Κεφάλαιο 2°
Άφησε σε μια άκρη τα βιβλία της , έπιασε τα μαλλιά της ένα ψηλό κότσο και ρίχνοντας ένα βλέμμα στη μάνα της που ήταν ακόμα καθισμένη στη πολυθρόνα από το πρωί, πήγε στη κουζίνα. Σαν νεκρή περιτριγύριζε το τελευταίο χρόνο. Μα η Ιζαμπέλ είχε συνηθίσει πια. Πήγαινε το πρωί στη σχολή, έπειτα σπίτι και κατά το ενδιάμεσο προσπαθούσε να κάνει οποία δουλειά εύρισκε έτσι ώστε να φέρνει ένα κομμάτι ψωμί στο σπίτι. Ήταν ορφανή από πατέρα . Πέθανε όταν εκείνη ήταν μόλις 7 και οι μνήμες που είχε από εκείνον ελάχιστες.
Πήρε μια κατσαρόλα, τη γέμισε με νερό , ετοίμασε τις πατάτες και ύστερα τις έβαλε να βράσουν.
"Πάλι πατάτες;" ακούστηκε η μάνα της και η Ιζαμπέλ στριφογυρισε το βλέμμα. Γκρίνια και απαξίωση. Δεν είχε ιδέα πως θα της ανακοινώσει ότι η Χάρισον τη σταμάτησε από τη δουλειά. Όχι πως ήταν κάτι σημαντικό, μα τουλάχιστον ήξερε πως τρεις φορές την εβδομάδα θα σιδερωνει εκείνη τη γριά και θα πληρώνεται. Μα πάει κι αυτό... Η κόρη της είχε επιστρέψει και δεν τη χρειαζόταν άλλο.
Κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας και κοίταξε τη κλειστή εφημερίδα.
"Πάλι πατάτες;" ξαναμουγκρησε η μάνα της κι εκείνη πήγε στο σαλόνι.
"Ούτε μια καλησπέρα δεν μου είπες και παραπονιέσαι! Ναι! Πάλι πατάτες. Τόσα λεφτά είχα, αυτά πήρα!" της είπε και εκείνη άλλαξε κανάλι στη τηλεόραση.
Η Ιζαμπέλ δικαιολογούσε εν μέρει τη στάση της. Δεν ήταν τόσο μεγάλη σε ηλικία. Είχε προσπαθήσει να ξαναφτιάξει τη ζωή της και ενώ ήταν έτοιμη να διαβεί τα σκαλιά της εκκλησίας, ο αρραβωνιαστικός της, την εγκατέλειψε. Δεν ήταν και λίγο.. Πάραυτα όμως, το να τη βλέπει να λιώνει και να τα περιμένει όλα από εκεινη, τη πείραζε. Σαν να μην έφτανε αυτό , είχε και το κατηγόριο σαν καραμέλα....
"Πήρε τηλέφωνο νωρίτερα η κυρία Χάρισον!"
Η Ιζαμπέλ κατάλαβε...
"Έμαθες οπότε. Ωραία. Με θέλεις κάτι άλλο; Έχω να τελειώσω το φαι!"
"Βρες δουλειά. Ήδη σημείωσα κάποιες αγγελίες... Πήγαινε στη κουζίνα θα τις βρεις στην εφημερίδα"
"Νομίζω παίζεις με την υπομονή μου μάνα και δε θέλω να μαλώσουμε... Θα βρω μόνη μου δουλειά"
"Πόρνη μη γίνεις και ότι άλλο θες κάνε" της είπε ξερά και η Ιζαμπέλ για να μη προκαλέσει κάποιο καυγά έφυγε. Πάντοτε λίγο πριν φτάσει η ώρα να πάρει τα αντικαταθλιπτικά άνοιγε το στόμα της και δεν οριζε τα λόγια της.
Το σπίτι ήταν αρκετά μικρό. Παλαιότερα έμεναν σε μεγαλύτερο αλλά πλέον δεν έβγαινε το νοίκι. Τράβηξε τη γυάλινη συρόμενη πόρτα ίσα ίσα για να αισθανθεί πως αποκοβεται από το σαλόνι και έβγαλε έναν αναστεναγμό. Για το μόνο πράγμα που είχε δίκιο η μάνα της, ήταν πως πάση θυσία έπρεπε να βρει δουλειά.
Ώρες ώρες ένιωθε εντελώς αποκομμένη από το κόσμο γύρω της. Οι φίλες της στο πανεπιστήμιο είχαν όλη τη στήριξη από το σπίτι τους, κινητά τελευταίας τεχνολογίας , αγόρια , αυτοκίνητο. Εκείνη είχε μια μάνα που έχανε το μυαλό της και τίποτα άλλο. Στήριξη μηδέν. Έριξε λίγη σάλτσα στο φαγητό και σαν ξανακαθισε είδε την εφημερίδα. Καινή ίδια είδε σκοπό να ψάξει μα έτσι όπως το είπε η μάνα της ένιωσε ένα πείσμα να γεννιέται. Σαν να μην ήθελε να ανοίξει εκείνη την εφημερίδα. Μα την άνοιξε.
Προσπέρασε κάθε κείμενο που είχε κύκλο γύρω του, σημάδι πως η μάνα της τις είχε σημειώσει και άρχισε να ψάχνει στις υπόλοιπες.
Κάθε μία από αυτές όμως ξεκινούσε με την απαγορευμένη λέξη... Προϋπηρεσία...
Το νερό άρχισε να κοχλάζει , χαμήλωσε τη φωτιά και απογοητευμένη αποφάσισε να ρίξει ένα βλέφαρο σε όσες αγγελίες σημείωσε η μάνα της.
"Ζητείται κοπέλα για καθαρισμό στάβλου στο εθνικό πάρκο.. " ήταν η πρώτη και ένιωσε το αίμα της να βράζει
"Ζητείται κοπέλα για δαχτυλογραφηση κειμένων. 10 ώρες την ημέρα. Μισθός 400 δολάρια"
Η Ιζαμπέλ άρχισε να σκέφτεται ότι πρέπει να αυξήσει τη δόση των χαπιών της μάνας της. Αν δουλεύει κάπου δέκα ώρες για 400 δολάρια , θα έπρεπε πρώτα από όλα να αφήσει το πανεπιστήμιο και δεύτερον μόνο το ενοίκιο άγγιζε τα 300! Ήταν απίστευτο... Απογοητευμένη , σταμάτησε να κοιτάζει. Έκλεισε την εφημερίδα και έπιασε να καθαρίζει. Κάτι θα έβρισκε. Ίσως όχι την ίδια μέρα αλλά θα έψαχνε και αύριο.
***********************
"Καταλαβαίνω κυρία Γκέιτς... Και σας ζητώ συγνώμη. Θα κοιτάξω να το τακτοποιήσω το συντομότερο δυνατό..."
Αναστεναξε...
ένιωθε τόσο χαμένη...
Τόσο μόνη...
Τόσο απογοητευμένη...
Κοίταξε τα άδεια της χέρια και ένιωσε να νευριάζει.
Το χρέος στο μικρό πολυκατάστημα της γειτονιάς είχε μεγαλώσει. Αν δεν πλήρωνε ένα ποσό τουλάχιστον , η γυναίκα που είχε το μαγαζί δε της έδινε άλλα προϊόντα. Έφτασε στο σπίτι και έριξε ένα βλέμμα στο γραμματοκιβωτιο. Δύο ημέρες είχαν περάσει και δουλειά όπου κι αν ρώτησε δε βρήκε. Η κυρία Χάρισον της είχε πει για άλλη μια γυναίκα που ήθελε φροντίδα μα τελικά η θέση έκλεισε. Άνοιξε το καπάκι, και είδε μέσα δύο τρεις λευκούς φακέλους.
Το ρεύμα έτρεχε... Το νερό επίσης. Σκέτο χάος. Δεν ήταν καν ανάγκη να τους ανοίξει για να δει το περιεχόμενο τους.
Τους πήρε και ανέβηκε σπίτι.
Μπήκε και βρήκε τη μάνα της στην ίδια ακριβώς θέση.
"Βρήκες δουλειά;" ρώτησε αμέσως.
Η Ιζαμπέλ απαξίωσε.
"Τι θα φάμε;"
Πάλι απαξίωσε.
"Αυτά που άφησες εδώ λογαριασμοί είναι;"
Έκλεισε τη πόρτα της κουζίνας και σαν κάθισε έβαλε τα κλάματα.
Ήθελε τόσο πολύ να βάλει της φωνές μα ήταν ευγενική ψυχή. Δεν της πήγαινε η καρδιά.
Η εφημερίδα ήταν ακριβώς στην ίδια θέση. Το στομάχι της γουργουρησε δίνοντας ώθηση στα νευρα και την αγανακτιση .
Σκούπισε τα μάτια της και τη πήρε.
"Ζητείται κοπέλα για σύνοδος ηλικιωμένου στο νοσοκομείο. Διάρκεια εργασίας ένας μήνας"
"Ζητείται κοπέλα για να μοιράζει φυλλάδια. Οχτώ ώρες 200 δολάρια"
Ωραίες δουλειές σημείωσε... Σκέφτηκε εκνευρισμένη . Από δω το πήγαινε , από εκεί το πήγαινε, ήθελε να τη κάνει να παρατήσει το πανεπιστήμιο.
Γύριζε και γύριζε τις σελίδες διαβάζοντας κι άλλες ώσπου έφτασε στη τελευταία.
"Ζητείται αποκλειστική γυναίκα για καθαρισμό σπιτιού. Προετοιμασία δείπνου. Ρούχων και γενικών εργασιών.
Σοβαρή και μετρημένη. Δεν δεχόμαστε γυναίκες κάτω των 40. Μισθός 2500 δολάρια , διαμονή και διατροφή μέσα στη τιμή"
Σαν διάβασε δύο και τρεις φορές την αγγελία έμεινε να τη κοιτάζει. Ήταν ακριβώς ανάμεσα σε δύο άλλες που είχε κυκλώσει η μάνα της. 40; Σκέφτηκε λυπημένη. Ο μισθός ήταν τεράστιος. Από την άλλη , την ήθελαν αποκλειστική. Η ηλικία ήταν ένα σοβαρό θέμα αλλά και πάλι... 2500 δολάρια... Ούτε υπάλληλος σε μεγαλοεταιρεια δεν έπαιρνε τόσα.
Σηκώθηκε και πήγε ως το τοίχο. Έριξε ένα βλέμμα στο πρόσωπο της και αναστεναξε. Ακόμα κι αν βαφοταν δυσκολα θα έμοιαζε με σαράντα...
Εκείνοι οι αριθμοί όμως δεν έλεγαν να φύγουν από το κεφάλι της. Ίσως θα μπορούσε να προετοιμάζει το σπίτι και να πηγαίνει λίγες ώρες το πρωί στο πανεπιστήμιο. Έπειτα να γυρίζει να μαγειρεύει στη μητέρα της και να επιστρέφει. Τα χρήματα ήταν τρομακτικά πολλά...
"Τι θα φάμε!!!!" την άκουσε να φωνάζει και ένιωσε σαν το ταύρο που του υψώνουν κόκκινο πανί.
Έσκισε το κομμάτι της αγγελίας , πήρε τη τσάντα της και βγαίνοντας στο σαλόνι κούνησε το κεφάλι απογοητευμένη.
"Δεν ακούς που σε ρωτάω; Και φέρε μου και τα χάπια μου ! Άνοιξα και τους λογαριασμούς! 800 δολάρια έφτασε το ρεύμα! Στο δρόμο θα μείνουμε!!!"
Η Ιζαμπέλ ανοιγοκλεισε τα μάτια της και δίνοντας μία στη πόρτα έφυγε από το σπίτι. Έπρεπε πάση θυσία να πάρει εκείνη τη δουλειά...
❤️❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top