Κεφάλαιο 1°

Νέα Υόρκη έτος 1857

Φθηνό άρωμα...
Έντονη μυρωδιά από χαμηλής ποιότητας ταμπάκο, νερουλιασμενο κρασί, σεξουαλική αργή μουσική.
Σπασμένα σανίδια. Μπάρ γεμάτο τρύπες από τους καυγάδες. Ποτήρια πνιγμένα στο λευκό από τη πολυχρησία. Χαμηλός φωτισμός. Υγρασία σε κάθε γωνιά. Παράθυρα ανύπαρκτα. Μέθη απλωμένη σε κάθε γωνιά...

Στήθη, κορμιά, λικνισματα...
Γυμνή  ιδρωμενη σάρκα και ασυδοσία.
Αχόρταγες ανάγκες από βλέμματα πεινασμένα και διψασμένα για ηδονή.

Γυναίκες που έδιναν το κορμί τους, στο βωμό μιας πενιχρης δεκάρας και άντρες που τη πρόσφεραν απλόχερα προκειμένου να νιώσουν αρσενικά.
Δε λοιδορούσαν τον κίνδυνο, μα όλες όσες είχαν ξεμείνει εκεί μέσα, δεν είχαν που αλλού να πάνε.

Όλα σε εκείνο το καταγώγι φώναζαν πως δεν ήταν τίποτα παραπάνω από τέσσερις τοίχους που φιλοξενούσαν το πιο άθλιο μπορντέλο της Νέας Υόρκης.
Ήταν υπόγειο, ενώ αν έκλεινε μια συμφωνία, κατέβαιναν έναν ακόμα όροφο πιο κάτω στα κρυφά δωμάτια.
Οι τοίχοι ήταν ψεύτικοι σχεδόν. Κάθε ένας ήταν ικανός να ακούσει τα ουρλιαχτά τους. Είτε εκείνα προέρχονταν από την ηδονή, είτε από τα βίαια ξεσπάσματα των μεθυσμένων.

Άντρες κάθε λογής, μα ως επί το πλείστον εκείνοι που ήταν ανίκανοι να βρουν στη γυναίκα τους όσα προσέφερε μια πόρνη.

Και μόνο που έστεκε στα σκαλιά που οδηγούσαν σε εκείνο το υπόγειο, ένιωθε χορτατος.
Ήταν από τα αγαπημένα του μέρη.
Σίγουρη, σταθερή πελατεία αλλά και καλές προσφορές.
Δεν υπήρξε νύχτα που να μην έφευγε κερδισμένος.

Έστρωσε όπως έκανε πάντοτε το καπέλο , έπειτα τη καμπαρντίνα του και μπήκε μέσα. Είχε περάσει ένας μήνας. Ένας ακόμα και ύστερα θα άλλαζε περιοχή. Πολη. Ίσως και χώρα...
Δεν έμενε πολύ σε ένα μέρος.
Δεν ήθελε να κινήσει υποψίες. Όχι πως τον ένοιαζε και πολύ. Ήταν αδίστακτος. Πάραυτα το έβλεπε και σαν ανανέωση. Σαν έπαιρνε όσα ήθελε, δεν έμεναν και πολλά. Έφευγε και επέστρεφε στην επόμενη γενιά.

Κοίταξε τριγύρω , πλησίασε στο μπαρ και δίχως να ζητήσει ποτό, η γυναίκα που ήταν από τηεσα μεριά τον σέρβιρε.

"Έχω δει άντρες και άντρες... Μα κανέναν να έρχεται και να φεύγει τόσες φορές δίχως να επισκεφτεί το κάτω όροφο.. Είσαι και όμορφος. Ίσως δε σου λείπει η γυναικεία συντροφιά. Μα αν δε σου λείπει, τότε γιατί συνεχίζεις και έρχεσαι;" ρώτησε εκθέτοντας το πλούσιο μπούστο της, πάνω στο ξύλινο φθαρμένο πάγκο. Τα μάγουλα της ήταν βαμμένα με ένα έντονο κόκκινο και στα χείλη είχε ξεθωριάσει το κραγιόν της. Πιθανότητα από κάποια επίσκεψη της στο κάτω όροφο...

Εκείνος δε μίλησε. Δεν είχε ιδιαίτερη αδυναμία στις πόρνες. Προτιμούσε τις εταίρες. Ίσως σαν σημασία να ήταν η ίδια μα είχαν διαφορές. Οι κλασικές πόρνες , φημίζονταν για τις βρώμικες συνθήκες εργασίες ενώ οι εταίρες, είχαν δικά τους δωματια και ήταν πάντα καθαρές.

Έστριψε το κεφάλι λιγάκι δεξιά, έπειτα λιγάκι αριστερά και χαμογελασε μειλίχια. Ήταν από εκείνα τα χαμόγελα , τα οποία κατέληγαν στο πλάι των ζυγωματικών του.

Σηκώθηκε, πήγε ως το τραπέζι που καθόταν το υποψήφιο θυμα και τράβηξε τη καρέκλα χωρίς να ρωτήσει.

"Δεύτερη μέρα έρχεσαι εδώ και κάθεσαι στη συγκεκριμένη θέση. Αμίλητος , με ένα ποτήρι στο χέρι... Προβλήματα;" ρώτησε μα ο άντρας τον κοίταξε και έπειτα τον αγνόησε. "Δεν φαίνεσαι πολύ μεγάλος. Μα από τα ρούχα σου κρίνω πως είσαι φτωχός... Πως θα σου φαίνονταν να είχες τη δύναμη να γυρίσεις το χρόνο πίσω; Να γινοσουν ξανά είκοσι. Να είχες όλες τις ευκαιρίες. Όλα τα όνειρα... Και φυσικά, με έχοντας όλη τη γνώση του εαυτού που έχεις τώρα..."

Ο άντρας κατέβασε το ουίσκι του σκεπτικός.

"Λοιπόν;"

"Δε γίνονται αυτά τα πράγματα. Και τώρα φύγε και άσε με μόνο" απάντησε σαν είδε πως δεν έφευγε.

"Άλλο σε ρώτησα... " Αποκρίθηκε σοβαρός και βάζοντας το χέρι στη τσέπη, έβγαλε ένα χαρτί. "Αν σου έλεγα πως θα σου δώσω 20 χρόνια πίσω, αν με κερδίσεις στα χαρτιά θα το έκανες;"

Ο άντρας γέλασε μα σοβαρεψε

"Σου αρέσει να παίζεις με τους άλλους έτσι; Με έκανες και γέλασα! Ωραία λοιπόν... Αφού επιμένεις, βγάλε και μοίρασε. Κάνε τα χρόνια 30! " τον κοροϊδεψε

"Πολύ καλά. Αφού το επιθυμείς.. Όχι εδώ όμως, ακόλουθα με..."

Ο άντρας σηκώθηκε και ο άλλος τον πήρε στο κατόπι. Βγήκαν από το μπαρ και τον οδήγησε λίγο παραδίπλα σε ένα βρώμικο υγρό στενό.

"Αν σκοπεύεις να με ληστέψεις να ξέρεις πως..." Ξεκίνησε να λέει κι εκείνος άπλωσε το δάχτυλο κουνώντας το πέρα δώθε.

"Τς τς τς... Η συμφωνία είναι νόμος"

Έβγαλε μέσα από τη τσέπη μια τράπουλα. Γονάτισε και έριξε τα χαρτιά κάτω. Μοίρασε έπειτα τέσσερα φύλλα στον άντρα και τέσσερα στον εαυτό του.

"Τριάντα έτσι;" ρώτησε κι ο άντρας γέλασε.

"Εσύ είσαι τρελός... Ναι ναι! 30" τον κορόιδεψε ξανά.

Ο άντρας άρχισε να ανοίγει ένα προς τα ένα τα χαρτιά. Ένας άσσος έπεσε , ένας ρήγας , μία ντάμα , ένα τριάρι και τέλος ένα επτά.

Η παρτίδα άρχισε ...

Τρία λεπτά αργότερα ο άντρας πέταξε κάτω τα φύλλα ενθουσιασμένος.

"Φουλ! Φουλ της ντάμας με τριάρια! Άντε να σε δω τώρα πως θα μου δώσεις τριάντα χρόνια , καθυστερημενε!"

Εκείνο το χαμόγελο εμφανίστηκε ξανά. Το πρόσωπο άλλαξε όψη και χωρίς να πει πολλά κατέβασε και τα δικά του.

"Καρέ του Άσσου...." είπε και σαν τελείωσε τη λέξη του, γέλασε τόσο τρομακτικά που ο άντρας τρομοκρατήθηκε. "Μου χρωστάς ..." συνέχισε εξτασιασμενος και πλημμυρισμένος ειρωνεία.

"Δε πας καλά! Εγώ φεύγω από δω!" εκείνος σηκώθηκε και γύρισε για να φύγει μα το σώμα του κοκαλωσε. Ένιωσε τα πόδια του να πονάνε απίστευτα στις αρθρώσεις και τη μέση του να τον σφάζει .

"Κανένας δε ξεφεύγει από τη συμφωνία..." άκουσε πίσω του και έπειτα είδε τον άντρα να τον προσπερνάει και να φεύγει.

"Τι... Τι μου συμβαίνει θεέ μου..."
Καθώς  άνοιξε τα χείλη του και μίλησε ένιωσε πέτρες μέσα στο στόμα και βγάζοντας μια φωνή άρχισε να φτύνει. Και τότε τα είδε τρομαγμένος, αντίκρυσε τα δόντια του, να πέφτουν ένα προς ένα κάτω.

Έβαλε τα χέρια στο πρόσωπο και εκείνο έμοιαζε σαν δέρμα που είχε καει. Ήταν ζαρωμένο και πιο ψυχρό. Σηκώθηκε μετά βίας και στηρίζοντας τον εαυτό του στο τοίχο άρχισε να περπατά ώσπου έφτασε έξω από ένα κλειστό κατάστημα. Σήκωσε το κεφάλι στο τζάμι της  βιτρίνας και έμεινε να κοιτάζει την αντανάκλαση του εαυτού του παγωμένος από το τρόμο...

"Ειιι παππού! Είσαι καλά; Θέλεις βοήθεια;" άκουσε μια νεαρή φωνή και είδε δύο νέα παιδιά να τον πλησιάζουν.
Έκανε να γυρίσει και έπειτα από τα γηρατειά, η καρδιά τον πρόδωσε...





********


"Ώρες ώρες με τρομάζεις Άζραελ..." η ξανθιά καλλονή, τίναξε τα μαλλιά της επιδεικτικά πλησιάζοντας τον. "Δε φτάνει που τους κλέβεις τη ζωή, κάθεσαι και τους βλεπεις να πεθαίνουν κι όλας..." Εκείνος στεκόταν ακριβώς στο απέναντι πάρκο. Είχε τα μάτια καρφωμένα σε δύο νέα παιδιά που προσπαθούσαν να συνεφέρουν το γέρο που σωριάστηκε που έδαφος. 

"Και δε χαίρεσαι που δεν είσαι στη θέση τους;" της είπε κι εκείνη άπλωσε τα χέρια της μέσα από τη καμπαρντίνα του, βρήκε τη τρύπα από το πουκάμισο και έμπηξε τα νύχια της στο δέρμα του.

"Εγώ κέρδισα τη παρτίδα μου. Και ανάθεμα τα έπαιξα όλα για όλα! Που να ήξερα εκείνο το βράδυ πως θα κέρδιζα την αιωνιότητα..."

"Και που ξέρεις ότι δε σε άφησα;" Ο Άζραελ γύρισε και την έπιασε από τα μπράτσα. Έπειτα τη πήρε παράμερα και την έσπρωξε πάνω σε ένα δέντρο.

"Παραδεξου το... Δεν κατάφερες να αντισταθείς!" του είπε σαν ένιωσε το κρύο αερακι στα μπούτια της. Μα εκείνος δεν απάντησε. Ξεκουμπωσε το παντελόνι και βγάζοντας έξω το σκληρό του μόριο, την έκανε να ουρλιάξει...

Νέα Υόρκη έτος 2020

Ύστερα από τόσους αιώνες που την είχε πλάι του, την είδε να παίζει τα ρέστα της  για δεύτερη φορά και να γίνεται στάχτη. Εκείνο το κορμί που έκανε δικό του για πάνω από 300 χρόνια πλέον είχε καει... Έχασε... Η αιωνιότητα που της αναλογούσε, έγινε φωτιά και την έκαψε..

Ο μπάτλερ  μπήκε στο δωμάτιο. Έπειτα τον κοίταξε και αναστεναξε.
Την είχε κρατήσει πιο πολύ από κάθε άλλη γυναίκα στα τόσα χρόνια...

Δίχως να πει λέξη, πήγε πήρε τη σκούπα και το φαράσι... Μάζεψε όλες τις στάχτες και έπειτα έκανε αυτό που του ζήτησε ο αφέντης του...
Έβαλε αγγελία....

(☝️☝️Αν μπερδεύτηκατε για το τελευταίο μέρος κοιτάξτε την εισαγωγή :) )

❤️❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top