Κεφάλαιο 16- Δάσος της Σκοτεινιάς-Μέρος 1ο

Οι τρεις Μεγάλοι Αετοί μ τους τρεις πολεμιστές στις ράχες τος πετούσαν τώρα κάτω από πυκνά σύννεφα, μέσα από ένα στρώμα ομίχλης και πάνω από το Δάσος της Σκοτεινιάς. Ξαφνικά άκουσαν ένα βρυχηθμό από πάνω τους, ο Έρανταν σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε, πρόλαβε να δει εκείνο το τέρας με το μακρύ λαιμό και τα φτερά που έμοιαζε με δράκο κάποιος το καβαλίκευε, προτού προλάβει να αντιδράσει ένιωσε να συγκρούεται με τον Μπέλεραμ και τον ίδιο να πέφτει στο κενό με κατεύθυνση προς τα σκούρα πράσινα δέντρα του δάσους. Πέρασε μέσα από κλαδιά και πυκνές φυλλωσιές τα οποία έκαναν πιο ομαλή την πτώση το και προσγειώθηκε με την πλάτη στο έδαφος. Για λίγο τα πάντα μαύρισαν γύρω του, έπειτα άνοιξε τα μάτια του και γύρισε και σηκώθηκε μένοντας για λίγο σκυφτός στα γόνατα, προσπαθώντας να συνέλθει απ' τη ζαλάδα και τον πόνο της πτώσης.

Σηκώθηκε αργά στα πόδια του. Η πλάτη του πονούσε ακόμα, όχι τόσο όμως ώστε να έχει σπάσει τίποτα. Ευτυχώς, το κράνος που φορούσε προστάτευσε το κεφάλι του, όμως ένιωσε έναν πόνο στον αυχένα του. Κοίταξε γύρω του. Βρισκόταν μέσα στο δάσος με τα πυκνά πανύψηλα δέντρα τριγύρω και από πάνω να κρύβουν τον ουρανό, δημιουργώντας έτσι μια σκοτεινιά από την οποία σίγουρα πήρε το όνομα του το δάσος. Πεσμένοι κορμοί μεγάλες ρίζες και αγριόχορτα συμπλήρωναν το τοπίο. Ξαφνικά άκουσε ένα βρυχηθμό πίσω του και γύρισε, είδε το ιπτάμενο τέρας να έχει επίσης προσγειωθεί και να πηδάει στο έδαφος από τη ράχη του ο αναβάτης του, μια πολύ σκοτεινή φιγούρα με σκούρα ρούχα και πανοπλία, ένα κράνος που κάλυπτε όλο το πρόσωπο με κέρατα κα στο χέρι του κρατούσε μια επίσης μαύρης ράβδο.

«Ψάχνεις τον μάγο; Κανένας δεν μπορεί να τον βοηθήσει τώρα. Και κανένας δεν μπορεί να βοηθήσει εσένα!» του είπε με μοχθηρή φωνή.

Από τις σχισμές του κράνους του οι οποίες χρησίμευαν για να αναπνέει έβγαιναν ατμοί καθώς μιλούσε. Εκείνη τη στιγμή, όρμησε από πάνω ο Μπέλεραμ και επιτέθηκε στο τέρας του παρασέρνοντας το μακριά. Ο σκοτεινός μάγος τέντωσε σε οριζόντια θέση τη ράβδο του και άναψε φωτιές σε όλο το μήκος της. Τότε πλησίασαν οι δυο σύντροφοι του Έρανταν. Ο μάγος άναψε φωτιά στο έδαφος μπροστά του και η Άντριελ έβαλε την ασπίδα της γύρω από τους τρεις τους για να τους προστατεύσει και να γιατρεύσει τον Έρανταν. Άρχισε με τη ράβδο της να ρίχνει στον μάγο ενώ ο Έρανταν έβγαλε το τόξο του αμέσως κι άρχισε να του πετάει βέλη.

Είχε φτιάξει ένα τοίχος από φωτιά το οποίο τους απέτρεπε απ' το να πάνε αρκετά κοντά ώστε να επιτεθούν σώμα με σώμα. Πέταξε μια σειρά από τρεις κόκκινες μπάλες φωτιάς, η κάθε μια απ' τις οποίες κατευθύνθηκε προς ένα μέλος της συντροφιάς, όμως ευτυχώς βρήκα εμπόδιο την ασπίδα της Άντριελ. Πέταξε μπάλες φωτιάς τρεις ακόμη φορές, μετά η ασπίδα της Άντριελ εξασθένησε. Ο Έρανταν γρήγορα τον έριξε ένα βέλος στο πρόσωπο, όμως εκείνος χωρίς να πτοηθεί έριξε άλλες τρεις μπάλες φωτιάς. όλοι τους απλά ρόλαραν στο έδαφος για να τις αποφύγουν. Μετά η Άντριελ του έριξε από τη ράβδο της ξανά.

Καθώς τον είχαν αποδυναμώσει λίγο, το τείχος φωτιάς του εξαφανίστηκε, και τότε εξαφανίστηκε μέσα από φωτιά και εμφανίστηκε πίσω από την Άντριελ και συγκρούστηκε μαζί της. Έπειτα εκείνη άρχισε να τον πολεμάει από κοντά με τον Έρανταν, ενώ ο Φάριν έμεινε πίσω και συνέχισε να του ρίχνει βέλη. Έκανε πολύ δυνατές επιθέσεις και τους χτυπούσε από όποια γωνία κι αν προσπαθούσαν να βάλουν εμπόδια τα όπλα τους, όμως ο Φάριν του έκανε αρκετή ζημιά.

Αφού κατάφεραν να τον αποδυναμώσουν κι άλλο, εκείνος τηλεμεταφέρει πάνω σε κάποιους βράχους και έριξε τρία σετ από μπάλες φωτιάς στη συντροφιά. Πάνω στα βράχια, δεν μπορούσαν να το πλησιάσουν, και τηλεμεταφέρει μακριά αμέσως μετά το τρίτο του σετ, έτσι δεν μπόρεσαν να τον χτυπήσουν εκεί. Απλά απέφευγαν τις επιθέσεις του, και ύστερα από μερικές από αυτές, τηλεμεταφέρθηκε πίσω στο ξέφωτο. Για μία ακόμα φορά, ο Έρανταν κατάφερε να του επιτεθεί από κοντά. Μετά από λίγο τηλεμεταφέρθηκε στα βράχια μία ακόμα φορά, πέταξε τρία κύματα από μπάλες φωτιάς, και τότε τηλεμεταφέρθηκε ξανά στο ξέφωτο. Μία μπάλα γαλάζιας φωτιάς της Άντριελ και ένα χτύπημα από το σπαθί του Έρανταν τον αποτελείωσαν.

Ο Έρανταν στάθηκε από πάνω του για να βεβαιωθεί πως είχε πεθάνει, έχοντας και εκείνος αρκετές πληγές και αίματα. Άκουσε όμως έναν θόρυβο πίσω απ' το πεσμένο κορμό και τέντωσε το σπαθί του σε θέση άμυνας, το ίδιο και οι σύντροφοι του οι οποίοι πλησίασαν. Τότε είδαν να πέφτει μπροστά τους το ιπτάμενο τέρας του μάγου, γκρεμίζοντας το μεγάλο κορμό. Από ανάσκελα γύρισε στην κανονική του στάση και τους βρυχήθηκε έτοιμο να επιτεθεί, πλησιάζοντας αργά χρησιμοποιώντας τις γωνίες των φτερών του ως μπροστινά πόδια, όμως τότε πετάχτηκε ξανά ο Μπέλεραμ σαν θάνατος από ψηλά και του όρμησε, ρίχνοντας το κάτω. Το κράτησε κάτω με τα νύχια του, όμως εκείνο αντιστεκόταν. Ο Αετός πέταξε δύο μέτρα πάνω και ξανά προσγειώθηκε πάνω στο μακρύ του λαιμό, βυθίζοντας με δύναμη τα νύχια του στο δέρμα του και έπειτα, τον δάγκωσε με το ράμφος του, ξεριζώνοντας ένα μεγάλο κομμάτι και το αποτελείωσε.

Κατέβηκε και η συντροφιά τον πλησίασε.

«Μπράβο, φίλοι μου. Αυτό εδώ αποτελειώνει το πέπλο ψεμάτων του. Ωστόσο, φοβούμαι ότι αυτή δεν ήταν τυχαία συνάντηση. Αν ο Γούλφρουν ήταν εδώ θα μπορούσε να σημαίνει μπελάδες για τον Ράνταγκαστ. Πρέπει να προχωρήσετε και να τον βρείτε.» είπε ο Μπέλεραμ.

«Τι είδους πλάσμα ήταν αυτό που νίκησες; Πόσο απαίσια αύρα έχει!» είπε η Άντριελ.

«Ποιος μπορεί να πει; Κάποιο κτήνος από έναν παλαιότερο κόσμο ίσως, αναθρεμμένο και διεφθαρμένο από το Σκοτεινό Άρχοντα να υπηρετεί τους πιο πιστούς του υπηρέτες.»

«Ο Γούλφρουν είπε κάτι για έναν μάγο...» είπε ο Έρανταν.

«Πρέπει να εννοούσε τον Ράνταγκαστ.» συμπλήρωσε ο Φάριν.

«Όμως γιατί θα έστελνε ο Άγκανταρ τους υποτακτικούς του εναντίον του Ράνταγκαστ;» απόρησε το Ξωτικό έπειτα.

«Ο Καφέ Μάγος ελάχιστα απασχολεί τον εαυτό του με τον έξω κόσμο, κι όμως έχει εργαστεί εναντίον του Σάουρον στο παρελθόν. Ίσως ο Άγκανταρ ε μέρη να εύχεται να λύσει μια παλιά διαμάχη, όμως φαίνεται περισσότερο πιθανό να αναζητεί τρόπους να αποτρέψει τον Ράνταγκαστ από το να βοηθήσει τους εχθρούς του. Πρέπει να τον βρούμε.»

«Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι ο Άγκανταρ μάντεψε το σχέδιο μας και έχει χτυπήσει πρώτος.» είπε γεμάτη ανησυχία η Κυρά της Γνώσης.

«Αν είναι έτσι, ο Ράνταγκαστ μπορεί να βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο.» είπε ο Μπέλεραμ.

«Πόσο μακριά είμαστε από την κατοικία του μάγου;» ρώτησε ο Έρανταν.

«Είναι δύσκολο να πω με σιγουριά, ακόμα και τα μάτια ενός Αετού δεν μπορούν να διαπεράσουν τα πυκνά κλαδιά του Δάσους της Σκοτεινιάς, και τα ξέφωτα είναι ελάχιστο σε αυτό το δάσος.» απάντησε ο Μπέλεραμ.

«Θα συνεχίσουμε την αναζήτηση πεζή. Να ψάξουμε για εσένα εδώ μόλις τον βρούμε;» είπε ο Έρανταν.

«Όχι, πρέπει να βρω τους συντρόφους μου. Πιθανόν θα ανησυχούν για εμένα. Μαζί θα φυλάμε σκοπιά από ψηλά. Ο Ράνταγκαστ έχει πολλούς φίλους ανάμεσα στα πουλιά του Δάσους της Σκοτεινιάς. Αν τον βρείτε μπορεί να στείλει ένα μήνυμα σε εμάς αρκετά εύκολα.»

«Πολύ καλά. Καλή τύχη, Μπέλεραμ.» τον αποχαιρέτησε η Άντριελ εκ μέρους και των τριών.

Κάθισαν για πολύ λίγο γι να πάρουν μια ανάσα και να αναρρώσουν από τη μάχη τους με τον Γούλφρουν. Η Άντριελ έβγαλε τα σύνεργα της και μερικά βότανα και άρχισε να φτιάχνει ένα φίλτρο για να θεραπεύσει τις πληγές τους και να τους δώσει δύναμη, τριγύρω τους επικρατούσε μια αφύσικη υσηχία και μια σκοτεινιά σαν να ήταν λυκόφως, ενώ ήταν σίγουρα μεσημέρι. Το φως του ήλιου ελάχιστα περνούσε μέσα απ' τις πυκνές φυλλωσιές των πανύψηλων δέντρων που απλώνονταν από πάνω τους.

«δεν μου αρέσει η όψη αφού του Δάσους τηςΣκοτεινιας. Μακάρι ο δρόμος μας να μας είχε οδηγήσει κάπου αλλού.» είπε ο Φάριν ακονίζοντας το σπαθί του.

«Γιατί Ράνταγκαστ θα επέλεγε να έχει το σπίτι του μέσα σε ένα τέτοιο μέρος;» αναρωτήθηκε η Άντριελ.

«Λένε πως το Δάσος τη Σκοτεινιάς δεν ήταν πάντοτε έτσι. Ήταν αρκετά φωτεινό προτού η σκιά του Σκοτεινού Άρχοντα πέσει επάνω του.» είπε ο Έρανταν κοιτάζοντας τριγύρω σκεπτικός.

«Η σκιά επικρατεί εδώ, ακόμα. Υπάρχουν σατανικά πλάσματα σε αυτό το δάσος. Να είστε σε επιφυλακή.» είπε η Άντριελ, έπειτα τελείωσε γρήγορα το φίλτρο, γιατί η δυσωδία από το τεράστιο κουφάρι του κτήνους που κειτόταν λίγα μέτρα μακριά τους είχε αρχίσει να τους ενοχλεί.

Με ανανεωμένες δυνάμεις και θεραπευμένοι από τα ελαφρά τραύματα τους πλέον, σηκώθηκαν κι άρχισαν να βαδίζουν σε ένα μονοπάτι. Από κάτι ρίζες στα δεξιά τους άκουσαν ξαφνικά θόρυβο και ο Φάριν ύψωσε το σπαθί του, όμως ήταν μόνο μερικά κοράκια τα οποία πέταξαν κρώζοντας προς τα κλαδιά από πάνω τους. Λίγα μέτρα παρακάτω, η Άντριελ ξαφνικά σταμάτησε και αναφώνησε:

«Κοιτάξτε! Εκεί!» δείχνοντας μια ρίζα που απλωνόταν σαν γέφυρα πάνω από το μονοπάτι στην ευθεία. Επάνω στη ρίζα περπάτησε ένα παράξενο πλάσμα, έμοιαζε με λύκο αλλά δεν είχε τρίχωμα, είχε μόνο μια μακριά άγρια μαύρη χαίτη και κόκκινα μάτια που έλαμπαν αφύσικα στο μισοσκόταδο.

«Γουόργκ!» φώναξε ο Έρανταν. Το γουόργκ τους κοίταξε για λίγο δείχνοντας απειλητικά μια σειρά από κοφτερά δόντια και σάλια να τρέχουν απ' το στόμα του, έπειτα ούρλιαξε ανατριχιαστικά υψώνοντας το κεφάλι του όπως κάνουν οι λύκοι. Και απομακρύνθηκε τρέχοντας.

«Τέλεια. Τώρα ολόκληρο το δάσος ξέρει πως είμαστε εδώ.» είπε σαρκαστικά ο Φάριν.

«Ετοιμαστείτε για μάχη.» είπε ο Έρανταν και συνέχισαν ευθεία στο μονοπάτι.

Έφτασαν σε μια κατασκήνωση ορκ και τους επιτέθηκαν τοξότες από όλες τις μεριές. Ακόμα χειρότερα, τους όρμησαν από μπροστά Ουρούκ-Χάι οι πιο άγριοι και μεγαλόσωμοι εκ των Ορκ, τους οποίους είχαν συναντήσει στο Όρος Γκούνταμπαντ.

«Αυτοί οι μπάσταρδοι είναι πραγματικά θυμωμένοι!» φώναξε ο Φάριν καθώς τους έκαναν έφοδο σε ομάδες των τεσσάρων πάνω- κάτω.

Οι τρεις πολεμιστές Τους επιτέθηκαν έναν προς έναν χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες τακτικές.

«Ίσως χρειαστεί να καλέσουμε τον Μπέλεραμ!» φώναξε η Άντριελ καθώς έσφαζε έναν ακόμα με την κοφτερή άκρη της ράβδου της. Ο Έρανταν έκοψε το πόδι ενός άλλου και της απάντησε:

«Καλύτερα να το αποφύγουμε, εκτός κι αν απελπιστούμε τελείως!»

Αφού σκότωσαν περίπου μια ντουζίνα από εκείνους τους ορκ, ο Φάριν φώναξε:

«Ο δρόμος ευθεία είναι καθαρός!» Η Άντριελ τον αγνόησε, παρά τον ενθουσιασμό του, είχαν ακόμα μια ομάδα Ουρούκ- Χάι να αντιμετωπίσουν. Κράτησαν τις αποστάσεις τους και συνεχόμενα κινούνταν για να μένουν εκτός εμβέλειας των πολεμικών σφυριών τους, και προσπαθούσε ο καθένας να επικεντρώνεται μόνο σε έναν κάθε φορά. Οι τοξότες ήταν ενοχλητικοί, όμως άστοχοι, έτσι αντιμετώπισαν τα δύο κύματα Ουρούκ- Χάι που τους ήρθαν πρώτα. Όταν όλοι ήταν νεκροί καθάρισαν και τους τοξότες.

Κίνησαν ευθεία από την κατασκήνωση και μπήκαν σε μια σπηλιά. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος, τα μονοπάτια ήταν όλα μπλοκαρισμένα από πολύ πυκνή βλάστηση μέσα απ' την οποία θα ήταν επικίνδυνο να περάσουν, έτσι η σπηλιά ήταν μονόδρομος. Εκεί κάθισαν να ξεκουραστούν για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ίσα να πιουν λίγο νερό και συνέχισαν προς τα μέσα στη σπηλιά. Από κάποια ανοίγματα στο ταβάνι έμπαιναν ελάχιστες αχτίνες φωτός, ίσα που έβλεπαν για να βαδίσουν. Μετά τους επιτέθηκε ένα απαίσια άσχημο τρολ. Ήταν αρκετά δυνατός, όμως όντας συνηθισμένοι στο μοτίβο με το οποίο επιτίθονταν όλα τα τρολ το έβγαλαν από τη μέση εύκολα. Μετά από αυτόν ξεκουράστηκαν λίγο ακόμα, έφαγαν λίγο για να πάρουν δυνάμεις και συνέχισαν.

«Επιτέλους! Βλέπω το φως της μέρας μπροστά!» αναφώνησε ανακουφισμένη η Άντριελ βλέποντας την έξοδο. Βγήκαν πάλι στο δάσος.

Αφού περπάτησα λίγο ακόμη, έφτασαν σε ένα μεγάλο ξέφωτο στο βάθος του οποίου δέσποζε ένα μεγάλο δεντρόσπιτο. Σίγουρα αυτό θα ήταν το σπίτι του Ράνταγκαστ, ήταν χτισμένο μέσα σε ένα πελώριο δέντρο με χοντρό κορμό. Από τις ρίζες του που υψώνονταν αρκετά μέτρα πάνω απ' το έδαφος ένα αυτοσχέδιο προχειροφτιαγμένο πέτρινο μονοπάτι οδηγούσε σε μια ξύλινη πόρτα και λίγο πιο πάνω υπήρχαν μερικά παράθυρα. Από μέσα φαινόταν φως αναμμένο που σήμαινε ότι ο μάγος πιθανόν να ήταν μέσα. Το ξέφωτο βρισκόταν ένα επίπεδο πιο κάτω από το μονοπάτι τους, έτσι έπρεπε να πηδήσουν κάτω σε αυτό. Κοίταξαν γύρω τους και προς τα επάνω . Ορισμένες αχτίδες φωτός είχαν καταφέρει να περάσουν μέσα από τις φυλλωσιές το πανύψηλο χοντρό δέντρο και τα στρογγυλά βιτρό παράθυρα του εκτείνονταν μέχρι επάνω στον κορμό, που σήμαινε ότι είχε τουλάχιστον τρεις ορόφους, μέχρι εκεί όπου ξεκινούσαν τα κλαδιά, ενώ ακούγονταν πουλιά. Σίγουρα τα κλαδιά του θα αποτελούσαν σπίτι για πολλά από αυτά. Οι τρεις σύντροφοι το θαύμασαν. Βρύα στόλιζαν τον κορμό του και κληματσίδες κρέμονταν επίσης απ' τα κλαδιά του.

«Αα, αυτό πρέπει να είναι το σπίτι του Ράνταγκαστ.» είπε εντυπωσιασμένος ο Φάριν.

«Φαίνεται αρκετά γαλήνιο.» σχολίασε ο Έρανταν.

«Τότε τι εννοούσε ο Γούλφρουν όταν είπε πως αργήσαμε πολύ;» αναρωτήθηκε η Άντριελ.

«Ίσως προσπαθούσε μόνο να μας αποθαρρύνει.»

Αυτά τα λόγια του Έρανταν, συνόδευσε κάτι σαν βρυχηθμός τέρατος. Ακουγόταν από πίσω τους. Στράφηκαν και οι τρεις και είδαν με τρόμο τρεις γιγάντιες αράχνες να κατεβαίνουν τα βράχια προς το ξέφωτο.

«...και ίσως όχι!» αναφώνησε έντρομος ο Φάριν βγάζοντας το τσεκούρι του. Οι δυο σύντροφοι του έβγαλαν και εκείνοι τα όπλα τους. Άλλες τρεις αράχνες άρχισαν να κατεβαίνουν πάνω από τα κλαδιά του δέντρου υφαίνοντας κλωστές, και σύντομα ολόκληρο το ξέφωτο γέμισε με αυτές οι οποίες τους περικύκλωσαν. Οι τρεις φίλοι άρχισαν να μάχονται ενάντια σε αυτές με τις γνωστές τακτικές τους, η Άντριελ έκανε ξόρκια, ο Φάριν τις πετσόκοβε με το τσεκούρι του κι ο Έρανταν έριχνε βέλη και έβγαζε σπαθί όταν τον πλησίαζαν. Ήταν αρκετά ανατριχιαστικές στην όψη με κόκκινα μάτια . Οι μικρότερες από αυτές τους έφταναν ως τα γόνατα ενώ οι μεγαλύτερες είχαν το μέγεθος τος περίπου. Όταν σκοτώνονταν, έπεφταν ανάσκελα και γίνονταν άσπρες. Σκότωσαν μια ντουζίνα περίπου από αυτές και μια ανησυχητική ησυχία απλώθηκε, ωστόσο ήξεραν πως δεν είχαν τελειώσει όλα. Πλησίασαν τρέχοντας την πόρτα του δεντρόσπιτο. Ο Έρανταν χτύπησε δυνατά την πόρτα αι φώναξε:

«Ράνταγκαστ! Είσαι εδώ;» Καμία απάντηση.

«Με τόσο σαματά, θα είχε βγει σίγουρα έξω εκτός και α κάνει πολύ βαθύ ύπνο.» ανέφερε ο Φάριν.

Ο Έρανταν πήγε να ανοίξει την πόρτα.

«Είναι κλειδωμένη.» διαπίστωσε. Και τότε είχαν με τρόμο ένα δεύτερο κύμα από αράχνες να κατεβαίνουν από το δέντρο και πισωπάτησαν στον ανοιχτό χορό του ξέφωτου για να τις αντιμετωπίσουν. Συνέχεια κάρφωναν. Έκοβαν και χτυπούσαν τα ξεφωνητά του Φάριν αντηχούσαν το ίδιο και τα συρίγματα από τις αράχνες. Κάποια στιγμή, κάποια από τις μεγαλύτερες αράχνες έριξε ιστό και τράβηξε την Άντριελ σε εκείνη. Το Ξωτικό βρέθηκε προτού το καταλάβει ξαπλωμένη από κάτω της παλεύοντας να ελευθερωθεί και να αποφύγει τα τσιμπήματα της αράχνης. Οι σύντροφοι της πάλευαν περικυκλωμένοι και δεν μπορούσαν να πάνε να τη βοηθήσουν. Τελικά κατάφερε και έβγαλε το τσεκούρι της το οποίο της είχαν κάνει δώρο οι Νάνοι, την κάρφωσε μερικές φορές και κατάφερε να ελευθερωθεί. Σηκώθηκε και της έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στο κεφάλι. Συνέχισε σκορπώντας κι άλλες νεκρές αράχνες γύρω της, το ίδιο κι οι σύντροφοι της.

«Ράνταγκαστ! Είσαι εδώ;!» φώναξε για μία ακόμα φορά ο Φάριν όταν και αυτό το κύμα πέρασε.

Πάλι καμία απάντηση. Μέσα σε λίγη ώρα το ξέφωτο είχε γεμίσει με κουφάρια νεκρών αραχνών. Τότε σε μια άκρη πρόσεξαν κάτι πεσμένο. Έμοιαζε με κλαδί από δέντρο, όμως δεν ήταν. Ήταν ένα σκήπτρο. Η Άντριελ το σήκωσε και το στερέωσε στην πλάτη της, και συνέχισαν την αναζήτηση τους αφού κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Ράνταγκαστ δεν ήταν σπίτι του. Πήραν ένα άλλο μονοπάτι ανάμεσα στα δέντρα. Εκείνο ήταν καθαρό από εχθρούς και ήσυχο, αλλά οι τρεις σύντροφοι δεν επαναπαύονταν γιατί ήξεραν πως τους περίμενε κι άλλη μάχη παρακάτω.

###

«Το μονοπάτι οδηγεί εκεί κάτω. Είμαι βέβαιος για αυτό.» είπε ο Έρανταν δείχνοντας προς την είσοδο μιας σπηλιάς.

Μπήκαν και αφού περπάτησαν κάποια μέτρα, βλέποντας ρίζες δέντρων τριγύρω τους και ιστούς αραχνών έφτασαν σε έναν ανοιχτό χορό της σπηλιάς. Ρίζες δέντρων υπήρχαν και εκεί και υψώνονταν ως το ταβάνι. Πήδησαν μισό μέτρο κάτω και ο Φάριν ξεσκονίστηκε καθώς είχε ιστούς που είχαν κολλήσει πίσω του. Η Άντριελ τον σταμάτησε από το να περπατήσει βάζοντας το χέρι στο στήθος του και με αυτή την κίνηση σταμάτησε και ο Έρανταν. Το Ξωτικό έδειξε μπροστά.

«Ο μάγος!» αναφώνησε ο Φάριν. Στο βάθος της σπηλιάς υπήρχαν πυκνοί ιστοί πλεγμένοι μεταξύ τους και στο κέντρο τους περίπου κρεμόταν ανάποδα ένας άνδρας με γκρίζα, σχεδόν λευκά μαλλιά και γενειάδα, τυλιγμένος με ένα κουκούλι ιστού.

«Σσσσσσσσς... ο μάγος; Όχι, αγαπητοί μου, αυτό είναι φαγητό.» ακούστηκε μια άλλη φωνή, βαθιά γυναικεία και μοχθηρή. Οι τρεις φίλοι κοίταξα τρομοκρατημένοι κι έχοντας ανατριχιάσει καθώς είδαν πίσω από τον μάγο να κατεβαίνει μια αράχνη γιγάντια πολύ μεγαλύτερη από όσες είχαν αντιμετωπίσει έως τώρα.

Μια μικρή λευκή αράχνη πέρασε κάτω από τα πόδια τους και την πλησίασε.

«Εκείνος λέει ότι ο μάγος πρέπει να πεθάνει.» συνέχισε η μεγάλη αράχνη. Οι πολεμιστές είχαν μείνει ακίνητοι και την κοιτούσαν καθώς ξεπρόβαλε πίσω απ' τους ιστούς και πλησίαζε αργά τον Ράνταγκαστ λέγοντας;

«Πάρε τον και καταβρόχθισε τον, Εκείνος διατάζει. Και έτσι θα κάνω, όμως όχι ακόμη. Όχι ακόμη. Η σειρά από μάτια της τους κοιτούσε, ήταν μια απόχρωση πορτοκαλί προς κόκκινα. Ο Φάριν ύψωσε το τσεκούρι του έτοιμος να αμυνθεί.

«Ας τον αφήσω να κρεμαστεί για λίγο πρώτα. Ας τον αφήσω να περιμένει την απόλαυση μου.» συνέχισε η αράχνη περνώντας την τριχωτή της δαγκάνα πάνω από το πρόσωπο του. Η Άντριελ άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. Παρατηρώντας καλύτερα τον Ράνταγκαστ, έμοιαζε άψυχος, τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα και λευκά, το στόμα του ανοιχτό και το πρόσωπο του υπήρχε αίμα από πληγές. Αναρωτήθηκαν αν υπήρχε περίπτωση να ήταν ακόμα ζωντανός, αν έκρινα από τα λόγια της η αν είχαν αργήσει πάρα πολύ... Ο φόβος είχε φωλιάσει στις καρδιές και των τριών και έστεκαν εκεί ανήμποροι να αντιδράσουν.

Η αράχνη με αργές κινήσεις, σαν να μη βιαζόταν καθόλου να τραφεί, πέρασε από πίσω του προς την άλλη μεριά λέγοντας:

«Μα ο μάγος μονάχα μόλις και μετά βίας είναι γεύμα για κάποια σαν εμένα.» Ο Φάριν τελικά αποφάσισε να κινητοποιηθεί και έκανε ένα βήμα μπροστά σφίγγοντας το τσεκούρι στα χέρια του, όμως ο Έρανταν τον συγκράτησε πιάνοντας τον απ' τον ώμο.

«Τώρα τέσσερις! Τέσσερις είναι τσιμπούσι!» είπε η αράχνη με σατανικό ενθουσιασμό και ξαφνικά έτρεξε προς το μέρος τους. Πρόλαβαν να κάνουν μερικά πίσω βήματα για να την αποφύγουν. Εκείνη πήδησε και άνοιξε το στόμα της με τις τρεις σειρές τα κοφτερά δόντια που φάνηκαν απειλητικά. Οι τρεις σύντροφοι κύλησαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις και την απέφυγαν έπειτα πήραν θέσεις επίθεσης και άλλη μια μάχη ξεκίνησε. Ίσως η πιο δύσκολη τους στο Δάσος της Σκοτεινιάς. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top