Κεφάλαιο 19- Νόρντινμπαντ Μέρος 2ο

Νόρντινμπαντ Μέρος 2ο: Η Μάχη του Νόρντινμπαντ


Στην αυλή Έξω από τις πύλες του Νόρντινμπαντ μια μεγάλη μάχη είχε ξεκινήσει. Οι εχθροί έριχναν μπάλες φωτιάς από καταπέλτες, διαλύοντας αρκετές κολώνες και κάνοντας τρύπες στα τοίχοι. Ήταν νύχτα, κι όμως φαινόταν σαν μέρα από τις φωτιές. Οι Νάνοι πολεμούσαν τα Ορκ που είχαν εισβάλλει στην αυλή με όσα μέσα είχαν, αλλά η μάχη έμοιαζε χαμένη από χέρι γιατί τα νούμερα ήταν εναντίον τους. Ο Μπρούνι κάποια στιγμή που ένα ακόμα κύμα εχθρών εξαλείφθηκε, έτρεξε σε μια γωνιά και έγειρε κουρασμένος στηριζόμενος στο τσεκούρι του. Ο Νόρντρι τον ακολούθησε.

«Προετοιμάζονται για άλλη μια επίθεση!» αναφώνησε κοιτάζοντας προς τα πάνω ,μην τυχόν και πέσει κάποια μπάλα φωτιάς πάνω τους.

«Ναι...» είπε ξεψυχισμένα ο ηλικιωμένος νάνος και γονάτισε με το χέρι στο στήθος του. Ο Νόρντρι έτρεξε αμέσως και τον σήκωσε.

«Δεν νομίζω πως μπορούμε να αντέξουμε άλλη μία.» είπε.

«Όχι... ούτε εγώ.» απάτησε ο Μπρούνι. Άλλη μια έκρηξη που έγινε κοντά τους τον έριξε ξανά στα γόνατα. Συγχρόνως ακούστηκαν κρωξίματα αετών. Σαν μια ελπίδα μέσα στην καταστροφή.

«Το άκουσες αυτό, Μπρούνι; Έχω τρελαθεί ή...;» είπε ο Νόρντρι βάζοντας το χέρι στην πλάτη του. «Όχι, κοίτα!» φώναξε έπειτα γυρνώντας απ' την άλλη και δείχνοντας προς τα πάνω, στο σκοτεινό γεμάτο σύννεφα ουρανό. «Είναι αυτοί, μα τον κεραυνό! Οι φίλοι μας- καβαλάρηδες των Αετών! Έχουν επιστρέψει!»

Όντως μέσα από τα σύννεφα φάνηκαν τα τρία μεγάλα πουλιά να πετούν σε σχηματισμό.

«Τους βλέπεις, Μπρούνι; Αυτοί...» Γυρνώντας προς τον μεγαλύτερο φίλο του, ο ξανθός νάνος διέκοψε απότομα την πρόταση του, γιατί τον είδε πεσμένο ακίνητο στο έδαφος και με το τσεκούρι του πεσμένο επίσης δίπλα του. Έτρεξε και γονάτισε ξανά πλάι του. Έβαλε το χέρι στο στήθος του, αλλά δεν βρήκε σφυγμό. Έσκυψε το κεφάλι με θλίψη. Τότε ο Μπέλεραμ προσγειώθηκε από πάνω του, στα σκαλιά του ανώτερου επιπέδου της αυλής και από τη ράχη του κατέβηκε ο Έρανταν. Το ίδιο έκαναν και οι σύντροφοι του Αετοί, οι οποίοι κατέβασαν την Άντριελ και τον Φάριν. Έτρεξαν όλοι προς το μέρος του Νόρντρι. Κάποιοι Νάνοι επίσης πλησίασαν, ταλαίπωροι από τη μάχη. Υπήρχαν και νεκροί Νάνοι παντού γύρω τους αλλά και Ορκ.

«Χαίρομαι πολύ που σας βλέπω! Όμως μπορεί να είναι ήδη πολύ αργά. Έχω μόνο μια χούφτα που μου έχουν απομείνει και μπορούν να πολεμήσουν.» τους είπε λαχανιασμένος ο Νόρντρι.

«Τότε υποχωρήστε στις ανώτερες αίθουσες.» είπε ο Φάριν

«δώστε μας ό,τι υποστήριξη έχετε από εκεί.» συμπλήρωσε ο Έρανταν.

«Και εμείς θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε ενάντια στις πολιορκητικές μηχανές τους!» είπε ο Μπέλεραμ και πέταξε μαζί με τους συντρόφους του.

«Όμως, εγώ...» ψέλλισε ο Νόρντρι σκύβοντας το κεφάλι. Ειδικά μετά το θάνατο του Μπρούνι είχε χάσει τελείως το ηθικό του, και ας είχε χαρεί με την άφιξη των συμμάχων του.

«Η θέση σου είναι με το λαό σου, Νόρντρι. Πήγαινε!» τον ενθάρρυνε ο Φάριν χτυπώντας αδελφικά τον ώμο του.

«Μάλιστα. Καλή τύχη σε όλους σας! ΥΠΟΧΩΡΗΣΤΕ! ΠΙΣΩ ΣΤΑ ΑΝΩΤΕΡΑ ΕΠΙΠΕΔΑ! ΥΠΟΧΩΡΗΣΤΕ!» φώναξε δυνατά ο πρίγκιπας του Νόρντινμπαντ στους δικούς του κι άρχισε να τρέχει προς τις σκάλες με όσο στρατό του είχε απομείνει να ακολουθούν.

«Έρχονται!» φώναξε τότε ο Έρανταν δείχνοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Ο Φάριν και η Άντριελ στράφηκαν με τα όπλα τους και εκείνοι σε ετοιμότητα, έτοιμοι να υπερασπιστούν το Νόρντινμπαντ και μαζί του, ολόκληρο τον Βορρά της Μέσης-γης. Ένα Τρολ με σιδερένια πανοπλία και ένα σφυρί στρογγυλό με καρφιά άρχισε να ανεβαίνει τις εξωτερικές σκάλες. Βρυχώνται με οργή χτυπώντας το στήθος του. Με ένα χτύπημα του σφυριού του διέλυσε αρκετές πέτρες απ' τα σκαλιά. Ένα δεύτερο ίδιο Τρολ ακολούθησε, όμως τότε άκουσαν τα κρωξίματα των Αετών και στράφηκαν και τα δυο νευριασμένα προς τον ουρανό όπου εκείνοι πετούσαν.

«Μπέλεραμ! Στέλνουν Τρολ ενάντια στην πύλη!» φώναξε ο Άρμενελ πετώντας στα αριστερά του.

«Έλα! Θα τους οδηγήσουμε πίσω!» φώναξε ο Μπέλεραμ. «Μπάρανθορ, στην πύλη!» είπε στον σκουρόχρωμο αετό που πετούσε στα δεξιά του. Έκαναν βουτιά στον αέρα και οι τρεις κατευθυνόμενοι προς το πεδίο της μάχης. Καθώς κατευθύνονταν προς τα εκεί όμως, η Άντριελ είδε έντρομη τις πολιορκητικές μηχανές να στρέφονται καταπάνω τους.

«Προσέξτε! ΠΡΟΣΕΞΤΕ!» φώναξε καθώς μια φλεγόμενη πέτρα εκτοξεύθηκε προς το μέρος τους. Οι Αετοί έκαναν μανούβρα και χωρίστηκαν για να την αποφύγουν, όμως εκείνη πέτυχε τον Μπάρανθορ, ρίχνοντας τον, έπειτα ακόμα μία έπεσε κάπου ανάμεσα στον Μπέλεραμ και τον Άρμενελ. Η Άντριελ είδε καπνό και πούπουλα να πετάγονται και παρακολούθησε με αγωνία. Τα γαλάζια μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα.

Οι σύντροφοι της έτρεξαν δίπλα της και κοίταξαν με την ίδια αγωνία και φόβο για τους φίλους τους Αετούς. Τότε είδαν μέσα απ' τον καπνό έναν από αυτούς να πετάει με καθοδική πορεία, χτυπημένος και με την ουρά του να καπνίζει. Ήταν ο Μπέλεραμ, ο οποίος προσγειώθηκε άτσαλα, με την πλάτη του και κύλησε ως κάτι χαλάσματα, όπου και διακόπηκε η πτώση του. Οι τρεις φίλοι έτρεξαν αμέσως κοντά του. Τότε ένιωσαν το έδαφος να σείεται από το περπάτημα των Τρολ που ολοένα και πλησίαζαν.

«Άντριελ! Φάριν! Η πύλη!» φώναξε ο Έρανταν. Είδαν την εξωτερική πύλη να γκρεμίζεται και τα δύο Τρολ να εισβάλλουν στην αυλή με αγριεμένος βρυχηθμούς. Έπρεπε αναγκαστικά να αφήσουν για λίγο τον αναίσθητο Μπέλεραμ και να ανησυχήσουν για την τύχη του αργότερα. Όρμησαν και οι τρεις στα Τρολ κραδαίνοντας τα όπλα τους. Μέχρι να πλησιάσουν τους έριχναν από μακριά με ό,τι είχαν, ο έραναν και ο Φάριν βέλη και η Άντριελ γαλάζιες μπάλες φωτιάς από η ράβδο της.

«Οι Όλογκ-χάι έχουν εισβάλλει μέσα από την εξωτερική πόρτα!» φώναξε ο Φάριν.

«Πρέπει να τους σταματήσουμε προτού φτάσουν στην εσωτερική πόρτα!» φώναξε και ο Έρανταν ρίχνοντας βέλη σαν βροχή.

Τους έφτασαν και τότε ο Φάριν έβγαλε το τσεκούρι του και άρχισε να χτυπάει το ένα Τρολ με μανία κι οργή, ενώ ο Έρανταν όρμησε με σπαθί στο άλλο και η Άντριελ έριχνε εναλλάξ από μακριά. Ο Φάριν ως πολύ πιο μικρόσωμος ελισσόταν με μεγάλη μαεστρία, κουτρουβαλώντας κάτω από τα πόδια των Τρολ χτυπώντας μια τον έναν μια τον άλλον συνεχώς. Παράλληλα πολεμούσαν και με μια ομάδα Ορκ που εισέβαλαν από τη σπασμένη πύλη. Η Άντριελ όρμησε στο ένα Τρολ και με ξόρκια και τη βοήθεια του Φάριν το αποτέλεσε. Έτρεξαν προς το δεύτερο Τρολ που πλησίαζε προς τη δεύτερη σειρά σκάλες.

«Προσοχή! Η κολόνα πέφτει!» φώναξε η Άντριελ, καθώς από την πτώση του πρώτου Τρολ μία ακόμα κολόνα γκρεμίστηκε. Απέφυγαν όλοι τις πέτρες παρά τρίχα.

«Ας ελπίσουμε να αντέξει η οροφή!» είπε ο Φάριν και με ένα τελευταίο χτύπημα στα πόδια, αποτελείωσε και το δεύτερο Ορκ προτού προλάβει να ανέβει τα άλλα σκαλιά. Συνέχισαν να πολεμούν με τους Ούρουκ-χάι, οι οποίοι φάνταζαν πολύ πιο εύκολοι σε σύγκριση με τα Τρολ. Όμως τα συνεχόμενα κύματα που συνεχώς έρχονταν τους είχαν εξουθενώσει και πέρασαν αρκετή ώρα πολεμώντας έτσι. Παρόλα αυτά, δεν έπεφτε λεπτό το ηθικό τους όσο ήταν ενωμένοι.

Σκότωσαν τους περισσότερους και οι λιγοστοί που απέμειναν υποχώρησαν άτακτα και φοβισμένοι. Τότε οι τρεις φίλοι πλησίασαν τρέχοντας τον πεσμένο Μπέλεραμ.

«Μπέλεραμ...» είπε η Άντριελ και γονάτισε για να τον εξετάσει. Ήταν ακίνητος, με τα μάτια κλειστά και αρκετά αίματα στο ράμφος του, τα πόδια, καθώς και στις φτερούγες από το χτύπημα και την πτώση. Η Άντριελ αναζήτησε σφυγμό ανάμεσα στα πούπουλα του λαιμού του.

«Πες μου πως δεν έχει... φύγει.» είπε ο Φάριν με θλίψη κι αγωνία.

Στο μεταξύ πλησίασε και ο Νόρντρι, καθώς και η μάχη στις εσωτερικές κάμαρες είχε τελειώσει.

«Όχι, ζει. Όμως είναι σοβαρά χτυπημένος.» είπε το Ξωτικό αφού εξέτασε τις πληγές του με μια σύντομη ματιά. Και σηκώθηκε.

«Μπορεί να σωθεί;» ρώτησε ο έραναν.

«Έτσι πιστεύω, όμως οι πληγές του είναι σοβαρές. Θα χρειαστεί χρόνο και συνεχάρη φροντίδα εάν πρόκειται να ανακάμψει.

«Θα την έχει! Το καλύτερο που μπορούμε να δώσουμε, σας το υπόσχομαι.» τους διαβεβαίωσε ο Νόρντρι. «Θα αναλάβω εγώ εδώ. Πηγαίνετε στον πατέρα μου και πείτε του τι συνέβη. Θα στείλει Νάνους να βοηθήσουν με τον Μπέλεραμ.»

«Ο Γκόριν ζει ακόμα; Αυτά είναι καλά νέα τουλάχιστον.» είπε ο Φάριν.

«Τραυματίστηκε στη μάχη, όμως στέκεται ακόμα στα πόδια του. Σπεύσατε μέσα τώρα και μιλήστε του.»

()

Τον βρήκαν σε μια αίθουσα χτισμένη από μάρμαρο, παντού υπήρχε νερό σαν αυτοσχέδια λίμνη και από πάνω σε μερικά εκατοστά απόσταση, γεφυρούλες ένωναν τις διάφορες πλευρές της αίθουσας. Υπήρχαν και εκεί κάποια χαλάσματα απ' τη μάχη, όμως τίποτα τόσο σοβαρό πω να αφαιρεί από την απλή ομορφιά αυτής της αίθουσας. Ο Άρχοντας Γκόριν είχε το αριστερό του χέρι περασμένο σε ένα πανί το οποίο ήταν δεμένο πάνω από τον ώμο και τον αυχένα του, ενώ τα ρούχα του, το πρόσωπο του και τα γένια του ήταν λερωμένα και μαυρισμένα από καπνό. Όμως έστεκε ακόμα περήφανος φορώντας το στέμμα του, αν και κουρασμένος.

«Για μία ακόμα φορά, εμείς του Νόρντινμπαντ σας είμαστε υπόχρεοι. Χωρίς τη βοήθεια σας, δεν θα τους είχαμε κρατήσει πίσω. Ο εχθρός νικήθηκε, όμως με πολύ μεγάλο κόστος.» τους είπε.

«Μισώ να σκέφτομαι για το κόστος που πληρώσατε για να κρατήσετε το Νόρντινμπαντ.» είπε ο Φάριν.

«Ναι... τόσοι πολλοί Νάνοι χάθηκαν, συμπεριλαμβανομένου του Μπρούνι. Δεν νομίζω πως θα πολεμήσουμε ξανά σ' αυτόν τον πόλεμο, εκτός από μια τελευταία μάχη πάνω στις ακτές και της γέφυρες της ίδια της Αζάν-ζαράμ .» είπε ο Γκόριν. «Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι ι Άγκανταρ τώρα πιστεύει ότι το κόστος για να πάρει το Νόρντινμπαντ είναι πολύ υψηλό.»

«Το θα κάνετε αν επιτεθούν ξανά;» ρώτησε ο Έρανταν.

«Τότε κάθε Νάνος θα δώσει τη ζωή του όσο καλύτερα μπορεί πριν το τέλος. Όμως δεν πιστεύω πως θα επιστρέψουν. Όλοι οι αξιωματικοί τους έχουν σφαγιαστεί.»

«Όλοι οι αξιωματικοί τους;; Όμως τι έγινε με τον Άγκανταρ; Έπεσε στη μάχη επίσης;» ρώτησε η Άντριελ.

«Φαίνεται πως δεν θεώρησε το Νόρντινμπαντ άξιο της προσωπικής του προσοχής. Δεν είδαμε κανένα σημάδι της παρουσίας του κατά τη διάρκεια της μάχης.»

«Ο δειλός! Στέλνει άλλους να πολεμήσουν για αυτόν!» αναφώνησε κοροϊδευτικά ο Φάριν.

«Ο φίλος μας ο Μπέλεραμ κείτεται βαριά τραυματισμένος. Πρέπει να τον βοηθήσουμε.» άλλαξε θέμα ο Έρανταν.

«Έχω ήδη διατάξει του ανθρώπους μου να τον μεταφέρουν μέσα στην αίθουσα. Θα έχει την καλύτερη φροντίδα που μπορούμε να δώσουμε, διότι είναι βέβαιο ότι του χρωστάμε τις ζωές μας.» απάντησε ο Άρχοντας Γκόριν. «Όμως τι συνέβη με τον Ούργκοστ; Αναχωρήσετε για να αντιμετωπίσετε τον δράκο. Τον βρήκατε;»

«Ναι, μα ο Άγκανταρ τον βρήκε πρώτος. Υποσχέθηκε στον δράκο το Νόρντινμπαντ...» Με αυτά τα λόγια τη Άντριελ, το πρόσωπο του Γκόριν σκοτείνιασε, όμως τα επόμενα λόγια του Έρανταν τον καθησύχασαν:

«Όμως εμείς προαναφερθήκαμε να του δώσουμε το οχυρό του Άγκανταρ, το φρούριο του Καρν Ντουμ.»

«Το Καρν Ντουμ; Το αρχαίο φρούριο του Μάγου-βασιλιά της Άνγκμαρ! Ναι... Έπρεπε να το περιμέναμε ότι ο Άγκανταρ θα ανακαταλάβει εκείνο το καταραμένο μέρος. Αν ο Ούργκοστ επιθυμεί εκείνο το μαύρο λάκκο, είναι ευπρόσδεκτος σε αυτό. Όμως ο Άγκανταρ θα χρειαστεί να αντιμετωπιστεί πρώτος.» είπε ο Γκόριν.

«Ναι. Και για αυτό πρέπει να πάμε στο Καρν Ντουμ.»

«Ένα τέτοιο οδοιπορικό θα είναι μακρύ και δύσκολο, και η απώλεια των Αετών σημαίνει ότι ία πρέπει να πάτε πεζή.»

«Λοιπόν, ας είναι. Η πληρωμή έχει καθυστερήσει πολύ. Ο Άγκανταρ πρέπει να πεθάνει!» είπε ο Φάριν.

«Δεν μπορώ να ρισκάρω να στείλω πολεμιστές μαζί σας. Η δύναμη του Νόρντινμπαντ έχει μειωθεί κατά πολύ. Κι όμως θα με ευχαριστούσε εάν παίρνατε αυτά. Είναι κειμήλια του οίκου μου, τα μεγαλύτερα έργα του λαού μου περασμένα από πολλές γενεές.» Έκανε νόημα στον σιδερά του, ο οποίος στεκόταν πίσω από το μισογκρεμισμένο πάγκο του στην άκρη της αίθουσας, και εκείνος μαζί με δυο βοηθούς πλησίασε κουβαλώντας αρκετά όπλα, θώρακες και γενικά εξοπλισμό. «Θα είναι δύσκολο να τα αποχωριστώ, όμως η μάχη σας είναι και δική μας μάχη οπότε σας τα δίνω δωρεάν. Διαλέξτε ό,τι θέλετε, και είθε να βοηθήσει να εκδικηθείτε για τους πεσόντες.»

Οι τρεις φίλοι διάλεξαν από ένα όπλο ο καθένας που ταίριαζε με τις ικανότητες του, ο Έρανταν ένα σπαθί, ο Φάριν ένα τσεκούρι και η Άντριελ ένα μαχαίρι, πήραν επίσης θώρακες, κράνη, επιγονατίδες και περικνημίδες, όλα επιχρυσωμένα και στολισμένα με πολύτιμους λίθους. Ευχαρίστησαν τον Άρχοντα Γκόριν και αποσύρθηκαν στα δωμάτια τους για να ξεκουραστούν, τις ελάχιστες ώρες που είχαν απομείνει ως το ξημέρωμα. Αν και ελάχιστα κοιμήθηκαν από την αγωνία τους για τον Μπέλεραμ και την επερχόμενη μάχη τους με τον ίδιο τον Άγκανταρ.

Την επόμενη μέρα το πρωί, τους ειδοποίησαν ότι ο Μπέλεραμ ήταν καλύτερα κι είχε διαφύγει τον κίνδυνο, αλλά χρειαζόταν ανάρρωση ακόμα. Ετοιμάστηκαν για το ταξίδι τους και πήγαν να τον αποχαιρετήσουν. Ένας Νάνος τους οδήγησε στην αίθουσα που τον είχαν, ήταν μια αρκετά ευρύχωρη αίθουσα με μαρμάρινο πάτωμα, αν και είχε κι εκείνη κάποια γκρεμισμένα σημεία, στο κέντρο ήταν στρωμένο ένα μεγάλο κόκκινο χαλί, πάνω στο οποίο αναπαυόταν ο Μεγάλος Αετός. Οι τρεις φίλοι τον πλησίασαν.

«Μπέλεραμ; Με ακούς, φίλε μου;» του απευθύνθηκε ο Έρανταν. Ο Μπέλεραμ άνοιξε τα μάτια του.

«Έρανταν;» είπε και ανασήκωσε αδύνατα το κεφάλι του. «Είμαι ανάμεσα σε τοίχους από πέτρα... και δεν ακούω ήχους μάχης... τότε το Νόρντινμπαντ σώθηκε;»

«Ναι, έχουν απωθήσει τον εχθρό με βαριές απώλειες.» του απάντησε ο Περιφερόμενος Φύλακας.

«Πόσον καιρό βρίσκομαι εδώ έτσι;»

«Λίγο. Μην επιχειρήσεις να σηκωθείς. Πρέπει να κρατήσεις τις δυνάμεις σου.» του είπε η Άντριελ.

«Πού είναι ο Μπάρανθορ και ο Άρμενελ;» Τα πρόσωπα των τριών σκοτείνιασαν και χαμήλωσαν τα βλέμματα λυπημένοι.

«Μακάρι να μπορούσα να σου πω αλλιώς όμως έπεσαν στη μάχη. Και οι δύο ήταν γενναίοι όσο οποιοσδήποτε πολεμιστής θα ήταν. Πέθαναν σαν ήρωες και ποτέ δεν θα ξεχάσουμε τη θυσία τους.» ανέλαβε να απαντήσει ο Έρανταν.

«Τα λόγια σου είναι ευγενικά και σε ευχαριστώ για αυτό, μα οι φίλοι μου είναι νεκροί όπως και να 'χει. Ακόμα χειρότερα, πέθαναν υπό τις διαταγές μου. Είναι ένα βαρύ φορτίο που θα φέρω.» είπε με θλίψη ο Μπέλεραμ. «Όμως τι συνέβη με τον Άγκανταρ; Σκοτώθηκε και αυτός στη μάχη, ή ζει ακόμη;»

«Ο Άγκανταρ δεν ήταν επικεφαλής της επίθεσης. Είναι πιθανών ακόμα στο Καρν Ντουμ.» απάντησε η Άντριελ.

«Τότε πρέπει να τον αναζητήσουμε εκεί. Πρέπει να πάρω εκδίκηση για τον Άρμενελ και τον Μπάρανθορ!» είπε με τη θλίψη να έχει γίνει οργή.

«Αυτό πρόκειται να κάνουμε. Ετοιμαζόμαστε να κινήσουμε για το Καρν Ντουμ.» είπε ο Φάριν.

«Τότε πρέπει να προετοιμαστώ και εγώ. Δεν μπορώ ν σας μεταφέρω όλους, μα...» και πήγε να σηκωθεί, όμως έπεσε ξανά κάτω αδύναμος με ένα βογκητό πόνου.

«Άφησε το σε εμάς, Μπέλεραμ. Έχασα και εγώ δικούς μου, και δεν σκοπεύω να αφήσω τον Άγκανταρ να ξεφύγει μ' αυτό.» Ο Μπέλεραμ αναστέναξε παραιτημένος.

«Ναι. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν μπορώ να σας συντροφεύω τώρα, και αν καθυστερήσετε άλλοι μπορεί να πεθάνουν. Δεν θα είμαι εγώ υπεύθυνος για αυτό. Πηγαίνετε με τις ευλογίες μου, φίλοι.»

«Αντίο γενναίε. Θα μας λείψει η συντροφιά σου.» του είπε ο Έρανταν.

«Περιμένω να σε δω δυνατό και υγιή όταν επιστρέψουμε. Κοίτα να Μην με απογοητεύσεις!» του είπε με διεθνή προειδοποιητικό τόνο ο φάρων.

Η Άντριελ δεν είπε τίποτα, μόνο τον αγκάλιασε συγκινημένη. Έτσι, οι τρεις τους, αυτή τη φορά δυστυχώς χωρίς τη συντροφιά των Μεγάλων Αετών, φορτώθηκαν με προμήθειες και ξεκίνησαν για το μακρύ και δύσκολο ταξίδι τους και για την ακόμα πιο δύσκολη μάχη που τους περίμενε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top