Ο Ήχος της Βροχής

⚠️ Προς αναγνώστες από mirror sites, όπως το teenfic: ⤵️

Εγώ, η Στυλιανή Κανταρτζή, ως μοναδική διαχειρίστρια του προφίλ EstelleLuminesCent και συγγραφέας του παρόντος βιβλίου, δηλώνω υπεύθυνα ότι ουδεμία σχέση έχω με την αναδημοσίευσή του στο teenfic κι άλλους παρόμοιους ιστότοπους κι απαιτώ την άμεση και μόνιμη διαγραφή του από αυτούς, καθώς η παράνομη παρουσία του εκεί αποτελεί παραβίαση του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Αν διαβάζετε δικό μου κείμενο σε ιστοσελίδες πέραν του Wattpad, σας ενημερώνω ότι βρίσκεστε σε έναν παράνομο ιστότοπο που παραβιάζει τα πνευματικά δικαιώματα των συγγραφέων, κλέβει τη δουλειά τους και πιθανότατα εκθέτει τη συσκευή σας σε κακόβουλα λογισμικά κι επικίνδυνους ιούς. Εγκαταλείψτε άμεσα αυτόν τον ιστότοπο, καταγγείλτε τον στη δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος και διαβάστε τις ιστορίες μου στο Wattpad.

⚠️ To readers from mirror sites such as teenfic: ⤵️

I, Styliani Kantartzi, as the sole administrator of the EstelleLuminesCent profile and the author of this book, declare responsibly that I have nothing to do with its republishing on teenfic and other similar websites and I demand its immediate and permanent deletion, as its illegal presence there is a violation to the law of copyright. If you are reading my literary work on websites other than Wattpad, I am informing you that you are on an illegal web page that violates authors' copyrights, steals their work, and probably exposes your device to malware and dangerous viruses. Please leave this site immediately, notify cybercrime prosecution and read my stories on Wattpad.

Αφιερωμένο σε δύο απίθανες φίλες μου και θαυμάστριες της Κρυστέλ: στην panzissi για την χθεσινή της ονομαστική γιορτή και στην Amorarisa που σαν σήμερα, πριν από τρία χρόνια, συναντηθήκαμε πρώτη φορά από κοντά! 🌷💚

---

17 Αυγούστου 1118, λίγο μετά τα μεσάνυχτα.

Όλες οι νύχτες τελευταία της φαίνονταν ίδιες: δύσκολες, στενάχωρες, δίχως όμορφα όνειρα, μήτε ανάπαυση. Η δυνατή ζέστη του καλοκαιριού μονάχα χειροτέρευε την κατάσταση. Η Λόλι ήταν σίγουρη· όλοι στο σπίτι είχαν προσέξει πως δεν ήταν καλά. Μονάχα η μητέρα της όμως της είχε μιλήσει: «Εδώ και πέντε μήνες βλέπω έναν άνθρωπο προβληματισμένο. Σε παρακαλώ, πες μου τι σου συμβαίνει...», της έλεγε, μα η Λόλι δεν μιλούσε. Οι τύψεις ήταν βαριές και οι σκοτεινές της σκέψεις... αυτές ήταν υπερβολικά ντροπιαστικές για να τις πει ακόμα και στον εαυτό της. Πόσο μάλλον σε κάποιον άλλο. Δεν ήταν λίγες οι νύχτες που έπεφτε για ύπνο κι ευχόταν να μην ξυπνήσει την άλλη μέρα. Δεν το εννοούσε φυσικά, αλλά κατά κάποιον τρόπο η σκέψη τούτη της έφερνε μια γλυκιά αίσθηση παρηγοριάς. Πόσο θα 'θελε να μπορούσε να ονειρευτεί και πάλι... να ξεκουραστεί και να μείνει κλεισμένη στα όνειρά της, εκεί που όλα ήταν όμορφα και ελέγξιμα και χαοτικά ταυτόχρονα.

Πάλι στα ίδια γυρνάς, Λόλι, πάλι στα ίδια γυρνάς, έλεγε αυστηρά στον εαυτό της. Πέρα από όλα τα άλλα που έχασε τον τελευταίο καιρό: τον φίλο της, τον ύπνο της, την φαντασία της (θεωρητικά), αυτό που την πονούσε και την εκνεύριζε περισσότερο ήταν η απώλεια της αυτοπεποίθησής της. Η κοπέλα αναστέναζε κουρασμένα όποτε το σκεφτόταν· το ταξίδι της στη Μυθυφήλιο την είχε αλλάξει στο καλύτερο! Την έκανε να συγχωρήσει τον εαυτό της, να τον αποδεχτεί όπως ήταν, να τον αγαπήσει και να αναγνωρίσει την αξία του. Μα τώρα... τώρα ήταν λες κι είχε γυρίσει πίσω από εκεί που είχε ξεκινήσει. Σαν να μην είχε μεσολαβήσει κανένα από τα κατορθώματά της, μα μονάχα οι αποτυχίες της στα Εκτός. Κι αυτό το γεγονός την έκανε να νιώθει απαίσια. Μπορούσε πλέον να αναγνωρίσει τις συμπεριφορές της και τις σκέψεις της που δεν της άρεσαν. Ήξερε τι τις προκαλούσε, ήξερε τι να κάνει για να τις ξεπεράσει, μα... δεν έκανε τίποτα. Επαναλάμβανε τα ίδια λάθη ξανά και ξανά...

Νύχτες σαν την αποψινή, η Λόλι ένιωθε πως ήταν ένα μηδενικό. Πως δεν άξιζε να είναι Κρυστέλ κι όχι μόνο αυτό· πως δεν άξιζε ούτε να την αγαπούν, ούτε να την νοιάζονται. Όλη η πρόοδος που είχε κάνει δεν την άγγιζε καθόλου κι αυτό τη γέμιζε θυμό. Κι ο θυμός γινότανε κυκλώνας και περιστρεφόταν γρήγορα και βίαια, ανακατεύοντας σκέψεις, συναισθήματα, παρελθόν, παρόν και μέλλον. Και στο μάτι του κυκλώνα πάντα εκείνος. Με τα γλυκά του βιολετιά μάτια, το τρομαγμένο και συνάμα καλοσυνάτο του ύφος. Να μένει για λίγο εκεί, να την κοιτάζει, να της κρατά καθυσηχαστικά το χέρι και μετά να το αφήνει και να ξεθωριάζει στο σκληρό φως.

«Ντάζυ!», αναφώνησε βγαίνοντας από τη μελαγχολική κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, που την έκανε να θέλει να ξεσπάσει σε κλάματα και πάλι. Δεν ήταν η μόνη. Ένας ήχος σαν δάκρυα που κυλούσαν ήρθε να της κρατήσει συντροφιά από κάπου έξω. Η κοπέλα ανασηκώθηκε, συνήθεια που είχε αποκτήσει τελευταία κάθε φορά που ξυπνούσε, ώστε να ελέγχει τους κρυστάλλους μέσα στο τρίτο συρτάρι του γραφείου της. Μόνο που αυτή τη φορά δεν έκανε αυτή την κίνηση. Αντιθέτως, πλησίασε το ανοιχτό παράθυρο με το κλειστό παντζούρι κι άκουσε προσεκτικά. Βρέχει, σκέφτηκε και κάτι σαν απρόσμενη ευγνωμοσύνη πλημύρισε την καρδιά της· ίχνη από ένα δροσερό αεράκι έμπαιναν μέσα απ' τις γρίλιες, σαν να θέλανε να την φτάσουν και να της προσφέρουν παρηγοριά. Κόλλησε το αυτί της στο παντζούρι κι ένιωσε τη δροσιά πιο έντονη. Ο καύσωνας που τη βασάνιζε όλες αυτές τις μέρες είχε αποχωρήσει. Μια μικρή στάλα κατάφερε να τη βρέξει και κατάλαβε αμέσως πως δεν μπορούσε να αντέξει άλλο μακριά απ' τη βροχή.

Με προσεκτικές, αλλά γρήγορες κινήσεις, άνοιξε το παντζούρι κι αντίκρισε το βροχερό τοπίο της γειτονιάς της. Η καλοκαιρινή μπόρα μούσκευε το δρόμο, το πάρκο, τα σπίτια, όλα! Σαν να ήθελε να τα ξεπλύνει από όσα κακά είχαν προηγηθεί, να τα προετοιμάσει για μια νέα αρχή. Ίσως έφταιγε που ήταν από τον ύπνο και δεν είχε θέσει το μυαλό της σε πλήρη λειτουργία λογικής ακόμη, μα η νεαρή Κρυστέλ αισθάνθηκε πως αυτό το ξέπλυμα, αυτή την κάθαρση τη σταλμένη από τους ουρανούς ήθελε να την νιώσει κι η ίδια. Να ξεχάσει τα πάντα, να ανασάνει επιτέλους! Αυτό θα ήθελες κι εσύ για μένα, έτσι, Ντάζυ μου;, σκέφτηκε απλώνοντας το χέρι της μπροστά κι εκείνη τη στιγμή μια αστραπή φώτισε το πρόσωπό της, τα φούξια μαλλιά της και το φανελάκι με τις μάσκες του θεάτρου που φορούσε για πιτζάμα. Απομεινάρι της παλιάς της ζωής, τότε που είχε λάβει μέρος με την παρέα της σε εκείνη την θεατρική ομάδα κι είχαν όλοι τυπώσει από ένα τέτοιο. Την σκέψη αυτού του παρελθόντος, που μπορεί να ήταν μόλις τρία χρόνια πίσω, μα έμοιαζε τόσο μακρινό, προτίμησε να την διώξει. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της καθώς άλλη μία αστραπή έλουσε τα πάντα στο τρομακτικό της φως. Ίσως ο Ντάζεϊλτον να βρισκόταν κάπου εκεί πάνω, να προσπαθούσε με τούτη τη λάμψη να την αναζητήσει, να την ακουμπήσει και να την διαβεβαιώσει πως δεν έπρεπε να στενοχωριέται. Πως, αντιθέτως, έπρεπε να θυμηθεί πόσα είχε κατορθώσει και να πάψει να πληγώνει τον εαυτό τις με όλες τις τιμωρητικές σκέψεις που έστελνε κατά πάνω του σαν να πετούσε μαχαίρια στην ίδια. Αφελές, χαζορομαντικό κορίτσι, είπε από μέσα της, ισχυριζόμενη πως όσα σκεφτόταν ήτανε μπούρδες που κατέβαζε για να παρηγοριέται και να έχει μια ψεύτικη ελπίδα.

Μα έστω κι αυτή η ψεύτικη ελπίδα ήτανε κάτι... Ένα κάτι που αυτή τη στιγμή είχε ανάγκη ν' αρπάξει, να κρατήσει τόσο σφιχτά κοντά της μέχρι να το τσαλακώσει και να μην είναι παρά ένα άχρηστο σκουπίδι που θα την αφήσει πιο κενή από πριν. Μα έως τότε, κάτι θα μπορούσε να της προσφέρει. Μαζεύοντας το χέρι της που τόση ώρα είχε απλώσει έξω απ' το παράθυρο, το έφερε στο πρόσωπο κι άφησε τις σταγόνες της βροχής να κυλήσουν από το μέτωπο στα μάτια, ξεπλένοντας τα δάκρυά της που ήρθαν για άλλη μία φορά σιωπηλά. Ψυχικά εξαντλημένη, έκλεισε για άλλη μία φορά τα μάτια της κι έμεινε ν' ακούει. Τι όμορφος ήχος, σκέφτηκε. Εντάξει, λοιπόν, αν η ελπίδα που νιώθω είναι ψεύτικη, μπορώ τουλάχιστον να της δώσω μια υπόσταση, συνέχισε τον λογισμό της, στρέφοντας το βλέμμα στο γραφείο, εκεί που ήταν ακουμπισμένο το μικρό μωβ της τετράδιο. Πλησιάζοντας αργά, το πήρε και το άνοιξε στο σημείο που είχε κρατήσει σημειώσεις τελευταία φορά. Γύρισε σελίδα κι ένα άσπρο κενό την περίμενε, προκαλώντας και προσκαλώντας την να το γεμίσει με τις λέξεις άλλης μιας καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Χωρίς να φορέσει τα γυαλιά της, έσυρε την καρέκλα του γραφείου κοντά στο παράθυρο κι ακουμπώντας το τετράδιο στο περβάζι, έβγαλε ένα στυλό από την μολυβοθήκη και μέσα στο σκοτάδι, με μοναδική πηγή φωτός τις αστραπές, έκανε κάτι που είχε να κάνει από το λύκειο: αποπειράθηκε να γράψει ποίημα...

Μ' αρέσει ο ήχος της βροχής
Με κάνει να θυμάμαι
Τα τέρατα που νίκησα
Και πια δεν τα φοβάμαι

Σταμάτησε για λίγο. Όποτε προσπαθούσε να γράψει σε μέτρο, το χέρι της πήγαινε μόνο του: έβρισκε λέξεις που κάνανε ομοιοκαταληξία στο πιτς-φυτίλι, όμως το θέμα ήταν... έβγαινε νόημα πέρα από το ποιητικό του πράγματος; Η Λόλι σκέφτηκε. Η αλήθεια ήταν ότι πέρα από εκείνο το Γκέλντερον που είχε αντιμετωπίσει στην Ακβέλια και που κατάφερε να το διώξει πετώντας του... τσίχλες (ακόμα της φαινόταν απίστευτο) δεν είχε νικήσει κανένα αληθινό τέρας. 'Αληθινό τέρας', κάτι έχουμε εδώ, είπε από μέσα της. Αληθινό μπορεί όχι, αλλά τους φόβους και τις ανασφάλειές της που κατά κάποιον τρόπο έμοιαζαν με τέρατα... αυτούς ναι, τους είχε νικήσει, έστω προσωρινά.

Δεν ήταν τέρατα απ' αυτά
Που θέλουν να σε φάνε
Παρά απ' αυτά που το μυαλό
Τις νύχτες τυραννάνε

Πολύ καλύτερα, επαίνεσε τον εαυτό της. Τώρα μάλιστα, υπήρχε και μέτρο και ομοιοκαταληξία κι ένα νόημα που έβγαινε, χωρίς να λέει ψέματα. Αισθανόμενη μια στιγμιαία ικανοποίηση για το έργο της που είχε κάνει μια όμορφη αρχή, κράτησε σφιχτά το στυλό και συνέχισε να γράφει, χωρίς να βλέπει καθαρά τις λέξεις στο χαρτί, τώρα που δεν φορούσε γυαλιά κι ο φωτισμός ήταν αρκετά περιορισμένος. Αποφάσισε να συνεχίσει να μιλά για τα τέρατα. Κάτι τέτοιο θα έπλαθε πολύ ενδιαφέρουσες εικόνες στους αναγνώστες της.

Ορθώνουν τοίχους μέσα σου
Σε κάνουν να φοβάσαι

Κάτσε, το ρήμα 'φοβάμαι' το χρησιμοποίησα και πιο πάνω. Αν το χρησιμοποιήσω πάλι θα είναι υπερβολή, έκανε κι αφού μουτζούρωσε ελαφρά τους παραπάνω στίχους, ξεκίνησε ξανά:

Ορθώνουν τοίχους μέσα σου
Σε κάνουνε να τρέμεις

Μπίνγκο! Και το ίδιο νόημα και διαφορετική λεξούλα...

Να νιώθεις απροστάτευτος
Και μόνος σου να μένεις

Έμεινε πολύ ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα μέχρι εκεί, καθώς κι από την ταχύτητα με την οποία βρήκε την καινούρια λέξη που έψαχνε. Κοίταξε προς τον ουρανό, που δάκρυζε πιο πολύ απ' ό,τι πριν. Τώρα που το σκεφτόταν καθαρά, αυτό που περιέγραφε στους στίχους της ήταν κι αυτό που ένιωθε αυτή τη στιγμή. Αυτό που ένιωθε και πριν απ' το ταξίδι της. Μα ναι, θυμόταν έντονα πως το είχε αποδιώξει. Πως πράγματι είχε κατορθώσει να νικήσει τα 'τέρατα'. Αυτό έπρεπε να το αναφέρει στο ποίημα της! Και μάλιστα γρήγορα, πριν το ξεχάσει πάλι και βυθιστεί στη μιζέρια!

Κι όμως υπήρξανε στιγμές
Που πάλεψα με θέρμη
Το τέρας που με σίμωνε
Το έκανα να τρέμει

Κι οι σύντροφοί του οι πολλοί
Σαν βλέπαν τη ντροπή του
Βροχή δακρύων έριχναν
Και φεύγανε μαζί του

Κι εγώ έμενα μόνη μου
Κι ετούτη η αλυσίδα
Των φόβων που ξαπόστειλα
Γινότανε ασπίδα

Έγραψε τις επόμενες λέξεις βιαστικά, χωρίς να προσέχει ούτε αν έκανε καλά γράμματα, ούτε αν πατούσαν σωστά στις γραμμές, ούτε καν αν μπορεί να έγραψε το ένα πάνω στο άλλο. Κράτησε βέβαια στο πίσω μέρος του μυαλού της ότι χρησιμοποίησε ξανά το ρήμα 'τρέμω', αλλά σε αυτή τη φάση κατέληξε ότι δεν είχε σημασία. Η αίσθηση πληρότητας που ήρθε να την τυλίξει, όπως την τύλιγε κάποτε το μάλλινο σάλι της γιαγιάς της, ήταν τόσο γλυκιά που δεν ήθελε να την αποχωριστεί. Κοίτα πόσα κατάφερες, κορίτσι μου, πόσο εξελίχθηκες. Κράτα αυτή την εικόνα μέσα σου, μην την πετάς στα σκουπίδια, είπε στοργικά στον εαυτό της και της φάνηκε πως ήταν η πρώτη φορά που του μίλησε με τόση καλοσύνη. Το σκοτάδι της ψυχής της το ένιωσε να ελαφρώνει, να γίνεται πιο λεπτό, πιο εύκολο στο να το διαπεράσει, μα ήξερε πως για να κάνει κάτι τέτοιο, δεν αρκούσε μόνο να θυμηθεί όσα καλά έκανε, αλλά κι όσα άσχημα. Να τα φέρει στη μνήμη της, να τα αντιμετωπίσει τώρα που ένιωθε δυνατή κι αν ήταν γραφτό, να τα ξεπεράσει. Η σκέψη την τρόμαξε, όμως ήταν μια από τις σπάνιες φορές που η Λόλι ήταν μουδιασμένη, τόσο μουδιασμένη που είχε τη δυνατότητα να πει τα πράγματα με το όνομά τους χωρίς να ντραπεί. Έπιασε ξανά το στυλό κι άρχισε να γράφει υπό την μουσική υπόκρουση της μπόρας...

Μ' αρέσει ο ήχος της βροχής
Με κάνει να ξεχνάω
Όσες φορές απέτυχα
Πόσο γι' αυτές πονάω

Έγραψε σκεπτόμενη ότι οι λέξεις αυτές δεν φτάνανε να εκφράσουν το μέγεθος της πίκρας που είχε μέσα της, αλλά συνέχισε σχεδόν σαν υπνωτισμένη.

Όσους απογοήτευσα
Κι έδιωξα μακριά μου
Μα η δική σου η φυγή
Είν' πιο πικρή, χαρά μου

Το ξέρω, δεν σου άξιζε
Αυτή η τιμωρία
Να 'σαι ένα τέλος θλιβερό
Σ' αυτή την ιστορία

Δεν σου άξιζε, καλέ μου Ντάζυ, έκανε κι ένα δάκρυ κύλησε ασυναίσθητα επάνω στο χαρτί, μουτζουρώνοντας τη γραφή της, της οποίας το μελάνι δεν είχε προλάβει να στεγνώσει.

Κι όποτε πέφτει η βροχή
Ξανά σε συλλογιέμαι
Θα 'θελα να 'σουνα εδώ
Κοντά σου να κρατιέμαι

Ανάμεσα στη συναισθηματική φόρτιση και τον οίστρο της δημιουργίας, η Λόλι πίστεψε πως το τελευταίο κομμάτι ήτανε προχειρογραμμένο και χωρίς νόημα. Κουρασμένη, τράβηξε μια γραμμή στους τρεις παραπάνω στίχους και ξανάρχισε σε νέα σειρά.

Κι όποτε πέφτει η βροχή
Εσένα μου θυμίζει
Είσαι ένα θαύμα αληθινό
Μα ποιος τ' αναγνωρίζει;

Βλέπεις, όλοι μας μάθαμε
Για θαύματα σπουδαία,
Τρανά και μεγαλόπνοα
Και πάνω απ' όλα ωραία

Ωραίος εσύ δεν ήσουνα
Ή έτσι είχες πιστέψει
Ήσουν σαν δροσερή βροχή
Γαλήνευες τη σκέψη

Η απελπισία της χτύπησε την πόρτα, προστάζοντάς την να σταματήσει, όπως έκαναν και τα μάτια της που έτσουζαν κι η μέση της που είχε πιαστεί στη στάση που καθόταν επί ώρα, μα η Λόλι δεν σκόπευε να το κάνει αυτό. Όχι πριν φτάσει σε μία κατάληξη.

Πώς θα 'θελα να ήμουνα
Ψυχή μου, σαν εσένα
Να ξέπλενα τον κόσμο μας,
Να μην μισώ κανέναν

Το ξέρω, είναι δύσκολο
Μα θέλω να γνωρίζεις
Μ' αρέσει ο ήχος της βροχής
Γιατί μου τη θυμίζεις

Αποκαμωμένη, έκλεισε το τετράδιο και το έφερε στο στήθος της σαν να το αγκάλιαζε. Οι ανάσες της έβγαιναν βαριές, όπως βαρύ ήταν και πάλι το στομάχι της από τα γεγονότα που θυμήθηκε. Η βροχή εξακολουθούσε να πέφτει έξω. Η φουξομάλλα τόλμησε ν' ανοίξει το ένα της μάτι μετά από λίγο και η εικόνα μπροστά της τής φάνηκε πως υπήρχε πια μέσα της. Πως τώρα που είχε εκφράσει όσα ένιωθε, ήταν κάπως σαν να είχε ξεπλύνει την ψυχή της. Οι τύψεις και η αγωνία παρέμεναν, μα τουλάχιστον είχαν εκτονωθεί κάπως και δεν την τυραννούσαν. Σκεπτόμενη πιο καθαρά, κατέληξε ότι το ποίημα της ήταν υπερβολικά παιδαριώδες και όχι και τόσο καλό όσο πίστευε όταν το έγραφε. Ωστόσο, δεν το ξαναδιάβασε. Προτίμησε να μην ξανακοιτάξει καν τη σελίδα. Ό,τι ένιωσε, ό,τι τόλμησε να αποτυπώσει σ' εκείνες τις γραμμές ανήκε εκεί και θα έμενε εκεί. Θα το κοιτούσε μόνο όταν ένιωθε ακόμα πιο δυνατή. Μόνο τότε. Προς το παρόν, δεν θα έκανε τον κόπο να επικοινωνήσει με κάποιον εκδοτικό οίκο. Άλλωστε, είχε ακούσει ότι το πιο συχνό φαινόμενο που έβλεπαν οι εκδότες ήταν εκατοντάδες ποιήματα με θέμα τη βροχή να καταφθάνουν στα γραφεία τους, κάθε που εμφανιζόταν αυτό το καιρικό φαινόμενο. Ε, δεν θα τους κούραζε με ένα ακόμα τέτοιο ποίημα. Άπλωσε ξανά τη χούφτα της έξω κι όταν την έφερε πίσω, το νερό ανακούφισε τα μάτια της που τώρα είχαν ξεμείνει από δάκρυα.

«Σε ευχαριστώ, Ντάζυ», είπε μόνη της κοιτάζοντας στον ουρανό. Και τον ευχαριστούσε για όλα! Για την αγάπη του, την αυτοθυσία του, ακόμα και την έμπνευση που της έφερε απόψε η βροχή. Η βροχή του. Που της υπενθύμισε πως ακόμα και τα μικρότερα πράγματα στη ζωή, ακόμα και τα πιο ασήμαντα, όπως αυτός ο Ανολοκλήρωτος Νεράιδος, δεν είναι δεδομένα. Ακόμα και το πιο μικρό καλό, όπως μια βροχή τον Αύγουστο, είναι ένα θαύμα! Ένα πολύ σπουδαίο κι όμορφο θαύμα! Αφήνοντας ανοιχτό το παντζούρι, επέστρεψε στο κρεβάτι της κι αποκοιμήθηκε με το νανούρισμα των σταγόνων στα αυτιά της. Τα όνειρά της ήταν για πρώτη φορά εδώ και μήνες γεμάτα φαντασία, όπως ήταν και πριν από την πρώτη της περιπέτεια. Μα ούτε και σ' αυτά τα τρελά όνειρα δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως θα ξανάβρισκε τον Νεράιδο και μάλιστα στο τελευταίο μέρος και στην τελευταία κατάσταση που θα περίμενε ποτέ.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top