0006. ΙΟΥΝΙΟΣ
-Passion. Passion. It's a girl with passion. Passion. Passion. The girl next door... τραγουδούσε η Μαρίγια όλο χαρά. Τραγουδούσε το One step closer της Σάντι Κόντου, μιας Ολλανδέζας τραγουδίστριας. Ήταν ένα ποπ τραγούδι του 2000 που μου θύμιζε λιγάκι ντίσκο. Παρόλα αυτά, ενώ ήταν τόσο παλιό τραγούδι, δεν μπορώ να πω ότι μου άρεσε και ιδιαίτερα. Ούτε και η Μαρίγια είχε την καλύτερη φωνή του κόσμου, παρόλα αυτά είχε ένα ιδιαίτερο στιλ όταν τραγουδούσε. Παρόλα αυτά, η μάνα της ήταν τόσο απόλυτη. Δεν την έστελνε για τραγούδι με την καμία. Και έτσι αναγκαστικά μάθαινε μόνη της.
-Λοιπόν, τι σκέφτεσαι να κάνουμε; με ρωτάει η Μαρίγια χαμογελώντας μόλις τελείωσε το τραγούδι της. Καθώς τραγουδούσε βέβαια τρώγαμε παγωτό μιας και το καλοκαίρι είχε μπει για τα καλά. Και έτσι σε κάποια σημεία φάλτσαρε και η φωνή της ήταν κάπως πνιγμένη μιας και ξέρω πολύ καλά πως φαγητά όπως το γάλα, το παγωτό, το γιαούρτι δημιουργούν βλέννα και πρέπει να τα αποφεύγεις πριν τραγουδήσεις. Αλλά έκανε χαβαλέ και έτσι δεν την σχολίασα καθόλου.
-Δεν ξέρω. Μέχρι τώρα καλά δεν είμαστε ρε συ; Αράζουμε εδώ εξάλλου! Καλά δεν είναι; τη ρωτώ. Το λίγο παγωτό που είχε απομείνει στο μπολ μου είχε λιώσει και σχηματίσει μια μικρή λιμνούλα μέσα. Η Μαρίγια χωρίς να το καταλάβει απέκτησε έναν μικροσκοπικό λεκεδάκο στο τζιν σορτσάκι της κοντά στο στρίφωμα αλλά ευτυχώς δεν φαινόταν. Πάλι καλά.
-Ρε συ, έφερα και γαριδάκια αλλά το έχω ξεχάσει! λέει η Μαρίγια και βγάζει μια σακούλα γαριδάκια από την τσάντα της. Την κοιτώ παραξενεμένος αλλά με το που άνοιξε την σακούλα και πλυμμήρισε τη μύτη μου η μυρωδιά του τεχνητού τυριού και της πορτοκαλιάς σκόνης ξεχάστηκα αμέσως και πέσαμε με τα μούτρα. Τόσο αφοσιωμένος ήμουν που κάθε φορά, αντί να γλύφω τα δάχτυλά μου όπως έκανα συνήθως, σκούπισα τη πορτοκαλιά σκόνη στη γκρίζα βερμούδα μου. Σαν μωρό, το ξέρω αλλά ένιωθα τόσο καλά... Εξάλλου πάντα για αυτό ζούσα. Ένα υπέροχο καλοκαιρινό απόγευμα, εγώ, η Μαρίγια και ένα σνακ στο μπαλκόνι του διαμερίσματός μας. Ήταν μαγικές στιγμές. Τις λάτρευα όσο τίποτα άλλο. Είχαμε φάει τον άμπακο αλλά μου άρεσε πολύ.
Τα μαλλιά της Μαρίγια ανέμιζαν στη δροσιά του απογεύματος. Ένα καλό με εμάς, είναι το ότι δεν έχουμε τόσο καυτό καλοκαίρι όσο άλλες χώρες πιο κοντά στην Αφρική, αν και αρκετές φορές το βράδυ η θερμοκρασία πέφτει κάτω από τους 16 βαθμούς. Δηλαδή έκανε ψύχρα. Δεν με πείραζε όμως. Μου άρεσε η ζωή μου όπως την είχα κάνει.
-Κοίτα να δεις, της λέω μετά από λίγο, θα ήθελα να πάμε μια βόλτα περπατητή γύρω από το σπίτι μου. Θα σου άρεσε;
-Εννοείται! λέει η Μαρίγια. Παρότι έλειπαν οι γονείς μας, ξέραμε πως καλό θα ήταν να γυρίσουμε νωρίς. Οι σχολικές εξετάσεις μας τελείωναν σε μια εβδομάδα. Αύριο δίναμε το τελευταίο μας μάθημα και θα τελειώναμε με την ογδόη μια για πάντα.
Τελειώσαμε με τα γαριδάκια και πετάξαμε την σακούλα στην ανακύκλωση μέσα στη κουζίνα. Καθώς όμως η Μαρίγια σκούπιζε τα χέρια της σε μια χαρτοπετσέτα, με κοίταξε παραξενεμένη και μου έλεγε:
-Σημάδια από γκαζόν; Η μάνα σου θα σε σκοτώσει!
Θυμήθηκα την πορτοκαλιά σκόνη που στόλιζε τη βερμούδα μου και ντροπιασμένος πήγα στο δωμάτιό μου να την αλλάξω. Μετά την τίναξα για λίγο στο μπαλκόνι του δωματίου μου να φύγουν οι βρόμες και επιτέλους βγήκαμε έξω από το σπίτι.
Τρέχαμε από εδώ και από εκεί περιπλανώμενοι και γεμάτοι χαρά και αυτοπεποίθηση. Αρχίσαμε να κάνουμε και χαζομάρες. Μάλλον η ζάχαρη και οι μαλακίες που είχαμε φάει μας είχαν δώσει υπερένταση. Άλλοι μεθάνε με το αλκοόλ, αλλά εμείς μεθούσαμε κατά κάποιον τρόπο με την ζάχαρη. Τα περισσότερα αγόρια με κοιτάζουν εξάλλου λες και είμαι από άλλο πλανήτη μιας και δεν πίνω μπίρα ή κρασί μιας και πολύ απλά δεν μου αρέσουν καθόλου. Ούτε στη Μαρίγια άρεσαν ποτέ. Τα γλυκά για μένα όμως είναι αθάνατα...
Ακούμε όμως από ένα δρομάκι να έρχεται ένα αμάξι. Για έναν περίεργο λόγο, κρυφτήκαμε πίσω από δύο δέντρα με χοντρούς κορμούς.
-Ωχ! Ευτυχώς δεν μας πιάσανε! Να λες πάλι καλά! λέει η Μαρίγια όλο ενθουσιασμό.
-Και αν μας πιάνανε τι θα μας κάνανε;
-Θα μας έκλειναν τιμωρία στο σπίτι για όλη τη ζωή μας! λέω εγώ στο ίδιο χούι. Θυμάμαι να παίζαμε αυτό το παιχνίδι από το δημοτικό. Βέβαια πλέον έχουμε μεγαλώσει και δεν το παίζουμε τόσο συχνά πια, αλλά τώρα έτσι απλά μας ήρθε και νιώθω τόσο καλά... Υπό άλλες περιπτώσεις θα ντρεπόμουν αλλά τώρα νιώθω απίθανα...
Άλλα παιδιά στη θέση μας θα έλεγαν για γκόμενους ή ρούχα, πόσο μάλλον για ηλεκτρονικά παιχνίδια αλλά εμείς όχι. Δεν μας άρεσαν ιδιαίτερα αυτά. Ίσως για ποδόσφαιρο να μιλούσα, αλλά πολύ λίγο.
Στο παιχνίδι μας φανταζόμασταν ότι ήμασταν δύο αδέρφια εξαφανισμένα που προσπαθούν να ξεφύγουν από τους κακούς που τα είχαν απαγάγει. Είναι πολύ περίεργο να βλέπεις δύο μουλάρια δεκαπέντε ετών να παίζουν παιχνίδι οχτάχρονων, εννιάχρονων αλλά δεν μας ένοιαζε. Παρόλα αυτά, φροντίζαμε να ήμασταν πάντα μόνοι.
Και μετά φυσικά ψάχναμε τα σπίτια μας. Μέσα στα γέλια μας όμως και τις χαζομάρες μας, είχε βραδιάσει και σε κάποια στιγμή, ούτε που καταλάβαμε που ήμασταν. Που είχαμε βρεθεί; Που ήμασταν;
Σίγουρα ήμασταν πολύ μακριά από τη γειτονιά μας. Και λέγαμε ότι θα πάμε κοντά! Δεν θα πηγαίναμε πολύ μακριά! Τη κάτσαμε! Που είμαστε τώρα;
-Βλάτκο; Που είμαστε; Έχουμε χαθεί!
-Δεν έχω ιδέα Μαρί! Ειλικρινά στο λέω!
Μέχρι που φτάνουμε σε μια μικρή πλατεία που μου φαίνεται γνωστή. Όμως βλέπω την πινακίδα πάνω στη πλατεία παθαίνω σοκ... Ήμασταν στο κέντρο της πόλης! Τόσο λίγο μας πήρε για να φτάσουμε εκεί; Παναγία μου!
-ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ! Πως φτάσαμε εδώ; λέει η Μαρίγια πανικόβλητη.
-Δεν έχω ιδέα! Καμία! λέω ψελλίζοντας από τον τρόμο μου. Πως μας είχαν πάρει τα πόδια μας τόσο γρήγορα;
Πάντοτε ήθελα εγώ είτε μόνος μου, είτε μαζί με την Μαρίγια να βγαίναμε βόλτες στην πόλη, αλλά από τότε που άρχισα το γυμνάσιο που έλεγα ότι θα το κάνω, πολύ απλά δεν έτυχε να το κάνουμε όσο θα θέλαμε...
Και φυσικά τώρα που έτυχε, πανικοβαλλόμαστε περισσότερο από ποτέ... Ενώ δεν θα ήθελα να νιώθω έτσι με την καμία. Μπορώ να κάνω μεν πολλά περισσότερα αλλά γιατί νιώθω έτσι; Αυτή τη στιγμή;
-Βλάτκο είσαι καλά;
-Ναι. Μια χαρά. Απλώς έχω πανικοβληθεί...
-Πως θα γυρίσουμε πίσω; Πως βρεθήκαμε εδώ;
-Δεν έχω ιδέα...
-Λες να έχεις κανένα φράγκο;
-Δεν έχω Μαρί... Συγνώμη... Έχω μόνο τριακόσια δηνάρια* στη τσέπη μου... Δεν νομίζω να μπορέσουμε να πάρουμε κανένα ταξί... Είναι πολύ λίγα.
-Δεν πειράζει Βλάτκο. Ούτε εγώ έχω μη νομίζεις...
-Τότε τι κάνουμε;
Ειλικρινά ήμασταν σε απόγνωση. Μέχρι τώρα το πολύ μέχρι τη διπλανή συνοικία να πηγαίναμε και όχι εως το κέντρο της πόλης μόνοι μας. Δεν σκεφτήκαμε ποτέ να το κάνουμε αυτό εξάλλου. Δεν έτυχε.
Εξάλλου, παντού μας πήγαιναν αμάξια. Δεν χρησιμοποιούσαμε ποτέ τα πόδια μας. Και έτσι γι'αυτό να είχαμε τόσο πανικό.
Καθίσαμε σε ένα παγκάκι αποκαμωμένοι. Είχαμε τρελαθεί. Δεν νιώθαμε καν ότι ζούσαμε. Ήταν απαίσιο αυτό που συμβαίνει τώρα.
Μέχρι να καταλάβουμε ότι μπορούσαμε να το διορθώσουμε, περνάει ένα λεωφορείο! Κοιταζόμαστε η Μαρίγια και εγώ έκπληκτοι και μπαίνουμε σε ένα μαγαζί που έτυχε ευτυχώς να ήταν ανοιχτό εκείνη την ώρα μιας και ήταν Κυριακή. Ρωτήσαμε για το αν υπάρχει κάποιο λεωφορείο που να πηγαίνει στην περιοχή μας. Αλλά δεν ήξερε ο υπάλληλος τίποτα. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Μέχρι που μια καλή ηλικιωμένη κυρία μας είπε ευτυχώς τι να κάνουμε.
Περιμέναμε στο σταθμό που ήταν λίγο πιο κάτω από το μαγαζί. Περιμέναμε αρκετή ώρα. Η Μαρίγια και εγώ, κάναμε, ράναμε, δείχναμε... Δεν είχαμε και κάτι άλλο να κάνουμε έτσι κι αλλιώς. Με τέτοιο σοκ που πάθαμε, δεν είχαμε καν διάθεση να σκεφτούμε. Έφτανε εννιάμιση η ώρα. Και είχαμε αργήσει πάρα πολύ... Λείπαμε από το σπίτι τρεις ώρες...
Μέχρι που ευτυχώς φτάνει το λεωφορείο που μας είπε η ηλικιωμένη κυρία. Μπήκαμε μέσα σαν τους τρελούς. Τα εισιτήρια βέβαια που τα πήραμε από ένα περίπτερο ήταν πανάκριβα, αλλά τι να πει κανείς... Αρκούσε που έπρεπε να κάνουμε τη δουλειά μας το συντομότερο.
Η Μαρίγια και εγώ χαζεύαμε από τα παράθυρα με το άγχος μη κατέβουμε σε λάθος περιοχή... Περνούσαμε από περιοχές που μεν τις θυμόμασταν λίγο, αλλά δεν τις ξέραμε καλά. Και γιατί δεν σκεφτήκαμε τι θα κάνουμε, που θα περπατήσουμε πριν φύγουμε από το διαμέρισμά μου; Τι μαλακία κάναμε;
Μέχρι που επιτέλους κατεβαίνουμε σε μια στάση κοντά στο σπίτι μου. Ανακουφισμένοι βρίσκουμε ευτυχώς εύκολα το δρόμο για τη πολυκατοικία μου που ήταν πέντε λεπτά από το σταθμό. Ανεβήκαμε τα σκαλιά αλαφιασμένοι η Μαρίγια και εγώ.
-Που ήσασταν βρε παιδιά; Δέκα η ώρα έχει πάει! Γράφετε αύριο! λέει η μαμά μου εκνευρισμένη αν και ανακουφισμένη.
Πρώτα καθίσαμε κουρασμένοι η Μαρίγια και εγώ στον καναπέ του σαλονιού. Η Σάρα μας έφερε νερό, να 'ναι καλά και μετά τους διηγηθήκαμε όλη την ιστορία.
Η μαμά και ο μπαμπάς έπαθαν το σοκ της ζωής τους με μένα. Αλλά τους καταλάβαινα μιας και το σοκ ήταν και δικό μας, όχι μόνο δικό τους. Ήταν πράγματι μεγάλη ανευθυνότητα εκ μέρους μας αυτό που είχαμε κάνει που δεν συννενοηθήκαμε με το τι θα κάνουμε πρώτα πριν φύγουμε.
Η Μαρίγια τελικά γύρισε και αυτή στο σπίτι της και εγώ κατέληξα στο δωμάτιό μου κατακουρασμένος και εκνευρισμένος. Μετά από λίγο έρχεται ο μπαμπάς.
-Γειά σου. Η μαμά έχει κοιμηθεί. Είσαι καλύτερα τώρα;
-Ναι... Ευτυχώς...
-Μπορώ να σου μιλήσω λίγο;
-Έλα... λέω αδιάφορα. Και κάθεται στο κρεβάτι. Είχα ήδη φορέσει τις πιτζάμες μου και ήμουν έτοιμος να κοιμηθώ.
-Αγόρι μου, πως το σκεφτήκατε να κάνετε αυτό το πράγμα;
-Δεν το σκεφτόμασταν έτσι! Σκεφτόμασταν να πάμε κάπου εδώ κοντά! Και να γυρίζαμε σε κανένα δίωρο το πολύ!
-Καταλαβαίνω αγόρι μου. Αλλά πως καταλήξατε έτσι;
-Δεν έχω ιδέα μπαμπά! Σου το ορκίζομαι, μα τον Θεό! Και δεν το κάναμε επίτηδες! Ούτε παρέσυρα την Μαρίγια! Μαζί το αποφασίσαμε!
-Το ξέρω αγόρι μου. Αλλά ήταν πολύ επικίνδυνο αυτό που κάνατε. Θα μπορούσατε να είχατε πάθει κάτι!
-Το ξέρω ρε μπαμπά! Εμείς είδαμε και πάθαμε να αποφασίσουμε πως θα γυρίσουμε πίσω!
-Γιατί δεν μας είπατε να σας πάρουμε εμείς;
-Γιατί ίσως μέχρι να έρθετε να θέλατε να κοιμηθείτε. Να αργούσατε πολύ και να ήταν ακόμη πιο επικίνδυνα.
-Ενώ να γυρίσετε μόνα σας ήταν έξυπνο! Μπράβο σας!
-Ρε μπαμπά, μπορούσαμε αλλιώς;
-Δεν περίμενα ότι θα κάνατε τέτοια βόλτα μέσα στις εξετάσεις!
-Ούτε εμείς ρε μπαμπά! Έτυχε ρε συ!
-Καταλαβαίνω αγόρι μου, αλλά ένα τηλέφωνο θα μπορούσες να μας πάρεις!
-Το ξέρω βρε μπαμπά!
-Μπορείς τουλάχιστον αγόρι μου να μας υποσχεθείς ότι θα προσέχεις λίγο περισσότερο από εδώ και πέρα; Ειδικά όταν έχεις και ένα ξένο παιδί μαζί σου;
-Ναι μπαμπά. Μην ανησυχείς. Αλλά και πάλι αυτό ήταν θέμα τύχης. Δεν φταίγαμε εξ ολοκλήρου εμείς!
-Καλά αγόρι μου. Διάβασες τουλάχιστον για αύριο;
-Εννοείται μπαμπά! Και η Μαρίγια είχε διαβάσει τουλάχιστον εφτά ώρες σήμερα πριν πάμε τη βόλτα...
-Μπράβο σας... Άντε κοιμήσου τώρα. Έχετε εξετάσεις αύριο. Άντε! Τελειώνετε και θα ηρεμήσετε!
-Καληνύχτα!
-Καληνύχτα θηρίο μου... Ρε μπαγασάκο μου... λέει ο μπαμπάς τρομαγμένος από το σημερινό αλλά είχε ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό του.
Το επόμενο πρωί η Μαρίγια κι εγώ περιμέναμε να μας φωνάξουν μέσα στις τάξεις μας για να γράψουμε. Η μαμά της Μαρίγια όμως έγινε έξαλλη για το χθεσινό και έτσι την έχει τιμωρία μέχρι την Κυριακή το βράδυ. Σήμερα είναι Πέμπτη, οπότε αυτές τις τρεις ημέρες θα είναι στο σπίτι κλεισμένη. Έτσι, αποφασίσαμε να εκμεταλλευτούμε τις ώρες που ήμασταν μαζί στο σχολείο όσο καλύτερα μπορούσαμε. Επειδή εχθές φάγαμε τον άμπακο και έτσι αποφασίσαμε να αρκεστούμε με κουλουράκια και χυμούς από το κυλικείο. Πάλι καλά που η δικιά μου η μάνα αν και έπαθε το σοκ της ζωής της δεν ήταν τόσο αυστηρή όσο η μάνα της Μαρίγια!
Ευτυχώς γράψαμε σχετικά καλά και στο τελευταίο μάθημα. Όμως η Μαρίγια είχε να πάει για χορό αμέσως μετά την εξέταση και την πήγαινε και την έφερνε η μάνα της και έτσι δεν μπορούσαμε να κάτσουμε περισσότερο μαζί. Δεν πειράζει! Καταλάθος το κάναμε και το ξέραμε και δεν δίναμε λογαριασμό σε κανέναν. Το καταλάβαμε μόνοι μας το λάθος μας.
Μέχρι να τελειώσει η τιμωρία της Μαρίγια αρκούμασταν να μιλάμε στο κινητό μόνο 5 λεπτά κάθε βράδυ πριν κοιμηθούμε. Η μάνα της ήταν απίστευτη. Δεν την συμπαθούσα ποτέ ιδιαίτερα. Και η δικιά μου κιόλας απορούσε με το πόσο διαφορετικοί ήταν οι χαρακτήρες μάνας και κόρης...
Έτσι αυτό το Σαββατοκύριακο το πέρασα παρέα με την Μόντα και την Σάρα να παίζουμε ποδόσφαιρο. Δεν ήταν το καλύτερο Σαββατοκύριακο αλλά ούτε και το χειρότερο μιας και δεν ένιωθα τόση εγγύτητα με την Μόντα όσο με την Μαρίγια. Καλό κορίτσι όμως είναι η καημένη...
-Μα καλά, πήγατε βόλτα με τα πόδια εως το κέντρο; Είστε απίθανοι! έλεγε με πραγματικό θαυμασμό.
-Αλλά η Μαρίγια είναι τιμωρημένη εξαιτίας μου... Χωρίς να φταίει αν και μαζί το κανονίσαμε...
-Δεν πειράζει ρε Βλάτκο... Πότε θα κάνουμε τις μαλακίες μας; Όταν θα φτάσουμε στην ηλικία των γονιών μας;
-Θα μπορούσαμε να προσέξουμε λίγο ρε συ...
-Το ξέρω... Πιστεύεις ότι έγραψες καλά στα μαθήματα;
-Ναι... Αλλά τα αποτελέσματα θα αργήσουν πολύ. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν τα βγάζουν αμέσως να τελειώνουμε;
-Έλα μου ντε... Μας έχουν βγάλει το λάδι! Και μετά λένε ότι εμείς τους κουράζουμε!
-Ειδικά αυτή των μαθηματικών είναι το κάτι άλλο! λέει η Μόντα γεμάτη χαρά και αυτοπεποίθηση που δεν δυσκολεύεται πλέον στα μαθηματικά. Αλλά το ότι η μαθηματικού μας ήταν βλαμμένη συμφωνούσαμε και οι δυο.
Κουραστήκαμε σε κάποια φάση και αποφασίσαμε να καθίσουμε να αράξουμε σε ένα παγκάκι με νερό ενώ η Σάρα έτρεχε πάνω κάτω με την μπάλα και έκανε κλοτσιές με το γόνατο. Είχε την ενέργεια αιλούρου.
Δεν ήθελα να νιώθω λες και η Μόντα ήταν η καβάτζα μου αντί της Μαρίγιας. Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό. Ήθελα να νιώθω ότι απλά είχα μια ακόμη φίλη. Και μόνο αυτό.
Ήταν ήρεμα γενικά εδώ που καθόμασταν. Αραλίκι και χαζομάρες... Δεν μας ένοιαζε τίποτα γενικά. Απλώς καθόμασταν και νιώθαμε με τον εαυτό μας καλά.
Για μένα η προχθεσινή μας μαλακία είχε ξεθωριάσει. Ήμουν πανέτοιμος να προχωρήσω παρακάτω. Όταν επιτέλους τη Δευτέρα το πρωί που είχε τελειώσει η τιμωρία της Μαρίγια πήγαμε με την Μόντα να την πάρουμε από το σπίτι για να πάμε στη πισίνα, η μάνα της μας κοίταξε με ένα βλέμμα λες και ήμασταν από τον Άρη, αλλά τελικά μας άφησε.
Τσαλαβουτούσαμε στην πισίνα σαν να μην υπάρχει αύριο. Ήμασταν και πάλι όπως πριν. Ευτυχώς βέβαια προνοήσαμε τα κορίτσια κι εγώ να βρούμε με ποιόν τρόπο θα γυρίσουμε αν και για μένα είχε φύγει η όλη αυτή η αίγλη του να ψαχνόμαστε να βρούμε τι θα κάνουμε και πως την τελευταία στιγμή μας. Μεν απολαύσαμε περισσότερο την έξοδό μας και το μπάνιο μας, αλλά κατά βάθος μέσα μου εγώ σκεφτόμουν ένα σενάριο του ότι τα δύο αδέρφια πνιγόντουσαν σε μια απέραντη θάλασσα και προσπαθούσαν έξω να βγουν. Και ακόμη καλύτερα να βρουν έστω ένα ερημονήσι μπας και επιβιώσουν για λίγο μέχρι να γυρίσουν στις πραγματικές τους ζωές, στα σπίτια τους...
___________________________________________
*1 ευρώ είναι 61 δηνάρια Σκοπίων.
Νιώθω καλύτερα από ποτέ αυτή τη στιγμή για έναν περίεργο λόγο!
Ελπίζω να είστε όλοι καλά! Αν και πλησιάζει εξεταστική, εννοείται πως θα φροντίσω να ανεβάζω κάθε μέρα αν πηγαίνουν όλα καλά φυσικά... Αυτό όμως λέω κάθε φορά...
Μπορώ να πω ότι έχω ηρεμήσει κάπως σε σχέση με τους περασμένους μήνες, αλλά τώρα είμαι πολύ καλύτερα. Νιώθω τέλεια. Λες και πετώ στα σύννεφα. Έχω να ανανεώσω και πολύ καιρό αυτό το βιβλίο...
Θα τα ξαναπούμε πολύ σύντομα! Ραντεβού στο κεφάλαιο του Ιουλίου!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top