0004. ΑΠΡΙΛΙΟΣ

Το θέμα με τα γενέθλια, ειδικά στους εφήβους είναι κάτι το οποίο σου φαίνεται κάπως ανούσιο και ουδέν σημασίας. Δεν ξέρω γιατί. Είτε για οικονομικούς λόγους, είτε επειδή δεν έχεις πολλούς φίλους, είτε επειδή πιστεύεις ότι το να καλείς φίλους στο σπίτι είναι κάπως περίεργο, είτε ανώριμο και σου λένε ότι είσαι πλέον μεγάλος για τέτοια πράγματα. Υπέροχα. Δεν μπορείς έτσι μετά να ευχαριστηθείς τίποτα.

Είναι ειρωνεία πάντως για μένα που τα γενέθλιά μου πέφτουν στην 1η Απριλίου ακριβώς και είμαι ο πρώτος στην οικογένεια που γιορτάζει μέσα στον χρόνο. Καλή ειρωνεία όμως γιατί είμαι ο πιο ζωηρός στην οικογένεια και ας είμαι και το μεγαλύτερο παιδί.

Εχω τρεις μικρότερες αδερφές, την Νεβένα, την Εσμα και την Σάρα, οι οποίες έχουν όλες τους γενέθλια το καλοκαίρι. Οι γονείς μας έχουν το φθινόπωρο. Είμαι ο μόνος ανοιξιάτικος εορτάζων όπως καταλάβατε. Και δεν μπορώ παρά να νιώθω χαρά γιατί η άνοιξη είναι η αγαπημένη μου εποχή.

Σήμερα η μέρα είναι Σάββατο και δεν ξυπνάω με ξυπνητήρι. Ξυπνάω με την Σάρα να κάθεται στο κομοδίνο μου προσεκτικά. Το κομοδίνο μου είναι άδειο, μόνο ένα ρολόι έχει πάνω, και έτσι η Σάρα μια χαρά βολεύεται. Δεν με πειράζει όμως καθόλου γιατί με το που τη βλέπω με πλησιάζει και με αγκαλιάζει και της το ανταποδίδω.

-Χρόνια πολλά Βλάτκο! λέει σιγά. Η Σάρα είναι οχτώ χρονών αλλά είναι τόσο μικρόσωμη που νομίζεις ότι είναι πέντε-έξι το πολύ. Εχει πλατινέ ξανθά μαλλιά από φυσικού της και πράσινα μάτια και φοράει ακόμα τις λιλά πιτζάμες της. Εχει μοιάσει στην μαμά αν και η μαμά έχει μαύρα μάτια. Ενώ εγώ που έχω πράσινα μάτια και ανοιχτοκάστανα μαλλιά μοιάζω στον μπαμπά. Το ίδιο η Νεβένα. Ενώ η Εσμα μοιάζει στη μαμά και τη Σάρα.

Ανακάθισα στο κρεβάτι μου και η Σάρα μου έδωσε ένα ροζ πραγματάκι στο χέρι.

-Τι είναι αυτό; την ρωτάω χαμογελαστός αν και παραξενεμένος.

-Είναι ένα μπαλάκι για το στρες. Ενα μπαλόνι γεμισμένο με αλεύρι.

-Περίεργο...

-Μας το έμαθαν στο σχολείο την Πέμπτη στα εικαστικά. Δεν σου αρέσει; Αν θέλεις σου το κάνω με άλλο χρώμα!

-Δεν πειράζει. Θα το κρατήσω. Το θέλω έτσι όπως είναι. λέω χαμογελαστός και την αγκαλιάζω. Υπάρχει και ζωγραφισμένο ένα χαμογελάκι επάνω στο μπαλόνι αλλά μάλλον εγώ σαν να χαμογέλασα περισσότερο από αυτό. Η Σάρα όμως χαμογελούσε σεμνά και συνεσταλμένα μιας και αυτό με έκανε να θυμηθώ τι έγινε πέρυσι...

Πέρυσι, που έκανα πάλι πάρτι για τα γενέθλιά μου, την ώρα που ανοίγαμε τα δώρα, η Σάρα μου έδωσε πρώτη, μπροστά σε όλους μια ζωγραφιά με εμένα και την ίδια αγκαλιασμένοι. Ήταν εντελώς παιδική, το ξέρω και παρότι μου άρεσε και μόνο η χειρονομία, οι υπόλοιποι με κοίταξαν με βλέμματα του στιλ: Δεν το πιστεύω αυτό που βλέπω! Και η αλήθεια είναι ότι ψιλοντράπηκα παρότι εμένα μου άρεσε αυτό που έβλεπα στη ζωγραφιά.

-Η μαμά είναι στην κουζίνα και σε περιμένει να σου μιλήσει. Θα έρθεις; με ρωτάει η Σάρα.

-Φυσικά και θα έρθω. Αλλά, πρέπει να ντυθώ όμως, έτσι; λέω με νόημα.

Η Σάρα καταλαβαίνει και φεύγει από το δωμάτιο για να πάει στην κουζίνα. Ξύπνησα ευτυχώς σε ένα σχετικά ανθρώπινο δωμάτιο. Λίγα βιβλία ήταν παρατημένα στο γραφείο και το χθεσινό μου τζιν που καταλάθος το άφησα εκεί γιατί δεν είχα καμία διάθεση να το κρεμάσω πίσω από την πόρτα. Και θυμήθηκα: Διάβαζα μαθηματικά εχθές με τα ρούχα εως αργά.

Πήγα στο μπάνιο για να πλυθώ. Εβαλα το τζιν που είχα παρατήσει μαζί με μια λευκή απλή μπλούζα και πήγα στη κουζίνα.

Η μαμά, η Σάρα, η Νεβένα και η Εσμα με περίμεναν στο τραπέζι και περίμεναν σερβιρισμένες. Ο μπαμπάς ήταν έξω στο μπαλκόνι και κάπνιζε. Ηρθαν όλες κοντά μου να με αγκαλιάσουν για χρόνια πολλά ακόμα και η Νεβένα που είναι κάπως κλειστός χαρακτήρας. Μου είχαν ετοιμάσει ένα υγιεινό πρωινό: βραστά μελάτα αυγά με ψωμί γιατί ήξερα ότι σήμερα θα το γαμούσαμε στα γλυκά. Μόλις κάθισα και εγώ, αρχίσαμε να τρώμε όλοι μαζί.

-Βλάτκο, εγώ σου μαγείρεψα τα αυγά! λέει περήφανα η Σάρα.

-Αγάπη μου σε ευχαριστώ! Τα έκανες όπως ακριβώς τα ήθελα!

-Τώρα θα σε μάθω; λέει η Σάρα χαμογελώντας αυτάρεσκα.

-Βλάτκο, θα φέρεις πάλι την Μαρίγια και την Πολίνα φέτος; με ρωτάει η Εσμα.

-Γιατί ρωτάς; λέω εγώ.

-Από ενδιαφέρον.

-Και βέβαια θα τις φέρω. Πιστεύω ότι θα χαρούν πολύ να σας δουν.

-Οχι όμως όσο, όσο να δουν εσένα Βλάτκο... λέει η Νεβένα με υπονοούμενο.

-Νεβένα! λέει η μαμά αυστηρά.

-Τι είπα; Την αλήθεια λέω! λέει η Νεβένα θιγμένη.

-Οχι τώρα σε παρακαλώ. Αργότερα. Φέρε μου σε παρακαλώ λίγο νερό.

Η Νεβένα ελαφρώς εκνευρισμένη πηγαίνει στα ντουλάπια και την ίδια στιγμή μπαίνει και ο μπαμπάς στη κουζίνα.

-Χρόνια πολλά αγόρι μου! Πολύχρονο να σε έχουμε! και με αγκαλιάζει.

-Ευχαριστώ μπαμπά. Και σε σένα.

-Δεν μου λες, σκοπεύεις να βοηθήσεις την μαμά και τις αδερφές σου στις ετοιμασίες; Γιατί εγώ δεν μπορώ. Θα πάω για ψώνια.

-Μα βέβαια! Πρέπει απλά να μοιράσουμε τις δουλειές για να είμαστε και πιο χαλαροί και να τελειώνουμε γρηγορότερα. Γιατί θέλω και να διαβάσω λίγο ακόμη.

-Καλά αγόρι μου, όπως θέλεις. Αλλά όταν γυρίσω, η μαμά σου και εγώ θέλουμε κάτι να σου πούμε.

-Καλά. Να φάμε πρώτα και θα δούμε.

Και όντως έφαγα, αλλά δεν είχα και τόση όρεξη μιας και η Νεβένα ξεκίνησε πάλι. Εγώ όμως αγαπούσα την Νεβένα ακόμα και με τις ιδιοτροπίες της όπως αγαπώ και τις υπόλοιπες αδερφές μου.

Ο μπαμπάς έφυγε λοιπόν και εμείς πιάσαμε όλο το σπίτι. Εγώ σκούπιζα το σαλόνι, τα δωμάτια και τα μπαλκόνια, ενώ η Νεβένα μάζευε τα σκόρπια αντικείμενα και τα πήγαινε εκεί όπου της έλεγε η μαμά. Η μαμά ξεσκόνιζε και η Εσμα μετά το σκούπισμα που έκανα, έπιασε την σφουγγαρίστρα. Η Σάρα, που ήταν πολύ μικρή για τέτοιες δουλειές και δεν μπορούσε να πιάσει τη σφουγγαρίστρα καλά καλά, μα τι λέω, ούτε καν τη σκούπα, δίπλωσε τα ασιδέρωτα ρούχα και άδειασε το πληντύριο. Η Σάρα μετά και εγώ πήγαμε στα δωματιά μας για να διαβάσουμε μέχρι το μεσημεριανό. Επαιξα πρώτα λίγη κιθάρα για να κάνω εξάσκηση κάτι ασκήσεις που είχα ξεχάσει και μετά έριξα στα Μαθηματικά μια τελευταία ματιά παρότι είχα λύσει όλες μου τις ασκήσεις εχθές, αν και ήθελα να κάνω μια τελευταία επανάληψη για να είμαι σίγουρος.

Μέχρι που ήρθε ο μπαμπάς και τον βοηθήσαμε η Σάρα και εγώ στο φαγητό ενώ η μαμά και τα άλλα κορίτσια ξεκουράζονταν. Μετά το μεσημεριανό όμως, η μαμά ζήτησε από τα κορίτσια να φύγουν για να μιλήσουμε. Τους είπε μάλιστα να πάνε και στα δωμάτιά τους χωρίς να κρυφακούσουν. Κατάλαβα πως ήταν κάτι σοβαρό, ειδικά η Νεβένα. Φεύγουν λοιπόν τα κορίτσια και κλείνω την πόρτα όπως μου το ζήτησε ο μπαμπάς.

-Βλάτκο... Δεν ξέρουμε πως ακριβώς να σου το πούμε... λέει ο μπαμπάς.

-Στα ίσα μπαμπά. Δεν φοβάμαι. Αλλά ευγενικά. απαντώ.

-Αγόρι μου, είσαι πλέον δεκαπέντε ετών. Κάποια στιγμή αυτό πρέπει να σταματήσει. λέει η μαμά με σοβαρό ύφος.

-Ποιό πράγμα μαμά; λέω εγώ απορημένος.

-Καταλαβαίνεις αγόρι μου. Αυτό με τα κορίτσια στο σχολείο.

-Γιατί βρε μαμά; Που είναι το κακό να κάνεις παρέα με κορίτσια, ειδικά στην ηλικία μου;

-Δεν είναι για την ηλικία σου αυτά τα πράγματα αγόρι μου. Δεν μπορείς να βρεις αγόρια για φίλους; Πάλι θα φέρεις κορίτσια στο σπίτι;

-Μαμά, η Μαρίγια και η Πολίνα είναι φίλες μου. Φίλες μου μόνο. Δεν είναι παλλακίδες, ούτε γκόμενες. Δεν έχω σκεφτεί καν κάτι παραπάνω για αυτές. Είναι απλά φίλες μου.

-Ετσι όμως όπως το πας, θα γίνουν κάτι παραπάνω από φίλες σου. Πρέπει να προσέχεις.

-Τι να προσέξω βρε μπαμπά; Δεν έχω ξεκινήσει καν αυτό που έχεις στο μυαλό σου!

-Δεν λέω αυτό! Απλώς πιστεύω κατά την άποψή μου ότι πρέπει να βρεις καινούργιους φίλους. Γιατί δεν έμεινες φίλος με τον Τίο;

-Μαμά, αυτό το έχουμε ξαναπεί. Ο Τίο και εγώ είμαστε τσακωμένοι. Και δεν με πειράζει που δεν έχω αγόρια για φίλους. Μου αρκούν η Μαρίγια και η Πολίνα.

-Και άλλα τόσα κορίτσια που θα φέρεις στο σπίτι σήμερα! Γυναικωνίτη το έχεις κάνει το σπίτι!

-Οχι και γυναικωνίτη ρε μπαμπά! Υπερβάλλεις! Μαθήτριές μου είναι στα ιδιαίτερα!

-Γιατί όμως έχεις περισσότερες μαθήτριες από μαθητές;

-Γιατί έτσι θέλω βρε μπαμπά. Έτσι έγινε. Και δεν κάνω τίποτα παραπάνω από αυτά που πρέπει να κάνω. Μην τρέφεις αυταπάτες.

-Βλάτκο, εμείς πρέπει να σου πούμε ό,τι πρέπει να σου πούμε. Πρέπει να σταματήσει κάποια στιγμή όλο αυτό με τα κορίτσια και να κάνεις καινούργιους φίλους. Τι θα λένε για σένα;

-Να μη λένε τίποτα. Να κοιτάνε τη δουλειά τους. Εγώ δεν ενοχλώ κανέναν.

-Αργότερα όμως που θα το βαράς το κεφάλι σου στον τοίχο να δεις τι θα κάνεις!

-Ελεος! Εσείς δεν θέλετε να συζητήσετε μαζί μου. Να μου επιβάλλετε τα πιστεύω σας θέλετε! Και δεν θέλω να ξανασυζητήσω αυτό το θέμα. Εγώ δεν ενοχλώ κανέναν, ούτε εσάς, απλώς κάνω αυτό που θέλω.

-Μας ενοχλεί το ότι έχεις για φίλες τόσα κορίτσια. Αγόρια, θα το καταλαβαίναμε, αλλά κορίτσια βρε παιδί μου; Ένα δύο κορίτσια να είχες φίλες θα το καταλαβαίναμε αλλά εσύ το παρακάνεις!

-Μήπως όμως εσείς το παρακάνετε με τα στερεότυπα;

-Βλάτκο...

-Τέλος! Και οι δυο σας! Δεν θέλω να ακούσω τίποτα άλλο! λέω και φεύγω από την κουζίνα εκνευρισμένος.

Πήγα στο δωμάτιό μου έξω φρενών. Έβγαλα το τζιν μου και τη μπλούζα και έμεινα στο κρεβάτι μόνο με το φανελάκι και το εσώρουχό μου. Σκεπάστηκα με το πάπλωμά μου, γιατί μιας και Απρίλιος, έκανε λίγη ψύχρα.
Αποφάσισα να κοιμηθώ και να τα ξεχάσω μέχρι να έρθει η ώρα για το πάρτι. Ημουν έξαλλος με τους γονείς μου που πίστευαν τέτοια για μένα. Εντάξει, ήμουν διαφορετικός από τα αγόρια της ηλικίας μου, και διαφορετικός ήμουν γενικά αλλά δεν έπρεπε να το πάρουν δα και έτσι!

Ναι, το αγαπημένο μου μάθημα είναι τα Μαθηματικά και κάνω ιδιαίτερα σε κορίτσια που έχουν δυσκολίες. Είναι κάτι που λατρεύω να κάνω όσο τίποτα άλλο. Δεν μπορούσα να φανταστώ την ζωή μου χωρίς αυτά. Στο Δημοτικό ήμουν βέβαια ψιλοσκάρτος, αλλά τώρα έχω αριστεύσει.

Μιας και είπα για μαθηματικά, άρχισα έτσι στο ξεκάρφωτο να διαβάζω ό,τι μου κατέβαινε στο κεφάλι. Μέχρι και τα βιβλία της περσινής χρονιάς, της ογδόης τάξης* είχα πιάσει. Ναι, το ξέρω είμαι θεότρελος, αλλά τέτοια πράγματα κάνω όταν είμαι εκνευρισμένος ή βαριέμαι. Κάποιοι όταν βαριούνται τρώνε. Και εγώ δεν είχα καμία όρεξη να κάνω κοιλούμπα και προγούλια.

Ξαφνικά όμως χτυπάει η πόρτα.

-Ναι! φωνάζω εκνευρισμένος.

Και μπαίνει μέσα η Σάρα. Η Σάρα χτυπάει πολύ απαλά την πόρτα αλλά το μυαλό μου ήταν θολό από ότι είχε γίνει με τους γονείς μου που δεν είχα καμία όρεξη να διαχωρίζω χτυπήματα και χροιές θορύβου.

-Βλάτκο; Τι συμβαίνει; Είσαι καλά;

-Οχι και πολύ... Αλλά και όσο μπορώ είμαι καλά...

-Τι συμβαίνει; Είπαν κάτι η μαμά και ο μπαμπάς που σε θύμωσε;

-Οχι ακριβώς... Αλλά με αναστάτωσε αρκετά.

-Τι δηλαδή;

-Είναι λίγο περίεργο. Δεν νομίζω να καταλάβεις...

-Κάτι νομίζω για τα κορίτσια σου είπαν.

-Που το ξέρεις; Κρυφάκουγες;

-Οχι! Φυσικά και όχι! Η Νεβένα μου το είπε! Δεν μου το είπε ακριβώς... Αλλά μου πέταξε κάποιες σπόντες...

-Καλά...

Εμεινα σιωπηλός για μια στιγμή και είπα:

-Δεν μου λες, στο σχολείο σου μιλάς σε αγόρια;

-Πότε πότε... Οχι πολύ συχνά. Δεν ασχολούμαστε και το τι κάνει ο ένας με τον άλλον εξάλλου. Είμαστε ο καθένας στη δουλειά του.

-Ναι, αλλά αν μιλήσεις ας πούμε σε ένα αγόρι, δεν θα ξεκινήσει λες η καζούρα;

-Πολύ σπάνια. Εξάλλου δεν ασχολούμαστε όπως σου είπα και ο ένας με τον άλλον. Εχω τις φίλες μου και είμαι μια χαρά. Τι να τα κάνω τα αγόρια;

-Και εγώ τι να τα κάνω τα αγόρια...

-Βλάτκο, κάνεις αυτό που λένε η μαμά και ο μπαμπάς με κορίτσια;

-Πως σου ήρθε αυτό; Οχι! Απλώς μου αρέσει πιο πολύ η γυναικεία παρέα. Έχω και εσάς τις τρεις στη ζωή μου να με επηρεάζετε... Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς...

-Είχες σκεφτεί να κάνεις περισσότερο παρέα με αγόρια;

-Οχι...

-Γιατί;

-Απλά δεν έτυχε. Κάποτε βέβαια είχα μια φιλία με τον Τίο, αλλά τσακωθήκαμε. Οι σχέσεις μας είναι αδιάφορες τώρα, αλλά και πάλι είμαστε απομακρυσμένοι...

-Σου αρέσουν πολύ τα κορίτσια έτσι;

-Ναι... Δεν ξέρω γιατί. Απλά μου αρέσουν.

-Και η Μαρίγια; Δεν σκέφτηκες κάτι άλλο ποτέ για αυτήν;

-Οχι. Οχι ακόμα τουλάχιστον. Είμαστε πολύ νέοι εξάλλου!

-Κάτι αντίστοιχο ένιωσα και για τον Αντρει, τον συμμαθητή μου. Ήμασταν φίλοι από τότε που μπήκαμε στην 1η. Μαζί ήμασταν. Στο ίδιο τμήμα, αλλά όχι στο ίδιο θρανίο. Όταν έλειπε η κολλητή μου η Αντριάνα, εγώ και η Σάντρα πηγαίναμε και του κάναμε παρέα. Μέχρι που πήγε σε ένα άλλο σχολείο στη Βουλγαρία. Δεν τον ξαναείδα από τότε.

-Μην ανησυχείς αγάπη μου. Θα βρεις άλλο φίλο να κάνετε παρέα. Φρόντισε να απολαύσεις την παρέα που κάνεις, γενικά με όποιον κάνεις. Γιατί η ζωή είναι σκληρή. Να φροντίσεις να διατηρήσεις τις σχέσεις σου με κάθε κόστος και μην αφήνεις κανέναν να σε επηρεάσει. Να είσαι αυτή που είσαι. λέω της Σάρα και το εννοούσα.

Μείναμε για λίγο σιωπηλοί για ένα διάστημα που έμοιαζε αιώνας και τελικά η Σάρα με πήγε στο δωμάτιο που μοιραζόταν με την Εσμα και την Νεβένα για να τη βοηθήσω να διαλέξει φουστάνι για το πάρτι. Μετά ήρθε η σειρά μου να ετοιμαστώ και εγώ.

Φόρεσα το κολλητό μαύρο μου παντελόνι και ένα ελαφρώς φαρδύ μαύρο πουκάμισο που το έβαλα μέσα από το παντελόνι. Σήκωσα τα μανίκια και φρόντισα να είναι περιποιημένα. Εβαλα κολόνια και λίγο τζελ στα μαλλιά μιας και θα υποδεχόμουν καλεσμένους. Ηθελα βέβαια να ήμουν λίγο χυτός μιας και έτσι είμαι εγώ, αλλά τελικά έμεινα ικανοποιημένος.

Την ίδια στιγμή χτύπησε το κουδούνι.
Πρώτη ήταν η Μαρίγια, γιατί ήταν κολλητή μου και αυτό έπρεπε να γίνει. Την Μαρίγια τη γνωρίζω από το νηπιαγωγείο για να είμαι ειλικρινής. Ηταν ένα παχουλό κοριτσάκι με κοντό καρέ και τώρα είναι μια μοντελάρα και κορμάρα όνομα και πράγμα. Τα μαλλιά της είναι κατάμαυρα και μαζεμένα αλογοουρά ενώ φοράει ένα τζιν σορτσάκι και ένα λευκό μπλουζάκι με μανίκια τριών τετάρτων. Φοράει μεγάλους χρυσούς κρίκους και τα αθλητικά της. Στα χέρια της κρατούσε ένα κοντόχοντρο πακέτο με λαχανί χαρτί.

Η Σάρα την προλαβαίνει και την υποδέχεται όλο χαρά στο γαλάζιο φόρεμά της και βάζει το δώρο στη μία γωνία του σαλονιού γιατί είχαμε κανονίσει τα δώρα για αργότερα. Αμέσως ξαναχτυπάει το κουδούνι. Η Μαρίγια πηγαίνει να ανοίξει και φέρνει μέσα στο σαλόνι την Πολίνα.

Η Πολίνα, παρότι είναι φίλη μου και αυτή, είναι από τα άτομα που προσπαθώ να φέρομαι καλά στο σχολείο. Είναι λίγο περίεργη. Φορούσε ένα φαρδύ τζιν και ένα τιραντέ κίτρινο μπλουζάκι με μακριά πλάτη ενώ δεν της πήγαινε καθόλου μιας και είναι παχουλή. Από κάτω φορούσε ασημί σανδάλια με λίγο τακουνάκι κάτι που μου φάνηκε περίεργο. Τα μαλλιά της είναι μαζεμένα σε έναν ελαφρώς πρόχειρο κότσο και μου δίνει το δώρο της που είναι τυλιγμένο σε ροζ χαρτί.

-Να τα εκατοστήσεις Βλάτκο! μου λέει χαμογελώντας με τα στραβά της δόντια.

Περιμέναμε και τους υπόλοιπους. Το κουδούνι χτυπάει και ξαφνικά εμφανίζονται μαζί η Ολια και η Μόντα. Η Μόντα είναι από την Αλβανία, μια καινούργια μαθήτρια που γνώρισα στα ιδιαίτερα που της έκανα μαθηματικά αλλά βελτιώθηκε και δεν με χρειάζεται πια παρότι έχουμε παραμείνει φίλοι. Η Ολια κάθεται ακριβώς από μπροστά μου στην αίθουσα της Ιστορίας που είναι φανατική. Η Μόντα μου έδωσε ένα περίεργο μικρό πακέτο με άσπρο χαρτί και πράσινη σκούρα κορδέλα και η Ολια μου έδωσε ένα πακέτο μαλακό. Τόσο μαλακό που έμοιαζε με μαξιλάρι!

-Κορίτσια, στο σαλόνι! λέω χαμογελώντας.

Με το που καθίσαμε όμως το κουδούνι ξαναχτυπά.

-Πηγαίνω εγώ Βλάτκο! λέει η Σάρα και σε λίγο φέρνει την τελευταία καλεσμένη, την Βερίκα. Η Βερίκα φορούσε ένα κόκκινο μακρύ μπλουζάκι δεμένο κόμπο και ένα κίτρινο σορτσάκι και κρατούσε ένα περίεργο πακέτο χωρίς να έχει κάποιο συγκεκριμένο σχήμα.

-Μιας και ήρθαμε όλοι πιστεύω ότι το πάρτι ξεκινά! λέει η Μαρίγια χαμογελώντας. Αχ πόσο με ξέρει και με καταλαβαίνει!

-Πολύ σωστά! Με τι ξεκινάμε;

Αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε με μουσική. Τραγουδούσαμε όλοι μαζί στο σαλόνι ό,τι τραγούδι μας κατέβαινε. Εγώ έπαιζα με την κιθάρα ό,τι μπορούσα και προλάβαινα να παίξω μέσα σε αυτόν τον χαμό. Είχα καταμπερδευτεί αλλά διασκέδαζα ταυτόχρονα. Μου άρεσε. Υστερα παίξαμε ένα επιτραπέζιο παιχνίδι με ερωτήσεις. Μετά παίξαμε Αγωνία, τουλάχιστον τέσσερις παρτίδες. Μετά ακολούθησε ένα παιχνίδι που είχε επινοήσει η Μαρίγια όπου προσπαθούσαμε να κάνουμε ανέκδοτα καταστάσεις ρεαλιστικές της καθημερινής ζωής. Το καλύτερο ανέκδοτο όμως εντελώς απροσδόκτα το είπε η Πολίνα με έναν καθηγητή πανεπιστημίου ο οποίος ενώ ήταν πανέξυπνος, δεν ήξερε να κάνει βασικές δουλειές του σπιτιού! Ήξερε σχεδόν τα πάντα πάνω στο αντικείμενό του αλλά να που τελικά τα πιο στοιχειώδη δεν ήξερε! Του ζήτησε η γυναίκα του να του φέρει μια σακούλα σκουπιδιών για να μαζέψει την ανακύκλωση, αλλά αυτός τράβαγε, τράβαγε, τράβαγε... Τράβαγε συνέχεια ένα μαύρο πράγμα από το κουτί με τις τυλιγμένες σακούλες και δεν μπορούσε να καταλάβει ο καημένος ότι οι σακούλες κόβονταν... Φωνάζει την γυναίκα του και της λέει: Μέρι, είναι πολύ μεγάλη αυτή η σακούλα! Ολα τα κορίτσια, μαζί τους και εγώ σκάσαμε στα γέλια και εγώ πιο πολύ επειδή δεν περίμενα κάτι τέτοιο από την Πολίνα!

Χωρίς καν να το καταλάβουμε, ήρθε η ώρα για φαγητό. Η Όλια και η Μόντα μιλούσαν ακατάπαυστα για μια κατασκήνωση που σκέφτονται να πάνε το καλοκαίρι μιας και εκεί θα πάει και ένας φίλος της Ολια, που την είχε καλέσει, η Βερίκα και η Πολίνα είχαν πιάσει κουβέντα με την Νεβένα για μια κρέμα που είχε κυκλοφορήσει στην αγορά όπου και καλά καταστρέφει τα σημάδια της ακμής, η Σάρα και η Έσμα έλεγαν τα δικά τους και έτσι μείναμε εγώ και η Μαρίγια.

Η Μαρίγια και εγώ αυτή τη φορά περιέργως δεν είχαμε κάτι να πούμε. Η Μαρίγια φαινόταν κάπως απόμακρη αν και χαμογελούσε. Αμήχανα, αλλά χαμογελούσε.

-Πως έγραψες στο τεστ των μαθηματικών; την ρώτησα.

-Σχετικά καλά. Δεν μπορώ βέβαια να είμαι σίγουρη. Δεν μας βαθμολόγησαν ακόμα το ξέρεις.

-Ούτε εγώ είμαι. Αυτή η Τρίγκσμπι μας τα έχει κάνει κουρέλια! Γιατί απλά δεν μας τα δίνει να τελειώνουμε;

-Δεν γινόταν βρε παιδιά! Έχω κι άλλα τμήματα να ασχοληθώ! λέει προσπαθώντας να την μιμηθεί η Μαρίγια και σκάμε και οι δυο μας στα γέλια.

-Ε, τότε και εμείς να της λέμε όταν ξεχνάμε τις εργασίες μας: Δεν μπορούμε κυρία! Έχουμε κι άλλους δασκάλους!

Σκάσαμε και οι δύο στα γέλια αν και στην κουβέντα ανακατεύτηκε και η Εσμα η οποία μας έπιασε και εκείνη την κουβέντα για μια πολύ δύσκολη άσκηση στην οποία είχε πάει αδιάβαστη γιατί δεν ήξερε να την κάνει και η δασκάλα της την είχε κάνει ρεζίλι ενώ ήταν απλά μια εργασία, όχι το τέλος του κόσμου. Μέχρι που αλλάξαμε θέμα. Αρχίσαμε να μιλάμε για μουσική.

Κάναμε αρκετή ώρα να τελειώσουμε το φαγητό μέχρι που ήρθε η ώρα να ανοίξω τα δώρα. Πήγαμε στο σαλόνι.
Αποφάσισα να ανοίξω πρώτα το μικρό άσπρο πακέτο της Μόντα. Ελυσα προσεκτικά την άσπρη κορδέλα μιας και η κορδέλα μου άρεσε τρελά, και προσπάθησα να σκίσω το χαρτί όσο λιγότερο μπορώ. Το κουτάκι ήταν απίστευτα μικρό. Το άνοιξα όμως και είδα δέκα πένες ηλεκτρικής κιθάρας σε διαφορετικά χρώματα!

-Μικρό μεν, αλλά μεγάλης αξίας δε για σένα... μου λέει η Μόντα χαμογελώντας.

Την κοίταξα και εγώ χαμογελώντας μιας και κατάλαβα απόλυτα τι έλεγε. Είχαν όντως μεγάλη αξία για μένα προσωπικά, αν και η αλήθεια να λέγεται, με παραξένεψε αρκετά το γεγονός που το δώρο της ήταν τόσο μικρό!

-Ευχαριστώ πολύ... Φαλεμεντέριτ**! λέω μετά και μου χαμογελάει για δεύτερη φορά.

Μετά έπιασα το κόκκινο μεγάλο μαλακό πακέτο της Ολια. Δεν είχε κορδέλα. Μέσα όμως τι είχε; Ενα φαρδύ ξεθωριασμένο τζιν με κόκκινα κεντήματα κοντά στις τσέπες και μαζί το συνόδευε και ένα σετ ασημένιες αλυσίδες! Τα κοίταξα καταγοητευμένος. Τα κόκκινα κεντήματα βέβαια μου φάνηκαν κάπως, αλλά αποφάσισα να τα αφήσω εκεί που ήταν.

-Που το βρήκες αυτό; την ρωτώ χαμογελώντας.

-Μυστικό. Να μην τα λέμε και όλα! λέει η Ολια πονηρά.

Δεν πειράζει. Προχωράμε στο ροζ πακέτο της Πολίνα. Ξίνισα βέβαια λίγο με το ροζ χρώμα στο χαρτί, αλλά αποκαλύπτηκε μια μικρή φωτογραφική μηχανή! Κρίμα που δεν μπορούσα να την χρησιμοποιήσω εκείνη την στιγμή...

-Πολίνα... Δεν έπρεπε!

-Να όμως που μπόρεσα!

-Πως το ήξερες; Ηθελα πάντα μια φωτογραφική μηχανή, αλλά δεν το είχα ζητήσει από κανέναν! Πόσο μάλλον από εσένα! λέω έκπληκτος.

-Απλά το ξέρω. Εχω τις πηγές μου και εγώ! λέει η Πολίνα χαμογελώντας αυτάρεσκα.

Χαμογέλασα συγκινημένος. Ημουν έτοιμος να δακρύσω. Αυτό που έκανε η Πολίνα ήταν νοκ άουτ! Προσπάθησα όμως να ηρεμήσω. Επιασα το λαχανί πακέτο της Μαρίγια. Το δώρο της Μαρίγια ήταν η σειρά δύο βιβλίων Μουσικές του Μυαλού. Δεν το είχα ποτέ στο μυαλό μου αλλά ειλικρινά μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση!
Και το δώρο της Βερίκα είχε μείνει τελευταίο... Ήταν ένα πραγματικά περίεργο πακέτο. Ακανόνιστο. Και φαινόταν πολύ ελαφρύ.

-Σαν άδειο είναι... λέω παραξενεμένος. Το ζούληξα λίγο στο πλάι και από κάτω. Μαλακό. Από πάνω όμως ήταν κάπως σκληρό. Μια στιγμή αργότερα, αποφάσισα επιτέλους να το ανοίξω. Και κατάλαβα γιατί ήταν ασουλούπωτο το σχήμα του δώρου! Ήταν ένα μαξιλαράκι σε σχήμα αστεριού με πέντε ακτίνες. Ηταν ασημένιο με κίτρινες άκρες. Και το καλύτερο από όλα... Είχε πάνω του ένα μικρόφωνο!

-Αυτό το δώρο το κάναμε μαζί σε συννενόηση με τον μπαμπά σου... λέει η Βερίκα και μπαίνει μέσα ο μπαμπάς στο σαλόνι όπου τραβάει πίσω από τον καναπέ ένα κόκκινο τετράγωνο πράγμα. Και αυτό το κόκκινο τετράγωνο πράγμα ήταν ενισχυτής μικροφώνου!

-Λοιπόν Βλάτκο;

-Τι; λέω παραξενεμένος.

-Περιμένουμε... Ενα τραγούδι...

Κρατούσα στο αριστερό χέρι το μαξιλάρι και στο άλλο, το δεξί, κρατούσα το μικρόφωνο. Το μικρόφωνο δεν ήταν καλωδιωμένο. Αλλά δεν είχε σημασία. Σημασία είχε το τραγούδι που θα έλεγα. Σκεφτόμουν σαν τρελός... Μέχρι που αποφάσισα.

Twenty five dollars wasted on you
Got you out of trouble, but you'll soon
Come by for another try
You're a friend of mine and I know
Only crooked places you can go
Your eyes conveyed too many lies

You'd better run and hide
Too many girls have cried
Oh, no, no, no, why
Do I feel sorry?
You'd better run and hide
Too many dreams have died
Oh, no, no, no, why
Do I still worry?***

Στο ρεφρέν φυσικά τα κορίτσια είχαν τραγουδήσει μαζί μου.

Χειροκροτούσαν όλοι μαζί. Μαζί και η μαμά και ο μπαμπάς, οι αδερφές μου... Μέχρι και η Νεβένα παρότι ξέρω πως δεν της αρέσει η ροκ ειδικά το τραγούδι που είχα πει.

Η μαμά μετά σέρβιρε την τούρτα στο σαλόνι, κάτι που ήταν απίστευτα περίεργο για μένα, μιας και η μαμά μας αφήνει πολύ σπάνια να τρώμε στο σαλόνι. Τούρτα βανίλια με ελάχιστες γραμμές σοκολάτας. Ακριβώς ό,τι ήθελα. Ημουν πολύ ευχαριστημένος.

Η βραδιά έκλεισε με μια ταινία που είχε προτείνει η Βερίκα. Μια ταινία κάπως χαζή μιας και ήταν κωμωδία αλλά το σημαντικό είναι ότι διασκεδάσαμε πολύ. Η ταινία λεγόταν 20 Υποψήφιοι γαμπροί. Σε κάποια σημεία ένιωσα κάπως περίεργα μιας και η πρωταγωνίστρια η Αλι, είχε σημαντικό πρόβλημα στο να μπορέσει να τακτοποιήσει το μυαλό της και τις σχέσεις της μιας και χωρίς να το καταλάβει, είχε φτάσει στο σύνολο να έχει κοιμηθεί με 19 άντρες και να μην έχει κάνει σχέση με κάνεναν από αυτούς. Διαβάζει και ένα άρθρο σε ένα περιοδικό όπου έγραφε ότι μια γυναίκα αν κοιμηθεί με 20 άντρες στη ζωή της έχει κίνδυνο να μην μπορέσει να παντρευτεί. Αχ... Μήπως να ισχύει και για τους άντρες;

Και σαν να μην έφτανε αυτό, μπορεί σε κάποια σημεία να διασκέδαζα, αλλά ένιωθα περίεργα. Αχ ρε Βερίκα! Τι σκέφτηκες;

Κάποια στιγμή τα κορίτσια έπρεπε να πάνε στα σπίτια τους μιας και ήρθαν οι γονείς τους να τα πάρουν. Αρχίσαμε η Σάρα και εγώ να μαζεύουμε τα πιάτα από το σαλόνι αλλά και τα χαρτιά που είχα σκορπίσει από τα δώρα.

Οταν τελειώσαμε η Σάρα πήγε στην κουζίνα και εγώ στο δωμάτιό μου. Εβγαλα τα ρούχα μου και πήγα στο μπάνιο να πλυθώ. Προσπάθησα να μην σκέφτομαι. Αλλά να που σκεφτόμουν. Πολλά πράγματα την ίδια στιγμή.

Βάζω τις πιτζάμες μου και πέφτω στο κρεβάτι μου κουρασμένος και μπερδεμένος. Η ώρα είχε φτάσει δέκα και μισή το βράδυ. Παρόλα αυτά δεν με έπιανε ο ύπνος. Στριφογύριζα και στριφογύριζα μέχρι που το πήρα απόφαση.

Σηκώνομαι από το κρεβάτι και πάω να πάρω το τετράδιο των μαθηματικών και ένα στιλό. Διαλέγω τις δύο τελευταίες σελίδες του τετραδίου. Σκέφτομαι και σκέφτομαι για να γράψω κάτι δυνατό. Κάτι πραγματικά που θα με κάνει να λιώσω όταν θα το ξαναδιαβάσω μετά από καιρό. Σκέφτομαι και σκέφτομαι και επιτέλους το παίρνω απόφαση.

"Το να είσαι έφηβος, είναι το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο. Το να μεγαλώνεις και να συνειδητοποιείς πράγματα που δεν ήξερες, είναι ακόμα πιο ωραίο, αλλά και περίεργο την ίδια στιγμή, γιατί αυτό είναι που σε κάνει πραγματικά άνθρωπο. Να σκέφτεσαι τα καλά και τα κακά, ακόμα και αν περιτριγυρίζεσαι από κόσμο που πιστεύει ακόμη στις ταμπέλες. Και εγώ θέλω να είμαι πάντα αυτός που θέλω να είμαι, χωρίς να μου το επιβάλλουν οι άλλοι. Γιατί αν ήθελα να αλλάξω επειδή μου το επέβαλαν οι άλλοι, εγώ θα ήμουν ο χαμένος και έτσι δεν θα είχε κανένα νόημα.

Το να είσαι ο εαυτός σου είναι κάτι πραγματικά πολύ δύσκολο στον κόσμο και στην εποχή που ζούμε μιας και οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να κρίνουν το απέξω, τον εαυτό σου έτσι όπως είναι για να τον κάνουν οι άλλοι όπως θέλουν εκείνοι. Δεν πρέπει να τους αφήσεις για κανέναν λόγο. Δεν πρέπει να τους επιτρέψεις να σε επηρεάσουν εκτός και αν πραγματικά θέλεις να αλλάξει το είναι σου, ο εαυτός σου για οποιαδήποτε παραξενιά έχεις στον κόσμο. Είτε έχει να κάνει επειδή προτιμάς τη γυναικεία παρέα, είτε έχει να κάνει επειδή είσαι ομοφυλόφιλος, είτε επειδή έχει να κάνει ότι σου αρέσει κάτι που δεν προτιμούν πάντα οι άλλοι, είτε επειδή έχει να κάνει με την ίδια σου την ιδιοσυγκρασία. Δεν πρέπει να αλλάξεις ή ακόμα και να συμμορφώνεσαι αν δεν το θέλεις εσύ ο ίδιος..."

Εμεινα για λίγο σιωπηλός μιας και κόλλησα. Το στιλό ήταν λες και ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του χεριού μου, σωστή προέκταση. Πρώτα το κινητό για τους περισσότερους ανθρώπους από την προκατάληψη που διακατέχεται από τους περισσότερους, μετά το στιλό για μένα.

"ΥΓ. Αν θέλεις, μπορείς πάντα να κάνεις ό,τι θέλεις αρκεί να μην κλέβεις και να μην σκοτώνεις και να μην κάνεις κακό γενικά στην κοινωνία. Το ότι απλά προτιμώ την γυναικεία παρέα από την ανδρική, δεν σημαίνει ότι είμαι γκέι, γυναικάς ή κομπλεξικός ή να θέλω να προκαλέσω. Απλά μου αρέσει να το κάνω. Και έχω κάθε δικαίωμα κατά την άποψή μου. Μπορεί να μην είναι σίγουρα συνηθισμένο στη ζωή, ειδικά για παιδιά της ηλικίας μου, αλλά και για άντρες γενικά αλλά δεν με ενδιαφέρει. Μακάρι να μην με ενδιαφέρει ούτε και στο μέλλον!"

Έκλεισα το τετράδιο και ξάπλωσα. Χάζεψα λίγο το facebook μέχρι που βαρέθηκα και τελικά με πήρε ξαφνικά ο ύπνος, χωρίς να το καταλάβω.

"Σήμερα έγινα δεκαπέντε. Δεκαπέντε ετών." σκέφτηκα.

Δεν ήξερα πως να νιώσω. Ενιωσα περίεργα πάντως. Χαρά αλλά και λύπη. Κάτι υπήρχε μέσα του που δεν μου άρεσε. Σε αυτήν την σκέψη, στην ψυχή, στις αναμνήσεις που είχα βάλει. Είναι αρκετά περίεργο. Τι είναι αυτό που το προσδιορίζει όμως δεν ξέρω πραγματικά. Αρνούμουν όμως να βάλω ταμπέλα. Δεν ήθελα να γίνω μονοδιάστατος. Με αυτές τις σκέψεις αποκοιμήθηκα.

*Φυσικά το εκπαιδευτικό σύστημα των Σκοπίων είναι κάπως διαφορετικό από το δικό μας. Τα παιδιά από έξι μηνών ως έξι ετών μπορούν να πάνε σε παιδικούς σταθμούς, όπου περίπου το 81% των παιδιών περνάνε τουλάχιστον ένα χρόνο (σχεδόν το 100% στις πόλεις). Έπειτα, υπάρχει το δημοτικό, το μόνο υποχρεωτικό, που χωρίζεται σε δύο στάδια. Το πρώτο, που αντιστοιχεί στις τάξεις 1 έως 4 ή από 6 ως 9 χρονών, είναι το στάδιο στο οποίο τα παιδιά μαθαίνουν να διαβάζουν. Έχουν ένα μόνο καθηγητή για αυτά τα τέσσερα χρόνια και αυτός τους διδάσκει όλα τα μαθήματα του προγράμματος. Στο τέλος της τέταρτης τάξης, δίνουν μια γενική εξέταση για την είσοδο στην πέμπτη. Από την 5η ως την 8η τάξη, δηλαδή από τα 10 ως τα 14, οι μαθητές έχουν διάφορους καθηγητές ειδικευμένους σε ένα μάθημα. Στο τέλος της 8ης τάξης, οι μαθητές περνάν άλλη μια εξέταση και έπειτα επιλέγουν ένα από τα δύο: το ειδικό τεχνικό σχολείο ή το λύκειο.

Τα εξειδικευμένα τεχνικά σχολεία προετοιμάζουν ειδικά για ένα επάγγελμα και προσφέρουν προγράμματα σπουδών από 2 ως 4 έτη, ακολουθούμενα από μία εξέταση στο τέλος. Τα λύκεια λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο, αλλά οι μαθητές τους πρέπει να φοιτήσουν τέσσερα χρόνια και έχουν προσανατολισμό τις ανώτερες σπουδές. Υπάρχουν επίσης τεχνικά σχολεία για ενήλικες, που προσφέρουν για παράδειγμα μαθήματα πληροφορικής, ξένων γλωσσών ή διαχείρισης. Ο Βλάτκο στην περίπτωσή μας πηγαίνει στην 9η τάξη, δηλαδή στην δική μας πρώτη λυκείου.

___________________________________________
**Falemenderit: Το ευχαριστώ στα αλβανικά.

***Το τραγούδι που είπε ο Βλάτκο είναι το Run and Hide της Γερμανίδας τραγουδίστριας Gracia Baur. Το τραγούδι για εμένα προσωπικά είναι τέλειο. Είχε εκπροσωπήσει τη Γερμανία στη γιουροβίζιον το 2005, τη χρονιά που νικήσαμε εμείς, αλλά στον Μεγάλο Τελικό έμεινε δυστυχώς τελευταίο...

Να το και το πρώτο κεφάλαιο! Πως σας φάνηκε; Γνωρίσαμε επιτέλους και καλύτερα τον Βλάτκο!

Σας ζητώ συγνώμη για τις καθυστερήσεις, αλλά έχω τρεχάματα με τη σχολή μου και δεν είχα πολλή διάθεση να καθίσω να γράψω! Όμως σας άριχσα νέα ιστορία με ένα τεράστιο κεφάλαιο 4700 λέξεων! Τα λέμε σύντομα στο κεφάλαιο του Μάη!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top