Bleib übrig(μείνε ζωντανός)/ part 1

΄΄Τα μπλε έντυπα του Γκαίμπελς πέφτουν βροχή στο Βερολίνο. Η επιχείρηση ΄΄Βαλκυρία΄΄ απέτυχε. Ο Χίτλερ είναι ζωντανός. Ημέρα θλιβερή για πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι προσδοκούσαν για το αντίθετο, σφίγγοντας τώρα τα πρόσωπά τους. Οι συλλήψεις σταματημό δεν έχουν, όλων εκείνων που παρουσίαζαν χαρούμενη όψη για μερικές ώρες. Στις μεγάλες εφημερίδες συμβουλεύουν «Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί». Όλος ο κόσμος φοβάται, οι μπερλίνες, τα μαύρα αυτοκίνητα της Γκεστάπο, είναι παντού, τουφεκίζουν, κρεμάνε, βασανίζουν, αλλά φαίνονται και ακούγονται λιγότερο εξαιτίας των βομβαρδισμών. Ο ζωολογικός κήπος δεν υπάρχει. Δεν μένουν πια εκεί παρά κοράκια και μερικά πρόβατα στριμωγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, ανάμεσα στις τρύπες από τις βόμβες. Το τέλος έχει έρθει, απλώς το κουφάρι δεν έχει σαπίσει ακόμη μέχρι το μεδούλι.΄΄


Τα συναισθήματα όταν πια βρίσκεσαι σε αδιέξοδο, περνούν από στάδια διαφορετικά. Ο Μπάλντερ βρισκόταν πεταμένος σε ένα κελί, το οποίο δύσκολα έφτανε να φιλήσει ο ήλιος. Δεν είχε ιδέα πόσες μέρες είχαν περάσει, παρόλο που στην αρχή τις μετρούσε και κάθε μία από αυτές τον απομάκρυναν ολοένα και περισσότερο από την επιστροφή του στο σπίτι. Για εκείνον η ιδέα της Γερμανίας είχε σβηστεί από τον χάρτη του μυαλού του. Η αυτοκριτική πήρε για τα καλά τα ινία, για να τον γυρίσει πίσω στο παρελθόν. Τι θα έπρεπε να αλλάξει; Τα πάντα. Τι δεν θα έπρεπε να αφήσει ελεύθερο; Το τέρας που κατά πώς φαινόταν όλοι οι άνθρωποι έκρυβαν μέσα τους. Τι θα άλλαζε; Στην ιστορία τη δική του πολλά. Το κυριότερο; Θα ζούσε ο αδερφός του, θα τον προστάτευε και δεν θα επέτρεπε ποτέ στην μανία του Τρίμπιχ, να εντάξει αυτήν την ευαίσθητη ψυχή σε μία Σχολή για δολοφόνους, τη στιγμή που ο ίδιος εκπαιδευόταν ως αξιωματικός αυτών των πλασμάτων, στων οποίων την καρδιά είχε εισχωρήσει αργά και κάποτε επίπονα, το σκουλήκι του ναζισμού. Τώρα που το καλοσκεφτόταν, ο ναζισμός καθώς και κάθε τέτοια εγκληματική ιδέα, δεν εγκαθίσταται στον εσωτερικό κόσμο ενός ανθρώπου από την μία μέρα στην άλλη. Απαιτεί συνθήκες, μεταμορφώνεται και γαντζώνεται με θράσος στα τοιχώματα τα εσωτερικά του φόβου, του θυμού, της εφηβικής ανάγκης για μία λανθασμένη επανάσταση και υπεροχή, των οικογενειακών διδαγμάτων.

΄΄Έπρεπε να είμαι ο πατέρας-ήρωας. Αυτό ήταν πάντα το όνειρό μου. Είχα υποσχεθεί πως θα επέστρεφα, είχα υποσχεθεί πως θα τα άφηνα όλα πίσω. Η τελευταία εικόνα όμως που έχει η κόρη μου από εμένα, είναι εκείνη η στολή των Ες-Ες και με αυτή θα μείνει για πάντα, καθώς ο καιρός θα περνά και εγώ δεν θα εμφανίζομαι. Μακάρι να μπορούσα να της εξηγήσω πως θα την αγαπώ για πάντα και πως ό,τι έκανα από ένα σημείο και μετά, ήταν για το καλό της. Εκείνης, του μικρού μου Στάινερ και της Ντάρια...΄΄

Οι πόνοι που όργωναν το κορμί του σχεδόν είχαν πάψει να τον απασχολούν. Τα μάτια του κάποτε αναζητούσαν με αγωνία πιθανό τρόπο διαφυγής. Υπό άλλες συνθήκες, δεν θα είχε φοβηθεί να αναμετρηθεί ακόμη και με τον θάνατο. Η αγάπη όμως, η ύπαρξη μίας κάποιας μακρινής ελπίδας, η οικογένεια, νεκρώνουν τις αντοχές, κάνουν τον άνθρωπο ευάλωτο μπροστά στην ιδέα του θανάτου, καθώς του χαρίζουν όλους τους λόγους για να ζει. Εκείνο το βράδυ, άγνωστο σε ποια ημερομηνία ανήκε, άκουσε βήματα. Η πόρτα άνοιξε και ο Μπάλντερ είδε τον φρουρό να πραγματοποιεί μία γκριμάτσα αηδίας.

«Χειρότερα και από στάβλο βρωμά εδώ μέσα! Άλλος θα πίστευε πως ψόφησες και πως βρίσκεσαι πια σε κατάσταση αποσύνθεσης» του είπε και ο Γκέιρ από πίσω έβαλε τα γέλια.

«Εμπρός πρίγκιπα. Θα μεταφερθείς μάλλον σε ειδικό εκτελεστικό κέντρο. Εδώ που τα λέμε η προδοσία ήταν τεράστια. Ήθελες να μας την φέρεις πηγαίνοντας στο πλευρό αυτών των βρομιάρηδων. Ο Μάινσερ θα επιμεληθεί ο ίδιος το πρόβλημα. Σήκω ρεμάλι!» τον άρπαξε από τον σβέρκο και τον έσυρε κυριολεκτικά έξω. Μόλις τα μάτια του ήρθαν σε επαφή με το φως του καλοκαιρινού ακόμη ήλιου, έκλεισαν απότομα σαν να τα είχε κάψει η λάμψη του. Τόσες μέρες στο σκοτάδι, είχε σχεδόν συνηθίσει αυτό το αρρωστημένο ερεβώδες περιβάλλον. Δεμένος καθώς ήταν, θα ταξίδευε με τρένο σε ένα διαλυμένο Βερολίνο.

Τίποτε δεν θύμιζε τα παλαιά εκεί κάτω. Η ατμόσφαιρα, θολωμένη από τους βομβαρδισμούς και την τελευταία ανάσα των ερειπίων λίγο πριν την κατάρρευση, μύριζε απελπισία. Σχεδόν σου κοβόταν η αναπνοή, βλέποντας όλο αυτό το πλήθος κόσμου να σέρνεται στην ματαιότητα, την στιγμή που οι κεφαλές της παγκόσμιας σφαγής εξακολουθούσαν να παρακολουθούν και να είναι εντολείς, πάνω στους σαπισμένους θρόνους τους.Το Τιεργκάρντεν κόντευε πλέον να σβήσει, οι στρατιώτες που εξακολουθούσαν να τριγυρνούν άσκοπα, διαλαλούσαν πως μισούσαν τον Χίτλερ, μα ταυτόχρονα, φοβούνταν μήπως σάπιζαν και στη Σιβηρία. Η κατάσταση ήταν κυριολεκτικά τραγική, ωστόσο το βάδισμα του Βίγκμπερτ Μάινσερ δεν είχε χάσει ούτε στάλα από την διαβολεμένη αίγλη του. Ακόμη και αν κατέρρεαν γύρω του τα πάντα, ακόμη και αν γνώριζε πως σύντομα το τρίτο Ράιχ θα περνούσε στην σφαίρα των μακρινών εφιαλτών, είχε σκοπό να πραγματοποιήσει τη φράση του διεστραμμένου του ηγέτη. Να πάρει μαζί του όσο περισσότερο κόσμο μπορούσε. Συναισθήματα ανθρώπινα δεν υπολόγισε ποτέ, ούτε φυσικά και την δύναμη που αυτά θα μπορούσαν να έχουν επάνω σε κάθε διαστροφική του ενέργεια.

Μετά την σύλληψη του Μπάλντερ και την δολοφονία του Μπερνάρ, Εβραίοι της Αντίστασης είχαν ειδοποιήσει τον Γιόαχιμ για το συμβάν. Ο νεαρός Γερμανοεβραίος είχε θορυβηθεί ιδιαίτερα, έχοντας πλέον επιστρέψει για λίγες δουλειές στο Βερολίνο. Καθώς υπήρξε οδηγός ορισμένων από τους πιο διάσημους δολοφόνους του συστήματος των ναζί, φυσικά και γνώριζε την προσωπικότητα του Μάινσερ, καθώς και το σημείο που χρησιμοποιούσε για εκτελεί τα θύματα που έκρινε ένοχα εντός της πόλης. Για πρώτη του φορά έσφιξε τις γροθιές. Αυτό δεν θα το άφηνε έτσι. Ο Μπάλντερ του είχε σταθεί όσο σχεδόν κανένας άλλος. Εκείνος και η γηραιά γειτόνισσα χάρη στην οποία είχε αλλάξει ταυτότητα ο ίδιος και η μικρή του αδερφή. Η καρδιά του βροντοχτυπούσε μπροστά σε αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει, μα άξαφνα ένα θηριώδες θάρρος είχε τρυπώσει μέσα του. Ένα θάρρος και μπόλικο μίσος για το πρόσωπο του Βίγκμπερτ. Θα τον έστελνε στο ανάθεμα, στα Τάρταρα ίσως, απομονωμένο ακόμη και από την ίδια την Κόλαση και αν τελικά δεν τα κατάφερνε, τουλάχιστον θα έσωζε τη ζωή του φίλου του, προκαλώντας ραγίσματα στην κατά τα άλλα αήττητη, φθονερή ύπαρξη αυτού του άνδρα.

Τα πόδια του κάθε τόσο λύγιζαν σαν πλησίαζε στην πολυκατοικία όπου βρισκόταν η μικρή, η οποία κοιμόταν για προστασία στο υπόγειο και την οποία είχε αναλάβει εκείνη που τον βοήθησε με τις ταυτότητες. Τι θα της έλεγε; Πως έπειτα από τον θάνατο των γονιών τους και του αδερφού τους, κινδύνευε να γίνει η επόμενη απώλεια; Πώς θα μπορούσε να τον καταλάβει ένα εφτάχρονο πλέον κορίτσι, όταν η μοναδική της παρηγοριά μέσα στο χάος, ήταν εκείνος; Θα της ζητούσε συγχώρεση ίσως, θα της έλεγε πόσο την αγαπούσε. Βιαστικά έγραψε μία διεύθυνση. Δεν ήταν ίδια με της αδερφής του, μα ένα σπίτι κενό στο οποίο αν κατευθυνόταν ο Μπάλντερ, σύντομα θα ερχόταν βοήθεια. Αν έπεφτε σε λάθος χέρια, πολύ απλά θα κατέληγαν σε ένα κενό διαμέρισμα. Είχε ειδοποιήσει την γειτόνισσά του να έχει το νου της και έπειτα του έμενε το πιο δύσκολο κομμάτι.

Ξαπλωμένο σε εμβρυική στάση επάνω σε ένα ράντζο, το κοριτσάκι διάβαζε ένα παραμύθι.Τα μάτια του είχαν καρφωθεί απλώς σε ευχάριστες εικόνες, με τις οποίες αντάμωνε στα όνειρα της, όταν το έρεβος δεν κατάπινε την υπόλοιπη παλέτα των χρωμάτων. Τα λόγια της αφήγησης δεν είχαν καμία σημασία. Κάποτε έπλαθε μονάχη της την πλοκή με πρωταγωνιστές χαρούμενα παιδιά και γέλια. Άραγε θα μπορούσε μία μέρα να αγγίξει τα όνειρά της; Η πόρτα του υπογείου όπου βρισκόταν άνοιξε και η Άστριντ αντίκρυσε τον αδερφό της. Σχεδόν με κομμένη ανάσα έτρεξε και τον αγκάλιασε, μα το λεπτό της κορμάκι ευθύς διάβασε την αμηχανία αυτής της αγκαλιάς.

«Τι συμβαίνει Γιόαχιμ; Είσαι καλά; Μου φαίνεσαι λυπημένος»

Εκείνος την πήρε από το χέρι τρυφερά και της έκανε σήμα να καθίσει στο ράντζο.

«Θυμάσαι τις φορές εκείνες που σου αφηγούμουν ιστορίες για ιππότες που πολεμούσαν τους δράκους, για στιγμές που οι ήρωες θυσιάζονταν για καλό σκοπό;» την ρώτησε.

«Ναι θυμάμαι. Ορισμένες φορές για να βγει ο ήλιος, πρέπει να φυσήξουμε δυνατά ενάντια στα σύννεφα. Εσύ μου το έμαθες» του χαμογέλασε.

«Ακριβώς. Απόψε, εγώ θα λάβω τον ρόλο του ιππότη. Υπάρχει ένας πολύ κακός δράκος που εκτός από την ανθρωπότητα, απειλεί να κάνει κακό και στον φίλο μας τον Μπάλντερ. Δεν θα του το επιτρέψω. Θέλω όμως να ξέρεις πως...» δεν κατόρθωσε να βρει τις σωστές λέξεις. Εκείνα τα ορθάνοιχτα παιδικά μάτια που τον κοιτούσαν με αγωνία, τον έκαναν να λυγίζει και να χάνεται στο συναίσθημα.

«Γιόαχιμ αν ο δράκος είναι τόσο δυνατός, τότε μην πας. Μπορεί να χαθείς και εσύ όπως οι υπόλοιποι» έκανε την αρχή για να την δει να βουρκώνει «Χάσαμε την μαμά και τον μπαμπά, χάσαμε και τον αδερφό μας, τι θα κάνω μετά μόνη μου; Φοβάμαι! Μην πας Γιόαχιμ! Σε αγαπώ πολύ, αλήθεια στο λέω!»

Τότε έκλαψε. Έκλαψε και εκείνος βουβά, τα αλμυρά ρυάκια κύλησαν στα μάγουλά του άηχα, δίχως καμία γκριμάτσα οδύνης.

«Δεν θα σε αφήσω μονάχη σου, στο υπόσχομαι. Ό,τι και να γίνει είτε εγώ, είτε ο Μπάλντερ, είτε η γειτόνισσά μας, θα έρθουν να σε βρουν. Θέλω να είσαι δυνατή και να θυμάσαι πάντα να παλεύεις για όλα όσα σου δίδαξα. Ποτέ μην αφήσεις την καρδιά σου έρμαιο της οργής. Άφηνέ την ανοιχτή μονάχα στην αγάπη» ένα φιλί αδερφικό προσγειώθηκε στο μικρό της μέτωπο «Να προσέχεις πολύ, να εμπιστεύεσαι λίγους. Εύχομαι στο μέλλον οι ρίζες σου να φτάσουν πολύ βαθιά στον χρόνο, σε έναν κόσμο αλλιώτικο. Γι' αυτόν θα πολεμήσω. Για τον κόσμο που ονειρεύομαι, για εσένα, για κάθε έναν από εμάς που άφησε εκεί έξω με τρόπους απάνθρωπους την τελευταία του πνοή. Μην αφήσεις την θλίψη σου για εμένα να σου αρπάξει το κουράγιο. Θέλω να νιώθεις πάντα περήφανη όταν θα αναφέρεσαι στον αδερφό σου»

«Μιλάς σαν να μην πρόκειται να έρθεις πίσω. Σαν να το γνωρίζεις ήδη αυτό»

«Πάντοτε θα γυρνώ σε εσένα. Ίσως να μην γίνομαι ορατός, μα να ξέρεις πως σε αυτόν τον κόσμο, πάντα θα σε συνοδεύει η αγάπη της οικογένειάς σου» Αυτό ήταν. Ένα βήμα, μία μικρή στροφή του κεφαλιού και την έχασε από τα μάτια του. Δεν επιθυμούσε να δει το πρόσωπό του κλαμένο. Θα έφευγε με το κεφάλι ψηλά.

Ταυτόχρονα, ο Μπάλντερ είχε φτάσει πια στο Βερολίνο έπειτα από μέρες ολόκληρες μεταφοράς δίχως νερό και φαγητό. Ένοπλοι τον καρτερούσαν, αγνώριστο σχεδόν, αδυνατισμένο, με τα πρώτα γένια να κάνουν την εμφάνισή τους, σκληραίνοντας τα χαρακτηριστικά του και με μώλωπες να στολίζουν το πρόσωπο και το κορμί του. Τα μάτια του παρέμειναν ψυχρά και αδιάφορα μπροστά στα σπρωξίματα και τους χλευασμούς των Ες-Ες, ώσπου μέσα από τα ερείπια, οδηγήθηκε σε ένα κτήριο χαμηλό και βρόμικο, πίσω από τον όγκο του οποίο κρυβόταν ένα προαύλιο. Κουτσαίνοντας, ο Μπάλντερ στήθηκε σε έναν τοίχο δίχως δεσμά, ολομόναχος, με δύο ακόμη άνδρες της Γκεστάπο να παρακολουθούν από απόσταση. Υπήρχε μία ανατριχιαστική αναμονή. Ο ουρανός είχε υιοθετήσει ένα γλαυκό χρώμα, εξαιτίας της σκόνης, αίματα ξεραμένα στόλιζαν ορισμένα σημεία του χώρου ενώ πότε πότε, έκαναν την εμφάνισή τους αρουραίοι, έτοιμοι να ξεσκίσουν το πρώτο κουφάρι που θα έπεφτε μπροστά τους. Ο Μπάλντερ ίσα που μπορούσε να σταθεί, εξαιτίας των πόνων του κορμιού του. Σαν τον είδε όμως, όλα του τα ένστικτα άλλαξαν. Εκείνος, ο μαύρος θάνατος με την στολή των Ες-Ες, το ψηλό ανάστημα και τα γυάλινα, ανέκφραστα μάτια, εισήλθε στον χώρο του προαυλίου ολομόναχος. Εξάλλου, στην πραγματικότητα μόνος του βάδιζε στη ζωή. Κανείς δεν θα μπορούσε να επιβιώσει δίπλα σε έναν ποταμό δηλητηριασμένο, μιας που ο Βίγκμπερτ δεν ήταν τίποτε άλλο από μία πηγή τοξικότητας.

Οι δύο άνδρες πήραν θέση ο ένας απέναντι από τον άλλο. Ο Μπάλντερ τον κοίταζε στα μάτια με αλαζονεία. Θα του μιλούσε στην ίδια γλώσσα. Εξάλλου, εκτός από μεγαλύτερος, είχε ανώτερη εκπαίδευση από εκείνον. Ο Βίγκμπερτ χαμογέλασε. Μία γκριμάτσα τρομακτική, βουτηγμένη στην παραφροσύνη.

«Κάτι δεν μου πήγαινε καθόλου καλά με εσένα, αξιωματικέ» κάγχασε «Τα γαλόνια σου πήγαν περίπατο, όπως θα πας και ο ίδιος. Βλέπεις είμαι φιλόζωος. Δεν θα μπορούσα να επιτρέψω σε αυτά τα εξαίσια τρωκτικά να μείνουν νηστικά. Αμαρτία θα ήταν»

«Αμαρτία είναι που υπάρχεις. Δεν ανήκεις στο ανθρώπινο είδος, είσαι ένα τίποτε. Μήτε δαίμονας αποκαλείσαι. Δεν έχεις δυνάμεις. Τρέφεσαι απλώς από τις αδυναμίες των άλλων. Ποτέ σου δεν αντιμετώπισες κατά πρόσωπο κάποιον όμοιό σου, κάποιον σαν τον Όττο ας πούμε και αυτό γιατί καταβάθος, αισθάνεσαι κατώτερος και φοβάσαι μήπως εκτεθείς. Μήπως το αψεγάδιαστο προφίλ που έχεις πλάσει, αποκτήσει ρωγμές από το πουθενά. Ανόητε» του έφτυσε ο Μπάλντερ και για δευτερόλεπτα, είδε την τρέλα να διασχίζει τα μάτια του. Ένα στριγκό ουρλιαχτό του ξέφυγε και η πρώτη σφαίρα τον βρήκε επίτηδες στον ώμο σαν προειδοποίηση.

«Βούλωσέ το!» του ούρλιαξε ο Βίγκμπερτ, με το όπλο υψωμένο. Τα χέρια του έτρεμαν ελαφρώς και τα μάτια του Μπάλντερ, διέκριναν στιγμιαία μία φιγούρα σκαρφαλωμένη στα διπλανά ερείπια. Τα άψυχα μάτια του Βίγκμπερτ, ακολούθησαν την κατεύθυνση των δικών του, μα προτού προλάβει να αντιδράσει, οι δυο φρουροί του έπεσαν νεκροί «Ανάθεμα!» τσίριξε, γυρνώντας φρενιασμένα προς όλες τις κατευθύνσεις.

Ο Μπάλντερ βαστώντας τον διαλυμένο του ώμο, πήδηξε μπροστά, με τον Βίγκμπερτ να έχει εισχωρήσει σε μία πρωτοφανή για εκείνον, δύνη πανικού και οργής. Πυροβολούσε αλόγιστα προς όλες τις κατευθύνσεις, με τον στόχο να στρέφεται ξανά προς τον Μπάλντερ, ο οποίος έτρεχε μπροστά. Ήταν τότε που μία σφαίρα διαπέρασε την παλάμη του χεριού του, τινάζοντάς του το όπλο από το χέρι. Το ίδιο του το αίμα έβαψε τα ρούχα του, τα μάτια του είχαν βυθιστεί στο έρεβος της παραφροσύνης και ο Γιόαχιμ στάθηκε μπροστά του.

«Ο διαβόητος φονιάς της υφηλίου» ξεκίνησε «Με φτιάχνει να σε ακούω να σκούζεις σαν πληγωμένη νυφίτσα»

«Είσαι ένα τίποτε!» του έφτυσε ο Βίγκμπερτ, ο οποίος έπεσε στο πλάι αποφεύγοντας τη σφαίρα και αρπάζοντας ένα όπλο από τον νεκρό άνδρα της Γκεστάπο.

«Γιόαχιμ..» ψέλλισε ο Μπάλντερ «Γιατί; Είσαι τρελός;» μουρμούρισε, καθώς κανείς τους δεν παρατήρησε την ανάκαμψη του Βίγκμπερτ.

«Πάρε αυτό το χαρτί και πήγαινε στη διεύθυνση που αναγράφεται. Φρόντισε την μικρούλα μου. Φύγε!»

«Όχι! Με χρειάζεσαι...»

«Δεν σε χρειάζομαι. Όταν πράγματι σε είχα ανάγκη, ήσουν εκεί γιε εμένα. Φύγε διάολε!»

Ένας πυροβολισμός, έξυσε τα πλευρά του. Ο Μπάλντερ καταβάλλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες, και έχοντας στο μυαλό του την μόνη πηγή δύναμης, την οικογένειά του, κατόρθωσε να δώσει ώθηση στα πόδια του και να πηδήξει στην μάντρα, πέφτοντας μέσα στα χαλάσματα.

Οι δύο μονομάχοι, πληγωμένοι, καρτερούσαν ο ένας την κίνηση του άλλου, όταν εισήλθαν στο κτήριο ενισχύσεις. Ακόμη δύο άνδρες των Ες-Ες έπεσαν νεκροί από το χέρι του Γιόαχιμ, όταν λίγο πριν στραφεί στον Βίγκμπερτ ξανά, μία σφαίρα από τα χέρια του Μαύρου Αγγέλου, του διέλυσε το κρανίο. Οι κανιβαλικές σχεδόν διαθέσεις του, τον οδήγησαν στην πλήρη ικανοποίηση σαν έβλεπε την φρέσκια φαιά ουσία χυμένη στο πάτωμα. Με το καλό του χέρι, συνέχισε να ξοδεύει τις σφαίρες του στο άψυχο σώμα του νεαρού, μέχρι να διαλύσει όλα του τα κομμάτια, μέχρι να μην μπορεί να διακρίνει κανείς πως υπήρξε άνθρωπος κάποτε. Μέσα από τα χαλάσματα, ο Μπάλντερ ξεκίνησε να τρέχει, σχεδόν δίχως να κοιτάζει πίσω του, σε μία πόλη που ξαφνικά του έμοιαζε άγνωστη. Το Βερολίνο είχε αποσυντεθεί. Τα εφιαλτικά γλυπτά του ναζισμού, εξακολουθούσαν να επιβάλουν την παρουσία τους, σε έναν τόπο ήδη νεκρό. Συνέχισε να τρέχει σε δρόμους λασπωμένους, κομματιασμένους. Τα δάκρυα στέγνωναν για να τα διαδεχτούν και άλλα. Έπειτα εμφανίστηκαν οι λυγμοί. Είχε καιρό να ξεσπάσει. Ένας φίλος είχε χαθεί. Ένας φίλος αδερφικός. Αυτός ήταν ο πόλεμος όμως. Έσβηνε ονόματα δίχως διακρίσεις, για να αναστήσει κάποια από αυτά, σε χρυσές επιγραφές χαραγμένες στην καρδιά και στην ιστορία.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top