Τέλος

Μερικές φορές, τα φέρνει έτσι η ζωή που κρεμομαστε από τη μαγεία. Ψάχνουμε κάθε τι που δεν μπορεί να εξηγηθεί και πάνω σε αυτό βασίζουμε τις ελπίδες και τα όνειρα μας... Ένα από αυτά είναι και οι ευχές...

Πόσες φορές δεν έχουμε κοιτάξει τον ουρανό προσμένοντας ένα άστρο να πέσει , να το προλάβουμε και να κάνουμε μια ευχή;
Ενώ πόσες άλλες λίγο πριν κλείσουν τα βλέφαρα μας τη νύχτα, ευχόμαστε το αύριο να ξημερώσει καλύτερο;

Η ανθρώπινη επιβίωση βασίζεται στην ελπίδα. Ελπίδα ότι θα έχουμε δουλειά, φαγητό, ελπίδα ότι θα καταφέρουμε να ξεπεράσουμε την απώλεια, θέματα υγείας...
Προβλήματα της καθημερινότητας...
Όλα βασίζονται σε αυτή...

Κάθε ένας από εμάς, έχει τα δικά του θέματα να αντιμετωπίσει. Τους δικούς του φόβους και ανάγκες...
Για εμένα, ο χειρότερος φόβος μου, είναι να τον χάσω. Ακούγεται ίσως μελοδραματικό, ίσως και ανούσιο μπροστά σε τόσα μεγάλα προβλήματα αλλά όπως προείπα, κάθε ένας έχει δικά του βάρη στις πλάτες.

Ποτέ δε πίστευα ότι θα ζήσω για να δω να γεννιέται μέσα μου ένας τέτοιος έρωτας.
Αν με ρωτάτε, πως είναι δυνατόν να αγωνιώ για αυτόν, η απάντηση είναι απλή...
Μια φορά τον ζούμε τελικά στη ζωή μας.
Μια φορά μονάχα...
Τα χρήματα έρχονται και φεύγουν.
Η υγεία έχει τα σκαμπανεβάσματα της...
Ο έρωτας όμως είναι κάτι άυλο που πάντα θα είναι εκεί.
Ακόμα κι αν μείνεις άστεγος, αν πεινάς ή αν πεθαίνεις, στις τελευταίες σου στιγμές θα ψάξεις ότι πιο όμορφο και γλυκό συνέβη στη ζωή σου. Κι αυτό είναι η αγάπη...

Ερχόμαστε γυμνοί, πεθαίνουμε γυμνοί και μένουν μονάχα οι στιγμές στο μεγάλο μας ταξίδι... Αυτές αφήνουμε πίσω για να μας θυμούνται...

Δεν ξέρω πού πάω. Ή μάλλον ξέρω πολυ καλά που πάω αλλά δε ξέρω τι θα βρω εκεί.
Το αεροπλάνο σε λίγο προσγειώνεται...
Και για μένα ι μοναδικός προορισμός είναι εκείνος... Δεν με νοιάζει κανένας. Ούτε ο Πάνος, ούτε η Θάλεια ούτε τα ψέματα... Κάνεις και τίποτα.
Αρκεί να πάω εκεί που η καρδιά αγαπά και πονάει. Εκεί που λαχταράει και εκεί που λάτρεψε και γνώρισε τον έρωτα.

Η Ιφιγένεια άγγιξε το στήθος της.
Κάθε μνήμη της είχε επιστρέψει.
Όσο κι αν προσπάθησαν να τη σταματήσουν κανένας δε τα κατάφερε. Ένιωθε τσακισμένη με δύο μήνες γεμάτους ψέμα στη πλάτη. Δύο μήνες που κατάφεραν να τη γεμίσουν απόγνωση. Το κινητό της είχε σβηστεί ολόκληρο. Μα εκείνη θυμόταν τον αριθμό... Προσπάθησε. Χίλιες φορές προσπάθησε μα ήταν κλειστό.

Πήρε μια βαθιά αναπνοή ακούγοντας το πιλότο να ανακοινώνει ότι έφτασαν και γέμισε τη ψυχή της με ελπίδα. Ελπίδα, και μια ευχή. Έτσι δε της είπε; Να κλείσει τα μάτια και να φυσήξει... Πάνω στο ίδιο το κορμί της. Και αυτό έκανε...όλο που αυτή η ευχή, δεν έμοιαζε με τις άλλες...
Αυτή η ευχή, ήταν για εκείνον...
Ευχήθηκε να αντέξει λίγα ακόμα λεπτά μέχρι να πάει να τον βρει...

°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°°•°°

"Ακόμα τίποτα;" η Εύα πήγαινε αναστατωμένη πέρα δώθε.

"Τίποτα. Πάμε σπίτι και φεύγουμε και εμείς κάτω με το πρώτο αεροπλάνο..."

Το σπίτι ήταν ακόμα διαλυμένο.
Ο Νεκτάριος έπιασε το Πάνο μόλις έφυγε η Ιφιγένεια, τον ανάγκασε να σηκωθεί και πριν τον αρχίσει στις κλωτσιές, του είπε να μαζέψει τα πράγματά του και να εξαφανιστεί. Να τρέξει τόσο μακριά που ο Ρήγας δε θα τον βρει ποτέ. Είχαν έναν έντονο διαπληκτισμο αλλά μόλις η Θάλεια επενέβη και είπε ότι θα καλέσει την αστυνομία και θα του κάνει μήνυση για εκβιασμό, τα μάζεψε κακήν κακώς και έφυγε.

Το θέμα ήταν ότι η Ιφιγένεια, έφυγε μόνη. Ο Σωτήρης δεν είχε ιδέα που ήταν ο Ρήγας αφού τον άφησε στο μαγαζί και έφυγε ενώ όσοι προσπάθησαν να τον καλέσουν, έπεφταν στο κενό. Δεν είχαν ιδέα τι έκανε ο Πάνος με το κινητό της και ούτε τους είπε.
Αυτό ήταν αρκετό για να προκαλέσει μια ακόμα αναστάτωση.

"Εγώ καλύτερα να φύγω..." Η Θάλεια πήρε τα πράγματα της θλιμμένη. Ναι, κατάφερε και έφτασε την Ιφιγένεια σε τέτοια ένταση που βρήκε τη μνήμη της αλλά δεν ξέχασε τι έκανε.

"Θάλεια; Όλοι κάνουμε λάθη... Είδαμε πόσο χειριστικος είναι ο Πάνος. Έλα μαζί μας κάτω..."

Εκείνη γέλασε λυπημένα

"Να έρθω για ποιον; Η Ιφιγένεια δε θέλει να με βλέπει και ο Σωτήρης είμαι σίγουρη ότι θα με φτύσει αν με δει... Νομίζω τελείωσα εδώ ρε Εύα..."

"Κάνεις λάθος για το Σώτο..." Ο Νεκτάριος τη κοίταξε σοβαρός. "Μπορεί να κάνουμε χαβαλέ, ίσως να θυμώνουμε και να μαλακιζομαστε μεταξύ μας, αλλά σε γουσταρε Θάλεια... Και ξέρω ότι παρά τα όσα έκανες με το Πάνο, κάτι νιώθεις και εσύ. Δεν είναι μαλάκας... Θα καταλάβει. Κανένας δεν είναι αναμάρτητος. Όλοι κάνουμε λάθη..."

"Εγώ έκανα πολλά..."

"Έλα ρε Θάλεια..." η Εύα την αγκάλιασε "Θα βρούμε άκρη. Αγάπη και θέληση να υπάρχει. Και είμαι σίγουρη ότι η Ιφιγένεια θα σε συγχωρέσει... Σαγαπαει. Για αυτό και πληγώθηκε τόσο. Κοίτα το αλλιώς... Σε εσένα ήρθε να στα πει. Όχι σε μένα..."

"Και εσένα θα σου έλεγε αλλά δεν ήθελε γιατί ήσουν χαρούμενη..."

"Χαζομάρες... Αγαπιεστε οι δύο σας κι ας έγινε ότι έγινε... Θα πάμε όλοι στο νησί και δε σηκώνω κουβέντα"

"Συμφωνώ. Σε μισή να είστε έτοιμες. Πάω για τα εισιτήρια..."

"Ρε παιδιά... Δε νιώθω άνετα... Έκανα ήδη πολλά. Θα πάω στους δικούς μου"

"Θάλεια πήγαινε να ετοιμαστείς..." της είπε ήρεμα ο Νεκτάριος. "Φεύγουμε σε μισή ώρα"

°•°•°•°•°•°•°°••°°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°°•

Κύθηρα...

Πρώτη της στάση ήταν στο σπίτι του.
Ο Νεκτάριος της είπε ότι είχε κλείσει το μαγαζί και η Ιφιγένεια έφυγε σφαίρα εκεί. Χτύπησε τα κουδούνια, κατάφερε να ανέβει και επάνω αλλά τίποτα. Τον πήρε τηλέφωνο πάνω από δέκα φορές. Ήταν ακόμα κλειστό. Ήταν σίγουρη ότι κάτι έκανε ο Πάνος. Αυτός ο άνθρωπος γέμιζε με βρωμιά και αηδία ακόμα και τις σκέψεις της όταν έμπαινε στο μυαλό της.

Αποφάσισε να φύγει στο μαγαζί. Πολλές φορές καθόταν εκεί ακόμα κι αν ήταν κλειστό. Ταξί δεν υπήρχε πουθενά. Πήρε το δρόμο για τα ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα όταν ξαφνικά το μάτι της έπιασε μια γνώριμη παρουσία σε ένα από τα καφέ του κέντρου. Δεν όρισε τη καρδιά της...
Πλησίασε και μόλις την είδε σηκώθηκε αμέσως.

"Επικίνδυνος ε;" Η Ιφιγένεια σήκωσε το χέρι της και της αστραψε ένα χαστούκι τόσο δυνατό, που η Πόπη πιάστηκε αμέσως από τις καρέκλες. Οι φίλες της σηκώθηκαν μα εκείνη έμοιαζε με το διάολο. Καμιά δε τη πλησίασε "Πόσο απελπισμένη είσαι; Δε ντρέπεσαι;" Η Πόπη κρατούσε το μάγουλο της και τη κοιταγε άναυδη. Όλη η μαγκιά της πήγε περίπατο. Πρώτη φορά σήκωνε κάποιος χέρι πάνω της. "Μη ξαναβρεθείς στο διάβα μου. Αυτό να εύχεσαι! Να και μια ευχή για να κάνεις κάθε βράδυ!" είπε και ρίχνοντας της ένα βλέμμα γεμάτο απαξίωση, γύρισε για να φύγει

"Νομίζεις ότι είσαι κάτι ξεχωριστό για εκεινον;!" της φώναξε κλαμμενη και η Ιφιγένεια γύρισε και της χαμογέλασε.

"Δε το νομίζω... Είμαι!" είπε με στόμφο και χωρίς να κάτσει παραπάνω, αύξησε το βήμα της. Η ένταση μέσα της δεν έλεγε να κοπάσει. Δε μετάνιωσε όμως. Για τίποτα από τη στιγμή που βρήκε τη μνήμη της και πριν τη χάσει δεν μετάνιωσε. Μόνο για τους μήνες που έχασε μετάνιωνε πικρά...

Έφτασε στο μαγαζί με τα ενοικιαζόμενα.
Έδωσε όσα χρειάστηκαν και της ζήτησαν και μόλις βρέθηκε πίσω από το τιμόνι, ένιωσε να βγάζει φτερά στις πλάτες. Θα γύριζε όλο το νησί για να τον βρει αν ήταν ανάγκη.

Πέταξε τα πράγματα της στη θέση του συνοδηγού και ξεκίνησε..

°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°

"Δεν έχω ιδέα που είναι ρε μαλάκα. Πήγα και σπίτι του. Τίποτα. Τώρα θα πάω πάλι από το μαγαζί! Το αμάξι του ηταν εκεί αλλά αυτός μπορεί να έφυγε και με τα πόδια!"

"Σώτο η Ιφιγένεια θα έχει φτάσει. Εμείς τώρα ξεκινάμε..."

"Εντάξει... Αν τον βρω θα του πω ότι κατέβηκε η Ιφιγένεια.."

"Σωτήρη;" Ο Νεκτάριος αναστεναξε "Δεν ερχόμαστε μόνοι με την Εύα..." είπε χαμηλά. "Έρχεται και η Θάλεια..." Ο Σωτήρης σφίχτηκε.

"Ας έρθει. Δε με απασχολεί..."

"Μαλακα, ξέρω ότι τη γουστάρεις. Έχει μετανιώσει..."

"Τα έκανε όλα σκατά Νεκτάριε! Τι θες να κάνω;"

"Να την αφήσεις να σου μιλήσει. Αυτό μόνο..."

"Θα δω. Κλείσε να πάω από το μαγαζί. Καλή πτήση..."

Έκλεισαν και ο Σωτήρης κοπανησε τα χέρια στο τιμόνι. Ύστερα από όσα έμαθε πια, είχε χάσει πάσα ιδέα για εκείνη. Μια ευκαιρία; Να σώσει ευκαιρία σε τι... Στα ψέματα της που τους οδήγησαν σε αυτούς τους τρελούς μήνες; Στο ότι φλέρταρε μαζί του ενώ πηδιοταν με το Πάνο; Ο Σωτήρης πάντα έδινε δεύτερες ευκαιρίες στους ανθρώπους αλλά αυτό του κάθισε βαρύ...

Παρόλα αυτά, η Θάλεια ήταν το τελευταίο που τον απασχολούσε. Νωρίτερα πήγε στο μαγαζί είδε ένα ποτήρι αλκοόλ, το κινητό  και τα τσιγάρα του ήταν όλα εκεί και δεν είχε ιδέα. Το είχε κλείσει και ούτε μπορούσε να δει έστω αν έγινε κάτι που τον τάραξε...

°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°

Πατούσε το γκάζι με μοναδικό προορισμό το μαγαζί αλλά φτάνοντας το βρήκε κλειστό. Άφησε το αμάξι στο πάρκινγκ, το δικό του ήταν παρκαρισμένο λίγα μέτρα μακρια. Και  μόνο που το είδε φτερουγίσε η καρδιά της,  κατέβηκε και έφυγε τρέχοντας μέσα. "Χριστόφορε;!" Φώναξε αλλά σύντομα κατάλαβε ότι δεν ήταν κανένας και οση χαρα είχε κόπηκε μαχαίρι... Κατηφόρισε ως τους καναπέδες, κοίταξε πίσω , στο κοντέινερ, στο μπάνιο, αλλά τίποτα...

Σταμάτησε και πήρε μια βαθιά ανάσα ώσπου έτσι όπως το βλέμμα της περιπλανήθηκε στη θάλασσα, η καρδιά της σκιρτησε.

"Η σπηλιά..." σκέφτηκε και άρχισε να τρέχει...

°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°



✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨

Τα μπουκάλι ήταν άδειο πια...
Παρατημένο πλάι στα βράχια...
Άδειο όπως και εκείνος.
Καθόταν ακριβώς στο ίδιο σημείο που της έκανε έρωτα για πρώτη φορά. Εκεί που τα δικά της χέρια είχαν απλωθεί και εκείνος τα έπιανε θαρρείς και ήταν δικά του από πάντοτε...Δεν ήταν νύχτα. Δεν είχε αστέρια. Είχε όμως εκείνο το καταραμένο άνοιγμα και φέρνοντας τη στο μυαλό του, εγυρε το κεφάλι προς τα πίσω.

Πρώτη φορά αγάπησε γυναίκα...
Ίσως δεύτερη...
Μια η μάνα του, και μια εκείνη...
Τόσο πολύ σύγκρινε τα συναισθήματα του...
Ίσως η αγάπη να ήταν διαφορετική αλλά είχε ίδια ένταση και δυναμική...

Έβγαλε από το νερό τα άδεια του χέρια και τα κοίταξε.
Ότι αγαπούσε το έχανε τελικά...
Βυθίστηκε ολόκληρος προς τα μέσα, έμεινε εκεί για λίγα δευτερόλεπτα και βγαίνοντας άφησε τα στήθη του να γεμίσουν αέρα...

Όπως γέμισε και εκείνη τα κενά του... Και στο λαιμό, και τη καρδιά και στο κορμί και στη ζωή και στα πάντα του...

Δεν ήταν από τους άντρες που έκλαιγαν.
Είχε να κλάψει από το θάνατο της μάνας του αλλά η απελπισία, είχε φωλιάσει τόσο βαθιά που ένιωσε ανήμπορος να το ελέγξει.
Πώς ήταν δυνατόν μέσα σε λίγες ώρες να την έχασε πάλι...
Πόσο καταραμένη ήταν η στιγμή...
Ένιωσε το σώμα του, να ηρεμεί. Ίσως δεν είχε και κουράγιο να το κρατήσει πάνω από την επιφάνεια. Γύρισε ολόκληρος προς τα πίσω, πιάστηκε από τα βράχια και απλώνοντας το χέρι, κοίταξε το μπουκάλι.
Ήθελε λίγες ακόμα σταγόνες για να χαθεί μα ούτε εκείνο, καταλάβαινε την απελπισία του. Ήταν αδειανό...

Έκλεισε τα μάτια, εγυρε το κεφάλι προς τα κάτω και βγάζοντας μια κραυγή,  χτύπησε τις παλάμες του, δυνατά πάνω στα βράχια.

✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨

Είχε ήδη βγάλει τα παπούτσια της και έτρεχε   με τη ψυχή της μετέωρη και φοβισμένη. Φοβόταν το τώρα...
Φοβόταν μήπως δε τον βρει εκεί...
Φοβόταν μήπως είχε αργήσει...

Φτάνοντας στο άνοιγμα, έπεσε με τα ρούχα στο νερό και άρχισε να κολυμπάει προς τα μέσα.

"Χριστόφορε;" φώναξε ανυπόμονα κάπου στα μισά μα κάθε χαρά που τόλμησε να ζωγραφιστεί στο πρόσωπο της, έσβησε απότομα όταν αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν κανένας εκεί. Η Ιφιγένεια σύρθηκε ως τα κοντινότερα βράχια, βγήκε έξω και άρχισε να κλαίει. Ήταν δάκρυα εκνευρισμού. Θυμού. Εκείνα τα δάκρυα που όταν περιμένεις κάτι σαν τρελός όλα πάνε στραβά και δε γίνεται...

Βγήκε απογοητευμένη από τη σπηλιά με όλους και όλα... Ακόμα και με την ίδια τη ζωή της που δεν έλεγε να της χαμογελάσει πια και να βρει ηρεμία.
Δεν την ένοιαζε που τα ρούχα της ήταν μούσκεμα, ούτε που άφησε στην άλλη άκρη τα παπούτσια της, έπιασε να περπατάει λυπημένη στο χωματόδρομο που έβγαζε στο πάρκινγκ χωρίς να σκέφτεται.

°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°
✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨

Άρπαξε ένα μπουκάλι ρούμι, βγήκε από το κοντέινερ και δίνοντας μια κλωτσιά τη πόρτα, εκείνη τρανταχτηκε ολόκληρη.
Τα νεύρα του και ο θυμός δεν είχαν τελειωμό. Ήταν αποφασισμένος... Θα το κατέβαζε όλο, θα μάζευε τα κομμάτια του και θα έμπαινε στο πρώτο αεροπλάνο να πάει να τη βρει. Δεν άντεχε άλλο...
Κουράστηκε να περιμένει το θαύμα...

Βγήκε στο μπαρ, πήρε τα κλειδιά από το αμαξι και έφυγε προς το πάρκινγκ.
Δεν ήταν μεθυσμένος. Μα είχε ανάγκη να γίνει. Είχε ανάγκη να πιει τόσο που το σώμα να κατέρρεε και το μυαλό να έμπαινε για μια στιγμή σε παύση. Ίσα ίσα να βρει λίγη γαλήνη και ύστερα να πάει να τη βρει με κάθε κόστος.

Άφησε το μπουκάλι στο καπό , ξεκλείδωσε μα λίγο πριν μπει, σταμάτησε. Γύρισε και πρόσεξε ένα δεύτερο αυτοκίνητο άγνωστο προς εκείνον στο πάρκινγκ. Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα να το κοιτά ώσπου το βλέμμα του ξέφυγε και εστίασε σε μια φιγούρα που πλησίαζε από το χωματόδρομο.

Ήταν μακριά ακόμα αλλά κάτι στο περπάτημα της, του φάνηκε γνώριμο...
Έκανε μερικά βήματα και μόλις την είδε να πλησιάζει λιγάκι παραπάνω, τα πόδια πάγωσαν στο χώμα...
Ήταν η ίδια ακριβώς στιγμή, που σήκωσε το κεφάλι της, και τα βλέμματα τους ενώθηκαν...

"Δε μπορεί..." κατάφερε και ψέλλισε  μη πιστεύοντας στα ίδια του τα μάτια και ύστερα άκουσε ένα βαθύ, γοερο λυγμο να αντικρούει κάθε άλλο ήχο και το όνομα του, να βγαίνει από τα χείλη της..
Η Ιφιγένεια πάτησε τα κλάματα και άρχισε να τρέχει...

Μόλις η απόσταση μηδενίστηκε, πήδηξε ολόκληρη επάνω του , εκείνος την έπιασε μονομιάς. Τυλίχτηκε γύρω του , κρατώντας τον σφιχτά και έχοντας το παράπονο για οδηγό, άφηνε τους λυγμούς της και το χαμόγελο της, να τρελαίνουν τη στιγμή...
Γελούσε και έκλαιγε μαζί μην μπορώντας να τιθασεύσει κανένα της συναισθήμα.
Όλη η προσμονή, όλη η αγωνία της, όλο το παράπονο και όλο το ταξίδι της έλαβε τέλος μέσα στα χέρια του.
Σε μια αγκαλιά και σε ένα κορμί που λάτρεψε και πόθησε. Εκεί που γνώρισε τι αληθινά σημαίνει αγάπη , τρέλα και έρωτας.

Τα χέρια της, έπιασαν το πρόσωπο του.
Φιλούσε τα πάντα πάνω του. Τα χείλη του, τα μάγουλα του, το μέτωπο του, τα μάτια του τα πάντα. Κάθε σημείο...
Βιαζόταν να τα φιλήσει όλα χωρίς να πει κάτι... Ούτε που τον άφησε να αρθρώσει λέξη. Όταν άνοιξε τα χείλη του για να μιλήσει, του χάρισε ένα βαθύ φιλί και τον έσφιξε στα χέρια της.

"Σαγαπαω..." σταμάτησε το φιλί και άρχισε να αφήνει μικρά πεταχτά παντού. Σε κάθε της φιλι, του έλεγε πόσο τον λάτρευε, πόσο της έλειψε, πόσο άργησε...

Ο Χριστόφορος ήταν σε σοκ... Τα ερωτήματα ήταν τόσα πολλά μα εκείνη τη στιγμή, δεν ήθελε να σκέφτεται κανένα. Φτάνει που τη κράταγε. Φτάνει που ένιωθε τη ζεστασιά της πάλι. Την ανάσα της και τη μυρωδιά της.

"Κι εγώ σ'αγαπαω παναθεμα σε..." κατάφερε και μίλησε επιτέλους ερχόμενος στη παραδοχή και εκείνη ξέσπασε σε γέλια και κλάματα πάλι. Ήταν τόσο έντονη η σύνδεσή τους, που ακόμα και οι λέξεις ήταν φτωχές για να περιγράψουν όσα ένιωθαν. Ούτε καν τα σ'αγαπώ τους, ήταν ικανά να δώσουν βαρύτητα στα συναισθήματα τους.
Μπλέξανε και αυτό το μπλέξιμο ήταν τόσο όμορφο, τόσο αγνό και αληθινό που καμιά λέξη δεν μπορούσε να το περιγράψει. Ούτε καν η αγάπη.

"Όλα τα θυμάμαι... Τα πάντα. Εμάς, κάθε στιγμή μας! Κάθε λέξη ανάμεσα μας. Καθετί που μας κράτησε χωρια και καθετί που μας ενώνει..." Η Ιφιγένεια τράβηξε το κεφάλι του και το εκρυψε βαθιά μέσα στην αγκαλιά της. Ήταν ακόμα πάνω του. Ο Χριστόφορος δε την άφησε δευτερόλεπτο να πατήσει στο έδαφος. Κολλημένοι στη μέση του πάρκινγκ, σαν ένα σώμα...

Πήγε εκεί, που η καρδιά της την οδήγησε και εκεί που η ευτυχία της δεν είχε τελειωμό...
Εκείνος πάλι, ήταν εκει, σε ένα μέρος που γεννήθηκε, σε ένα μέρος που έχασε όσα αγάπησε και που του έμαθε πάλι να αγαπά...
Αυτό που κατάλαβαν όμως σαν έπαψαν να μιλούν και απλα κοίταζαν ο ένας τον άλλο, ήταν πως δεν είχε σημασία το μέρος, σημασία είχε μονάχα που ήταν μαζί...

Η ευτυχία τους δεν είχε τελειωμό...

Ποια ευτυχία θέλεις να έχει τελειωμό άλλωστε;
Το μόνο που αναζητάς είναι να μη τελειώσει...

Όταν έφτασαν τα παιδιά, τους βρήκαν ακόμα στο πάρκινγκ. Αγκαλιασμενους, ακουμπισμένους στο αυτοκίνητο και χωμένους ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.

Η Ιφιγένεια δεν έφυγε ποτέ από το νησί...
Έμεινε εκεί μαζί με το Χριστόφορο σε ένα μέρος που από πάντοτε δόξαζε την αγάπη και τον έρωτα. Αυτά ήταν τα Κύθηρα και εκεί γέννησαν ένα ακόμα θαύμα...

Ένα χρόνο αργότερα ήρθε στη ζωή τους, ένα πανέμορφο κοριτσάκι. Ο Ρήγας κέρδισε και εκείνη τη παρτίδα της ζωής. Η Ιφιγένεια πίστευε ότι θα έκαναν αγόρι αλλά εκείνος ήταν σίγουρος ότι πλέον ήθελε να έχει γυναίκες πλάι του που θα έδινε για αυτές τη ζωή του. Άφησαν πίσω τους κάθε άσχημη στιγμή. Κάθε άνθρωπο που θέλησε να τους βλαψει. Η Πόπη, έφυγε για σπουδές στο εξωτερικό αλλά ακόμα κι όταν ήταν στο νησί , δε τους έβλεπε αφού η Ιφιγένεια με το Χριστόφορο μετακόμισαν στην άλλη άκρη του νησιού, στο πατρικό του. Ο Πάνος από την άλλη , έπραξε αυτό που η Ιφιγένεια ζήτησε. Ούτε τρίχα του, δε βρήκε στο διαμέρισμα όταν επέστρεψε με το Χριστόφορο να πάρουν τα πράγματα της.

Οι δικοί της, δεν άργησαν να επισκεφθούν τα Κύθηρα και μάλιστα λάτρεψαν το Χριστόφορο χωρίς όρους. Ήταν όπως το είπε η μητέρα της , σαν να έβλεπε την ανδρική έκδοση της κόρης της. Τόσο ίδιοι και τόσο αγαπημένοι...

Η Εύα και ο Νεκτάριος , ήταν μια κατηγορία μόνοι τους. Εκείνη το είπε και το έκανε. Έμεινε στο νησί όπως και η Ιφιγένεια. Επέλεξαν τη χώρα των Κυθήρων για να βοηθούν περισσότερο το Σωτήρη και ζούσαν τη δική τους τρέλα. Δεν είχαν κάνει παιδιά ακόμα, και ούτε ήθελαν. Ήταν από εκείνα τα ζευγάρια που απλά ήθελαν να ζουν ο ένας για τον άλλο.

Η Θάλεια από την άλλη, κατέβηκε , έδωσε και εκείνη τις εξηγήσεις της στο Χριστόφορο όταν ηρέμησαν τα πράγματα μα τελικά ο Σωτήρης, αποδείχθηκε ότι πληγώθηκε περισσότερο από όσο όλοι νόμιζαν. Δεν κατάφερε να τη συγχωρέσει για πολλούς λόγους. Για τα ψέματα. Για όσα έβλεπε τον Ρήγα να βιώνει εκείνους τους δύο μήνες, για την απιστία της... Για όλα... Θεωρούσε ότι μπορεί να μετάνιωσε αλλά το κακό που προκάλεσε εκείνο το διάστημα, ήταν τεράστιο. Είχε τρομερή αδυναμία στο Χριστόφορο και κάθε φορά που τον έβλεπε να τσακίζεται, τσακιζοταν κι εκείνος. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που δε μπορούσε να την αφήσει πάλι να μπει στη ζωή του ακόμα κι αν του άρεσε σαν γυναίκα...

Μόλις τελείωσαν οι εξηγήσεις , η Θάλεια τα μάζεψε και έφυγε μόνιμα στο Σουφλί. Μιλούσαν αραιά και που με την Ιφιγένεια, μια φορά κάθε δύο μήνες αλλά ως εκεί. Ύστερα από τέτοιες προδοσίες, σπάνια οι άνθρωποι καταφέρνουν να ενώσουν πάλι τα κομμάτια. Ίσως η Θάλεια τη βοήθησε να βρείτε η μνήμη της, αλλά στη τελική, εκείνη και ο Πάνος έφταιγαν που την έχασε. Κανένας δε χρωστούσε σε κανένα...

Ο Σωτήρης, δεν κράτησε καμιά επαφή μαζί της. Είχε τα παιδιά, έγιναν όλοι μια όμορφη παρέα και μάλιστα έγινε νονός της μικρής.
Του πήρε δύο χρόνια να ανακάμψει εντελώς και να εμπιστευτεί ξανά γυναίκα. Όταν έγινε όμως, ήταν κάτι που άλλαξε τη ζωή του.
Ήταν όπως το έλεγε ο Χριστόφορος τόσο καιρό... Ότι θα τη βρει, και για το μόνο πράγμα που θα ανοίγει τα μάτια του κάθε πρωί, θα ήταν για να αντικρύσει τα δικά της... Η Αγάπη, ήταν ονομα και πράγμα. Φίλη της Ιφιγένειας από τη Θεσσαλονίκη που κατέβηκε για διακοπές ξαφνικά και μόλις γνωρίστηκαν, κόλλησαν σαν τρελοί...

Τελικά εκείνο το νησί, κατάφερε να πραγματοποιήσει πολλές ευχές και όνειρα. Χώρισε τους λάθος ανθρώπους και ένωσε τους σωστούς...
Έτσι έλεγαν και οι μύθοι...
Η Αφροδίτη πάντα ξεχώριζε ποιος ένιωθε αληθινή αγάπη και ήταν σκληρή με τους άπιστους και τους προδότες αυτής...
Δεν λογάριαζε κανέναν στο πέρασμα της.
Ήταν η θεά του έρωτα...
Εκείνη που έπρεπε πάση θυσία, να βρει το σωστό κομμάτι και να το ενώσει με το άλλο...

✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨

Επτά χρόνια αργότερα

"Αφροδίτη ξύπνα, θα αργήσεις αγάπη μου..." φώναξε από τη κουζίνα

"Ρε Ιφιγένεια, άσε το παιδί... Ας κάνει και μια κοπάνα.."

"Εξι χρονών είναι... Τι κοπάνα;"

"Μήπως θέλεις να μείνουμε μόνοι; Σου άρεσε τώρα που άρχισε για τα καλά το σχολείο;"  τη πλησίασε από πίσω και δαγκώνοντας τα χείλη του , της χάρισε ένα φιλί στο λαιμό και ανασηκωσε το φόρεμα της

"Χριστόφορε πας καλά; Μπορεί να κατέβει το παιδί..." γέλασε κάτω από τα μουστάκια της και εκείνος τη γύρισε και την ανέβασε πάνω στο πάγκο της κουζίνας.

"Ε και; Θα δει τη μαμά να κάνει χαρούμενο το μπαμπά... Ή το αντίθετο..." δάγκωσε το λαιμό της και εκείνη αναστεναξε αμέσως.

"Θα μου αφήσεις πάλι σημάδια και δε θα έχω μούτρα να βγω έξω..." τον μάλωσε.

"Τέτοια μου λες, και ξέρεις τι ακούω;"

"Τι;" ρώτησε πονηρα

"Θέλω κι άλλα σημάδια Χριστόφορε... Κάνε μου κι αλλά..."

"Ρε πας καλά;" Η Ιφιγένεια τον έσπρωξε αλλά εκείνος την γραπωσε από τα οπίσθια και τη κόλλησε στο κορμί του...
Έπιασε το φόρεμα της, το σήκωσε μέχρι πάνω και άρχισε να αφήνει υγρά φιλιά στο κορμί της μέχρι που έφτασε χαμηλά, λίγο πριν τη περιοχή της... Σταμάτησε και ανασηκωσε το βλέμμα του στο δικό της...

"Νομίζω ακριβώς εδώ, σου έχω αφήσει το πιο όμορφο σημάδι μου, από όλα..." είπε και έσυρε το δάχτυλο του κατά μήκος όλης την ουλής που άφησε η καισαρική τομή κατά της γέννα της Αφροδίτης. Λάτρευε εκείνο το σημείο... Κάθε φορά που ξεκινούσαν να κάνουν πιο έντονο σεξ, και έφτανε εκεί, το γύριζε και της έκανε έρωτα θαρρείς και ήταν η πρώτη τους φορά.

Η Ιφιγένεια χαμογέλασε γλυκά και πιάνοντας τον από το πρόσωπο τον σήκωσε ψηλά και τον φίλησε. Το φιλί μεταλλάχθηκε ομως αμέσως...ο πόθος ζωηρεψε και άρχισαν να παίζουν ο ένας με τον άλλο.

"Μαμά;" Η Αφροδίτη ετριψε τα νυσταγμενα της μάτια και η Ιφιγένεια έσπρωξε αμέσως το Χριστόφορο και κατέβηκε από το πάγκο κοιτώντας τον έντονα. Εκείνος ανασηκωσε τους ώμους και έπιασε τον καφέ του ατάραχος. "Δε σου είπα να μη κάνεις αγαπούλες με το μπαμπά;" παραπονέθηκε και εκείνη αναστεναξε

"Μωρό μου, μην ανησυχείς. Ο μπαμπάς έχει χώρο και για τις δύο" ο Χριστόφορος έκλεισε το μάτι νικητήρια στην Ιφιγένεια και πλησίασε τη μικρή

"Μπαμπά μπορώ να μη πάω σχολείο σήμερα;"

"Όχι αγάπη μου, δε κάνει..." Πετάχτηκε η Ιφιγένεια και η μικρή τη στραβοκοιταξε

"Δε θέλεις να πας;" ρώτησε ο Χριστόφορος

"Όχι..." είπε λυπημένη

"Και τι κάνουμε όταν θέλουμε κάτι;" τη ρώτησε πονηρά και η μικρή γέλασε σαν τρελή.

"Ευχή!!" Τσιριξε και η Ιφιγένεια κρύφτηκε πίσω από το πάγκο. "Μαμά σε βλέπω! Δε μπορείς να κρυφτείς! Έλα να κάνω μια ευχή!"

Η Ιφιγένεια αναστεναξε κουρασμένα. Ο Χριστόφορος την είχε δασκαλεψει τόσο καλά και αυτό ώρες ώρες την εκνεύριζε αλλά και την έκανε να τον λατρεύει συνάμα.

Πλησίασε τη μικρή, γονάτισε και άνοιξε ίσα ίσα τα κουμπιά από το φόρεμα της μέχρι να εμφανιστεί η πικραλίδα της...Η μικρή έκλεισε τα μάτια και ύστερα φύσηξε. Ο Χριστόφορος λάτρευε εκείνες τις στιγμές.

"Μπαμπά έκανα ευχή!"

"Μπράβο μωρό μου! Και τώρα;"

"Τώρα δε ξέρω... Μαμά; Έπιασε;" ρώτησε ανυπόμονα και η Ιφιγένεια έριξε ένα στραβό βλέμμα στο Χριστόφορο, αγκάλιασε τη μικρή και τη φίλησε.

"Έπιασε. Άντε γρήγορα να δεις τώρα παιδικα και μετά θα πάμε βόλτα στο παππού!"

Μόλις η μικρή έφυγε ουρλιάζοντας από χαρά και έμειναν μόνοι, ο Χριστόφορος τη γραπωσε και την εκτόξευσε στο τοίχο.

"Θέλω κι εγώ ευχή σήμερα..." της είπε πονηρά

"Εσύ φτάνει! Έκανες αρκετές!" τον μάλωσε

"Μια ακόμα;"

"Καμιά!"

"Έλα ρε Ιφιγένεια... Μόνο μια..."

"Άντε καλά... Μια μόνο..." ο Χριστόφορος έκλεισε τα μάτια μα η Ιφιγένεια έβαλε τα δάχτυλα της πάνω τους αμέσως.
"Μη τα ανοίξεις. Περίμενε..."

"Γιατί;"

"Περίμενε σου λέω! Είχα κάνει κι εγώ μια προχθές..."

"Πάλι χαζομάρα θα κάνεις έτσι δεν είναι;"

"Σσς!! Πολλά λες, περίμενε..."

"Τι ήθελα ο άνθρωπος...Λίγο αγαπούλες ήθελα..." Μονολογησε ώσπου την ένιωσε να έρχεται πάλι κοντά του.

"Έτοιμη είμαι..."

"Ωραία... Να κάνω τώρα ευχή;"

"Όχι..."

"Γιατί ρε Ιφιγένεια όχι;!" απηυδησε έχοντας ακόμα τα μάτια κλειστά...

"Γιατί μωρό μου, η δική μου ευχή, πάλι βγήκε πρώτη .." Του είπε και μόλις εκείνος άνοιξε τα μάτια του,  του έδειξε στα χέρια της ένα τεστ εγκυμοσύνης...

"Τι είναι αυτό Ιφιγένεια;!" ασπρισε ολόκληρος

"Γυναίκες δε θες;"

"Όχι όχι όχι... Όχι... Με τίποτα. Δε θα βγάλω άλλο διαβολακι... Ξέχασε το!" της είπε απελπισμένος και εκείνη άρχισε να γελάει.

"Να και σε κάτι που συμφωνούμε... Ήρθε η ώρα να κερδίσω τη παρτίδα εγώ..." Απαντησε χαρούμενα και εκείνος απελπίστηκε ακόμα περισσότερο. Άρχισε να φυσάει και να φυσάει στο στήθος της σαν τρελός ώσπου τη κοίταξε ηττημένος

"Δεν αντιστρέφεται έτσι δεν είναι;" ρώτησε και εκείνη κούνησε το κεφάλι της...

"Θα με πεθάνεις ειλικρινά..."

"Θέλεις να το ευχηθώ;" τον κορόιδεψε

"Όχι! Άσε τις δικές σου ευχές. Φτάνουν!"

Έπαψαν να μιλούν , το χαμόγελο άλλαξε στα χείλη τους και αλληλοκοιταχθηκαν σοβαροί πια...

"Δε μπορώ χωρίς εσένα..." της είπε και γονάτισε μπροστά της. Φίλησε απαλά τη κοιλιά της και ύστερα την αγκάλιασε σιγανα...

"Κι εγώ σ'αγαπαω..." απάντησε σε αυτό που της είπε πιάνοντας το βαθύτερο νόημα, και σκύβοντας και εκείνη, τον έπιασε και τον φίλησε...

✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨

Η ζωή, είναι ένα παιχνίδι. Έχει αρχή μέση και τέλος...
Διαλέξτε προσεκτικά τους παίκτες στο ταμπλό σας. Μια φορά έρχεται η νίκη και πολλές η ήττα...

Μπερδεύετε τη συντροφικότητα με τον έρωτα και αυτό είναι λάθος. Και μέσα από αυτό το λάθος, το παιχνίδι χάνεται...
Το πιονι γυρίζει στο ταμπλό και εσείς απλά, το κουνάτε σε μια καθημερινότητα χωρίς ουσία.

Ο έρωτας σπέρνει πάθος και θερίζει μια αγάπη αλλιωτικη από τις άλλες...

Η απλή συντροφικότητα πάλι, ο ενθουσιασμός ίσως και η ανούσια επαφή,  σπέρνουν και θερίζουν μονάχα ένα πράγμα...
Το συμβιβασμό...

Όσο είσαι νέος, ενθουσιάζεσαι...
Νομίζεις ότι αγαπάς.
Νομίζεις ότι όλα τα ξέρεις...
Νομίζεις ότι ζεις το απόλυτο.
Ζηλεύεις, πονάς εκνευρίζεσαι...
Πιστεύεις ότι μια απόρριψη φέρνει το τέλος...

Μα ξύπνα λίγο...

Σκέψου...

Ένα ωραίο πρόσωπο,, λίγο παιχνίδι, μια εφήμερη σχέση, λίγο σεξ ίσως και λίγο συναίσθημα, δεν έχουν καμία σχέση με τον απόλυτο έρωτα...
Δείτε τη λέξη....
Απόλυτος...
Δε χωράει αμφισβήτηση.
Δε χωράει συμβιβασμούς.
Δε χωράει τίποτα που να μην είναι απόλυτο...

Ψάξτε λιγάκι παραπάνω...
Καμιά φορά, πέντε μέρες , πέντε λεπτά και πέντε δευτερόλεπτα, αρκούν για να σβήσουν χρόνια... Σωστά;

Και πως καταλήγουν αυτοί οι έρωτες με τα χρόνια; Στο απόλυτο φυσικά...

Πενήντα χρόνια αργότερα...
Κύθηρα...

Ήταν ξαπλωμένη και τον κοίταζε...
Τίποτα δεν είχε αλλάξει πάνω του...
Ούτε τα άσπρα του μαλλιά, ούτε οι ρυτίδες, ούτε ο χρόνος ο ίδιος κατάφερε να σβήσει τη φωτιά τους...
Ίσως δεν φορούσε πια τα σκουλαρίκια του, αλλά εκείνη τα έβλεπε...
Κάθε φορά που χάιδευε τα κουρασμένα του χείλη, τα έβλεπε και τα ένιωθε.

Η ανάσα του ήταν βαριά...
Τα βλέφαρα του ήρεμα...
Και τα δικά της όμως, είχαν κουραστεί πια...

Όχι από τη ζωή... Εκείνη τους χάρισε απλόχερα μονάχα ευτυχία... Ο χρόνος ομως, κατάφερε να λυγίσει τα σώματα τους παρά τη ψυχή που ακόμα ένιωθε νέα..

Ήταν τόσο όμορφος...
Ακόμα και έτσι, ήταν ότι πιο όμορφο είχε δει ποτέ της...

Άπλωσε τα χέρια της που έτρεμαν πια, χάιδεψε εκείνη τη ζαρωμένη μαύρη τρύπα στο λαιμό του και χαμογέλασε δακρυσμένη...

Σαν νεράκι είδε τη ζωή τους να κατρακύλα και να φτάνει στο τέλος της...
Τόσο όμορφο όμως νερό... Γαργαρο δροσερό και καθάριο...
Χάιδεψε τα μαλλιά του, έβαλε το χέρι κάτω από το μαξιλάρι της και έβγαλε ένα μικρο καθρεφτάκι. Τόσο δα...
Χαμογέλασε ρίχνοντας παράλληλα και ένα δάκρυ αγάπης...

Ξεκουμπωσε με το ζόρι τα κουμπιά της πιτζάμας... Κανένας δεν κατάλαβε ποτέ το λόγο που κάθε της μπλούζα, είχε ανοίγματα και κουμπιά... Εκείνη ήξερε όμως... Και εκείνος ήξερε και ήταν αρκετό...

Έσυρε το καθρεφτάκι πάνω στο μαξιλαρι, έψαξε μέσα σε αυτό τη πικραλίδα της και χαμογέλασε...
Δεν είχε αλλάξει... Ίσως τα όμορφα, χνουδωτά της πεταλάκια, να έδειχναν πιο μικρά στο δέρμα, αλλά εκείνη έστεκε εκεί. Αγέρωχη να περιμένει, μια ακόμα ευχή της...

Έψαξε το χέρι του κάτω από τα σκεπάσματα , το κράτησε και το ανέβασε στο στήθος της. Ήταν αδύναμος.
Έκλεισε τα βλέφαρα της κρατώντας το σφιχτά. Ύστερα τα άνοιξε και φύσηξε στο καθρεφτάκι...

Μια ευχή...
Ήξερε ότι αυτή θα ήταν και η τελευταία της και ήθελε να τη κάνει μαζί του....
Δε ζήτησε πολλά...
Μονάχα να φύγουν μαζί...
Να κάνουν ακόμα ένα ταξίδι...
Ίσως το μεγαλύτερο τους...
Εκεί που ο χρόνος, δε θα τσάκιζε το κορμί και εκεί που θα την έπαιρνε πάλι αγκαλιά, και θα τη κράταγε σφιχτά...
Εκεί που το σκουλαρίκι, θα ήταν στη θέση του, τα μάτια του θα έλαμπαν και θα έπαιζαν όπως έκαναν πάντοτε...
Ίσως και να πήγαιναν μέχρι τη σπηλιά που ενώθηκαν... Τότε που βγήκε από το νερό, και εκείνα τα γκρίζα του μάτια παιχνίδιζαν με τα δικά της...
Έτσι τον κράταγε τόσα χρόνια μέσα της...
Εκείνη δεν έβλεπε λευκά μαλλάκια και κουρασμένο δέρμα...
Εκείνη έβλεπε τον άντρα που λάτρεψε και αγάπησε...
Εκείνη την εικόνα κρατούσε...
Εκεί ήθελε να φύγει μαζί του..
Αυτό αναζητούσε...

Αυτό ευχήθηκε....
Να έκανε μαζί του, το πιο μεγάλο της ταξίδι...
Κι όπως το ευχήθηκε, έτσι και εγινε... Έκλεισε τα μάτια της, άφησε στην άκρη το καθρεφτάκι και με όση δύναμη είχε, κόλλησε πλάι του. Μέσα στην αμυδρή ζεστασιά του λαιμού του, ένιωσε τις αναπνοές του να κόβονται... Δακρυσε πλημμυρισμένη από έρωτα για εκείνον... Ακόμα και στα 90 της, ο έρωτας δεν έσβηνε...
Τον φίλησε στα χείλη, και έμεινε να τα αγγίζει με τα δικά της...
Μοιράστηκαν την τελευταία τους ανάσα, και ταξίδεψαν κάπου μέσα στα δικά τους άστρα...
Σε έναν ουρανό, γεμάτο φωτάκια...
Γεμάτο ευχές...

✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨

Αυτό είναι έρωτας...
Αυτό είναι αγάπη...

Δεν είναι η συνήθεια...
Δεν είναι η ανάγκη για να φτιάξεις μια ζωή...

Είναι η ψυχή σου, που κάθε φορά που κοιτάζει τον άνθρωπο σου, είναι ικανή να τρέμει... Να ζει... Να θυμάται...

Σας ευχαριστώ για αυτό το ταξιδάκι μας...
Εύχομαι πραγματικά, κάθε σας ευχή, να πιάσει... Να θυμάστε όμως, μόνο οι αληθινές ευχές, αυτές που κρύβει το γραμμένο μας πιάνουν...
Μη τις χαραμισετε λοιπόν σε τίποτα εφήμερο...

✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top