Κελί
Νύκτες βάναυσες είχε περάσει η νεαρή Σαϊμάα. Φυλακισμένη εδώ και πέντε ημέρες σε ένα δωμάτιο τόσο μικρό που ίσα ίσα θα χωρούσε τρία άτομα. Ένα παράθυρο υπήρχε, το οποίο φώτιζε ολόκληρο το δωμάτιο, με θέα το προαύλιο, μολαταύτα δε μπορούσες να το ανοίξεις. Εντούτοις, από τις απλές ακτίνες φωτός του ηλίου που τους πρόσφερε, τους έδινε την απαραίτητη δύναμη για να συνεχίσουν τον αγώνα τους.
Σε αυτό το μικρό δωμάτιο έπρεπε να συμβιώσει με δέκα συμφοιτήτριες της. Όλες όπως κι αυτήν αγωνίστριες της ελευθερίας και των ανθρώπινων ιδανικών.
Ουδεμία δεν αρνήθηκε τη συνεργασία για αυτή τη βίαιη συμβίωση τους και κάτω από αυτές τις συνθήκες.
Χώρισαν τον χώρο, μοίρασαν τα ελάχιστα υφάσματα που τους είχαν προσφέρει και προσπαθούσαν να επιβιώσουν. Φαγητό έβλεπαν αραιά και που, αλλά το νερό ήταν το μόνο αγαθό που εξασφαλιζόταν καθημερινά. Ότι μπορούσαν το μοίραζαν σε δέκα.
Όλα όσα κατάφεραν να τα μοιράσουν μεταξύ τους το έκαναν , όμως το οξυγόνο δε μπορούσαν. Η ατμόσφαιρα εκεί μέσα ήταν ασφυκτική και ελάχιστες πηγές φρέσκου αέρα υπήρχαν.
Και οι καιρικές συνθήκες δε διευκόλυναν καθόλου την κατάσταση. Κατά τη διάρκεια της ημέρας η θερμοκρασία του δωματίου έφτανε μέχρι τριάντα βαθμούς και άνω σταθερά, ενώ τη νύχτα σε μονοψήφιους αριθμούς.
Ο Χάροντας ανέμενε εκεί στη γωνία μέχρι να συμβεί το μοιραίο. Χάραζε πάνω στον πέτρινο τείχο με το δρεπάνι...πόσα λεπτά περνούσαν από τη στιγμή που πάτησαν οι νεαρές το πόδι τους στο κελί. Κάλυψε ολοκληρωτικά τον ένα τείχο.
Μαυροφορεμένος όπως πάντα, αλλά με δακρυσμένα μάτια. Μοιρολογούσε σιγανά την καθεμία τους.
...
Κλεισμένες εδώ και πέντε μέρες. Σε καμία το ηθικό δεν κατάφεραν να κλονίσουν, μια και τα τριγύρω κελιά ήταν παράλληλα γεμάτα με νέους και νέες που τόλμησαν και παραβιάσαν τον "ισλαμικό νόμο" του κράτους τους.
Μέρα - νύχτα τραγουδούσαν κυρίως στα περσικά, αλλά και αραβικά, αγγλικά, τουρκικά - ο καθένας σε όποια γλώσσα γνώριζε, τραγουδούσε -.
Ήταν η μόνη τους χαρά που δεν κατάφεραν να πάρουν. Είχαν γλώσσα, είχαν λογική και είχαν στόχο, τίποτα δεν τους σταματούσε στο να τραγουδήσουν και να χαρούν τη μικρή τους ζωή.
Συμμετείχαν σε αυτό και οι δέκα φοιτήτριες.
Αυτό τους πρόσφερε ακόμη περισσότερο θέληση να συνεχίσουν να παλεύουν!
Εγκλωβισμένοι σωματικά, ωστόσο ελεύθεροι ψυχικά.
Δεν ήθελαν να ηρεμήσουν τα πνεύματα ούτε για μία στιγμή. Το αισιόδοξο μήνυμα της αφύπνισης του λαού έπρεπε να μεταφερθεί σε κάθε άκρο της χώρας.
Έπρεπε να δουν οι ανώτεροι πως ο λαός είχε ξυπνήσει και ήρθε η ώρα για τα απλούστατα ανθρώπινα δικαιώματα να πρυτανεύσουν στη χώρα.
Οι φύλακες και οι αστυνομικοί για να πάψουν αυτή τη νέα παντοδύναμη επανάσταση, η οποία προλειάνει τη γη για την οριστική πτώση της κυβέρνησης · τους έλουζαν με παγωμένο νερό μέσω του παραθύρου της πόρτας. Μάταια όλα όμως!
Οι φωνές δε σταμάτησαν, αντιθέτως πολλαπλασιάστηκαν και έγιναν σφοδρότατες. Όλες είχαν γίνει μία, η ομόνοια μεταξύ ανόμοιων επιτεύχθηκε.
Βαρέθηκαν να ζουν σε φόβο και τρόμο η νεολαία του Ιράν. Θέλουν να ζήσουν όπως είναι οι συνάνθρωποι τους στην Ευρώπη, στην Ασία, Αμερική... Να έχουν τη δυνατότητα της επιλογής!
Μέσα σε αυτή την πενθήμερη κράτηση τους μία φίλη της, η Μπαχάρ Gilani, η οποία διέμενε μαζί της σε αυτό το κελί, είχε μελανιάσει πολύ. Έξαφνα έχασε όλες τις αισθήσεις της.
Φώναζαν στους φύλακες πως αυτή χρειάζονται επείγον ιατρική βοήθεια. Ίσως σκόπιμα ή μπορεί και όχι, ο γιατρός θα αργούσε να έρθει. Με όλες τις γνώσεις που διέθεταν αυτά τα νεαρά κορίτσια στην ιατρική ( μόλις δεκαοκτώ χρονών) προσπάθησαν να τη σώσουν ή τουλάχιστον να τη βοηθήσουν.
Εντούτοις, πέθανε. Αιτία θανάτου ήταν η ασφυξία.
Μπροστά από τα μάτια τους. Μία αγνή ψυχή με ελπίδες και όνειρα αφανίστηκε. Λόγος; Ένα κομμάτι υφάσματος. Ένας άνθρωπος πέθανε από ένα κομματάκι υφάσμα που την ανάγκαζαν να φοράει. Ένα πλάσμα με ψυχή πέθανε σκυλίσια εξαιτίας της "ορθής" τήρησης των νόμων του Θεού;
Μα από πότε ο Θεός καλεί και επιτρέπει τον σκοτωμό ενός συνανθρώπου μας;
Η Μπαχάρ Gilani δε θα ξεχαστεί όπως όλους τους γνωστούς και άγνωστους πολεμιστές του δικαίου και της υπεράσπισης των δικαιωμάτων όχι μόνο της γυναίκας αλλά γενικώς του ανθρώπου.
Αγωνίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα και για την απλή επιλογή που διαθέτει κανείς από εμάς, πέθανε σαν σκυλί σε ένα τοσοδούλι δωμάτιο και με έναν απάνθρωπο τρόπο. Λόγος; Τα " ριζοσπαστικά" πιστεύοντα της που εναντιώνονται με αυτά του κράτους.
Αυτά, τα οποία στη δύση θεωρούνται δεδομένα εδώ και έναν αιώνα πάνω κάτω - να μην αναφέρω πως μπορεί να είναι και περισσότερο - κι εμείς τα θεωρούμε κάτι αυτονόητο.
Κι όμως, είναι αυτονόητο;
Όλες οι γυναίκες, αυτή τη στιγμή στο Ιράν, παλεύουν για τα ανθρώπινα δικαιώματα που αποκτά κανείς από τη στιγμή που έρχεται σε αυτόν τον πλανήτη.
...
Με τον θάνατο της Μαχσά Αμινί σπίθιζε η φωτιά της επανάστασης στον κάθε ιρακινό πολίτη με συνείδηση στην ελευθερία. Αυτές οι σπίθες σκορπίστηκαν πανταχού σε όλο το Ιράν. Ο αγέρας της ελεύθερης σκέψης και επιλογής των ανθρώπων και ιδίως των γυναικών φύσηξε.
Οι σπίθες αυτές και ο αγέρας αυτός έφτασε μέχρι και το πανεπιστήμιο στο οποίο φοιτούσαν η Σαϊμάα Shirazi και οι συμφοιτήτριες της. Αγκάλιασαν την ιδέα αυτή και αγωνίστηκαν ο καθένας με τα μέσα που διέθεταν.
Κάποιοι με διαδηλώσεις και κάποιοι άλλοι εκμεταλλευόμενοι από το χάος που κυριαρχεί, βανδαλίζουν ότι βρουν μπροστά τους. Οι γυναίκες, όμως, είναι θαρραλέες, όχι άδικα η λέξη "ανδρεία" έχει γένους θηλυκού. Βγάζουν τα χιτζάπ τους, κόβουν τα μαλλιά τους και παλεύουν με όλα τα μέσα που διαθέτουν.
Η Σαϊμάα και οι φίλες της δεν αποτελούσαν εξαίρεση... έβγαλαν, έκοψαν και φώναξαν «Μας σκοτώνουν για τα μαλλιά μας!», «Θέλουμε ελευθερία!»
Πριν ολίγες μέρες επαναστάτησαν μαζί με τις άλλες γυναίκες, πήγαν στις διαδηλώσεις και για πρώτη φορά έβγαλαν τη μαντήλα τους.
Κρατούσαν τα πανό, έκαψαν τις μαντήλες τους και απέδειξαν την ανδρεία που έκρυβαν.
Πιάστηκαν από την αστυνομία μαζί με άλλες και σύρθηκαν χωρίς κατηγορίες στη φυλακή. Όπου για τη μία θα αποτελούσε η αρχή του τέλους.
...
Μετά τον θάνατο της Μπαχάρ Gilani, έμειναν εννέα. Με μάτια πρησμένα από το κλάμα συνέχισαν να ζούν. Ο θάνατος της όσο μακάβριος και συναισθηματικός κι αν ήταν, απετέλεσε ένα κίνητρο για τη συνέχιση του αγώνα.
Καθισμένες στο πάτωμα, με τα ρούχα που φορούσαν από τη διαδήλωση και με τα κοντοκουρεμένα μαλλιά τους, σιγοτραγουδούσαν.
Χωρίς αίσθηση του χρόνου και το τι γίνεται στη χώρα, σιγοτραγουδούσαν.
Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και ένας αστυνομικός σκυθρωπός εισήλθε μέσα.
Η στολή του ήταν τσαλακωμένη. Το μουστάκι του ακατάστατο και είχε κομμάτια τροφής λογικά από το απογευματινό του φαγητό.
- Ποια από σας είναι η Σαϊμάα Shirazi;
Κοίταξε την καθεμία με ένα βλέμμα πονηρό.
- Εγώ!
Σηκώθηκε η ίδια και συνάμα λέγοντας το. Δεν τον φοβόταν, ουδέποτε δε θα φοβηθεί κάποιον θνητό.
- Α μάλιστα. (Την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω) Σε περιμένει ο τείχος σε δύο μέρες.
Χασκογέλασε.
- Να χαρείς τον χρόνο που σου μένει.
Και έκλεισε την πόρτα από πίσω του.
Η Σαϊμάα είχε παγώσει. Μόλις της είχαν ανακοινώσει την εκτέλεσή της. Φόβο δεν ένιωθε, λύπη καθόλου... γιατί όμως;
Τα ξυπόλυτα πόδια της έτρεμαν αλλά η καρδιά της συνέχισε να χτυπάει φυσιολογικά.
" Σε δύο μέρες; Αδιανόητο!" Σκέφτηκε.
" Σε δύο μέρες δε θα βρίσκομαι ανάμεσά τους". Κοίταξε προς τις υπόλοιπες οκτώ.
Όλες οι στιγμές που πέρασαν μαζί έπαιζαν σαν ταινία στο κεφάλι της. Από τη στιγμή που μπήκαν στο πανεπιστήμιο και γνωρίστηκαν, όταν βγήκαν μια μέρα να χαλαρώσουν λίγο σε ένα πάρκο, μέχρι και στην πρώτη και τελευταία τους διαδήλωση που συμμετείχαν. Όλα αυτά σε λίγα δευτερόλεπτα.
Άκρα του τάφου σιωπής επικράτησε στο κελί μετά από αυτό. Καμία δεν είπε τίποτα, μονάχα είχαν τα μάτια τους εστιασμένα στη ζωντανή νεκρή.
Η Σαϊμάα τότε κοίταξε προς το παράθυρο, ο ήλιος ήταν τόσο λαμπερός.
Σαν μαγνήτης την ελκούσε και την καλούσε. Παρασύρθηκε από την ομορφιά του η καημένη Σαϊμάα.
Ξεκίνησε να βαδίζει προς τα εκεί, οι γυμνές της πατούσες πατούσαν πάνω από στρώματα και ρούχα. Πέρασε τον Χάροντα που σταμάτησε να χαράζει και το μοιρολόι του, η Σαϊμάα του άκουγε ξεκάθαρα. Τη θρηνούσε και σπάραζε την άκαρδη καρδιά του. Έφτασε προς το παράθυρο, στήριξε το ένα χέρι της στο περβάζι του και κοίταξε προς τα έξω. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος, τα πουλιά έσχιζαν τον αέρα και οι μαύροι καπνοί στόλιζαν αυτή την ομορφιά, όμως δεν την χαλούσαν. Αντιθέτως, την ομορφαίναν ακόμη περισσότερο.
Πόση αρμονία και γαλήνη ένιωθε βαθιά μέσα της. Που να χαρείς! Αυτό άραγε να ένιωθε και η Μπαχάρ μόλις πέθανε;
Δάκρυ κύλησε από τα μαύρα μάτια της, χαράς ή λύπης; Δεν γνώριζε...
- Σαϊμάα!
Άκουσε ξαφνικά. Γύρισε το κεφάλι της να δει από πού προερχόταν αυτή η αγγελική φωνή.
Σηκώθηκε και την αγκάλιασε μία συμφοιτήτριά της.
- Καημένη! Τώρα θα δεις τι θα συμβεί!
Είπε αποφασιστικά μία άλλη. Σηκώθηκε και άρχισε να φωνάζει « Δολοφόνοι! Φονιάδες » χτυπώντας ταυτόχρονα την πόρτα.
Όλα αυτά, τα αυτιά της τα ακούγονταν σαν απομακρυσμένοι ήχοι. Δεν ένιωθε πως πλέον πατούσε στη γη, αλλά σε σύννεφο.
- Γιασμίν!
Φώναξε η Σαϊμάα. Επανήλθε στην πραγματικότητα.
Η Γιασμίν σταμάτησε αμέσως και την κοίταξε. Όλα τα κορίτσια είχαν εστιαστεί τα μάτια τους πάνω της.
- Ό,τι κι αν κάνετε μάταιο θα είναι. Την εκτέλεση δεν την γλιτώνω είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο, όμως ο αγώνας μας συνεχίζεται. Κάθε επανάσταση είναι γραμμένη με αίμα των αγωνιστών της. Γιατί αυτή να είναι αλλιώτικη;
Είπε θαρραλέα με το κεφάλι ψηλά και χαμόγελο.
- Μα γιατί να πεθάνεις εσύ; Για ποιο λόγο!
Ρώτησε μια.
- Ναι, απαντήστε μας, φονιάδες!
Κλώτσησε με δύναμη την πόρτα η Γιασμίν.
- Σταματήστε επιτέλους! Αν δεν χυθεί αθώο αίμα, η επανάσταση δε θα τραβήξει τον παγκόσμιο ενδιαφέρον, σωστά; Θέλω να μου πείτε σε ποια επανάσταση σε όλη την ανθρώπινη ιστορία δεν χύθηκε ούτε μια σταγόνα αίματος;
Η Σαϊμάα κοίταξε την καθεμία, ωστόσο κανείς δεν της απάντησε.
- Τότε! Τι περιμένετε! Ας είμαι η πρώτη και η τελευταία που θα εκτελέσουν. Ας εκφράσουν όλη τους την οργή πάνω μου. Έτσι ώστε να μην σκοτώσουν κανέναν άλλο.
Η πόρτα άνοιξε. Δύο αστυνομικοί εισήλθαν μέσα. Έβαλαν χειροπέδες στη Σαϊμάα και την οδήγησαν προς τα έξω. Δεν αντιστάθηκε, ποιος ο λόγος; Μάταιο είναι οποιαδήποτε αντίσταση.
- Αδελφές και Αδελφοί συνεχίστε τον κοινό αγώνα του έθνους μας. Δε πρέπει να κλονίσει την ψυχή μας οποιοσδήποτε θάνατος. Αδελφοί και Αδελφές μην τα παρατήσετε! Ο Θεός αγαπά όλους μας είτε με μαντήλα είτε όχι! Συνεχίστε, για να πάρετε το αίμα των αδικοχαμένων πίσω!
Φώναζε η Σαϊμάα στον διάδρομο της φυλακής ενόσω την έπαιρναν ένας Θεός γνώριζε πού.
- Σκάσε!
Φώναξε ο ένας αστυνομικός και ταυτοχρόνως δίνοντας της ένα δυνατό χαστούκι.
Πόνο δεν ένιωθε, τον κοίταξε κατάματα και του είπε:
- Ο Θεός αγαπά όλους μας! Τα γνήσια του παιδιά μόνα αυτά το γνωρίζουν αυτό.
Ο αστυνομικός πάγωσε, ποτέ σε όλη την καριέρα του δεν είχε τέτοια αντίδραση, δεν άκουσε τέτοια λόγια να λέγονται με τέτοια αποφασιστικότητα.
Τα λόγια της, παρόλ'αυτά είχαν εμψυχώσει τους πάντες ακόμα και τους φύλακες. Οι "φυλακισμένοι" χτυπούσαν τις μεταλλικές πόρτες συγχρονισμένα. Ο ήχος της ομόνοιας σκορπίστηκε σε όλη τη φυλακή.
Ο ήλιος φώτιζε τον διάδρομο όπου περνούσε η Σαϊμάα και ο ήχος όλων των αδελφών της το ακολουθούσε. Ο Χάροντας επίσης, κρυμμένος πάντα στις σκιές την ακολουθούσε.
Τελευταία φορά θα περάσει από εδώ - δε θα ξαναδεί κανέναν τους, τουλάχιστον ζωντανή.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top