Κεφάλαιο 35°

Χιλιετίες πριν...


Νούριελ...

.......

Νούριελ....

......

Νούριελ....

Τα νερά της επουράνιας λίμνης σχιστηκαν στη μέση τη τρίτη φορά που βγήκε από τα χείλη του το όνομα της ...
Ένα περίεργο χρυσοκοκκινο φως άρχισε να ξεχύνεται από τα σωθικά της λίμνης κι εκείνος σφαλησε τα μάτια του τόσο όσο έπρεπε για να μην τον τυφλώσει το φως της...
Στο πυθμένα εμφανίστηκε ένα τεράστιο  κενό . Έμοιαζε σαν ο πάτος της λίμνης να έκρυβε δύο τεράστιους βράχους που άνοιξαν συθέμελα αποκαλύπτοντας μια άβυσσο που δεν είχε τελειωμό.

Μια απαλή αγγελική μελωδία έφτασε στα αυτιά του και τότε σήκωσε το βλέμμα ικανοποιημένος.

Ήταν βγαλμένη από όνειρο.
Τα φτερά της δεν ήταν λευκά σαν των υπολοίπων. Είχαν για αρχή χρυσά πούπουλα που έβγαιναν μέσα από το αλαβάστρινο δέρμα της, ενώ στο τελείωμα τους αποκτούσαν μια κατακόκκινη απόχρωση που έμοιαζε με αίμα... Ολόκληρη η ύπαρξη της ήταν η επιτομή της τελειότητας. Του πρώτου και τελευταίου Μεριλήμ που φτιάχτηκε από τον ίδιο το Θεό. Ένα πλάσμα που όλοι έτρεμαν την ύπαρξη του ακόμα και ο ίδιος ο δημιουργός του. Ήταν κάτ'εικονα και καθ' ομοίωσην... Θα μπορούσε κάποιος να το παρομοιάσει και σαν αποτυχημένο πείραμα...
Ποιος θα έφτιαχνε κάτι ίδιο με εκείνον και έπειτα θα το φυλάκιζε ; Μα φυσικά ο θεός... Εκείνος που δεν ήξερε μα ήθελε να δει... Εκείνος που θέλησε να φτιάξει τη πλάση μα ξεκίνησε με λάθος τρόπο ...

"Νούριελ..." σαν είπε για τέταρτη φορά το όνομα της εκείνη τον κοίταξε..
Το δέρμα της ήταν λευκό και εξέπεμπε φως από τα κύτταρα του. Τα μαλλιά της ήταν μακριά, λευκά και στο τελείωμα τους, έβλεπες το χρυσό να κυματίζει...
Τα μάτια της έμοιαζαν με του ουρανού το ηλιοβασίλεμα. Είχαν τόσες πολλές αποχρώσεις μα σαν εστίασε πάνω του, έγιναν καταγάλανα... Πάντοτε γίνονταν γαλανά όταν τον κοιτούσε...

Το σώμα της αιωρηθηκε ώσπου βγήκε από την άβυσσο και κατέβασε ήρεμα το κορμί της μπροστά του. Το κεφάλι της κουνήθηκε ελαφρώς δεξιά και αριστερά κοιτώντας τον. Σαν να μη τον γνώριζε...

"Θα με θυμηθείς ξανά... Πάντα με θυμάσαι..." της είπε γλυκά μα σαν άπλωσε το χέρι του προς το πρόσωπο της εκείνη έκανε ένα γρήγορο ελιγμό σαν να ήταν φίδι και βρέθηκε πίσω του. Ο Άζραελ κράτησε την ανάσα του και παρέμεινε σταθερός. Ένιωσε την αύρα της να πλησιάζει ολοένα και πιο κοντά και μετέπειτα αισθάνθηκε την ανάσα της να σκάει στο πίσω μέρος του λαιμού του. Αν το ήθελε θα ήταν ήδη νεκρός με ένα τίναγμα των φτερών της, όμως ο Άζραελ ήξερε... Δε θα τον πείραζε... Το έκανε μια φορά , τη πρώτη...

-Λιγους αιώνες πριν...

Ήταν μια περίεργη μέρα εκείνη.
Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος από το εσωτερικό και εκείνος βρέθηκε στο ψηλότερο σημείο του, καθισμενος σε εκείνη τη λίμνη. Είχε βαρεθεί να τριγυρίζει στη γη και να παίρνει τις ψυχές. Πάντοτε βαριοταν ύστερα από μερικούς αιώνες και αναζητούσε ένα διάλειμμα. Όχι πολύ,τόσο όσο...

Δεν ήξερε πως στα απαγορευμένα εδάφη υπήρχε λίμνη.. και ναι, ακόμα και στους ουρανούς υπήρχαν απαγορεύσεις... Εκτός από το τόπο ανάπαυσης των αγγέλων και κάθε άλλων πλασμάτων , υπήρχε και η λεγόμενη εξορία. Πλάσματα τα οποία είχαν κριθεί επικίνδυνα και καταπάτησαν τις δυνάμεις που τους δόθηκαν ήταν φυλακισμένα σε δεκάδες διάσπαρτους βράχους. Χωμενοι μέσα σε πυκνά σύννεφα και σφραγισμένοι με την ουράνια σφραγίδα. Αρκετά από εκείνα τα πλάσματα τα είχε φυλακίσει ο ίδιος. Είχε βρεθεί ουκ ολίγες φορές σε εκείνα τα μέρη μα ποτέ δεν είχε πάει στη κενή πλευρά... Κενή, ονόμαζαν τη πλευρά που δεν είχε τίποτα. Που δεν κρατούσε κανενα πλάσμα και κανείς δεν ήξερε το λόγο της ύπαρξης της παρά μόνο ο δημιουργός.

Εκείνη τη μέρα το βήμα του τον έβγαλε σε εκείνο το μέρος... Πρόσεξε τη λίμνη και η περιέργεια του, τον ώθησε προς το μέρος της. Τα νερά ήταν γαλήνια. Σχεδόν τέλεια ευθυγραμμισμένα με την τριγύρω επιφάνεια. Η λίμνη ήταν περιτριγυρισμένη από βράχους οι οποίοι ήταν καλυμμένοι με ομίχλη ενώ το είδωλο του φαινόταν άψογα στο νερό σαν να ήταν καθρέφτης.
Ο Άζραελ παραξενεύτηκε. Σκέφτηκε πως ίσως ήταν κάποιου είδους φυλακή μα δεν υπήρχε πουθενά ο αιώνιος βράχος.
Ήταν ένας βράχος που είχε χαραγμένο ένα όνομα και πάνω του υπήρχε σκαλιστή η σφραγίδα.

Έκανε δύο τρεις κύκλους γύρω από τη λίμνη ψάχνοντας για κάποιο στοιχείο μα δεν υπήρχε τίποτα. Απογοητευμένος και σκεπτόμενος πως ίσως ήταν απλά ένα άδειο προς το παρόν μέρος, πλησίασε και βύθισε τα χέρια του στο νερό. Ήταν πιο ρηχά από ότι πίστευε. Μπορούσε να αγγίξει το χώμα στο πάτο ενώ κάτω από αυτό, ένιωθε τη κρύα υφή που είχαν οι βράχοι. Δίχως να το πολυσκεφτει, βούτηξε μέσα και τότε κατάλαβε...

Στο πυθμένα της λίμνης υπήρχε ένας τεράστιος βράχος ο οποίος ήταν καλυμμένος με χώμα. Άπλωσε τα χέρια του και αντιλήφθηκε πως πάνω του υπήρχε κάτι χαραγμένο. Κάτι μεγάλο... Συνήθως η χάραξη ήταν 3 με 4 εκατοστά , βαριά βαριά επτά... Τώρα όμως το όνομα του συγκεκριμένου πλάσματος ήταν χαραγμένο με τεράστια γράμματα και έπιανε ολόκληρο το πυθμένα.
Άρχισε να καθαρίζει το χώμα προσπαθώντας να διαβάσει.

Ν...
Νο... Νου... Νουρ...
Νούριελ....

Μόλις διάβασε νοερά το όνομα, ένιωσε τη λίμνη να τρέμει και πετάχτηκε έξω από το νερό σε δευτερόλεπτα.

Πρώτη φορά έβλεπε κάτι τέτοιο... Τόσο τεράστιος βράχος... Όλα ήταν απλά τεράστια... Ήξερε πως για να βγει ένα φυλακισμένο πλάσμα πρέπει να σπάσει μια σφραγίδα μα εκτός από το όνομα δεν κατάφερε να δει κάτι άλλο... Ήταν σίγουρος πως ότι κι αν ήταν εκεί μέσα, σίγουρα ήταν κάτι απίστευτα κακό και μοχθηρό. Εξού και η άγνοια που είχε τόσο αυτός όσο και όλοι για το συγκεκριμένο πλάσμα.
Κάθισε στην άκρη και απλά ψέλλισε μια φορά το όνομα δυνατά...
Προς έκπληξη του, τα νερά κουνήθηκαν ξανά. Όπως ακριβώς έγιναν όταν ήταν μεσα στη λίμνη.

Νούριελ...
Ψέλλισε για δεύτερη φορά και ολόκληρη η λίμνη άρχισε να σείεται... Ο Άζραελ είχε μόλις βρει το κλειδί.
Άνοιξε τα χείλη του για τρίτη φορά και κάνοντας ένα βήμα πίσω, πρόφερε ξανά το όνομα...

Και τότε την άκουσε... ξεκίνησε σαν μια απαλή μελωδία και μετατράπηκε σε σεισμό. Τα βράχια εντός της λίμνης σηκώθηκαν και το φως που βγήκε από μεσα τους, του έκαψε τα μάτια. Ήταν σαν να έτρεμε ολόκληρος ο ουρανός...

Έπεσε στα γόνατα αδυνατώντας να κρατηθεί από τις δονήσεις ενώ ο φόβος για το άγνωστο πλάσμα που απελευθέρωσε γιγαντώθηκε. Δεν φοβόταν το ίδιο το πλάσμα. Ο Άζραελ δε φοβόταν τίποτα παρά μόνο το ψέμα από τον ίδιο το δημιουργό του και τις επιπτώσεις της πράξης του. Όπως είχε φυλακίσει δεκάδες πλάσματα έτσι θα κατάφερνε να φυλακίσει και αυτό ξανά.

Καθόλη τη διάρκεια δεν κατάφερε να σηκώσει το βλέμμα προς το φως ενώ όταν αυτό έπαψε να απειλεί τα μάτια του, ένιωσε στο λαιμό του μια λεπίδα. Κάποιος βρισκόταν ακριβώς από πίσω του.

"Φτερά..." Ψέλλισε σαν αντίκρυσε ένα κατακόκκινο πούπουλο κολλημένο στη σάρκα του. "Έχεις φτερά..." συνέχισε σαστισμένος και χωρίς να το πολυσκεφτει γύρισε απότομα προς τα πίσω. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα στην όψη της. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ του κάτι τόσο όμορφο καθόλη τη διάρκεια της ύπαρξης του.

Το πλάσμα ή μάλλον ο άγγελος που απελευθέρωσε δεν έμοιαζε καθόλου χαρούμενος. Μα ούτε και νευριασμένος.
Ήταν γυναίκα... Μια γυναίκα που δεν είχε ίχνος συναισθήματος στο πρόσωπο. Το λεπιδιασμενο φτερό ήταν ακόμα κολλημένο στο λαιμό του και εκείνος έμεινε να τη κοιτάζει θαμπωμένος.

"Νούριελ..." ψέλλισε το όνομα της κι εκείνη δίνοντας του μια δυνατή σπρωξια άπλωσε το φτερό της και του χάρισε μια τεράστια σχισμή στο μάγουλο. Το κόκκινο υγρό έτρεξε αμέσως μα εκείνος δεν αντεπιτέθηκε. Δεν είχε ιδέα τι είχε να αντιμετωπίσει και έκτος αυτού, εκείνο το πλάσμα ήταν τόσο όμορφο που του είχε κόψει την ανάσα...

-Παρον

Το φτερό έγινε λεπίδα και η λεπίδα κόλλησε στο λαιμό του όπως πάντοτε.

Ο Άζραελ γύρισε σιγά σιγά και την κοίταξε. Κάθε φορά του έπαιρνε ολοένα και λιγότερο χρόνο για να την κάνει να θυμηθεί... Ποτέ του δε κατάφερε να τη σκοτώσει. Ούτε τη πρώτη φορά που την έβγαλε αλλά ούτε και τις επόμενες . Αντ'αυτου εκείνος κάθε φορά βυθιζόταν ολοένα και περισσότερο στη μαγεία της.

"Μου έλειψες..." της είπε ήρεμα κι εκείνη έσμιξε τα φρύδια της. Τα χαρακτηριστικά της έγιναν πιο στοργικά μόλις εκείνος άπλωσε το χέρι και τη χαιδεψε  ενώ στα αμέσως επόμενα δευτερόλεπτα, η λεπίδα κατέβηκε και το πρόσωπο της βρέθηκε κολλημένο στη παλάμη του.
Ακόμα δεν είχε καταλάβει πως γίνεται να ξεχνάει... Σαν να ήταν η λίμνη της λήθης. Κάθε φορά που ο Άζραελ έφευγε, εκείνη έμπαινε μέσα με τη θέληση της και όταν εκείνος τη καλούσε, η Νούριελ δε τον θυμόταν.
Αν και ο Άζραελ σκέφτηκε αρκετές φορές να το ερευνήσει και να ρωτήσει για εκείνη, ένιωθε πως δε μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη σε κανένα.

"Άργησες..." του είπε αξαφνα και εκείνος σαστισε. Ύστερα από τόσες φορές που την είχε επισκεφθεί πρώτη φορά του μιλούσε... Ολόκληρη η ψυχή του πεταρισε στο άκουσμα της φωνής της.

"Μιλάς..." αποκρίθηκε κι εκείνη πέταξε κυκλικά γύρω του και προσγειώθηκε μπροστά του.

"Φυσικά και το κάνω... Έμαθα να το κάνω ακούγοντας τη γλώσσα μέσα στο κεφάλι σου..." του είπε κι εκείνος τη κοίταξε παράξενα. Ξάφνου μια περίεργη φωνή ακούστηκε στο κεφάλι του. Μια γλώσσα που ο ίδιος δεν καταλάβαινε... Ήταν μια ομιλία που δεν είχε ακούσει ξανά...

Λεβ τουρί ελίσιους, νόβα σάλντι λε χαρ; ού νουρ σάτιους με φαλά βέριους...

Ο Άζραελ έσμιξε τα φρύδια και τη κοίταξε. Τότε εκείνη άπλωσε το χέρι της και τοποθετώντας το στο μέτωπο του, επανέλαβε πιο δυνατά τη φράση μέσα στο κεφάλι του...

"Πώς κατάφερες να με βγάλεις; Κανένας δε μπορεί παρά μόνο εκείνος..."

Αυτή τη φορά τα λόγια της ήταν ξεκάθαρα αν και μιλούσε τη δική της γλώσσα.

"Τι είσαι..." του βγήκε αυθόρμητα κι εκείνη χαμογέλασε για πρώτη φορά.

"Είμαι αυτό για το οποίο εκείνος μετάνιωσε και αυτό το οποίο μπορεί να καταστρέψει τα πάντα ...." Του είπε ήρεμα και συνέχισε "Κανένας δεν είναι ικανός να νιώσει το χάραγμα στο βράχο...Μόνο εκείνος ο οποίος φτιάχτηκε από εμένα..."

Ο Άζραελ έμεινε σκεπτικός και τότε εκείνη ανυψώθηκε λίγα μέτρα και τέντωσε τα φτερά της. Το κορμί της ήταν τυλιγμένο με κάτι που έμοιαζε με λευκό σάβανο και μόλις εκείνο έπεσε φανερώθηκε μια δυσμορφία στο αριστερό πλευρό της. Μόλις το είδε, ο Άζραελ έπιασε αντανακλαστικά το σώμα του μα δεν υπήρχε κανένα κενό.

"Μη ψάχνεις αυτό που δε θα δεις ποτέ..." του είπε και σαν χαμήλωσε , τον πλησίασε. "Υπάρχουν τρεις κύκλοι από δεσμά... Για να ελευθερωθω πρέπει να σπάσει ο βράχος και να πεις το όνομα μου ..." Η Νούριελ έκανε μια παύση "Ύστερα πρέπει να με νιώσεις βαθιά μέσα στο πετσί σου και να φτάσεις στο σημείο να καταλάβεις τη γλώσσα μου... Και μετά..."

"Και μετά;" Ρώτησε χωρίς να το πολυσκεφτει

"Μόνο το δημιούργημα μου μπορεί να με βγάλει, να με απελευθερώσει και ύστερα αν γίνει ένα μαζί μου, τότε θα αποκτήσω πραγματική ελευθερία...Νόμιζες πως επιστρέφω ξανά στη φυλακή με τη θέληση μου; Άπαξ και φύγεις, η ύπαρξη μου επιστρέφει στα δεσμά της...Επιστρέφω στη λήθη... Κάτι που έπρεπε να γίνει και μέ εσένα... Δεν έγινε όμως... Έρχεσαι. Θυμάσαι. Με βγάζεις...Ίσως κάτι του διέφυγε σε αυτό το σημείο..."

"Τι έκανες και σε φυλάκισε;" Τη ρώτησε

"Δημιουργήθηκα..." του απάντησε ήρεμα και πλησιάζοντας τον ακόμα πιο πολύ έκλεισε εντελώς την απόσταση ανάμεσα τους. Ήταν πανέμορφη. Ίσως η μόνη λέξη που θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει ήταν η τελειότητα η ίδια.

"Τι πρέπει να κάνω;" Η ερώτηση που της έκανε κατά κάποιο τρόπο είχε μια απάντηση που ο Άζραελ ήξερε μα η Νούριελ απομακρύνθηκε . "Που πας;"

"Μαζεύεις ψυχές... Μαζεύεις πόνο και δίνεις πόνο... Κι όμως... Πίσω από αυτό το ρόλο, πίσω από αυτή τη φαινομενικά γεμάτη ζωή, είσαι άδειος. Κενός. Ψάχνεις αυτό που θα σε κάνει να νιώσεις ζωντανός μέσα στην ατέρμονη κενότητα σου μα δε μπορώ..."

"Νούριελ που πας!" της φώναξε δυνατά σαν την είδε να επιστρέφει προς τη λίμνη μα εκείνη δεν του απάντησε. Μπήκε πάλι στη φυλακή της αφήνοντας τον πίσω να αναρωτιέται για όσα άκουσε, έμαθε και ένιωσε...

- έναν αιώνα αργότερα ...

Πέταξε το τραπουλόχαρτο κουρασμένα πάνω στο τραπέζι... Σηκώθηκε και κοίταξε τη στάχτη μπροστά του. είχε κερδίσει. Πάντα κέρδιζε στο τέλος.
Οι άνθρωποι άλλαζαν. Οι εποχές άλλαζαν. Εκεί που κάποτε είχε να κάνει με μερικές χιλιάδες τώρα εκείνοι έγιναν εκατομμύρια πάνω στο πλανήτη.
Ποτέ του δεν είδε ξανά. Όσες φορές κι αν πήγε σε εκείνη τη λιμνη , όσες φορές κι αν φώναξε το όνομα της, όσες φορές κι αν ούρλιαξε , εκείνη δε βγήκε ποτέ ξανά...

Με το χτύπημα των δαχτύλων του, τηλεμεταφερθηκε από τη γη... έφτασε στην απαγορευμένη περιοχή και περπατώντας ανάμεσα από τους βράχους, ώθησε τον εαυτό του προς τη λίμνη. Ήταν τόσο οργισμένος. Σαν να είχε χάσει τη πιο δυνατή ναρκωτική ουσία. Έμπηξε τα χέρια του τόσο βαθιά στα βράχια που τα έσκισε στα δύο. ένιωσε το σώμα του να αλλάζει... Λέπια έπαιρναν τη θέση του δέρματος και βγάζοντας πνιχτες κραυγές μεταμορφώθηκε σε ένα γιγάντιο φίδι.

"Βγες έξω!!! Σε διατάζω!" ούρλιαξε με την εσωτερική του φωνή ενώ ταυτόχρονα φώναζε δυνατά το όνομα της. Χτυπιοταν μέσα στο νερό ενώ με κάθε τίναγμα της ουράς του τα βράχια έσπαγαν και γινόταν θρυψαλλα...

"ΒΓΕΣ ΕΞΩΩΩ" άφησε τη τελευταία κραυγή του "ΤΕ ΡΙΟΥΣ ΠΑΛ ΓΕΡ ΒΑΝΟΥΣ!!!"

Στη τελευταία φράση τα βράχια σείστηκαν και η λίμνη σκίστηκε στα δύο.
Το γνωστό άγνωστο πλέον φως που του είχε τόσο λείψει έκανε την εμφάνιση του και εκείνος χωρίς να αλλάξει μορφή, όρμησε προς το μέρος της πριν εκείνη βγει και τυλίχθηκε γύρω της. Με ένα δυνατό τίναγμα την έβγαλε έξω και τη πέταξε κάτω. Ήταν τόσο τυφλωμένος από την οδύνη και την δίψα του για εκείνη που άρχισε να τη σφίγγει υπερβολικά . Τα φτερά της τσαλακωθηκαν ενώ η φωνή της στέρεψε. Όσο τη πίεζε άλλο τόσο η θερμοκρασία του κορμιού της αυξανόταν

Το φως της άρχισε να λιγοστεύει , οι σπίθες από τα φτερά της απόκτησαν μια πιο σκούρα απόχρωση και ξάφνου τα μάτια της σκοτείνιασαν. Η Νούριελ έβγαλε μια δυνατή κραυγή και τινάζοντας τα χέρια της, τιναξε και εκείνον μαζί. Ο Άζραελ ήταν θυμωμένος. Μια μάχη άρχισε ανάμεσα τους
Ένας άγγελος με ένα θεριό...
Αστραπές και βροντές έπεφταν ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους ώσπου ξαφνικά πάνω σε ένα τύλιγμα που έκανε ο Άζραελ γύρω της, πήρε τη κανονική του μορφή. Τα λέπια έφυγαν, το φιδίσιο σώμα απέκτησε πόδια ενώ τα χέρια του τυλίχθηκαν γύρω από το λαιμό της. Δίχως άλλο, τη τράβηξε δυνατά προς το μέρος του συνθλίβοντας παράλληλα τα χείλη του στα δικά της. Η Νούριελ έβγαλε ένα πνιχτο τσιριχτο ήχο ενώ λίγα από τα φτερά της έπεσαν κάτω. Ο Άζραελ τη πέταξε στο έδαφος και σκαρφάλωσε πάνω της. Ξέσκισε το λευκό ύφασμα που κάλυπτε τη γυμνια της και αδυνατώντας να κρατήσει τις ανθρώπινες ορμές του, χώθηκε ανάμεσα στα πόδια της και την ακινητοποίησε

"Μη!" Του φώναξε μα ήταν αργά...
Μπήκε μέσα της κι εκείνη σφαδασε...
Ένας μαύρος καπνός τους τύλιξε και σε κάθε του ώθηση ο ανατριχιαστικος ήχος από τα κρακ που έκαναν τα φτερά της καθώς  έσπαγαν του προκαλούσαν φρενιτιδα.

Η Νούριελ αναστεναξε βαθιά και ενέδωσε δίχως άλλο... Ο μαύρος καπνός εξαφανίστηκε παίρνοντας μαζί και τα φτερά της. Άφησε πίσω του ένα ανθρώπινο απλό κορμί δίχως λάμψη. Δίχως τίποτα... Μια σάρκα και οστά...

Όταν ο Άζραελ ξύπνησε βρισκόταν μόνος...
Στη γη... Σε ένα από τα δεκάδες δωμάτια των ξενοδοχείων που έμενε κατά καιρούς όταν πήγαινε να συλλέξει ψυχές... Ξύπνησε με τη μνήμη της προηγούμενης μέρας... Δε θυμόταν ούτε την Νούριελ, ούτε τη φυλακή ούτε τίποτα...

Η τέταρτη σφραγίδα προστασίας είχε ενεργοποιηθεί...

Να είστε όλοι καλά...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top