τέλος. Για να βρεθούν εκεί όμως, το είχαν καταφέρει αποκτώντας συνοδοιπόρους και φίλους πιστούς, οι οποίοι έστεκαν χαμογελώντας και κοιτώντας την παρέα, κάνοντας τις δικές τους σκέψεις. Πως και η δική τους είχε απώλειες, πως κάποιες αγκαλιές ήταν πλέον σκεπασμένες από το παρελθόν.
Η Κρίστα ωστόσο, βρέθηκε μπροστά στη στιγμή που φοβόταν. Η μητέρα του Όττο, η βιολογική, είχε επιστρέψει και θα της τον έπαιρνε μακριά. Παρά τους φόβους της ωστόσο,ο μικρός στάθηκε στο πλευρό της χαμογελώντας στην Άννα από μακριά. Βήχοντας μερικές φορές εξαιτίας της αμηχανίας, η Κρίστα την πλησίασε, μα η Άννα την αγκάλιασε.
«Σε ευχαριστώ για όλα. Ευχαριστώ που αγάπησες αυτό το παιδί σαν να ήταν δικό σου, ευχαριστώ που του πρόσφερες αγάπη, θαλπωρή και ένα σπίτι. Ο Θεός να σε έχει πάντα καλά» της είπε και η Χέλγκα που παλαιότερα είχε μάθει λίγα πολωνικά, προσπάθησε να της μεταφράσει.
«Είναι ο γιος σου και όσο και αν με πονά, πρέπει να σε ακολουθήσει» της είπε για να δει τον Άλμπρεχτ που στεκόταν πίσω της να βάζει τις φωνές.
«Όχι! Δεν θα μου πάρουν τον αδερφό μου, είναι άδικο!» τσίριξε και είδε την Άννα να γυρνά προς το μέρος του γιού της.
«Σε καμία περίπτωση δεν επιθυμώ τη δυστυχία σου. Αν θέλεις να μείνεις με την...οικογένειά σου, δεν θα σε εμποδίσω. Αρκετά πέρασες στη σύντομη ζωούλα σου» πρόφερε εκείνη βουρκωμένη και ο μικρός της σκούπισε τα δάκρυα.
«Θα ήταν εγωιστικό αν ήθελα δύο μαμάδες;» τη ρώτησε με τη βοήθεια πάντα των γύρω μεταφραστών «Δεν θα ήθελα να φύγεις. Η μαμά-Κρίστα μου έλεγε πως την οικογένεια κάποτε την διαλέγουμε. Έτσι λοιπόν, εγώ σε διαλέγω για να γίνεις μέλος της. Μείνε μαζί μας, ή εδώ κοντά για να σε βλέπω» της είπε και η Κρίστα της χαμογέλασε.
«Μπορώ;» ρώτησε η Άννα διακριτικά.
«Φυσικά και μπορείς» απάντησε η Κρίστα, όταν όλοι παρατήρησαν τον Ντίμα να πλησιάζει με έναν κουβά όσο γινόταν πιο καθαρό νερό.
«Τούφα πάντως δεν λείπει. Καλό το νέο» τον πείραξε ο Άλεξ για να τον δει να αναστενάζει.
«Έμπλεξα μαζί της και φταις εσύ...» μουρμούρισε με ένα αμυδρό μειδίαμα να σκαρφαλώνει στο πρόσωπό του «Έχεις χτυπήσει πολύ» συνέχισε ανήσυχα βλέποντας τον ξάδερφό του.
Σε λίγη ώρα, άπαντες θα ήταν σχεδόν μία αγκαλιά, μιμούμενοι τη φωτογραφία των παιδικών χρόνων. Τα βάσανα ωστόσο δεν είχαν τελειώσει και σκορπίστηκαν σύντομα ξανά. Δεν έπρεπε να δώσουν αφορμές. Ήδη επικρατούσε γύρω τους χάος. Λεηλασίες, τροχαία ατυχήματα λόγω μέθης και κύματα βιασμών, ήταν πλέον καθημερινό φαινόμενο. Ένα περιστατικό ωστόσο, σύντομα θα έκανε τον γύρο του κόσμου, όταν μία μονάδα του υποστράτηγου Βλαντιμίρ Ρουσακόβ, συναντήθηκε με τους Αμερικανούς στρατιώτες της 69ης Μεραρχίας. Ο Αλεξέι μίας και ήταν πασίγνωστος, ιδίως λόγω της σχέσης του πατέρα του με τον Στάλιν, επιλέχθηκε να πάει ώστε να κρατήσει τους πάντες ενήμερους. Μαζί του στάλθηκε και ο Όττο, ο κυνηγός ναζιστικών κεφαλών. Αμέσως στάλθηκαν σήματα για να ενημερωθούν οι δύο διοικήσεις, πρώτα στον Μπράντλει, μετά στον Αϊζενχάουερ και έπειτα στον Κόνιεφ και ακολούθως στον Στρατηγό Antonov στη Στάβκα. Οι αρχηγοί των κρατών ενημερώθηκαν αμέσως, ενώ ο Στάλιν και ο Τρούμαν που διαδέχθηκε τον Ρούσβελτ έπειτα από τον θάνατό του, αντάλλαξαν μεταξύ τους τηλεγραφήματα, συμφωνώντας να ανακοινώσουν το γεγονός. Η πρώτη αντίδραση του Αμερικάνου Αϊζενχάουερ, ήταν να στείλει στο σημείο δημοσιογράφους, κάτι που αργότερα θα μετάνιωνε.
Οι στολισμοί ξεκίνησαν. Από την πλευρά τους οι Ρώσοι διέταξαν να ετοιμαστεί ένα τυπικό ρωσικό γεύμα. Τα Πολιτικά Τμήματα προσέφεραν αρκετά μέτρα κόκκινου υφάσματος για τη διακόσμηση των τραπεζιών και του βήματος. Στους τοίχους κρεμάστηκαν τεράστια πορτραίτα του Στάλιν και συγκριτικά πολύ μικρότερα του Τρούμαν καθώς επίσης και μερικές παραλλαγές της αμερικανικής σημαίας. Εκτός από άφθονο αλκοόλ, στάλθηκαν εκεί στο Torgau οι πιο όμορφες γυναίκες-στρατιώτες της 5ης Φρουράς των Σοβιετικών. Σαν έφτασαν στο σημείο και οι δύο πλευρές, ο Τόμας σπρωχνόταν με την ελπίδα πως επιτέλους θα έβλεπε τον φίλο του από τα νεανικά χρόνια. Και τον είδε. Μονάχα που είχε χαθεί πια εκείνο το αλλοτινό φως, εκείνη η σπίθα πονηρίας λίγο πριν σκαρώσουν κάποια τρέλα. Πλέον έστεκε με χέρι δεμένο, πρόσωπο γεμάτο μώλωπες, όμως ήταν ζωντανός. Δίπλα του, βρισκόταν ένας ξανθός νεαρός και ο Τομ θα ορκιζόταν πως με βεβαιότητα, αυτό το διαβολικά όμορφο πρόσωπο ανήκε στον διάσημο Όττο Σβάιγκερ. Παρόλη την περίσταση και δίχως να διστάσει λεπτό, εμφανίστηκε και στάθηκε μπροστά του με τον Αλεξέι να ταράζεται. Κατά βάθος, ήλπιζε πως θα τον έβλεπε ξανά. Ήξερε πόσο αδυσώπητα τρελός μπορούσε να γίνει, καθώς αντί να καθίσει πίσω στην ειρήνη, ο Τόμας είχε επιλέξει τον πόλεμο με την ελπίδα της αντάμωσης.
Τα κυανά μάτια του Αλεξ σάρωσαν τον χώρο εντοπίζοντας το πορτραίτο του πατερούλη να τον κοιτάζει συνωμοτικά. Το στομάχι του ανακατεύτηκε. Έπειτα, επέστρεψε την κουρασμένη του ματιά πίσω στον φίλο του, νιώθοντας ντροπή και αμηχανία. Τίποτε δεν ήταν όπως παλιά και ο Τομ ξεκίνησε να το αντιλαμβάνεται. Μπροστά στη δική του διαχυτικότητα, ο Ρώσος έμεινε παγωμένος. Ο Τόμας στάθηκε μπροστά του. Έμειναν να κοιτάνε ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου, διαβάζοντας ιστορίες πόνου.
«Gingerhead..» ψέλλισε ο Τόμας αμήχανος «Θεέ μου Άλεξ, έμεινα στην Ευρώπη για να σε δω...»
« Δεν έπρεπε...» του απάντησε ο Ρώσος «Αλλάξαμε Τομ...δεν είμαστε οι ίδιοι. Τα παιδιά εκείνα πίσω στη Μόσχα, δεν υπάρχουν πια. Έχω σκοτώσει ανθρώπους που να πάρει! Έχασα το σπίτι μου, δύο αδερφικούς φίλους. Εγώ...οι χώρες μας δεν είναι σύμμαχοι και το ξέρεις»
«Εγώ ίδιος είμαι!» διαμαρτυρήθηκε ο Αμερικάνος κοιτώντας τον φίλο του να πισωπατά «Εσύ άλλαξες... Τους φοβάσαι! Φοβάσαι τη λογοκρισία, φοβάσαι μην σε κρίνουν γιατί κάνεις παρέα με έναν Δυτικό σαν εμένα! Δεν υπολόγισα ποτέ μου τις συμμαχίες, δεν με νοιάζουν»
«Σταμάτα! Μην φωνάζεις! Που να πάρει Τομας! Ήρθα ως εδώ ζητώντας χίλιες άδειες γιατί το ένστικτό μου, μου έλεγε πως θα σε έβλεπα! Τίποτε δεν έχω ξεχάσει...όμως...Θα έπρεπε να σε νοιάζουν οι συμμαχίες»
«Μην το συνεχίζεις... ...» ψέλλισε ο Τομ απογοητευμένος και για λίγο πήρε ξανά μία ανάσα «Νομίζω πως έκανα μία γκάφα και έχω μπλέξει έναν δικό σου γνώριμο Γερμανό. Το όνομα Κερτ, σου λέει κάτι;» ρώτησε και ο Άλεξ στράφηκε προς τον Όττο.
«Ο Κερτ είναι δικός μου γνωστός. Τι έπαθε;»
«Ήρεμα....Γερμανέ» του έκλεισε ο Τομας το μάτι «Είναι λίγο στη φυλακή» απάντησε επιφυλακτικά.
«Όταν λες, λίγο; Εννοείς με το ένα πόδι ή και τα δύο;» το συνέχισε ο Όττο γρυλίζοντας.
«Πήγα να κάνω το καλό και απλά τα έκανα κάπως μούσκεμα. Θα το φτιάξω όμως...» ψιθύρισε και μαζί με τον Αλεξ κοίταξαν το πορτραίτο του Στάλιν.
«Καλή μας όρεξη γιατί η χώνεψη είναι δύσκολη» μουρμούρισε ο Ρώσος, όταν είδαν τους Αμερικάνους δημοσιογράφους να εισβάλουν. Παρά την εμφανή ενόχληση των Κόκκινων, το αλκοόλ δεν τους βοηθούσε να διατηρήσουν οξυμένη την προσοχή τους.
Οι τρεις τους έπιναν το ένα ποτήρι με νερό πίσω από το άλλο. Ο Όττο είχε ορκιστεί να μην γευτεί ποτέ του το αλκοόλ ξανά, ενώ έμοιαζαν να αδιαφορούν πλήρως για τις όμορφες Ρωσίδες. Ο χρόνος έτρεχε και ο Αλεξ αφηγούνταν χαμηλόφωνα στον Τομ την γνωριμία του με τον Όττο.
«Πόσο θα ήθελα να βρεθούμε κάπου όλοι μαζί. Έχω πολλά χρόνια να δω τον Ντίμα και τον Κονσταντίν. Μου λείπουν όλοι. Ο θείος Ιωσήφ είναι καλά;» ρώτησε και είδε τον Άλεξ σκεφτικό «Τι; Δεν είναι;» τσίριξε με αποτέλεσμα όλοι να στραφούν προς το μέρος τους στενεύοντας τα μάτια.
«Κάθισε κάτω sweetie pie. Θα μπλέξουμε» του έκλεισε το μάτι ο Άλεξ και τα χέρια τους ενώθηκαν σε μία κρυφή χειραψία.
«Είμαστε κοντά, μα και τόσο μακριά» ψιθύρισε ο Τομ.
«Για εμένα και εσένα, τα πράγματα είναι περίεργα» ψέλλισε ο Αλεξ. Η μοίρα ίσως τους προόριζε να συναντηθούν ξανά σε έναν τόπο καταραμένο. Από εκεί ωστόσο, θα δημιουργούταν η ευκαιρία διαφυγής.
Εκείνο το βράδυ στο Βερολίνο, η Κρίστα ένιωθε διαφορετικά. Είχε ζωντανέψει ξανά, η ελπίδα είχε αναβιώσει μέσα της. Οι φίλοι της, έστω και με δύο απουσίες, ήταν καλά. Στεκόταν τώρα μπροστά από έναν ραγισμένο καθρέπτη, κοιτώντας το είδωλό της. Χρόνια είχε να ντυθεί αξιοπρεπώς και ειδικά το τελευταίο διάστημα, είχε χάσει και εκείνη την ελάχιστη πια περιουσία. Συνεπαρμένη, με το δεξί της χέρι έστρωνε τα μαλλιά της. Δεν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος, ήταν απλώς χαρούμενη. Ο Ντίμα είχε αποφασίσει να φύγει. Εξάλλου, εκείνη θα ήταν ασφαλής, οι δικοί της άνθρωποι ήταν παρόντες. Σαν ετοιμάστηκε να της το πει, την παρατήρησε να χαμογελά αχνά στο κατακερματισμένο της είδωλο. Τα μάτια του σάρωσαν την εικόνα της, μονάχα για να οργιστεί με τον εαυτό του. Τι στο ανάθεμα σκεφτόταν; Αποφασίζοντας να φύγει, μπλέχτηκε σε ένα διαλυμένο, ξύλινο κάθισμα. Ο θόρυβος διέκοψε την Κρίστα, η οποία τον είδε να απομακρύνεται σχεδόν τρέχοντας.
«Μια στιγμή!» του φώναξε ακολουθώντας τον. Εκείνος σταμάτησε απότομα γυρνώντας προς το μέρος της και εκείνη έπεσε επάνω του. Τα κυανά του μάτια έλαμψαν μέσα στο μισοσκόταδο. Ο πόλεμος, σε μεθούσε αλλιώτικα. Οι αναστολές κάποτε αποχωρούσαν, ή οχυρώνονταν μέσα σου για πάντα. Στα μάτια του διάβαζε τον θυμό και κάτι άλλο, τη θλίψη. Το χέρι της σύρθηκε προς το μέρος του μονάχα για να αποτραβηχτεί εκ νέου.
«Θα φύγω. Δεν είναι ανάγκη να βρίσκομαι εδώ. Δεν το επιθυμώ κιόλας» η φωνή του βγήκε βραχνή.
«Πολύ καλά. Καλύτερα κιόλας» ήρθε η απάντηση.
«Σαφώς. Έτσι ξεπληρώνεις εσύ τον σωτήρα σου, με την αυθάδεια!» ξεκίνησε να φουντώνει.
«Μου την προκαλείς. Στη ζωή μου είμαι υπερβολικά ήρεμος άνθρωπος, ωστόσο δεν μου αρέσουν τα σχόλια σου. Ας αρκεστείς στο ότι απλώς φεύγεις» του απάντησε.
«Δεν μπορώ να μην σχολιάζω. Κάθε φορά που σε βλέπω....Θυμώνω» δεν έβγαζε κανέναν νόημα όλο αυτό.
«Γιατί;» η ερώτηση τον τάραξε καθώς το ύφος της ήταν αθώο και ειλικρινές.
«Είσαι Γερμανίδα, αυτό δεν αρκεί; Και γλωσσού και πεισματάρα και...» οι παλμοί της καρδιάς του επιτάχυναν. Η ανάσα του βγήκε κοφτή «Φοβάμαι....»
Γιατί το είπε εκείνο το τελευταίο; Ήταν η σειρά της να υποχωρήσει.
«Εμένα;»
«Ναι. Φοβάμαι πως αυτή η φορά, θα είναι η καταστροφή μου και τότε...δεν θα υπάρξει γυρισμός» της είπε και απομακρύνθηκε και άλλο.
«Στάσου...»
«Άφησέ με...» τελείωσε και ανοίγοντας ξανά την πόρτα, εξήλθε με ταχύτητα.
Καλή χρονιά σας εύχομαι!!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top