Κεφάλαιο 3°

"Λυπάμαι δεσποινίς μου. Το αναφέρει ρητά η αγγελία. Μόνο άνω των 40!"

Η κλήση τερματίστηκε στα μούτρα της κι εκείνη κοπανησε το ακουστικό στο τηλεφωνικό θάλαμο.

"Μα τι αγενής άνθρωπος ήταν αυτός!" Σκέφτηκε φωναχτά , "Τουλάχιστον η αγγελία είναι ακόμα σε ισχύ... Φαντάσου τι θα ζητάνε για να μην πήραν κανένα..." συνέχισε να μονολογει και κοίταξε ξανά το σκισμένο χαρτάκι με την αγγελία. "Ωραία λοιπόν... Ας δοκιμάσουμε κάτι διαφορετικό..." η Ιζαμπέλ ξαναπληκτρολογησε τον αριθμό, έστρωσε λιγάκι το λαιμό της και περίμενε.

"Οικία Λώρενς, παρακαλώ;" ακούστηκε ξανά η ίδια φωνή

"Καλησπέρα σας. Τηλεφωνώ για την αγγελία που έχετε βάλει. Θα ήθελα..."

"Ηλικία;" τη διέκοψε απότομα

"46" του είπε παρακαλώντας από μέσα της να μη το κλείσει

"Πολύ ωραία. Δεξιότητες;"

"Πλύσιμο, σιδερωμα , δείπνο , καθάρισμα φυσικά" απάντησε κρατώντας το τόνο της όσο πιο ήρεμο γινόταν.

"Τζένκινς 26 str . Να είστε εδώ να σας δω αύριο το απόγευμα"

"Με συγχωρείτε μα δεν έχω ακούσει αυτό το δρόμο..."

"Ακολουθήστε το παλιό αυτοκινητόδρομο κυρία μου. Το σπίτι βρίσκεται λίγο έξω από τη Νέα Υόρκη. Μόλις φτάσετε στο βενζινάδικο ρωτήστε και θα σας πουν" ο άντρας της το έκλεισε για δεύτερη φορά κυριολεκτική μα δεν την ένοιαξε. Βγήκε σχεδόν χορεύοντας από το θάλαμο.

Αν τόσο πόσο επέμεναν για την ηλικία , ίσως υπήρχε τρόπος... Κάτι θα έβρισκε μέχρι την επόμενη μέρα.

Έβαλε στη τσάντα το χαρτάκι , κάθισε σε ένα παγκάκι, και ανοίγοντας ένα ένα τα φερμουάρ  έψαχνε για ψιλά ώσπου κατάφερε να βρει 2 δολάρια συνολικά.

"Και τι θα πάρω εγώ τώρα με αυτά..." αναλογίστηκε σμίγοντας τα φρύδια της.
"Ανάθεμα!" βλαστημησε και κίνησε για το σπίτι. Καλύτερα να επέστρεφε γιατί αν έμενε κι άλλο, εκτός από νηστική θα κατέληγε και μούσκεμα. Είχε αγριεψε ο καιρός.

Έφτασε στην οικοδομή και σαν είδε το Πίτερ να παρκάρει αύξησε το βήμα. Το μόνο που δεν ήθελε ήταν μια συνάντηση με "το γαμπρό" που ήθελε να της πασάρει η μάνα της το τελευταίο δίμηνο. Αδύνατος, γύρω στα 40, λεφτά με τη χούφτα και πρόσωπο σαν ανάποδο γαμωτο. Ήταν υπεύθυνος σε μια εταιρία πετρελαίου. Όταν δε δουλευε τριγύριζε στη γειτονιά φορώντας φόρμες και νομίζοντας πως είναι δεκαπέντε. Ήταν από εκείνους τους άντρες που πίστευαν ότι κάθε γυναίκα τους ποθούσε.

"Ιζυ! Ιζυ!!!" Άρχισε να τη φωνάζει σαν την είδε

"Φτου! Τη τύχη μου..." ψέλλισε χαμηλά και γύρισε προς το μέρος του "Καλησπέρα κύριε Πίτερ" τον χαιρέτησε

"Ε όχι και κύριο μωρέ... Σιγά... Γιατί πάντα κρατάς τους τύπους; 11 χρόνια έχουμε διαφορά"

Η Ιζαμπέλ έμεινε να τον κοιτάζει παραξενεμένη. Αναρωτιόταν αν όντως είχε κάποια εγκεφαλική βλάβη, η αν ήταν απλά μαλάκας.

"Η μαμά σου μου είπε πως ψάχνεις για δουλειά το πρωί που την είδα..."

"Είδατε τη μητέρα μου;" παραξενεύτηκε

"Ναι.. Ήθελα να σας φέρω τα κοινόχρηστα και άνοιξε εκείνη. Εμ... Χρειάζομαι γραμματέα... Οπότε έχω μια Καινή θεσ..."

"Βρήκα δουλειά ευχαριστώ! Καλή σας μέρα!" του το έκοψε και μπήκε στη πολυκατοικία

"Ιζυ!" Άκουσε και σταμάτησε . Πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε.

"Κύριε Πίτερ; Θα σας παρακαλούσα αν δεν με λέγατε ξανά Ιζυ... " Το βλέμμα της έσταζε μαυρίλα . Τα νεύρα της είχαν γιγαντωθεί και άνετα θα του έριχνε μια μπουνιά.

"Με συγχωρείς δεν ήξερα ότι σε πειράζει. Το βρίσκω γλυκό..." η χαζοχαρουμενη φάτσα ενος σαραντάρη με πράσινες φορμες γυμναστικής , έγδαρε τα εγκεφαλικά της κύτταρα. Ένα προς ένα...

"Καλή σας μέρα κύριε Πίτερ!" αρκέστηκε μόνο να πει και έφυγε προς το σπίτι βρίζοντας από μέσα της.

Κάθε άλλη κοπέλα στη θέση της, ίσως γοητευοταν από το τρόπο του μα εκείνη όχι. Είχε ανάγκη τα λεφτά και μια εργασία αλλά δε θα ξεπουλουσε τον εαυτό της. Εκνευρισμένη, άνοιξε τη πόρτα και μπουκαρε σαν το σίφουνα

"Πόσες φορές σου έχω πει να μη μιλάς για μένα με αυτό το πορνογερο από το 4° μου λες;" είπε χωρίς να ορίζει τη γλώσσα.

"Έφερες φαι; Ήρθαν τα κοινόχρηστα!" η μάνα της έβγαινε από τη κρεβατοκάμαρα και η Ιζαμπέλ έμεινε να τη κοιτάζει.

"Α ναι; Ε λοιπόν. Όχι.. δεν έφερα φαγητό αλλά σου βρήκα δουλειά !" της ανακοίνωσε και η μάνα της γουρλωσε τα μάτια. Είχε καιρό να τη δει να αντιδράει.

"Τι είπες;" ρώτησε ύστερα από λίγο

"Μη με κάνεις να επαναλαμβάνομαι. Αύριο θα πας για συνέντευξη! Τα λεφτά είναι πολλά και επιτέλους θα κάνεις κάτι χρήσιμο! Θα έρθω μαζί. Ίσως καταφέρω να πιάσω κι εγώ δουλειά κάπου εκεί μέσα"

Η Κλάρα γέλασε...

"Τα πόδια μου με πονάνε αρκετά. Δεν ξέρω τι έβαλες στο μυαλό σου αλλά ξέχασε το.!"

"Γιατί ρε μάνα... Γιατί. Τι ζήτησα πια; Να τελειώσω τις σπουδές μου σαν άνθρωπος ζήτησα ! Αντί αυτού εγώ κάθομαι και σε νταντευω όλη μέρα... Συνελθε σε παρακαλώ. Εσύ δεν ήσουν έτσι..." αποκρίθηκε στεναχωρημένη.

"Φέρε μου δυο χάπια..." ήταν η απάντηση της καθώς πήρε θέση στη πολυθρόνα. Απάθεια... "Αν είναι τόσο καλή δουλειά αυτή, να πας. Θα σε πάρουν. Εγώ δε πάω πουθενά. Θέλω να πεθάνω! Μετά θα είσαι ελεύθερη !"

Η Ιζαμπέλ ετριψε τους κροτάφους της ...
Άρχιζε πάλι τη κλασική γκρίνια του θανάτου... Εκείνο το μοιρολόι που έπιανε σαν κάτι δε γινόταν με το δικό της τρόπο. Ούτε ενδιαφέρθηκε να ρωτήσει λεπτομέρειες για τη δουλειά.

"Ξέρεις κάτι; Θα πάω μόνη μου... Θα πάρω τη δουλειά , θα συνεχίσω να σε ταιζω αλλά ξέχνα με μετά!" της είπε μην αντέχοντας άλλο για να τη συνετίσει

"Ελπίζω να μη φάμε πάλι πατάτες σήμερα..."
Σαν άκουσε τα λόγια της κατέβασε το κεφάλι και πήγε στη κουζίνα. Πήρε δυο χάπια, της τα έδωσε χωρίς να πει λέξη και ύστερα αδιαφορώντας εντελώς , πήγε στο δωμάτιο της.

Στάθηκε μπροστά από το καθρέφτη , έριξε ένα βλέμμα στο είδωλο της και σουφρωσε τα χείλη της.

"Είσαι έξυπνη... Κάτι θα βρεις αύριο" ψέλλισε και άνοιξε τη ντουλάπα.

               ******************

Το ζεστό αεράκι έπαιρνε τα μαλλιά της προς τα πίσω. Καβάλα πάνω στο μοναδικό της μέσο, ένα παλιό κόκκινο ποδήλατο , πήρε το παλιό αυτοκινητόδρομο προσεκτικά. Στόχος της ήταν το βενζινάδικο. Έψαξε αρκετά τη προηγούμενη μέρα μα κατέληξε πως δεν είχε τίποτα επίσημο έτσι ώστε να δείχνει κάπως πιο μεγάλη. Όχι πως βοηθούσε... Το πρόσωπο της είχε εκείνη τη παιδική αθωότητα. Τα χείλη της ήταν αρκετά μεγάλα , κόκκινα από μόνα τους. Ενώ τα μάτια της, ήταν κι αυτά τεράστια. Δεν ήταν τυχαίο που ο Πίτερ επέμενε. Ήταν πραγματικά πανέμορφη. Μικρές διάσπαρτες φακίδες γύρω από τη μύτη της προσέδιδαν εκείνη τη παιδικοτητα που αν και 28 την έκαναν να μοιάζει με δέκα χρόνια νεότερη.
Ένας ακόμα πονοκέφαλος για το πώς θα κατάφερνε να πάρει τη δουλειά . Μα ήταν αποφασισμένη ακόμα και να παρακαλέσει. Μέχρι και το παλιό σακάκι της μάνας της φόρεσε. Ίσως έδειχνε λίγο γαργιασμενο αλλά το έπλυνε και το σιδερωσε. Καθάρισε μια προς μια τις κλωστές και πίστευε πως ίσως είχε κάποιες πιθανότητες.

Τα πόδια της είχαν κουραστεί από το πετάλι όταν πια είδε το βενζινάδικο.
Έφτασε, άφησε το ποδήλατο και φτιάχνοντας ελαφρώς τα μαλλιά της μπήκε και ρώτησε για οδηγίες. Ο καταστηματάρχης της εξήγησε πως εκείνος ο δρόμος είναι ιδιωτικός και ήταν κάπως αρνητικός στην όλη συμπεριφορά του. Η Ιζαμπέλ τον ενημέρωσε πως έχει ραντεβού για εργασία και παρά το περίεργο ύφος του, στο τέλος της εξήγησε το δρόμο. Απείχε μόλις πέντε λεπτά με το ποδήλατο.

Τον ευχαρίστησε, και ξεκίνησε...


❤️❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top