Führerdammerung /part 3 (το λυκόφως του Χίτλερ)

Η κουλτούρα των υπόγειων καταφυγίων, ο παροξυσμός που είχε κυριεύσει τον νου των Γερμανών πολιτών, της έμοιαζε δυσβάσταχτος. Φαγητό θα έβρισκε, μα δεν άντεχε άλλο να κάθεται στριμωγμένη, εκείνη και τα τρία παιδιά μέσα στα λαγούμια. Για ακόμη μία φορά, ίσως και τελευταία, η Κρίστα θα όρθωνε το ανάστημά της και θα έβγαινε έξω με έναν και μοναδικό προορισμό. Μία φωνούλα μέσα της, της ψιθύριζε πως ποτέ της δεν έσκυψε το κεφάλι στους Ναζί, ποτέ δεν πρόδωσε τους φίλους και τις αξίες της. Επομένως, θα έπαυε να κρύβεται ενοχικά στα υπόγεια, παρά τους κινδύνους. Θα έβγαινε έξω, στο ασθενικό φως της ομιχλώδους από τις φωτιές και τα ερείπια που διαλύονταν, ατμόσφαιρας. Τα δύο αγόρια βαστούσαν τα χέρια της εξίσου αποφασιστικά. Η καρδιά της βροντοχτυπούσε, φοβούμενη για την ζωή της Άστριντ. Ήξερε πως οι Σοβιετικοί δεν θα έδειχναν έλεος ακόμη και στα παιδιά και πως μπορούσε αυτό το κορίτσι να πέσει θύμα άγριου βιασμού.

«Μαμά, θα τελειώσει όλο αυτό;» ρώτησε ο Άλμπρεχτ.

«Με συνέπειες πολλές, μα θα τελειώσει...»

«Θα έρθουν εδώ οι Ρώσοι;» ρώτησε ξανά ο Άλμπρεχτ, τη στιγμή που ο μικρός Όττο βάδιζε δίπλα του σιωπηλός. Κάπου, βαθιά θαμμένη στο υποσυνείδητο, ήταν μία παράξενη εικόνα, ενός προσώπου με κόκκινο μαλλί. Σαφώς και η ανάμνηση ήταν θολή, μα η εικόνα έστω και αμυδρά, βρισκόταν κάπου εκεί, στο πίσω μέρος του μυαλού του.

«Πού πηγαίνουμε;» την ρώτησε και εκείνη τον κοίταξε βουρκωμένη.

«Πριν από πολλά χρόνια, δεν είχατε ακόμη γεννηθεί και εγώ ήμουν έφηβη, γύρω στα δεκατέσσερα, είχα μία έντονη διαφωνία με τον πατέρα μου. Κλαμένη, έφυγα από το σπίτι, κατευθυνόμενη μάλλον ενστικτωδώς στο μέρος που πηγαίνουμε τώρα. Εκεί, βρήκα τον φίλο μου, τον Χανς να σκουπίζει το πεζοδρόμιο έξω ακριβώς από το μαγαζί του. Βλέποντάς με σε αυτήν την κατάσταση, με ρώτησε τι είχε συμβεί και έπειτα μου δήλωσε πως το μαγαζί και κατ' επέκταση σπίτι του, θα  ήταν πάντοτε ανοιχτό όποια φορά και αν το χρειαζόμουν. Πως θα ήταν το καταφύγιό μου απέναντι σε μικρούς και μεγάλους καβγάδες, απέναντι σε δυσκολίες. Εκεί πηγαίνουμε» του ομολόγησε και τα παιδιά την κοίταξαν αμίλητα.

«Άραγε θα υπάρχει ακόμη;» ρώτησε ο μικρός Όττο.

«Το εύχομαι και το ελπίζω» απάντησε η Κρίστα, η οποία κινήθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε ανάμεσα από τους σμπαραλιασμένους δρόμους και την αποφορά των πτωμάτων.

Το Νοικέλν την περίμενε, μοναχικό, κλαίγοντας γοερά για την αλλοτινή του χαμένη αίγλη. Εκείνη της γειτονιάς. Η Κρίστα παρά τον φόβο και την κούραση, έφτασε αρχικά στον δρόμο του Όττο και της Χέλγκα. Απέναντι, το σπίτι της χήρας εκείνης, της υπέρμαχης των ναζί, είχε διαλυθεί. Κοντοστάθηκε στη μονοκατοικία που έστεκε ακόμη κόντρα σε κάθε επίθεση, σε αντίθεση με το σπίτι της Χέλγκα που από τότε κιόλας είχε γκρεμιστεί. Τα πόδια της την ώθησαν να προχωρήσει γρήγορα. Σχεδόν όλος ο δρόμος της γειτονιάς, είχε μετατραπεί σε σορούς από τούβλα, μπετό και δοκάρια. Η ανάσα της κοβόταν από την αγωνία, σχεδόν μπορούσε να ακούσει μέσα στο κεφάλι της τους ήχους της καρδιάς της. Φτάνοντας μπροστά από το μαγαζί,  απελευθέρωσε έναν λυγμό. Στεκόταν όρθιο. Όσο και αν αυτό είχε φαντάσει ουτοπικό, το μαγαζάκι με τα παπούτσια, σκονισμένο και με την βιτρίνα ραγισμένη, εξακολουθούσε να στέκει και ας μην είχε πλέον εμπόρευμα μέσα.

Καταβάλλοντας προσπάθεια, έσπρωξε την μπροστινή πόρτα και εισήλθε στο εσωτερικό του, το οποίο ήταν πνιγμένο στο σκοτάδι και στη σιωπή. Μπορεί ο Όττο να είχε αναθέσει σε άλλους τη δούλεψή του, ωστόσο με τα τελευταία γεγονότα είχε εγκαταλειφθεί πλήρως. Οι τέσσερίς τους ξεκίνησαν την εξερεύνηση με την Κρίστα να βαστά την ανάσα της. Οι αναμνήσεις απειλούσαν να ξεχυθούν και μαζί τους, στο ορμητικό ρεύμα, θα παράσερναν και τα τελευταία αποθέματα των δυνάμεών της. Τα φαγωμένα, ξύλινα σκαμπό, το μικρό τραπέζι, η σκάλα που οδηγούσε στα δωμάτια στον πρώτο όροφο.

΄΄Χανς΄΄ ψιθύρισε και για πρώτη φορά, στο μυαλό της ζωντάνεψε η φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Μπορεί να μην είχε βρεθεί ποτέ εκεί, όμως το μυαλό της έπλαθε νοητά εικόνες θανάτου, εικόνες φρίκης. Χλωμά πρόσωπα που άψυχα θα βάδιζαν σε περιφραγμένα οικόπεδα. Πώς μπόρεσε ο λαός της να πέσει τόσο χαμηλά;

Ανεβαίνοντας στα δωμάτια, βρήκε το λουτρό με το παράθυρο σπασμένο από εκείνη την επίθεση ενάντια στους Εβραίους, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Τα πόδια της, ίσα που μετακινούνταν, όταν βαδίζοντας, ένιωσε το ξύλινο πάτωμα να τρίζει. Ευθύς έσκυψε και παραμέρισε ένα κομμάτι του ανακαλύπτοντας μία κρυψώνα αναμνήσεων. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες με πρόσωπα γελαστά έκαναν την εμφάνισή τους και τα παιδιά που είχαν μαζευτεί γύρω της, ρωτούσαν με περιέργεια. Σε μία φωτογραφία, στεκόταν εκείνη, ο Χανς και η Χέλγκα έξω από το μαγαζί, ενώ σε μία άλλη, είχαν κόψει λουλούδια από τις αυλές, τοποθετώντας τα πίσω από τα αφτιά τους. Ο Λούκα ήταν ο ενορχηστρωτής του θέματος της φωτογραφίας που δέσποζε μπροστά από τον Χανς, χαμογελώντας πονηρά. Τελευταία, βρήκε μία ακόμη παλαιότερη και τσαλακωμένη. Μία φωτογραφία που είχε ένα και μοναδικό αντίγραφο και που αυτό βρισκόταν στα χέρια του Όττο. Ο ίδιος και ο Χανς, τεσσάρων χρονών, στέκονταν αγκαλιασμένοι μπροστά από το μαγαζί, κάνοντας την ίδια παιδική γκριμάτσα. Δίχως να βρίσκει τις σωστές λέξεις, απλώς μετακινήθηκε προς το δωμάτιο του φίλου της και ξάπλωσε στο παλιό κρεβάτι. Δεν ήθελε να σκέφτεται τίποτε απολύτως. Ήθελε όλα να χαθούν στον ερεβώδη λαβύρινθο του υποσυνείδητου. Θα ήταν καλύτερα έτσι. Έξω σκοτείνιαζε λίγο λίγο, πυροβολισμοί, φωνές και ουρλιαχτά ακούγονταν. Αυτούς τους ήχους μονάχα άκουγε, εδώ και μήνες. Ο μικρός Όττο ωστόσο, αδυνατούσε να κοιμηθεί. Το νεαρό αγόρι των φωτογραφιών του θύμιζε τον μεγάλο Όττο, τον οποίο αποκαλούσε πατέρα.

Μόλις κοιμήθηκαν οι υπόλοιποι, εκείνος έτρεξε στο σημείο ψάχνοντας τις φωτογραφίες. Ο Λούκα ήταν ίδιος με τον αδερφό του. Αυτό του αρκούσε. Ήθελε να βγει έξω και να τον βρει. Δεν φοβόταν τίποτε. Εξάλλου, όπως αφελώς πίστευε, ήταν απλώς ένα μικρό παιδί και κανένας στρατιώτης δεν θα του έκανε κακό. Με ανάλαφρα βήματα, εγκατέλειψε το προσωρινό τους καταφύγιο, εκμεταλλευόμενος την κόπωση, ψυχική και σωματική που είχε καταβάλλει την Κρίστα. Πίστευε πως αν κατόρθωνε να τον εντοπίσει, θα τους προστάτευε. Ο πατέρας του, ήταν δυνατός πολύ και η μαμά του τον είχε άμεση ανάγκη. Σαν βεβαιώθηκε πως ο Άλμπρεχτ και η Άστριντ κοιμούνταν επίσης, άνοιξε την πόρτα και αφέθηκε να τον καταπιεί η Κόλαση του Βερολίνου. Ταυτόχρονα, στις τρεις το πρωί, όλα τα τζάμια που είχαν μείνει ανέπαφα, ξεκίνησαν να τρίζουν έντονα από τα ανατολικά. Ο ορίζοντας γέμισε από μία συνεχή δόνηση που πάγωσε τις καρδιές.

Από τα ανατολικά, ο Άλεξ κοιτούσε τελευταία τον Ζούκοφ επιθετικά. Σαν να μην του έφταναν οι φυλές των Τατάρων, των Κιργίσιων, των Τσετσένων και των Καλμούχων, είχε και τις προκηρύξεις του Ζούκοφ, ο οποίος μανιωδώς ωθούσε τους Κόκκινους στην αποχαλίνωση του ανθρώπινου ενστίκτου. Μιλούσε διαρκώς για εκδίκηση τόσο μανιασμένη, σε σημείο που ακόμη και οι μακρινοί απόγονοι των Γερμανών, θα την θυμούνταν και θα έτρεμαν. Ο ίδιος δεν είχε καμία όρεξη να μπλεχτεί σε αιματοχυσίες. Στα χέρια του βαστούσε τις φωτογραφίες που του είχε δώσει ο Όττο σε περίπτωση που χωρίζονταν. Είχε διαταγή αλλά και πρόθεση να εντοπίσει την Κρίστα και να την προστατέψει. Μέσα στη νύχτα, φωτεινές εκρήξεις πορφύρωναν και συγκλόνιζαν τον ορίζοντα. Ο Κόνιεφ, στον στρατό του οποίου ανήκε και ο Όττο με τον Χανς και τους υπόλοιπους φίλους, πλησίαζε στο Μπέελιτς, ενώ το πεζικό, στο οποίο συγκαταλέγονταν τα δύο ξαδέρφια πλησίαζε στην Αλεξάντερπλατς.

Ταυτόχρονα, ο Γκέρινγκ ξεπερνούσε κάθε όριο, στέλνοντας ένα τηλεγράφημα και λέγοντας ΄΄ Δέχεστε να αναλάβω την όλη διοίκηση του Ράιχ με πλήρη δικαιώματα και στο εξωτερικό και στο εσωτερικό; Αν δεν λάβω απάντηση πριν από τις δέκα το βράδυ απόψε, θα θεωρήσω πως δεν έχετε πια την ελευθερία δράσης και θα κάνω το καλύτερο που επιβάλλουν τα συμφέροντα του λαού μας και της χώρας μας΄΄ Κάτι τέτοιο έμοιασε αρκετό για να επαναφέρει τον Χίτλερ από τη νάρκη και να διατάξει τη σύλληψή του, χαρίζοντάς του την ζωή παρά το γεγονός πως κατηγορήθηκε για έσχατη προδοσία.

Οι επιθέσεις ξεκίνησαν και ήταν ασταμάτητες. Μέσα από τα ίδια τα διαμερίσματα, με οδομαχίες, ο Αλεξέι σχεδόν στα τυφλά, ήταν αποφασισμένος να τελειώσει πια αυτήν την τρέλα. Όταν πλέον έφτασαν με τον Ντίμα έξω από το κτήριο της Γκεστάπο, το μόνο που βρήκαν εντός, ήταν στοιβαγμένα πτώματα πολιτικών κρατούμενων. Αηδιασμένοι βγήκαν ξανά έξω, με τον Αλεξ να στρέφει τη ματιά του στην Καγκελαρία που απείχε το πολύ τριακόσα μέτρα. Στα γρήγορα, έβγαλε έναν χάρτη και μέσα σε ελάχιστα λεπτά, κατατοπίστηκε πλήρως, αναζητώντας τη γειτονιά του Νοικέλν.

«Πού έχεις σκοπό να πας;» τον ρώτησε ο Ντίμα πυροβολώντας ταυτόχρονα «Αυτή η πόλη έχει μία τρομακτική ατμόσφαιρα. Σχεδόν θέλω να κάνω εμετό»

«Θα πάω στο Νοικέλν» του ανακοίνωσε ο Αλεξ και τινάζοντας το κορμί του μπροστά, αποφεύγοντας μία σφαίρα, ξεκίνησε να αποχωρεί μέσα στο απόλυτο χάος. Ελάχιστα χιλιόμετρα είχε πραγματοποιήσει όταν μία τεράστια έκρηξη, σχεδόν χτύπησε το στήθος του σαν γροθιά. Μία αποθήκη με αντιαρματικές γροθιές είχε ανατιναχτεί προκαλώντας φρικτή αιματοχυσία. Τα υπόγεια του μετρό ξεκίνησαν να πλημμυρίζουν και οι άμαχοι που είχαν στοιβαχτεί εκεί, μέσα στα σκοτάδια, προσπαθούσαν να βρουν τρόπο να ξεφύγουν από βέβαιο πνιγμό. Στην ιδέα αυτή, ο Αλεξέι στράφηκε ευθύς προς τις στάσεις του μετρό. Οι Βερολινέζοι στη θέα του, ετοιμάστηκαν να ουρλιάξουν.

«Σταματήστε!» τους φώναξε «Να βοηθήσω θέλω, τα παιδιά!» συνέχισε όταν ανάμεσά τους είδε ένα ασθενικό, ξανθό αγόρι. Ο μικρός Όττο είχε βρει για λίγο καταφύγιο εκεί, χαμένος και απελπισμένος. Ο Αλεξ ευθύς τον άρπαξε, με το σώμα του βουτηγμένο στο νερό και τον έβγαλε έξω. Το παιδί ταραγμένο ξεκίνησε να βήχει με μανία, όταν ένιωσε τα χέρια του Ρώσου στρατιώτη να χαϊδεύουν το πρόσωπό του «Μείνε. Έρχομαι» του είπε στα ρωσικά κάνοντάς του νόημα να σταθεί ακίνητος. Ο κόσμος που τον έβλεπε, πάλευε να τον διευκολύνει να ανεβοκατέβει, προκειμένου να σώσει παιδιά.

Μία μητέρα τρελαμένη, αναζητούσε το κοριτσάκι της, του οποίου το πόδι είχε πιαστεί στα ερείπια. Ο Αλεξ όντας πολύ καλός κολυμβητής εξαιτίας της συνεχούς και χρόνιας επαφής του με τα νερά του Ντον, βυθίστηκεκαι παλεύοντας, κατόρθωσε να το απελευθερώσει. Μαζί βγήκαν έξω, ωστόσο η μικρή είχε χάσει τις αισθήσεις της. Εκείνος, εναποθέτοντάς την στο έδαφος, αφουγκράστηκε την καρδιά της και κατόπιν με μαλάξεις, πάλεψε να την επαναφέρει.

«Έλα, μην εγκαταλείπεις....» μουρμούρισε, όταν επιτέλους η μικρή έφτυσε το νερό και ξεκίνησε να κλαίει. Η μητέρα την άρπαξε και κατόπιν κοίταξε βουρκωμένη τον νεαρό.

«Σε ευχαριστώ» ψέλλισε στα αγγλικά «Δεν θα το ξεχάσω...δεν....»

«Θείε!» ακούστηκε η φωνή του μικρού Όττο και άπαντες στράφηκαν προς το μέρος του. Οι άμαχοι είχαν συγκεντρωθεί θαυμάζοντάς τον, μα ταυτόχρονα παρακολουθώντας το τολμηρό αγοράκι να πλησιάζει και να του δείχνει μία φωτογραφία.

«Ο Χανς, η Χέλγκα, ο Λούκας....Η Κρίστα. Πού τη βρήκες;» τον ρώτησε μα ο μικρός δεν καταλάβαινε. Ο Αλεξ τον κοίταξε πιο προσεκτικά. Ήταν τότε που η ανάμνηση τον χτύπησε. Το γλυκό, κατάξανθο μωρό που βαστούσε κάποτε στην αγκαλιά του στην Επιτροπή «Όττο;» τον φώναξε και είδε το πρόσωπο του μικρού να φωτίζεται.

«Ja!» του ούρλιαξε και έτρεξε κατευθείαν στην αγκαλιά του.

Ο Άλεξ τον σήκωσε ψηλά, αφήνοντας μερικά συνεχόμενα φιλιά στο μάγουλό του. Κατόπιν, κοίταξε το συγκεντρωμένο πλήθος.

«Χρειάζομαι μεταφραστή αγγλικών σε γερμανικά» τους είπε και εμφανίστηκαν δύο «Αρχικά, χρειάζομαι μία πληροφορία. Αναζητώ το σπίτι των Σβάιγκερ στο Νοικέλν. Όποιος τους γνωρίζει, μπορεί να με βοηθήσει;» οι δύο μεταφραστές αλληλοκοιτάχτηκαν. Υπάκουα, μετέφρασαν την εντολή, όταν είδαν έναν κύριο με λερωμένα γυαλιά μυωπίας, να τον πλησιάζει.

«Ξέρετε, δεν έφταναν συχνά ειδήσεις από το μέτωπο, μα αυτή ξεγλίστρησε. Ο Όττο Σβάιγκερ, πρώην καμάρι των Ες-Ες, έσωσε στο Στάλινγκραντ έναν Ρώσο...»

«Εγώ είμαι» του απάντησε ο Άλεξ και είδε το πλήθος να βγάζει επιφωνήματα έκπληξης και συγκίνησης «Δεν έχουμε χρόνο ωστόσο...Πρέπει να φύγω και να πάρω μαζί μου τον μικρό μου φίλο. Νομίζω πως κάποια θα τον αναζητά» τους είπε και ευθύς του υπέδειξαν στον χάρτη το σημείο. Η ατμόσφαιρα που επικρατούσε ήταν αποπνικτική και επικίνδυνη. Φεύγοντας, ο Αλεξ είδε πολλούς από το πλήθος, να σκύβουν για να πιούν νερό από τους βρωμόλακκους  που είχαν σχηματιστεί. Το κυνήγι τροφής συνεχιζόταν. Άνθρωποι έψαχναν μέσα στα ερείπια ενός μαγαζιού τροφίμων, ή άρπαζαν ματωμένα κομμάτια κρέατος από το κουφάρι κάποιου αλόγου που είχε σωριαστεί στο δρόμο. Πάνω από το Βερολίνο έπεφτε μία βροχή από στάχτες. Η σκόνη από τους σοβάδες και τα τσιμέντα που είχε σηκωθεί με ένα εκατομμύριο βλήματα, ξανάπεσε στην πόλη, ανακατωμένη με την καπνιά και τις σπίθες μίας θάλασσας από πυρκαγιές. Ο ήλιος ήταν αθέατος. Το φως, ήταν σαν εκείνο ενός δειλινού με θύελλα, με μεγάλες πύρινες σφαίρες. Αψίδες από φλόγες, κάλυπταν τα ίχνη των δρόμων, οι οβίδες έπεφταν από παντού. Μέσα στο χάος, ο Αλεξέι βαστούσε το αγόρι ακούραστα στην αγκαλιά του. Είχε ραντεβού με το σημείο μηδέν. Η παρέα του Βερολίνου αργά, θα ελκόταν από τον πυρήνα αυτού του μαγνήτη, της αρχής της ιστορίας.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top