Bleib übrig(μείνε ζωντανός)/ part 3
Η μοίρα είχε φέρει για ακόμη μία φορά τους παλαιούς φίλους του Νοικέλν κοντά. Μονάχα που τα χρόνια είχαν περάσει, οι συνθήκες είχαν αλλοιώσει τον αλλοτινό τους χαρακτήρα και ο πόλεμος είχε διαβρώσει αναμνήσεις και θύμησες που έρχονταν από το παρελθόν. Ο Χανς, η Χέλγκα, ο Όττο, ο Κερτ καθώς και οι δύο Ρώσοι μαζί με τον μικρό Πολωνό, σχεδόν όλοι βρίσκονταν στον ίδιο τόπο, στην δική τους ώρα μηδέν, λίγο πριν ο πόλεμος φυσήξει μανιασμένα, παρασύροντάς τους μακριά, σκορπίζοντάς τους στα πέρατα της αιματοβαμμένης Ευρώπης. Ο Χανς είχε βρει έναν νέο σκοπό στη ζωή του. Πλάι στον Πάβελ, την Άζια και τον Ράμον, πλάι στον γενναίο Στρατό της Πατρίδας, πολεμούσε για το άδικο. Θα ήταν ψέμα ωστόσο να παραδεχτεί, πως η αναλγησία τον είχε καταπιεί ολότελα. Όχι. Τις ρίζες της καρδιάς του δεν τις είχε αγγίξει ακόμη. Μακριά από τις φρικιαστικές αναμνήσεις του στρατοπέδου, το φως σαν να έκανε ξανά την εμφάνισή του, μέσω των λαγουμιών που οδηγούσαν στην παλαιά του γειτονιά.
Έχοντας έρθει επιτέλους σε επαφή με τον Κερτ, πάλεψε να κάνει μία αναδρομή σε ορισμένες φευγαλέες στιγμές. Οι γονείς του Κερτ ήταν σχετικά μεγάλοι σε ηλικία και από όσο μπορούσε να θυμηθεί, του είχαν αδυναμία. Ήταν ένα χαρούμενο αγόρι, το οποίο πάντοτε είχε την περιέργεια να γνωρίσει τον κόσμο γύρω του, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που τον είχε δει κολλημένο στην βιτρίνα, να κοιτάζει τα παιδικά παπούτσια, όλα σχέδιο ειδικό του πατέρα του Χανς. Αναστέναξε. Δεν είχε ιδέα πόσο βάρος κουβαλούσαν οι ηλιόλουστες αναμνήσεις στους συννεφιασμένους καιρούς. Τρέμοντας, έβγαλε την αιώνια φωτογραφία, που σαν υπόσχεση κρεμόταν πάνω από το κεφάλι όσων εξακολουθούσαν να είναι ακόμη ζωντανοί και να απεικονίζονται σε αυτή. Κοίταξε τα ανέμελα, παιδικά τους πρόσωπα. Μία δεύτερη φωτογραφία, που μονάχα εκείνος και ο Όττο διέθεταν, είδε το φως του μουντού ουρανού. Σε εκείνη, ο ίδιος και ο Όττο βρίσκονταν βουτηγμένοι στην ανεμελιά μίας γκριμάτσας. Δεν είχε ιδέα για πότε τα χείλη του βράχηκαν από τα αλμυρά ρυάκια της νοσταλγίας.
Οι υπόνομοι είχαν μετατραπεί σε μέσο μετακίνησης. Απεχθές, ωστόσο ήταν απαραίτητο.Στο σήμερα, θα μετακινούνταν στην δυτική όχθη του Βιστούλα. Κοιτώντας γύρω του, παρατήρησε πως πολλοί φορούσαν τα γκριζοπράσινα παντελόνια της Βέρμαχτ, τα οποία ο Στρατός της Πατρίδας είχε αρπάξει. Στις συζητήσεις εξακολουθούσαν να αναπτερώνονται οι ελπίδες για βοήθεια από τους Σοβιετικούς. Ήταν βράδυ και άπαντες βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στον κήπο ενός παλιού εστιατορίου. Το γρασίδι του ήταν γεμάτο καρέκλες και τραπέζια ενώ άπαντες φορούσαν γερμανικά πουκάμισα παραλλαγής. Ο Κερτ τριγυρνούσε έχοντας έρθει σε αντιπαράθεση με δύο άνδρες και έχοντας σκοτώσει έναν, αρπάζοντάς του το χαρακτηριστικό περιβραχιόνιο του Πολωνικού Στρατού. Για κάποιον λόγο, το μόνο πράγμα που επιθυμούσε, ήταν να δει την Άζια. Με αρκετούς από τους Πολωνούς να έχουν κλέψει δικές τους ενδυμασίες, είχε πάρει τους δρόμους, μήπως και κατόρθωνε να την εντοπίσει. Το κράνος αφέθηκε στο στρατιωτικό του σακίδιο, όταν κατόρθωσε να διακρίνει το πλήθος των Πολωνών και συγκεκριμένα τον Χανς.
Δειλά πλησίασε διατηρώντας μία απόσταση. Δεν θα πήγαινε κοντά τους, ήταν ρίσκο μεγάλο. Προσπάθησε να τραβήξει την προσοχή του Χανς που κοιτούσε αφηρημένος ολόγυρα. Στη θέα του κρυμμένου νεαρού στην σκοτεινιά των ερειπίων, βλαστήμησε πολλές φορές. Τελικά θα έπρεπε να τον είχε ρίξει μέσα σε κανένα φρεάτιο και να απαλλασσόταν μία και καλή από την παρουσία του. Κρατώντας λίγη σούπα γκούλας, την οποία μαγείρευαν Ούγγροι-Εβραίοι που είχαν σωθεί από το στρατόπεδο Γκεσιόβκα, πλησίασε τον Κερτ αγανακτισμένα.
«Θα μας τινάξεις στον αέρα» του γρύλισε.
«Θέλω να δω την Άζια» τον κοίταξε παρακλητικά «Νομίζω πως θα μας πάρουν από εδώ. Μας έχουν ανάγκη σε άλλα μέτωπα. Σε αυτόν τον αφόρητο κόσμο, η Άζια είναι η μοναδική χαρά που με βαστά κοντά στην ανθρωπιά. Είμαι τυχερός που η καρδιά μου γνωρίζει ακόμη τι σημαίνει έρωτας. Άλλων έχει παγώσει» κατσούφιασε.
«Και η σούπα πάγωσε επίσης. Πάρε την. Θα πεινάς. Εγώ θα ζητήσω άλλη» έκανε δύο βήματα «Δεν έχει παγώσει τελείως» έκανε παύση ο Χανς «Η καρδιά μου εννοώ. Ωστόσο δεν γνωρίζω αν μπορώ να ερωτευτώ ξανά. Είναι ένα συναίσθημα που σχεδόν αδυνατώ να ανακαλέσω, γνωρίζοντας πόσο βάναυσα δολοφονήθηκε από τα χέρια των Ναζί, η πρώτη μου αγάπη» η αναπνοή του πιάστηκε «Σε σκεφτόμουν πριν από λίγο. Ήσουν και εσύ ένα μικρό αγόρι, που αρεσκόταν να χαζεύει τα παιδικά παπούτσια του μαγαζιού μας»
«Στεκόμασταν αντικρυστά. Μας χώριζε μονάχα το τζάμι της βιτρίνας. Ήθελα να σε ρωτήσω αν επιθυμούσες να παίξουμε, μα από την άλλη φοβόμουν πως η Κρίστα θα εκνευριζόταν μαζί μου. Φοβάμαι για εκείνη, κάθε μέρα»
«Φοβάμαι και εγώ» του είπε ο Χανς «Την σκέφτομαι συχνά»»
«Μιλάς Γίντις;» τον ρώτησε ο Κερτ σαν να επιθυμούσε να κλείσει ένα κενό.
«Πώς σου ήρθε αυτό; Ναι, μιλώ ωστόσο ποτέ δεν ήμασταν φανατικοί Εβραίοι, καταλαβαίνεις. Τελοσπάντων, θα φωνάξω την Άζια, να είσαι σύντομος» πάλι δίστασε. Ο Κερτ τον είδε να βγάζει μία φωτογραφία από την τσέπη του «Για κάποιον λόγο θεωρώ πως θα σου χρειαστεί περισσότερο από εμένα. Εγώ βρήκα τον δρόμο μου πια, εσύ βρίσκεσαι απλώς στην κορυφή του παγόβουνου. Δεν έχεις ιδέα τι κρύβεται στην άβυσσο από κάτω του»
Ο Κερτ την κοίταξε.
«Μα είναι...»
«Ξέρω τι είναι. Όλους τους έχω στην καρδιά μου. Δεν χρειάζομαι πια το χαρτί. Κράτησέ την» πρόφερε αποχωρώντας, για να πάρει τη θέση του η Άζια λίγο αργότερα.
Ψηλά στον ουρανό τα άστρα έφεγγαν σαν σιωπηλές ευχές δεκάδων ανθρώπων για ειρήνη. Από μακριά ακούγονταν πυροβολισμοί που έσπαγαν μία επίπλαστη μαγεία, που μονάχα στα ουράνια ανήκε. Η γη ήταν πληγωμένη, ο τόπος γεμάτος σπασμένα γυαλιά και ερείπια.
Την είδε να φτάνει μία αναπνοή μακριά του. Εκείνη που κάποτε έμοιαζε με αερικό, αγρίμι ανημέρωτο, τώρα κοντοστεκόταν με μία τρυφερότητα στο χέρι της καθώς χάιδευε το πρόσωπό του. Σε δευτερόλεπτα είχαν ενωθεί. Τα χείλη του ακουμπούσαν κάθε σπιθαμή του δέρματός της, η μύτη του τριβόταν αργά στην δική της. Μία φωνή ψιθύριζε στο αφτί του κοντά ΄΄δεν έχουμε αύριο΄΄ και αυτό ξεστόμισαν και τα χείλη του.
«Έχουμε τώρα» του απάντησε η γλυκιά της φωνή. Ήταν αρκετό; Δεν είχε σημασία. Στον κόσμο αυτόν ο χρόνος κυλούσε αλλιώτικα.
Αρπάζοντάς την, χάθηκαν πίσω από τα ερείπια. Δίχως να το συλλογιστούν, ανέβηκαν τα σκαλιά ενός εγκαταλελειμμένου διαμερίσματος. Σχεδόν δεν πρόλαβαν να φτάσουν ούτε μέχρι την κρεβατοκάμαρα, πριν βρεθούν ολόγυμνοι, να τους λούζει το ασθενικό φως της σελήνης. Οι τοίχοι έκλεισαν γύρω τους θαρρείς προστατευτικά, κρύβοντας για λίγο την αγνότητα των συναισθημάτων τους, από τον φθονερό κόσμο. Εκείνη υποδέχτηκε την ένωσή τους με λαχτάρα. Ήταν ερωτευμένη μαζί του, ενώ την εικόνα που παραλίγο να τον ανατινάξει, είχε παλέψει να την διαγράψει. Ο Κερτ ήταν τρυφερός μαζί της. Στις κινήσεις τους υπήρχε μία ελαφριά συστολή, από έγνοια μήπως την φόβιζε. Οι ρυθμικές του ωθήσεις ήταν σχετικά αργές, σαν να πάλευε να χορτάσει το κάθε δευτερόλεπτο. Την κορύφωση συνόδευσε ένα ελαφρύ τρέμουλο και ένα φιλί τρυφερό στα χείλη της. Για λίγο έμειναν ξαπλωμένοι ο ένας πλάι στον άλλο, κάνοντας έναν δικό τους εσωτερικό απολογισμό.
Τα χέρια της απλώθηκαν ξανά για να χωθούν στα μαλλιά του. Ήταν έτοιμη να το πει, να πει εκείνη την λέξη, μα ο Κερτ την εμπόδισε.
«Όχι...μη σε παρακαλώ» την ικέτευσε σαν πονεμένο ζώο.
«Επομένως εσύ δεν...»
«Όχι, δεν είναι αυτό. Για εσένα το κάνω! Δεν θα ζήσω Άζια....Φοβάμαι πως δεν θα ζήσω»
Δεν είχε ιδέα τι θα έπρεπε να του απαντήσει. Φοβόταν και εκείνη. Αυτά είχε ο πόλεμος. Δεν σου υπέγραφε για τίποτε απολύτως, πέραν της κληρονομιάς της φρικαλέας μνήμης και μίας ζωής μισής, κυνηγώντας δευτερόλεπτα κάλπικης ευτυχίας. Το φως του φεγγαριού εισχωρούσε θαρρείς τρεκλίζοντας από τα σπασμένα παράθυρα. Οι δύο νέοι έμειναν αγκαλιασμένοι να ψάχνουν την αλήθεια, κοιτώντας ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου. Στην πραγματικότητα επιθυμούσαν να κοιμηθούν μαζί και σαν ξυπνούσαν το πρωινό, να καταπιάνονταν με φυσιολογικές δραστηριότητες, που πλέον έμοιαζαν με θύμησες σκονισμένες και πεταμένες σε αραχνούφαντες, σκονισμένες γωνιές. Με κόπο σηκώθηκαν και ντύθηκαν. Εκείνος φόρεσε τη στολή του που πλέον είχε μία πιο βαριά αίσθηση. Την πλησίασε και την αγκάλιασε σφιχτά. Κανείς τους δεν μίλησε και ήταν η πρώτη φορά που η σιωπή κουβαλούσε μαζί της μία αίσθηση εξιλέωσης.
Οι δρόμοι τους χώρισαν. Η Άζια μαζί με τον Χανς βρέθηκαν να διασχίζουν τη δεντροφυτεμένη Αλέγιε Ουγιαζντόβσκι τρέχοντας, με τους πυροβολισμούς να γίνονται ολοένα και πιο έντονοι. Υπήρχαν γύρω τους τα συνήθη οδοφράγματα, μία μισοκαμένη εκκλησία και μία άδεια πλατεία λουσμένη σε ένα απόκοσμο φεγγαρόφωτο. Σύντομα θα εισέρχονταν ξανά στους υπονόμους, οι οποίοι θα τους οδηγούσαν σε ένα προάστιο διαφορετικό, βγαλμένο από μία παραμυθένια καθημερινότητα, με δρόμους σιωπηλούς, μικρές πολυκατοικίες και μυρωδιές νοτισμένες με την υγρασία των κήπων. Ο Χανς για κάποιον λόγο, είχε ένα προαίσθημα απροσδιόριστο. Σαν να υπήρχε τυλιγμένο στη μέση του ένα αόρατο νήμα με απροσδιόριστη κατεύθυνση. Το χέρι του κινήθηκε στο σημείο της καρδιάς.
Ταυτόχρονα, η ίδια αίσθηση κυριαρχούσε και στην ψυχή του Όττο. Κάθε μέρα έμοιαζε μαύρη και δεν ήταν καθόλου βέβαιος για το περιεχόμενό της. Τι θα τους ξημέρωνε; Τι άλλο τους καρτερούσε; Είχε δώσει μία υπόσχεση. Θα έφτανε ως το Άουσβιτς. Στόχος του ήταν να πετύχει εκείνον τον δαίμονα. Θα τον έβρισκε και τότε τίποτε στη γη δεν θα έμοιαζε ικανό και αρκετό για να σκεπάσει το κουφάρι του. Η Χέλγκα, ντυμένη πλέον ως νοσοκόμα των Κόκκινων, βρισκόταν δίπλα του και την ίδια τακτική είχαν ακολουθήσει και οι άλλες δύο κοπέλες. Η Άννα είχε το μικρότερο πρόβλημα, ενώ η Τσάρλη δεν έλεγε κουβέντα. Της είχαν πάντοτε κοντά τους ο Άλεξ και ο Γκαμπριέλ, καθώς υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να έπεφταν θύματα βιασμού και παρενόχλησης. Ο Όττο με την Χέλγκα ήθελαν να πουν πολλά, μα κάποτε τα λόγια δεν αρκούσαν για να περιγράψουν τα όσα είχαν ζήσει. Έμοιαζαν φτωχά, πολύ φτωχά.
«Θέλω να ζήσω ελεύθερος» της είπε εκείνο το βράδυ προσπαθώντας να ξεχάσει την εμμονική του ανησυχία.
«Θα έρθω μαζί σου. Οι δρόμοι μας δεν θα χωρίσουν ποτέ ξανά. Πες μου ωστόσο, εδώ που φτάσαμε, τι θεωρείς πατρίδα μας; Ποιος τόπος θα μας αγκαλιάσει; Εγώ, ακόμη και αν συνέβησαν όλα τα κακά, θεωρώ πατρίδα μου την γειτονιά μου στο Νοικέλν. Γνωρίζεις πολύ καλά, πως οι Κόκκινοι θα φτάσουν ως εκεί και τίποτε δεν θα μείνει όρθιο. Όλες μας οι αναμνήσεις θα θαφτούν, το διαμέρισμά σου, τα πράγματα του Λούκα, ακόμη και τα αποκαϊδια του σπιτιού μου. Είναι κομμάτι μας»
«Είναι και ο λόγος που δεν θα ακολουθήσω τον Άλεξ ως εκεί. Δεν θα μπορέσω να πολεμήσω τον λαό μου άλλο. Ακόμη και αν γνωρίζω τους φταίχτες, ο πόλεμος δανείζει το φρικτό του πρόσωπο σε όλους. Οι Ρώσοι θα εκδικηθούν και εγώ δεν επιθυμώ να το στηρίξω αυτό. Θα φύγω. Δεν έχω ιδέα πού θα πάω. Ίσως μείνω στην Πολωνία, ίσως...Ίσως επιστρέψω στην πατρίδα σαν απλός πολίτης, ή ίσως κατορθώσω να πάω στην Ελλάδα» έκανε μία παύση «Μου είπαν πως συμβαίνουν θαύματα πολλά εκεί. Φτιάχνεις τον Παράδεισο με απλά υλικά. Εκεί θέλω να πάμε μαζί, να πάρουμε μία ανάσα και έχει ο Θεός πού θα μας ξεβράσει το κύμα. Όλοι πρόσφυγες θα καταλήξουμε να τριγυρνάμε στον πλανήτη άσκοπα»
Η Χέλγκα έμεινε για λίγο σιωπηλή, ενώ είδε τον Άλεξ να τους πλησιάζει.
«Μπορώ να σου μιλήσω;» την ρώτησε συγκρατημένα και είδε τον Όττο να ανασηκώνει το φρύδι.
«Μυστικά από εμένα;» τον πείραξε.
«Εκείνη θα ξέρει καλύτερα» του απάντησε αρπάζοντας την Χέλγκα παράμερα.Η κοπέλα πρόσεξε πως ήταν αναψοκοκκινισμένος. Τα μάτια του εστίασαν στη γη και κατόπιν επάνω της. Από την τσέπη του, έβγαλε ένα βρώμικο κουτάκι. Μέσα υπήρχε κρυμμένο ένα δαχτυλίδι «Λοιπόν, μιας που ο πόλεμος δεν θα τελειώσει σύντομα, επιθυμώ τη γνώμη σου. Θέλω να χαρίσω το δαχτυλίδι στην Όλγα, θα βρω εγώ την κατάλληλη στιγμή. Πιστεύεις πως θα ήταν καλή ιδέα; Τόσα χρόνια γνωριζόμαστε, την αγαπώ και...πάντοτε υπάρχει ο φόβος του θανάτου. Το δαχτυλίδι ανήκει στην Ούλια, τη γιαγιά μου. Μου ζήτησε να το χαρίσω σε εκείνη την ξεχωριστή γυναίκα που θα μου κλέψει την καρδιά. Η Όλγα είναι η γυναίκα της ζωής μου. Ελπίζω πως δεν θα με απορρίψει...»
Η Χέλγκα τον αγκάλιασε.
«Να το κάνεις δίχως σκέψη. Κάθε μας στιγμή είναι πολύτιμη. Μην χάσεις την ευκαιρία. Πρέπει να εκφραζόμαστε ανοιχτά, δεν γνωρίζουμε τι θα μας συμβεί δευτερόλεπτα αργότερα...»
Ο Άλεξ της χαμογέλασε. Σαν επέστρεψαν, ο Όττο είχε εξαφανιστεί βαδίζοντας προς το ποτάμι. Μία παράξενη δύναμη τον έσπρωχνε να κοιτάξει προς την δυτική όχθη. Μία ενέργεια ισχυρή. Ταυτόχρονα, κάποιος άλλος έτρεχε προς την ίδια κατεύθυνση με κίνδυνο την ζωή του. Ήταν ο Χανς.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top