Κεφάλαιο 4°
"Πάρκαρε"το ποδήλατο πάνω στο κορμό ενός δέντρου, έβγαλε το καθρεφτάκι από τη τσάντα, έλεγξε τα μαλλιά και το πρόσωπο και ξεκίνησε να περπατά διστακτικά. Είχε φτάσει στον ιδιωτικό δρόμο και στο τέλος του, έβλεπε δύο τεράστιες σιδερένιες καγκελόπορτες. Γύρω τους έστεκαν πελώριοι θάμνοι ενώ δεν φαινόταν πουθενά να υπάρχει κάποιος εξωτερικός φύλακας.
Η εντύπωση που της δημιουργήθηκε ήταν άμεση... Κανένας δεν ενδιαφερόταν ούτε για τον κήπο αλλά ούτε για τη συντήρηση του εξωτερικού χώρου.
Σαν έφτασε έξω από την "γυμνή" από τσιμέντο πύλη, κοίταξε προς τα μέσα. Έδειχνε τόσο έρημο. Παρατημένοι θάμνοι, άγριες τριανταφυλλιές χωρίς μπουμπούκια , λάσπες, ενώ το πέτρινο μονοπάτι προφανώς οδηγούσε στη πόρτα , μετά βίας φαινόταν.
"Ήρθα σίγουρα στο σωστό μέρος;" αναρωτήθηκε και άρχισε να κοιτάζει για κάποιο κουδούνι. "Μπίνγκο!" Αποκρίθηκε σαν είδε κάτι που έμοιαζε και το πάτησε. Σχεδόν αμέσως ακούστηκε ένας συρταρωτος ανατριχιαστικος ήχος και η καγκελόπορτα άρχισε να σέρνεται πάνω σε κάτι που έμοιαζε με σκουριασμένο σίδερο.
Η Ιζαμπέλ και μόνο που έβαλε το ένα της πόδι από τη μέσα μεριά ένιωσε κάθε τρίχα του κορμιού της να σηκώνεται . Δεν φαινόταν τόσο έντονα απ' έξω αλλά σαν ξεκίνησε να περπατάει πάνω στο μονοπάτι, εκείνο έμοιαζε με λαβυρινθο. Οι θάμνοι ολοένα και μεγάλωναν και ένιωσε να χάνεται όταν ξαφνικά βρέθηκε μπροστά από τη πορτα.
"Ουαου..." της ξέφυγε ένα επιφώνημα. Το οίκημα ήταν τεράστιο. Είχε σίγουρα τρεις πτέρυγες. Στην είσοδο, υπήρχε μια μεγάλη διπλή στρογγυλη πόρτα, εχοντας για κουδούνι κάτι που έμοιαζε με εκείνα τα "λιοντάρια" που έβλεπε στη τηλεόραση και τα χτυπάς. Τα παντζούρια του επάνω ορόφου ήταν κλειστά, τα τζάμια του κάτω ορόφου βρώμικα και η αρχιτεκτονική τους σε γενικές γραμμές της θύμιζε μεσαίωνα.
Η σκέψη να γυρίσει και να φύγει σαν είδε κάτι μεγάλα πέτρινα αγάλματα που έμοιαζαν με τέρατα, γεννήθηκε μονομιάς. Σαν γύρισε όμως για να φύγει, η μάνα της πετάχτηκε στο μυαλό σαν βουβή υπενθύμιση των υποχρεώσεων της κι έσφιξε τα δόντια.
"Τίποτα δε σε τρομάζει. Ένα σπίτι είναι μονο..." Διαβεβαίωσε τον εαυτό της και βρίσκοντας το θάρρος, στάθηκε και χτύπησε τη πόρτα.
Τίποτα...
"Πριν λίγο άνοιξαν την εξωτερική πόρτα... Τι διάολο" σκέφτηκε και χτύπησε ξανά.
Και πάλι όμως δεν φάνηκε κανένας. Πλέον εκτός από φοβισμένη ήταν και περίεργη. Κατέβηκε τη μαρμάρινη σκάλα με σκοπό να πάει από το πλάι όταν ξαφνικά ένας θόρυβος, την έκανε να πάψει να περπατά.
"Ποια είσαι; Τι θέλεις εδώ;" σαν γύρισε, είδε έναν καστανοξανθό άντρα, γύρω στα 35 με 40 ψηλό, με καταγάλανα μάτια και όμορφο πρόσωπο να τη κοιτάζει εχθρικά.
"Εμ... " τα λόγια κόλλησαν στη γλώσσα. Εκείνος τη κοίταξε καλά καλά και βγήκε προς τα έξω.
"Καλά το κατάλαβα!" αναφώνησε. "Εσύ ήσουν η 40αρα που πήρε ξανά χθες έτσι; Κάτι μου έλεγε η φωνή αλλά... "
"Έχω ανάγκη τη δουλειά..." είπε χωρίς φόβο. Χωρίς ούτε καν να συστηθεί. "Ξέρω να κάνω τα πάντα. Σας παρακαλώ. Ούτε θα με βλέπετε. Θα πλένω θα κάνω τις δουλειές και όλα θα τα έχω έτοιμα. Δώστε μου μια ευκαιρία..." Η Ιζαμπέλ πέρασε κατευθείαν στο ψητό χωρίς καν να γνωρίζει ποιόν έχει απέναντι της.
"Λυπάμαι. Ο κύριος δεν επιθυμεί μικρές ηλικιακά γυναίκες..."
"Κύριος; Νόμιζα πως είστε το αφεντικό και..."
Εκείνος γέλασε
"Έιμαι ο Ντάνιελ. Ο μπάτλερ..."
Η Ιζαμπέλ έμεινε να τον κοιτάζει. Πως έγινε ανάθεμα μπάτλερ σε τέτοια ηλικία; Κληρονόμησε τη θέση από το πατέρα του; Αναρωτήθηκε ώσπου παραμέρισε τις συγκεκριμένες σκέψεις και πήγε λίγο πιο κοντά κρατώντας πάντοτε τις αποστάσεις φυσικά.
"Κοιτάξτε... Η μητέρα μου είναι ανήμπορη να δουλέψει. Έχω να πληρώσω υπερβολικά χρέη... Προσπαθώ με νύχια και με δόντια. Δώστε μου μια ευκαιρία. Η ηλικία τι ρόλο παίζει; Μπορω να καθαρίζω και να μαγειρεύω καλύτερα από αρκετές γυναίκες στα 40, τα 50 και τα 60 τους..."
Εκείνος έριξε ένα βλέμμα προς τα μέσα. Έδειχνε σαν να κοιτούσε κάποιον.. Έπειτα γύρισε προς εκείνη και της έκανε νόημα να περάσει.
"Αλήθεια; Θα μου δώσετε μια ευκαιρία; Δε το πιστεύω!!" αναφώνησε χαρούμενη μα μαζεύτηκε αμέσως. Ο άντρας έκανε στην άκρη κι εκείνη μπήκε μέσα πρώτη.
Μόλις έκλεισε τη πόρτα έμεινε να κοιτάζει γύρω της ξαφνιασμένη.
Ήταν τεράστιο το σπίτι. Ψηλοταβανο και απλά τεράστιο...
"Ακολουθήστε με δεσποινίς στο καθιστικό. Θα σας εξηγήσω τι ακριβώς ζητάμε και αν πιστεύετε πως είστε ικανή θα σας δώσω μια ευκαιρία..." της είπε κι εκείνη ξεκίνησε να τον ακολουθεί. Έφτασαν μπροστά από κάτι μεγάλες γυάλινες συρόμενες πόρτες και σαν τις άνοιξε, αντίκρισε έναν πολύ όμορφο χώρο. Δε του φαινόταν απέξω πως θα ήταν τόσο "ζεστό" , συγκριτικά όμως με το υπόλοιπο σπίτι που έμοιαζε με μαυσωλείο, ήταν ένα όμορφο δωμάτιο.
Της υπέδειξε να καθίσει στο καναπέ και εκείνος πήρε θέση απέναντι της, σε μια παλαιού τύπου πολυθρόνα. Αυτό που της έκανε εντύπωση στο συγκεκριμένο δωμάτιο, ήταν το μπαρ. Έπιανε μια ολόκληρη γωνιά και ήταν γεμάτο από ποτά κάθε είδους και από όλες τις χώρες. Δεν είχε ιδέα τι έγραφαν μερικές ετικέτες αλλά όλα μαζί, έδειχναν πολύ περιποιημένα και τακτοποιημένα. Γύρω γύρω στους τοίχους υπήρχαν κάδρα, και φυσικά μοκέτα κατά μήκος όλου του πατώματος. Εκτός όμως από το καναπέ, τη πολυθρόνα, το μπαρ και κάτι που έμοιαζε με πουφ μπροστά από το τζάκι, δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκεί. Ούτε γραφείο, ούτε φωτογραφίες, ούτε βιβλιοθήκη. Σε ένα τόσο μεγάλο χώρο , θα μπορούσαν να βάλουν πολλά πράγματα.
"Δεσποινίς...;" ρώτησε εκείνος και αντιλήφθηκε πως κατά πάσα πιθανότητα ρώτησε για δεύτερη φορά κι εκείνη ήταν αφηρημένη
"Με συγχωρείτε. Ιζαμπέλ... Ιζαμπέλ Κούπερ"
"Πολύ ωραία δεσποινίς Κούπερ. Δώστε μου λίγο προσοχή για να σας εξηγήσω τι ακριβώς θέλαμε. Θα καταλάβετε θεωρώ γιατί η επιλογή μιας μεγαλύτερης γυναίκα ήταν η αρχική μας"
Εκείνη σώπασε και περίμενε μη θέλοντας να διακόψει.
"Είστε διατεθειμένη να μένετε εδώ; Άπαξ και ξεκινήσετε δουλειά, η έξοδος σας θα είναι πάντα με σοφέρ και αυτό για να κάνετε τα βασικά ψώνια μια φορά το μήνα. Θα πρέπει να έχετε τόσο την όρεξη όσο και τη δύναμη να κρατάτε αυτό το σπίτι καθαρό. Δεν είμαστε τρελοί φυσικά... Σιγά σιγά θα το στρωθεί. Είναι μεγάλο οίκημα και παλιό όπως βλέπετε..."
"Εμ.. συγνώμη που διακόπτω, αλλά όταν λέτε 'ειμαστε' ; Πόσο μεγάλη είναι η οικογένεια;" ρώτησε περίεργη
"Δύο... Είμαστε δυο. Βασικά ένας. Μαζί με εμένα δύο αλλά δεν έχει σημασία. Έρχεται αρκετός κόσμος εδώ όποτε θέλει δουλίτσα... Όπως σας εξήγησα , χρειαζόμαστε μια αποκλειστική γυναίκα. Είστε νέα... Δεν σπουδάζετε;"
Η Ιζαμπέλ δίστασε...
"Ναι.. μου έμεινε ένας χρόνος... Ίσως θα μπορούσα να το κάνω παράλληλα. Ξέρετε είμαι γρήγορη και..."
"Όχι. Λυπάμαι. Αν θέλετε να σας δώσω μια ευκαιρία θα πρέπει να εγκατασταθειτε μόνιμα εδώ. Που σημαίνει όχι εξόδους. Όχι σχολή. Όχι εξωτερικές δουλειές κτλ. Αναφέρατε στην αρχή ότι είχατε και τη μητέρα σας σωστά; Αυτό το σκεφτήκατε;"
"Μα συγνώμη κι όλας, αλλά θα απαγορεύεται να βγούμε και από το σπίτι;" της ξέφυγε με αγανακτιση
"Συγνώμη, απλά..."
"Είδατε γιατί ψάχναμε για μεγάλες γυναίκες ; Αυτές δεν έχουν υποχρεώσεις ειδικά οι ανύπαντρες. Σας ευχαριστώ για το χρόνο σας... Μπορείτε να..."
"Δέχομαι! Θα τη πάρω τη δουλειά! Απλά αφήστε με να φέρω και τη μητέρα μου εδώ σας παρακαλώ. Δε θα ενοχλήσει κανένα σας το υπόσχομαι...Είναι μόνη, χρήματα δεν έχει... Δε μπορώ να..."
"Ξεχάστε το. Αν θέλετε όμως, μπορώ να σας προπληρωσω για ένα μήνα, να την επισκεφθείτε σαν πάτε να μαζέψετε τα πράγματα σας και έπειτα να εγκατασταθειτε εδώ. Φυσικά θα πρέπει να ξεχάσετε και τη σχολή σας..
Εινάι η τελευταία προσφορά. Ειλικρινά όμως, είστε ελεύθερη να ανοίξετε αυτή τη πόρτα και να φύγετε. Ούτως ή άλλως, χάρη σας κάνω τη δεδομένη στιγμή.
Μετά το πέρας της συμφωνίας όμως αν πράγματι τα βρούμε, θα ισχύουν κάποιοι όροι που θα πρέπει να τηρούνται. Αυτά θα σας τα αποκαλύψω αφού συμφωνήσουμε... Λοιπόν;"
"Δέχομαι... δέχομαι!" είπε γρήγορα σκεπτόμενη μόνο ότι θα έδινε στη μάνα της 2500 δολάρια κι εκείνος ζωγράφισε στα χείλη του, ένα πονηρό χαμόγελο...
❤️❤️❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top