Υπόγειο

Κατέβαιναν προς το υπόγειο της φυλακής όπου ήταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο.

Περπατούσαν σε ένα σκοτεινό διάδρομο με ελάχιστα φώτα να το φωτίζουν. Αριστερά και δεξιά κλειστές μεταλλικές πόρτες. Νερό έσταζε από τη στέγη και η μυρωδιά της μούχλας ήταν αποκρουστική.

Περνούσε από το διάδρομο και άκουγε τις φωνές των βασανισμένων. Κραυγές γυναικών και ανδρών αναμειγνύονταν. Παρακάλια και ικεσίας έγιναν ένα. Όλα αυτά σου σήκωναν την τρίχα.

Κραυγές που θα τη συνόδευαν μέχρι και το τέλος. Όλοι οι αστυνομικοί εκεί ήταν ατάραχοι, ακόμη κι όταν η κραυγή ήταν αποκαρδιωτική. Δε μπορούσε να δει τα πρόσωπά τους, όμως ήταν σίγουρη πως ήταν ανέκφραστα.

Λίγα λεπτά ήθελε η Σαϊμάα για να συνηθίσει το σκότος, αλλά μόλις που το συνήθισε την έσπρωξαν σε ένα άλλο κελί.

Τα πρόσωπά τους δεν είδε, αλλά λογικά να μην είχαν.

Προσγειώθηκε στα χέρια της και η πόρτα έκλεισε με θόρυβο από πίσω της. Αφήνοντας την έτσι, μέσα σε απόλυτο τίποτα.

Κανένα φως δε φώτιζε το κελί. Ούτε παράθυρο δεν υπήρχε, κυριολεκτικά ένα μαύρο άδυτο. Με την αίσθηση της αφής μπορούσε να καταλάβει πως το πάτωμα ήταν γεμάτο με ξερά χόρτα.

Προχώρησε με τα τέσσερα για να εξερευνήσει το τελευταίο της μέρος πάνω σε αυτή τη Γη.

Το κελί δεν ήταν πολύ μεγάλο, χονδρικά ήταν δύο επί δύο. Αντί για στρώμα είχε ένα άχυρο και πάνω από αυτό ένα ύφασμα. Αυτό ήταν όλο.

Κάθισε στο άχυρο και έκλεισε τα μάτια της. Όλα όσα είδε τις προηγούμενες μέρες έπαιζαν και πάλι σαν ταινία.

Έξαφνα της ήθελε μία σκηνή τόσο χαρακτηριστική που δε σταμάτησε να τη σκέφτεται από τότε.

Δε θυμόταν πότε έλαβε χώρα όμως ήταν βάναυση... Κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο μία μέρα είδε έναν άνδρα δεμένο σε έναν στύλο απάνω στο οποίο ανέμιζε η σημαία της ισλαμικής δημοκρατίας. Ατάραχος, καθισμένος και το σώμα του ήταν σε εμβρυακή στάση. Τα πόδια ήταν κολλημένα στο στήθος του. Σιωπηλός με κεφάλι σκυμμένο. Ο άνεμος φυσούσε τα μαλλιά και τα ρούχα του. Στα πόδια φορούσε απλές σανδάλια. Τα μαλλιά του μαύρα, τα ρούχα του καφέ και γύρω του κάτι κόκκινο. Προς στιγμής δεν κατάλαβε πως ήταν αίμα.

Κοίταξε λίγο καλύτερα, είχε κολλήσει το πρόσωπό της πάνω στο τζάμι - θυμάται τότε - και είδε πως στη μια άκρη είχε ένα ποτήρι νερό, το οποίο ήταν ούτε πολύ μακριά ούτε και όμως πολύ κοντά. Παρατήρησε πως προσπαθούσε να το φτάσει, μάταια όμως. Προσπαθούσε με κινήσεις είτε των χεριών είτε των ποδιών του να το φτάσει άκαρπος ο κόπος του. Τέτοια ήταν η απόσταση που δε θα τα καταφέρει ποτέ.

Γιατί τον βασάνιζαν έτσι; Οι φύλακες τριγύρω απλά τον παρακολουθούσαν άπραγοι.

Πώς αποδέχονται αυτό από ανθρώπινη όψη πάντα! Πώς μπορούν να έχουν καθαρή συνείδηση μετά από αυτό; Πώς μπορούν μετά να κοιτάξουν τους εαυτούς τους στον καθρέπτη και να μη ντραπούν;

Μετά από αυτή τη σκηνή, η οποία αποτελούσε ένα σωστότατο υπόδειγμα τι γίνεται όταν η εξουσία πέφτει στα λάθος χέρια, δεν ξανακοίταξε έξω από το παράθυρο μέχρι πριν λίγο. Την έτρωγε η περιέργεια μερικές φορές, να μάθει τι απέγινε αυτός ο νεαρός, αλλά ντρέποταν για λογαριασμό όλων.

Καίτοι ο άνθρωπος είναι ένα ον με λογική ή όχι;

Ντράπηκε που ανήκει στο ανθρώπινο γένος.

Σκέφτηκε το πόσο κτηνώδεις μπορεί να γίνει κανείς από εμάς όταν του δωθεί η ευκαιρία.

- Συγγνώμη αδελφέ που δε μπόρεσα να σε βοηθήσω! Συγγνώμη!

Είπε ψιθυριστά.

- Είναι νεκρός, όπως κι εσύ σύντομα.

Της απάντησε ο Χάροντας.

Στεκόταν και κοίταζε σαν τιμωρημένος τη γωνία. Ήταν ο μόνος που της κρατούσε συντροφιά και της συμπονούσε. Έκλεινε τα αυτιά του όταν η Σαϊμάα ούρλιαζε από τους πόνους, έκλεινε τα μάτια του όταν ερχόταν η ώρα για το ξύλο και μοιρολογούσε τη μοίρα της καημένης και αδικοχαμένης.

Μερικές φορές κατάφερε, η Σαϊμάα, να ακούσει κάτι από αυτό όπως...

- Ο ουρανός άνοιξε και η γη θα σε καταπιεί. Οσονούπω θα χαθείς όπως εφάνης.

Έκλαψε για αυτόν τον νεαρό, αλλά και για όλους τους συνανθρώπους της που είναι κλεισμένοι σαν αυτήν, αδίκως καταδικασμένοι και σύντομα νεκροί.

Σε αυτό το μικρό κελί άρχισε η επώδυνη πορεία της προς την αιωνιότητα.

Δύο μέρες το ξύλο δεν έλειπε από την καθημερινότητά της. Την είχαν κάνει μπλε μαρέν. Δεν γνώριζε πόσες φορές τη χτύπησαν με γυμνό χέρι, με μαστίγιο ή και με μεταλλικούς σωλήνες. Δεν γνώριζε πόσο της απέμενε μέχρι την τελική δίκη. Δεν γνώριζε!

Το μόνο που ήξερε πως αν δεν την σκοτώσουν εδώ, θα τη σκοτώσουν εκεί έξω.

Απορούσε πως ήταν ακόμη ζωντανή... πώς ο Αλλάχ δεν έπαιρνε τη ψυχή της σιμά του. Γιατί;

Αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν ψυχή; Δεν φοβούνται τον παντοδύναμο Θεό; Πόσο λιγόψυχοι είναι αυτοί; Άκαρδοι! Άμυαλοι! Ανόητοι! Φανατικοί!

Φως της ημέρας είχε να δει από τότε που την έριξαν στα άδυτα της γης ·  σε αυτόν τον τόπο ξεχασμένο από τον Θεό. Ύπνο δεν υπήρχε. Κάθε στρογγυλή ώρα είτε χτυπούσαν αρειμανίως την πόρτα για δέκα λεπτά συνεχόμενα ή την έλουζαν με παγωμένο νερό.

Είχε πάμπολλες ανοικτές πληγές σε όλο το κορμί της. Ένιωθε κουρασμένη σωματικά και ψυχικά, δεν άντεχε άλλο.

Γιατί δεν την σκότωναν να τελειώνει; Γιατί;

Μια φορά τόσο σφόδρα την ξυλοκόπησαν που λιποθυμήσει, για πόσο.... κανείς δεν ξέρει.

Όταν πήρε πίσω της αισθήσεις της κατάφερε να κρυφακούσει τη συζήτηση των φυλακών  μπροστά από την μεταλλική πόρτα της.

- Άκουσες! Αυτή εδώ θα εκτελεστεί αύριο.

- Α ναι. Άλλη μία χάθηκε άδικα. Κρίμα!

- Αλλά το πρόβλημα είναι πως είναι ακόμα παρθένα. Σύμφωνα με τον νόμο θα πάει στον Παράδεισο μια και διατηρεί το άνθος της απείραχτο.

- Άρα δε θα εκτελεστεί;

Απόρησε ο ένας.

- Όχι θα την αναγκάσουν να παντρευτεί κάποιων από εμάς έτσι ώστε να την χάσει. Έπειτα ο παράδεισος θα είναι κλειστός γι'αυτήν. Καταλαβαίνεις;

Ένας ισχυρός υπαινιγμός υπήρχε κρυμμένος σε αυτά τα λόγια. Τον φαντάστηκε κιόλας να κλείνει πονηρά το ένα του μάτι.

- Μάλιστα.

Απάντησε ο άλλος ειρωνικά.

Τώρα η εκτέλεση ενός ανθρώπου ήταν ένα κουτσομπολιό; Ένα απλό θέμα συζήτησης για να περάσει ο χρόνος; 21ο πρώτο αιώνα δεν έχουμε; Τότε, γιατί οι εκτελέσεις θεωρούνται φυσιολογικές!

Διάφορες σκέψεις διαπερνούσαν το κεφάλι της μετά από αυτό.

Θα τη βίαζαν; Δε θα την εκτελούσαν;
Ποιός ξέρει!

Όταν ησυχία έπληξε το υπόγειο παραξενεύτηκε πολύ η Σαϊμάα. Από τη στιγμή που πάτησε το πόδι της οι φωνές δεν έπαυαν. Τώρα όμως έπαψαν, περίεργο της φάνηκε...

- Μήπως να πέθαναν οι βασανισμένοι; Μήπως να τους εκτέλεσαν; Ποιός ξέρει!

Δήλωσε σιγανά και αδύναμα. Η κούραση τη βασάνιζε πολύ.

- Τους πήρανε έξω, όπως και εσένα σύντομα.

Της απάντησε ο Χάροντας.

Κοίταξε προς τα δεξιά της, η Σαϊμάα. Τα πόδια της απλωμένα και τα χέρια της αφημένα ελεύθερα. Το αίμα της απλωνόταν ανεμπόδιστο πάνω στα ρούχα της και έπειτα στα σιτηρά.

Ο Χάροντας ήταν ο μόνος εκεί. Καθισμένος στη γωνία παρακολουθούσε τα πάντα.

Η πόρτα άνοιξε και ένα φως αμυδρό φάνηκε απέναντι της.

Άμποτε που ήταν αμυδρό το φως την τύφλωσε, φως είχε να δει εδώ και αρκετό καιρό. Έβαλε το χέρι της μπροστά από τα μάτια της, τυλίχτηκε σαν φίδι πάνω στο πάτωμα. Ετοιμαζόταν να αρχίσει πάλι το ξύλο

- Μη φοβάσαι. Ήρθα να σε βοηθήσω.
Είπε μία αγγελική φωνή.

Τότε γνώρισε τον Μουλά Βαβχάρ.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top