Κεφάλαιο 20- Καρν Ντουμ Μέρος 1ο
Στις χιονισμένες βουνοκορυφές των Ομιχλιασμένων Βουνών, η θύελλα δεν έλεγε να κοπάσει και το χιόνι έπεφτε βαρύ. Ο ουρανός ήταν μαύρος, παρόλο που ήταν μέρα φαινόταν σαν νύχτα. Ανάμεσα σε δύο βουνά δέσποζε το επιβλητικό και σκοτεινό φρούριο του Καρν Ντουμ, με δύο μυτερές κορυφές φτιαγμένες από ένα βαρύ μαύρο υλικό, οι πιες σχημάτιζαν κεραυνούς ανάμεσα τους, από κάτω βρίσκονταν χτισμένα τα υπόλοιπα κτήρια του οχυρού που έκρυβαν μέσα τους πολύ σκοτάδι και ζόφο. Γέφυρες ένωναν το φρούριο με τις τριγύρω πλαγιές ενώ από κάτω ήταν γκρεμός. Επάνω στις γέφυρες, φρουροί Ορκ και Τρολ πηγαινοέρχονταν, κάποιοι φιλούσαν την περιοχή ενώ κάποια άλλοι πήγαιναν ως ενισχύσεις σε πεδία μάχης όπου τους έστελνε ο Άγκανταρ.
Σε μια πλαγιά λίγο κάτω από το φρούριο σκαρφάλωναν με μεγάλη δυσκολία οι ήρωες μας. Είχαν ταξιδέψει μέρες πολλές, είχαν χάσει το μέτρημα, με ελάχιστες στάσεις, στα Ομιχλιασμένα Βουνά ως τις πιο βόρειες κορυφές τους, παίρνοντας από πολύ χιόνι, κρύο και κακουχίες. Πολλές φορές ένιωθαν πως οι δυνάμεις τους, τους εγκατέλειπαν, όμως είχαν ο ένας τον άλλον και ήταν ομάδα. Τα δυναμωτικά φίλτρα της Άντριελ βοηθούσαν κάπως, όπως και το περίφημο ψωμί των ξωτικών, το οποίο ακόμα κουβαλούσαν μαζί τους απ' το Σκιστό Λαγκάδι, κόντευε όμως να τους τελειώσει.
Σκαρφάλωσαν λοιπόν στην απότομη πλαγιά, η Άντριελ ανέβηκε πρώτη, ακολούθησε ο Έρανταν και στράφηκε προς τα κάτω στον Φάριν.
«ορίστε, πιάσε το χέρι μου.» είπε στον φίλο του.
«Δεν χρειάζεται να μου κάνεις... καθόλου χάρες. Το βουνό που δεν μπορώ να σκαρφαλώσω... δεν έχει χτιστεί ακόμα!» είπε ο Νάνος με το γνωστό πείσμα του. Η Άντριελ γονάτισε πλάι στον Έρανταν για να δει. Όμως ένας βράχος κάτω από το πόδι του Φάριν υποχώρησε και βρέθηκε να κρέμεται στο κενό με μόνο το ένα χέρι του να κρατιέται, όμως κι εκείνο από το χιόνι γλίστρησε και ένιωσε να πέφτει. Όμως την ίδια στιγμή ένα άλλο χέρι έπιασε το δικό του. Ήταν του Έρανταν, ο οποίος τον σήκωσε και με τη βοήθεια της Άντριελ τον ανέβασε τελικά επάνω. Κάθισε ανάμεσα τους προσπαθώντας να ξαναβρεί τις ανάσες του ατενίζοντας το χιονισμένο και σκοτεινό τοπίο μπροστά στα πόδια τους.
«Λοιπόν, δεν θα επιστρέψουμε από αυτόν το δρόμο, υποθέτω.» είπε.
«Αλλά είχες δίκιο, Έρανταν. Δεν υπάρχουν φρουροί να παρακολουθούν αυτή τη διαδρομή.» είπε η Άντριελ.
«Μικρό το κατόρθωμα!» είπε ο Νάνος.
Ο Έρανταν σηκώθηκε και είπε:
«Δεν μπορούμε να βασιστούμε στο ότι θα παραμείνει αφύλαχτη για πολύ. Ελάτε, ας βρούμε ένα τρόπο να μπούμε σ αυτό το οχυρό. Ο Φάριν κι η Άντριελ στράφηκαν προς τα εκεί που κοιτούσε, στο σκοτεινό και απόκοσμο κτήριο που υψωνόταν από πάνω τους σχεδόν. Σηκώθηκαν και με τα όπλα τους στο χέρι και σε επιφυλακή άρχισαν να ανεβαίνουν ένα δρόμο ο οποίος γλιστρούσε από τον πάγο κι έπρεπε να προσέχουν πολύ, παρόλο που οι Νάνοι του Νόρντινμπαντ τους είχαν προμηθεύσει με αντιολισθητικές μπότες. Ευτυχώς, το χιόνι είχε σταματήσει να πέφτει και ο αέρας κόμπαζε σε εκείνο το σημείο, όμως ο άνεμος ακουγόταν να σφυρίζει παντού στις τριγύρω πλαγιές και κορυφές. Συνέχισαν να ανεβαίνουν και είδαν μπροστά τους στη ευθεία μια από τις γέφυρες που οδηγούσαν στο οχυρό. Πλησίασαν, η γέφυρα ήταν φτιαγμένη από κάποιο μέταλλο το οποίο είχε σκουριάσει και φθαρεί με τα χρόνια, ενώ είχε σπάσει σε κάποια σημεία. Φαινόταν πως κάποτε ήταν στρογγυλή, σαν σωλήνας. Από κάτω στο κενό ανάβλυζε καπνός και και φαινόταν το πορτοκαλή-κόκκινο φως της φωτιάς. Μια μυρωδιά από θειάφι και κάτι άλλο κάλυπτε την ατμόσφαιρα.
Η Άντριελ έκανε μια έκφραση κι ένα επιφώνημα αηδίας και είπε:
«Αυτό το κανάλι αποστραγγίζει τα απορρίμματα του φρουρίου... κι όμως επίσης μας παρέχει μια είσοδο.» Στάθηκαν μπροστά απ' τη γέφυρα, για να συνειδητοποιήσουν ότι όντως πρόκειται για έναν μεγάλο σωλήνα που είχε σπάσει και φθαρεί από την πολυκαρπία. Όμως δεν είχαν άλλη επιλογή ήταν η μόνη είσοδος όπου μπορούσαν να μπουν ανενόχλητοι.
Ο Έρανταν πλησίασε στο γκρεμό και στόχευσε απέναντι με το τόξο του. Είδε ένα ανοιχτό παράθυρο σε ένα απ' τα μπαλκόνια του φρουρίου, πάνω απτού οποίο κρεμόταν ένας πολυέλεος, όμως τίποτα το ανησυχητικό. Δεν φαινόταν κανένας φρουρός πουθενά. Ο Φάριν κοίταξε προς τα κάτω, στο κενό. Οι καπνοί κάλυπταν το γκρεμό και δεν φαινόταν τίποτα πέρα από το αμυδρό φως της φωτιάς. Έπειτα περπάτησαν μέσα απ' το σπασμένο σωλήνα, πατώντας κάτι καφέ-κόκκινο και υγρό. Ο σωλήνας συνεχιζόταν μέχρι μέσα όπου εκεί ήταν ακόμα ολόκληρος, σαν τούνελ. Οι τοίχοι και το πάτωμα ήταν σκουριασμένα, υπήρχαν κόκαλα σκορπισμένα εδώ κι εκεί, ανθρώπων ή ζώων δεν μπορούσαν να καταλάβουν, ενώ το υγρό στο οποίο πλατσούριζαν τα πόδια τους καθώς βάδιζαν γρήγορα ήταν τώρα κόκκινο και έτρεχε επίσης από ορισμένες ρωγμές στην οροφή, αναδίδονται μια μεταλλική μυρωδιά.
«Είναι... αίμα αυτό;» ρώτησε ο Έρανταν. Ο Φάριν σταμάτησε, το ίδιο έκαναν και οι σύντροφοι του, έσκυψε, βούτηξε δυο δάχτυλα στο υγρό και το μύρισε, εξετάζοντας το.
«Όχι, όχι αίμα, είναι σκουριά. Το μεγαλύτερο μέρος του οχυρού είναι φτιαγμένο από σίδηρο.» τους είπε κι ένιωσαν μια κάποια ανακούφιση που δεν ήταν αίμα.
Συνέχισαν κι έστριψαν δεξιά. Το τούνελ ήταν ανηφορικό τώρα, ενώ η λιωμένη σκουριά κυλούσε όλο και περισσότερο καθώς περνούσαν λερώνοντας τις μπότες τους. Πρόσεχαν κιόλας να μην τρέξει πάνω τους από τα μικρά ρυάκια της οροφής. Αφού ανέβηκαν ένα ακόμα τούνελ, έφτασαν σε ίσιο έδαφος. Μπροστά τους υπήρχε ένα κελί ή κλουβί, θα μπορούσαμε να πούμε, και μέσα απ' τα κάγκελα είδαν να κρέμεται με αλυσίδα απ' το ταβάνι το σάπιο κρέας ενός ζώου αγνώστου προελεύσεως. Μύγες το κατέτρωγαν και η απαίσια μυρωδιά τους τρύπησε άμεσο τη μύτη. Αριστερά τους είδαν μερικές κούτες και ένα ακόμα κλουβί, ενώ στα δεξιά ο διάδρομος συνέχιζε. Άκουγαν κάτι ήχους σαν βρυχηθμούς. Μόλις έστριψαν πάλι αριστερά, βρέθηκαν σ' ένα διάδρομο με κελιά δεξιά κι αριστερά του. Μέσα βρίσκονταν πλάσματα που δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν αν ήταν τελώνια, Ορκ ή ακόμα και άνθρωποι, τόσο σκελετωμένα και βρώμικα που ήταν. Κάποια κραύγαζαν και πάλευαν να τους αρπάξουν μέσα από τα κάγκελα. Δείχνοντας τα σάπια δόντια τους. Κάποιοι άλλοι κάθονταν σιωπηλοί στη γωνία τους μαζεμένοι και δυστυχισμένοι.
«Αιχμάλωτοι. Είναι σύμμαχοι μας τότε;» αναρωτήθηκε ο Φάριν.
«Νομίζω όχι. Φαίνονται να είναι Άνθρωποι του Καρν Ντουμ , μόνο που έχουν πληγεί από τρέλα. Θα μας κατέστρεφαν αν μπορούσαν.» απάντησε ο έραναν.
Περνώντας από ένα κελί, ο Φάριν αναπήδησε στη θέα ενός τέτοιου Ανθρώπου με κουρελιασμένα ρούχα, και κόκκινα μάτια που χοροπηδούσε τρελαμένος. Σκαρφάλωσε στα κάγκελα και πάλεψε λες και θα τα γκρέμιζε για να φτάσει στο μέρος του Νάνου. Εκείνος έβγαλε τη βαλλίστρα του, έτοιμος να του ρίξει για να τον βγάλει απ' τη μιζέρια και την τρέλα, μα κάτι τον σταμάτησε. Δεν θα σκότωνε ποτέ έναν άοπλο, ακόμα και αν ήταν αυτό που θα ήθελε εκείνος. Συνέχισαν μέσα από διαδρόμους με κελιά. Ποντίκια περπατούσαν ανάμεσα στα πόδια τους, ενώ κάποια στιγμή είδαν ένα πλάσμα να περπατάει ανάποδα στο ταβάνι προσπερνώντας τους.
«Ο ξεπεσμός θα μπορούσε να λειτουργήσει υπέρ μας. .Να τέτοιο μέρος πιθανόν να φρουρείται ελαφρά.» είπε ο Έρανταν.
«Χα! Ελπίζω να έχεις δίκιο. Είναι δύσκολο να πολεμάς και να κρατάς την αναπνοή σου συγχρόνως.» είπε ο Φάριν, αηδιασμένος όπως κι οι άλλοι με τη δυσωδία που επικρατούσε παντού.
Συνέχισαν να περνούν διαδρόμους στους οποίους υπήρχαν είτε κελιά, είτε μικρά δωμάτια με κούτες, βαρέλια και κρεμασμένα κρέατα που μύριζαν απαίσια. Σε ένα ανοιχτό σημείο του διαδρόμου, μια ομάδα ξεπεσμένων πλασμάτων πέρασε πηδώντας από πάνω τους, πάλι χωρίς να τους πειράξουν. Συνέχισαν σε ένα πιο στενό διάδρομο και βγήκαν σε μια ανοιχτή αίθουσα. Αρκετά μέτρα πάνω απ' τα κεφάλια τους κρέμονταν σάπια κρέατα, στο πάτωμα βρίσκονταν κόκαλα, ενώ μπροστά τους υπήρχε γκρεμός. Απέναντι και κατά μήκος και ύψος όλου του τοίχου ήταν χτισμένα κελιά μέσα απ' τα οποία οι άθλιες, σκελετωμένες μορφές φώναζαν τρελά και χτυπιόντουσαν στα κάγκελα.
«Αυτά τα άθλια πλάσματα οδηγήθηκαν στην τρέλα από τη μελέτη σκοτεινής μαγείας. Ελάχιστοι μπορούν να ελέγξουν τις σκοτεινές τέχνες για πολύ, και αυτό είναι το τίμημα της αποτυχίας.» είπε η Άντριελ. Έφυγαν από εκεί και προχώρησαν σε κάτι άλλους διαδρόμους ενώ ανέβαιναν και σκαλιά. Έστριβαν πότε αριστερά, πότε δεξιά, χωρίς να έχουν ιδέα που πηγαίνουν ενώ δεν φαινόταν κανένα σημάδι του Άγκανταρ πουθενά. Μόνο κελιά με τρελούς κρατούμενους από τις αίθουσες και τους διαδρόμους που περνούσαν. Κάποια στιγμή έφτασαν σε μια μεγάλη αίθουσα μπροστά τους υπήρχε μία πύλη.
«Πρέπει να υπάρχει ένας μοχλός που ανοίγει αυτή την πύλη.» είπε ο Φάριν και άρχισαν να ψάχνουν τριγύρω. Κόκαλα σκόρπια και βρωμιά και σκουριά παντού. Άπα στιγμή η Άντριελ βρήκε ένα μοχλό, τον τράβηξε και κάτι αλυσίδες κουνήθηκαν και η πύλη άνοιξε. Βγήκαν σε έναν εξωτερικό χώρο. Το κρύο ήταν τσουχτερό και επικρατούσε σκοτάδι από έναν ακόμα πιο σκοτεινιασμάτων ουρανό.
Βρίσκονταν σε μια αυλή η οποία οδηγούσε σε ένα μεγάλο σαν μπαλκόνι, το οποίο περιστοίχιζε ψηλό τείχος με μυτερές άκρες, μαύρο εννοείται. Άκουσαν ένα βρυχηθμό και τότε μια άλλη πύλη μπροστά τους έσπασε
«Προσέχετε το Τρολ!» φώναξε ο Έρανταν και όντως το πελώριο πλάσμα με το ρόπαλο με τα καρφιά άρχισε να τους πλησιάζει αγριεμένο. Η Άντριελ του έριξε μια δυνατή μπάλα γαλάζιας φωτιάς και ο Έρανταν με τον Φάριν όρμησαν μπροστά, ενώ κάποιοι από τους κρατούμενους που είχαν δραπετεύσει τους επιτέθηκαν επίσης. Κάποιοι περικύκλωσαν την Άντριελ η οποία με ένα ξόρκι τους έσπρωξε όλους μακριά και τους σκότωσε, ο Έρανταν με τον Φάριν χτυπούσαν και απέφευγαν συγχρόνως τα χτυπήματα του Τρολ ενώ μάχονταν και με τα πλάσματα γύρω τους, που ήταν πολύ πιο εύκολα γιατί δεν είχαν καν όπλα, πολεμούσαν με τα χέρια τους και προσπαθούσαν να τους ξεσκίσουν με τα γαμψά τους νύχια.
Ένα δεύτερο Τρολ εμφανίστηκε και ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αντιμετωπίσουν και τα δυο μαζί, δέχτηκαν κάποια χτυπήματα τα οποία τους έριξαν όμως δεν τραυματίστηκαν σοβαρά. Ο Έρανταν χτυπούσε με το σπαθί του τα πόδια του ενός ενώ ο Φάριν του άλλου με το τσεκούρι του και πολεμικές κραυγές. Η Άντριελ πήγαινε από το ένα στο άλλο βοηθώντας κάνοντας ξόρκια, καρφώνοντας τη ράβδο της πάνω τους και ρίχνοντας όταν βρισκόταν μακριά. Κάποια στιγμή ο Έρανταν πιάστηκε από το ένα, σκαρφάλωσε πάνω του και έμπηξε με δύναμη το σπαθί του στο ακάλυπτο από το κράνος σημείο του λαιμού του, ρίχνοντας το και σκοτώνοντας το ακαριαία. Η Άντριελ έκανε το ίδιο με το δεύτερο Τρολ, καρφώνοντας τη ράβδο της και αποτελειώνοντας το. Σκέφτηκαν ότι σίγουρα, αφού αυτές οι δύο πύλες ήταν κλειστές και υπήρχε φρουρά, ότι ο Άγκανταρ θα βρισκόταν προς τα εκεί. Πέρασαν τη δεύτερη πύλη φεύγοντας τρέχοντας για να τον βρουν, δεν είχαν άλλο χρόνο να χάσουν...
Δεν το πιστεύω ότι τελειώνει! Ένα ακόμα κεφάλαιο έμεινε και ο Επίλογος. Αστοί επόμενο κεφάλαιο θα δούμε τη μάχη με τον Άγκανταρ! Θα τα καταφέρουν οι φίλοι μας να τον σταματήσουν;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top