Κεφάλαιο 7°

Η έκπληξη
Που μόνο έκπληξη δεν ήταν...
Ίσως λίγο χάος...
Λίγη απελπισία...
Μπορεί και λίγο νεύρο...
Ένταση...
Διάλυση...
Υποκρισία...

°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°

Ο Σώτος διάβασε σαν άριστος μαθητής τα πρόσωπα τους και φούσκωσε η απελπισία μέσα του μονομιάς.

"Πάνο;" η Ιφιγένεια μίλησε πρώτη. "Τι κάνεις εκεί; Ποτέ ήρθες..."

"Πάνο;" ο Ρήγας από την άλλη μεριά, απόρησε με τη λέξη που βγήκε από τα χείλη της και όχι με τον ίδιο το Πάνο...

"Ήρθα μια μέρα νωρίτερα μάτια μου..." της είπε γλυκά και βγήκε έξω από το μπαρ.
Την πήρε μια σηκωτη αγκαλιά και τη φίλησε πεταχτά.
Η Ιφιγένεια όμως ακόμα δεν είχε καταλάβει τίποτα.

"Τι δουλειά είχες εκεί μέσα...;" ρώτησε δείχνοντας το μπαρ.

"Βρε κουτό, στο μπαρ του Ρήγα ήμασταν τόσες μέρες!" πετάχτηκε η Θάλεια και εκείνη άνοιξε τα χείλη της μα λέξη δε βγήκε. Κοίταξε το Χριστόφορο παγωμένη.

"Ιφιγένεια;" ο Πάνος κράτησε το πρόσωπο της γλυκά ενώ ο Σωτήρης άρχισε τις προσευχές από μέσα του. Ο Ρήγας είχε πετάξει φλέβες παντού στο πρόσωπο του. Το χέρι του είχε καρφωθεί στο τραπέζι πλάι του και ήξερε ότι δεν ήταν καλά τα πράγματα.
Το βλέμμα του είχε σαλεψει και ούτε βλεφαριζε.

"Θέλαμε να σου κάνουμε έκπληξη. Να συμπαθήσεις τα παιδιά πριν μάθεις ποιοι είναι..." εξήγησε  η Εύα

"Ναι μάτια μου... Δε χάρηκες; Ο Σώτος, ο Νεκτάριος και ο Ρήγας..." είπε δείχνοντας τον Χριστόφορο "Βασικά Χριστόφορο τον λένε, αλλά εμείς τον φωνάζουμε Ρήγα... Σου είπα έχει παρατσούκλι... Τι έχεις όμως ρε μωρο μου; Έχεις ασπρίσει"

"Καλά αν σου πω τι του έκανε η δικιά σου τη πρώτη μέρα θα φρικαρεις. Του γύρισε κοκτέιλ!" Πετάχτηκε ο Νεκτάριος

Ο Πάνος γέλασε. Πλησίασε το Ρήγα και του έκανε μια αγκαλιά μα εκείνος έστεκε ανέκφραστος και ψυχρός με το βλέμμα καρφωμένο μόνο σε εκείνη.

"Πάω λίγο στο αμάξι..." η σιγανή φωνή της Ιφιγένειας αλλά και η γρήγορη φυγή της, τράβηξαν τα βλέμματα. Δεν κάθισε δευτερόλεπτο. Έφυγε τρέχοντας σχεδόν ενώ πάσχιζε να αναπνεύσει. Είχε πιάσει το λαιμό της και απλά έτρεχε.

"Τι έπαθε;" απόρησε η Θάλεια "Πάω λίγο μαζί της. Κάτι της συμβαίνει..."

"Ίσως είναι το σοκ..." πετάχτηκε η Εύα

"Θα πάω εγώ..." Είπε ο Πάνος "Τη ξέρω καλά. Ίσως την έπιασε δύσπνοια..."

"Όχι!" φώναξε ο Σωτήρης. "Ας πάει ένα κορίτσι. Κάτσε εδώ εσύ..."

"Τι λες ρε μαλάκα; Κοπέλα μου είναι" ο Πάνος έφυγε στο κατόπι της και μόλις απομακρύνθηκε ένα τραπέζι εκτοξεύθηκε ξαφνικά προς το  μπαρ προκαλώντας τα βλέμματα όλων. Ο Σωτήρης πανιασε. Τα κορίτσια φοβήθηκαν και ο λιγοστος κόσμος που είχε μείνει σηκώθηκε για να φύγει.

"Μη... Μη του δίνετε σημασία... Μάλωσε με τη Πόπη. Κατεβείτε κάτω..." ο Νεκτάριος ένιωσε κατευθείαν ότι κάτι ήταν στραβό και πήρε αμέσως τα κορίτσια κάτω. Μόλις απομακρύνθηκαν ο Χριστόφορος πλησίασε προς το μπαρ, πήρε τα κομμάτια από το τραπέζι και τα πέταξε ακόμα πιο μακριά βρίζοντας ηχηρά μέσα από τα δόντια του.

"Χριστόφορε, χαλάρωσε..." ο Σώτος προσπάθησε να τον πλησιάσει μα εκείνος άρπαξε ένα μπουκάλι που ήταν πάνω στο μπαρ και το έκανε θρύψαλα πάνω στα ψυγεία.

"Ρε μαλάκα!"

"Σωτήρη φύγε..." μπήκε μέσα από το μπαρ επιασε ενα ποτήρι, το γέμισε με ότι αλκοόλ βρήκε μπροστά του και το κατέβασε. Ύστερα το γέμισε ξανά και ήπιε πάλι.

"Σταματα..."  ο Σώτος πήγε κοντά του αυτή τη φορά χωρίς φόβο.

"Εγώ γιατί έπρεπε να ενημερωθώ τώρα; Γιατί από ότι καταλαβαίνω, όλοι ξέρατε!"  είπε μέσα από τα δόντια του χτυπώντας τις παλάμες του στο πάγκο.
Γέμισε ακόμα ένα ποτήρι και το κατέβασε και αυτό.

"Μη πιεις άλλο τόσο απότομα..."

"Σωτήρη γάμησε με..."

"Τι έπαθες;" πέταξε μα το βλέμμα του Ρήγα ήταν αρκετό.

"Τίποτα" Είπε σφιγμένα και ήπιε ένα ακόμα

"Σταμάτα ανάθεμα σε να πίνεις!" Ο Σωτήρης άρπαξε το μπουκάλι και το πέταξε στο κάδο. "Δε ξέρω τι σε έπιασε αλλά συνελθε..." είπε χωρίς να του αποκαλύψει ότι έχει καταλάβει αλλά ήταν σχεδόν μάταιο. Τα μάτια του Χριστόφορου είχαν πετάξει σπιθες ολόγυρα. Κοκκίνισαν και γυαλιζαν. "Ο κόσμος έφυγε! Μείναμε μόνοι μας!" σήκωσε το δάχτυλο του , το έβαλε στο κεφάλι του και τον κοίταξε σοβαρός "Ότι κι αν γίνεται εκεί μέσα, έλα στα λογικά σου. Αν όχι για σένα κάντο για εκείνη..." είπε και δίχως να μείνει παραπάνω, κατέβηκε προς τη Θάλεια που ήδη άρχισε να κοιτάει περίεργα...

°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°°

"Ρε Ιφιγένεια μη τρέχεις!"

"Πάνο δώσε μου ένα λεπτό..." έφτασε στο αμάξι ανοιξε και κάθισε πιάνοντας το λαιμό της. Άνοιγε και έκλεινε τα χείλη της προσπαθώντας ακόμα να αναπνεύσει. Σπάνια αλλά καμιά φορά την έπιαναν τέτοιες μικρές κρίσεις πανικού. Ο Πάνος είχε συνηθίσει.

"Αγάπη μου;" έφτασε και γονάτισε μπροστά της. "Ρε μωρό μου; Εγώ ήρθα για να χαρείς..." είδε τα χείλη της να ανοίγουν όσο ποτέ και να παίρνει μια βαθιά ανάσα. "Ηρέμησε... Όλα καλά... Εντάξει;"

"Γιατί δε μου είπες τίποτα;" γύρισε προς το μέρος του έντονα

"Τι να σου πω βρε μάτια μου; Τα παιδιά απο τη πρώτη μέρα ήξεραν..."

"Ήξεραν;" έσμιξε τα φρύδια της.

"Βασικά ιδέα του Νεκτάριου ήταν. Μόνο ο Ρήγας δεν είχε ιδέα. Επειδή κατάλαβαν ότι δεν συμπαθείτε ο ένας τον άλλο, θέλησαν να γνωριστείτε πρώτα... Αυτό είναι όλο..."
Η Ιφιγένεια έκλεισε τα μάτια της και έπιασε το πρόσωπο της.
"Δεν καταλαβαίνω. Ανησυχώ. Δεν χάρηκες που ήρθα;"

"Χάρηκα Πάνο μου..." είπε ηττημένη

"Έλα εδώ ρε..." τη τράβηξε στην αγκαλιά του και εκείνη δακρυσε απελπισμένα. Έπρεπε όμως πάση θυσία να ανακτήσει τον εαυτό της. Αυτή η συμπεριφορά δεν ήταν κάτι που συνήθιζε.

"Είμαι καλά. Ευχαριστώ..." έβαλε κάπως αμήχανα μια τούφα πίσω από τα μαλλιά της και εκείνος κοίταξε το λαιμό της.

"Ρε πας καλά;" είπε χαρούμενος και εκείνη αμέσως έβαλε το χέρι της στο αστεράκι.
"Πότε πρόλαβες; Αμάν ρε Ιφιγένεια! Και ήθελα να πω του Ρήγα να σου κάνει ένα..."

"Πήγα στη παλιά πόλη και είδα εκείνο το υπόγειο..."

"Στον Κοσμά πηγές; Ούτε πατάω εκεί μέσα. Τέλος πάντων... Όμορφο είναι αλλά θα σου κάνει και ο Ρήγας ένα!"

"Δε θέλω!"

"Τσάμπα και η έκπληξη τσάμπα και όλα... Η Εύα είπε ότι τον συμπαθησες κάπως... Τόσο χάλια;"

"Δεν έχω θέμα μαζί του. Ειλικρινά... Απλά δε θέλω άλλο. Ήθελα αυτό το έκανα και τέλος"

"Όπως αγαπάς... Πάμε τώρα μέσα; Να δω και τα παιδιά; Να κάτσουμε λιγάκι όλοι μαζί... Να μας δεις και σαν παρέα... Έμαθα ότι τα κορίτσια τρελάθηκαν με το Σώτο και το Νεκτάριο. Αυτό δε το περίμενα είναι η αλήθεια..." έπιασε το χέρι της και της χαμογέλασε τρυφερά. "Πάμε;"

"Πάνο νομίζω πως με ίσως με πείραξε ο ήλιος..."

"Χαζομάρες. Θα κάτσουμε κάτω στο σαλονακι... Έλα ρε μωρό μου..." την έπιασε απαλά από το χέρι και άρχισαν να περπατούν.

°•°•°•°•°•°•°•°•°°••°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°

Δεν είχε μείνει κανένας πια από πελάτες.
Ο Χριστόφορος χαμήλωσε τα φώτα , έκλεισε τη πινακίδα και γέμισε ξανά το ποτήρι του. Είχε απελπιστει...
Δεν μπορούσε να διανοηθεί όσα έγιναν...

Η σκέψη ήταν αδύνατο ακόμα και υπόσταση να πάρει στο κεφάλι του. Οι πληροφορίες εμπαιναν και έβγαιναν μα βρέθηκε αρνούμενος να δεχτεί όσα διαδραματίστηκαν. Για το μόνο που ήταν σίγουρος ήταν για εκείνη...
Ο φόβος στα μάτια της τον στιγμάτισε.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και άναψε ένα τσιγάρο.

Δεν εδώσε βάση στα λόγια του Σωτου, ίσως όχι με το τρόπο που πίστευε , αλλά είχε δίκιο. Έπρεπε να έρθει στα λογικά του για εκείνη. Δε του έφταιγε σε τίποτα. Κανένας δεν έφταιγε εξολοκλήρου σε μια τέτοια κατασταση άλλωστε... Όλοι είχαν ένα λιθαράκι ευθύνης με τη μόνη διαφορά ότι όταν η σκέψη έπαιρνε για λίγο μορφή στο κεφάλι του, ο Ρήγας ήθελε να τα σπάσει όλα γύρω του. Έκανε έρωτα στη κοπέλα του κολλητού του για τέσσερις ολόκληρες μέρες συνεχόμενα... Αυτό που τον έκανε όμως πραγματικά να εξαγριώνεται, ήταν ότι δεν ένιωθε μετάνοια... Απορούσε ακόμα και με τον εαυτό του.

Ήξερε ότι το ξέσπασμα του λίγη ώρα πριν, δεν έπρεπε να συμβεί. Ο Σώτος τον κάλυψε μα έτσι όπως ήταν το μυαλό του, ούτε αναρωτήθηκε για το λόγο. Δεν ήταν ο Ρήγας αυτός που ξέσπασε... Ήταν ο Χριστόφορος και αυτό τον τρόμαζε.

Τους είδε να πλησιάζουν με την άκρη του ματιού του και έβγαλε το ρούμι. Ήπιε μια γερή γουλια και πήρε μια ανάσα ανασυγκρότησης.

"Σόρρυ ρε φίλε, είχαμε ένα θεματακι.." ο Πάνος μπήκε πρώτος και κρατώντας το χέρι της πλησίασαν στο μπαρ.

"Συμβαίνουν κι αυτά..." είπε χαμηλά χωρίς να τη κοιτάξει.

"Λοιπόν, άντε φτιάξε μας δύο από τα υπέροχα κοκτέιλ σου και έλα κάτω.. Εχω να σε δω κοντά ένα χρόνο και έμαθα πως προχώρησε η φάση και με τη Πόπη! Θέλω πληροφορίες..." γέλασε χαρούμενα

"Τίποτα δε προχώρησε..." είπε κοφτά

"Σε μένα μαλακίες δεν έχει... Λοιπόν, πάμε και έλα εντάξει;"

"Καλά.."

"Τι έχεις ρε;" Ο Πάνος κοντοσταθηκε. Ο Χριστόφορος είδε με την άκρη του ματιού του, το στήθος της Ιφιγένειας να πάλλεται πιο γρήγορα.

"Τίποτα. Όλα εντάξει..."

"Λιγομίλητος είσαι..." Ο Πάνος κοίταξε την Ιφιγένεια "Μωρό μου θα πας λίγο στα παιδιά;" ρώτησε γλυκά "Να τον στρώσω λιγάκι..." αστείευτηκε και εκείνη κούνησε το κεφάλι σφιγμένα.

"Πώς σου φάνηκε;" ρώτησε το Ρήγα μόλις έμειναν μόνοι "Ξέρω ότι όταν τη πρώτοείδες τη θεωρησες ξυνή. Μου το είπε ο Νεκτάριος. Αλλά μετά κάπως τη συμπαθησες... Καλή δεν είναι;"

"Καλή είναι" Αρκέστηκε να πει

"Μόνο ρε μαλάκα; Δε θα σχολιάσεις τίποτα; Κορμί; Πρόσωπο; Κάτι! Αμάν και πως έκανα να στη γνωρίσω!"

"Θέλεις να σχολιάσω το κορμί της γκόμενας σου;" τον ρώτησε σοβαρός

"Ρε μαλάκα τι έπαθες;"

"Τίποτα. Σόρρυ, είμαι στις τσιτες..."

"Τέλος πάντων... Είδα έκανε και τατουάζ. Αυτή η κοπέλα θα με πεθάνει! Ήθελα να της κάνεις εσύ ένα. Μιας και έχετε κοινά ενδιαφέροντα... Να σταματήσεις και εσύ να τη βλέπεις σαν τη γκόμενα που με έβαλε στα βρακιά της" αστείευτηκε μα ο Ρήγας δε γέλασε. "Μαλάκα μιλα μου... Τι συμβαίνει;" είπε βλέποντας ότι ήταν σφιγμένος

"Τίποτα. Μάλωσα με τη Πόπη..."

"Ακόμα δε τα βρήκατε και μαλώσετε;"

"Δε τα βρήκαμε γενικώς ρε Πάνο. Άστο θα στα πω άλλη στιγμή. Πήγαινε και θα έρθω..."

"Για αυτό είσαι έτσι... Τώρα μάλιστα. Περίμενες τόσα χρόνια και τα κάνατε σκατά!" του είπε και αναστεναξε "Όλα θα γίνουν ρε. Μη σκας... Η Πόπη σ'αγαπαει. Θα μου τα πεις όλα μετά... Φτιάξε ένα σέικερ , λίγα κοκτέιλ και έλα να το κάψουμε επιτέλους!" αναφώνησε χαρούμενος και κατέβηκε και εκείνος κάτω.

"Γαμω τη ζωή μου..." γρυλισε ο Χριστόφορος και πιάνοντας το μπουκάλι με το ρούμι το έσφιξε. Ήθελε να το κάνει κομμάτια...
Δε το έκανε όμως. Πήρε τρεις βαθιές ανάσες και έφτιαξε ποτά...

°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°

Κάθισε στον ίδιο καναπέ που της χτύπησε το τατουάζ και έκαναν έρωτα μόνο που αυτή τη φορά , πλάι της ήταν ο Πάνος.

"Είσαι καλύτερα Ιφιγένεια μου;" η Θάλεια τη κοίταξε γλυκά. Ήταν πεπεισμένη ότι κάτι πήγαινε πολύ λάθος μα δε θα έλεγε τίποτα μπροστά σε όλους.

"Μια χαρά... Μια αδιαθεσια ήταν μόνο.  Τόση ώρα στον ήλιο ήμουν σήμερα..." απο τη φωνή της και μόνο η Θάλεια ένιωσε να σπάει. Ήθελε να τη πάρει και να φύγουν έξω. Κάτι πολύ σοβαρό συνέβαινε και είχε άγνοια. Παρόλα αυτά η Ιφιγένεια ύστερα από την έντονη και εξερευνητική μάτια της, χαμογέλασε για πρώτη φορά.
"Νομίζω ότι μου ήρθε απότομα. Αυτό είναι όλο. Τώρα όμως ειλικρινά όλα είναι καλά. Τι θα πιούμε;" έβραζε μέσα της μα φόρεσε μία ωραιότατη μάσκα στο πρόσωπο. Δεν ήταν μόνο ο εαυτός της που σκεφτόταν...
Το μυαλό της δεν ξεκόλλησε από το Χριστόφορο. Αναρωτιόταν πως θα ένιωθε...
Σίγουρα θα ένιωθε μαλάκας με κάθε έννοια της λέξης. Μετρούσαν είκοσι χρόνια φίλοι με τον Πάνο και εκείνη το ήξερε καλά.
Για το μόνο πράγμα που ήταν σίγουρη, ήταν εκείνος... Θα είχε πελαγωσει εξίσου. Δεν είχε ιδέα πως να το διαχειριστεί. Πρώτη φορά η Ιφιγένεια πίστεψε πως έχανε τη μπάλα. Έπρεπε όμως να κρατηθεί. Αν όχι για την ίδια, για εκείνον...

Και στη τελική ήταν πολύ διαφορετικό αυτό που έζησαν... Έκαναν ότι έκαναν χωρίς να γνωρίζουν... Θα ήταν αλλιώς αν τους γνώριζε ο Πάνος και έκαναν κάτι μετά και αλλιώς σαν δυο άγνωστοι. Χωρίς φυσικά αυτό να καταρρίπτει την ουσία της απιστίας.

Τον είδε να πλησιάζει. Άφησε στο τραπέζι τα πότα και τράβηξε μια πολυθρόνα.

"Επιτέλους..." αναστεναξε ο Πάνος "Έχασες το ταλέντο σου και έκανες δέκα ώρες;" χαριτολογησε

"Έπρεπε να κλείσω.."

"Αχ αυτή η Πόπη , μυαλό δε σου άφησε. Θέλω λεπτομέρειες μετα. Τέλος πάντων. Ήρθα και όλα θα τα φτιάξουμε. Ελάτε ρε παιδιά..." Πήρε το ποτό του και το σήκωσε. "Ας πιούμε στην επανένωση. Αν και από ότι βλέπω, μερικοί έχουν ενωθεί παραπάνω..." είπε πονηρά προς το Σώτο και το Νεκτάριο.

Τσούγκρισαν και ο Χριστόφορος το ήπιε όλο μονοκοπανια.

"Ήρεμα ρε μαλάκα. Έχουμε ώρες ακόμα!" πετάχτηκε ο Νεκτάριος. "Λοιπόν, αν σε ένα πράγμα έχει δίκιο ο βλαμμένος, είναι ότι όντως ενωθηκαμε κάπως παραπάνω με τα κορίτσια..." κοίταξε πονηρά την Εύα και εκείνη χαμογελασε.

Η Ιφιγένεια κοίταξε το ποτό της. Αναγνώρισε τι ήταν από την όψη. Ρούμι...
Πήρε το ποτήρι της και το άδειασε ενώ με την άκρη του ματιού της κατάλαβε ότι ο Χριστόφορος τη κοίταξε και δεν ήταν ο μόνος.

"Δίψασα..." είπε προσπαθώντας να χαμογελάσει και είδε το χέρι του να γεμίζει ξανά το ποτήρι της. Δε το ήθελε μα ένωσε τη ματιά του με τη δικη της. Ήταν μονάχα μια φευγαλέα στιγμή αλλά ήταν αρκετή για να εισπράξει από εκείνον, όσα θέλησε... Το βλέμμα του ήταν έντονο αλλά ήρεμο. Θαρρείς και την παρακαλούσε να ημερεψει και εκείνη.

"Τόσες μέρες και δεν πήγαμε ούτε για φαγητό" πετάχτηκε η Θάλεια

"Σοβαρά τώρα; Καλά ρε μαλακες, τόσες ωραίες ταβέρνες έχουμε. Τι κάνετε;" απάντησε ο Πάνος.

"Τρέχουμε!.." του είπε ο Νεκτάριος "Φίλε η δουλειά αυξήθηκε. Θέλουμε χέρια και δεν υπάρχουν. Όσοι ήρθαν ήταν άχρηστοι πηδήκουλες ενώ οι γκόμενες δεν είχαν ιδέα από κοκτέιλ..."

"Ρε μωρό μου; Τι λες;" είπε προς την Ιφιγένεια ξαφνικά και εκείνη σαστισε.

"Σαν τι να πω;"

"Αφού ξέρεις τη δουλειά και αφού θα μείνουμε όλο το καλοκαίρι θέλεις να βοηθήσεις λιγάκι;"

"Όχι!" πετάχτηκε ασυναίσθητα ο Σώτος. "Εννοώ ότι το κορίτσι ήρθε για διακοπές ρε! Θα το χώσεις στη δουλειά; Πας καλά;" το μάζεψε όπως όπως.

"Εγώ πάλι το βρίσκω εξαιρετική ιδέα.." Πετάχτηκε η Εύα. "Η Ιφιγένεια μυρίζει ένα κοκτέιλ πριν καν φτάσει στο τραπέζι.." Αστείευτηκε

"Δούλευες νύχτα;" τη ρώτησε ο Νεκτάριος

"Τρία χρόνια. Όταν άρχισα τη σχολή..." του είπε ήρεμη "Μόνο κοκτέιλ. Τα είχα μελετήσει και αφοσιώθηκα σε αυτό.."

"Ρήγα εσύ τι λες ρε μαλάκα;" στο άκουσμα αυτού του ονόματος η Ιφιγένεια πήρε μια κρυφη ανάσα. Ακόμα δεν είχε καταφέρει να χωνέψει ότι ήταν το ίδιο πρόσωπο.

"Εγώ τι να πω;"

"Αν θέλει και η Ιφιγένεια μπορούμε να το κάνουμε όλοι μαζί... Μια οικογένεια είμαστε άλλωστε τώρα!" το αστείο του Νεκτάριου, δεν βρήκε ανταπόκριση από τον Χριστόφορο.

"Είπαμε η κοπέλα ήρθε για διακοπές!" επέμεινε ο Σωτήρης.

"Εσένα ποιος σε ρώτησε ρε; Μπορεί να θέλει το κορίτσι! Μπας και δούμε και εμείς καμιά άσπρη μέρα..." Ο Νεκτάριος κοίταξε πονηρά την Εύα και χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια της.

"Ρε μωρό μου , ψήνεσαι για λίγες μέρες; Πλάκα θα έχει...!" είπε χαρούμενα ο Πάνος και ο Σώτος έχασε το χρώμα του βλέποντας τα σαγόνια του Χριστόφορου να τρεκλιζουν.
"Αν και το τελευταίο λόγο τον έχει ο Ρήγας αλλά δε νομίζω να υπάρχει θέμα. Εσύ τι λες ρε; Αν σου την αφήσω θα μου τη προσέχεις;"

"Τι ζω ρε μαλάκα..." Ψέλλισε μέσα από τα δόντια ο Σωτήρης και η Θάλεια που καθόταν πλάι του  τον κοίταξε περίεργα

"Συμφωνώ με τον Σωτο... Ήρθατε για διακοπές" είπε στρίβοντας ένα τσιγάρο.

"Αηδιες! Δυο μήνες θα κάτσουμε!"

"Θεέ μου..." ο Σώτος πανιασε περισσότερο.

"Γιατί παραμίλας;" του ψιθύρισε η Θάλεια.

"Τίποτα κορίτσι μου όμορφο. Κάτι δικά μου..." είπε στρέφοντας το βλέμμα στο Ρήγα.

"Φανταστείτε να έρχομαι για μπανάκι και να μου φτιάχνει ποτάκι το μωρό μου..." το χέρι του Πάνου άγγιξε το μπούτι της και σκύβοντας τη φίλησε πεταχτά. "Δε σηκώνω κουβέντα. Έκλεισε!"

"Πάω να πάρω το καπνό μου... Τον άφησα στο αμάξι" η Ιφιγένεια σηκώθηκε άρον άρον

"Κάνε από του Ρήγα ρε μανάρι μου , τις ίδιες αηδιες καπνιζετε!"

"Όχι όχι... Θέλω το δικό μου"

Η Ιφιγένεια ανηφόρισε και όσο απομακρυνόταν, άλλο τόσο απελευθέρωνε τη ψυχή της και η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Μόλις βγήκε από το μαγαζί η ανάγκη να τρέξει έγινε πράξη και άρχισε να τρέχει μέχρι το αυτοκίνητο. Μόλις άνοιξε τη πόρτα μπήκε μέσα και ανέβασε τα πόδια της στο καθισμα.

"Δε μπορεί να συμβαίνει αυτό... Δε μπορεί. Δε μπορεί..." ψελλισε αισθανόμενη το πανικό να τη καταβάλει

"Ιφιγένεια;" η γλυκιά φωνή της Θάλειας, την έκανε να θέλει να βάλει τα κλάματα και αυτο ακριβώς έκανε. Μόλις πλησίασε όρμησε στην αγκαλιά της και άρχισε να κλαίει. Η Θάλεια βρέθηκε σε σοκ. Πρώτη φορά έβλεπε την Ιφιγένεια να κλαίει τόσα χρόνια που την ήξερε. Την κράτησε όμως αγκαλιά χωρίς να ρωτήσει γιατί και πώς.

"Θάλεια θα έκανα θάλασσα..." Είμαι λυπημένη

"Αν θέλεις μίλησε μου. Αν όχι , απλά κλάψε και πάμε μέσα... Σε κάθε περίπτωση , θα είμαι εδώ ρε χαζό ότι κι αν συμβαίνει... Γιατί σίγουρα κάτι συμβαίνει. Το νιώθω..."
Η Ιφιγένεια την κοίταξε.
"Μη κλαίς ρε κοριτσάκι μου... Ότι κι αν είναι θα το περάσουμε μαζί. Τι συμβαίνει;'

"Εγώ και ο Χριστόφορος ήμασταν μαζί αυτές τις τέσσερις μέρες..." της είπε και η Θάλεια όχι απλά άλλαξε χρώμα , άλλαξε και δέρμα μαζί.

"Το ήξερα! Ανάθεμα με...!"  είπε και πιάνοντας το κεφάλι της , σηκώθηκε. Η Ιφιγένεια δε θα το έλεγε σε κανένα. Η Θάλεια όμως πάντα ήταν εκεί. Πάντα κρατούσε κάθε της σκέψη. Η Εύα ήταν λίγο πιο ανέμελη και δεν της είχε τόση εμπιστοσύνη για κάτι τόσο σοβαρό.
"Για αυτό έσπασε μέσα ο άλλος το τραπέζι..."

"Τι έκανε;"

"Μόλις βγήκατε... Έπιασε το τραπέζι και το έκανε χίλια κομμάτια. Πρέπει να έσπασε κι άλλα όσο κατεβαίναμε..."

"Θάλεια τι θα κάνω;" η Ιφιγένεια ήταν απελπισμένη

"Εκείνος στο έκανε αυτό έτσι δεν είναι;" είπε δείχνοντας το τατουάζ της και η Ιφιγένεια κούνησε το κεφάλι. "Είμαι σίγουρη ότι ο Σώτος το κατάλαβε... Αλλά δε μιλάει"

"Όλα διαλύθηκαν..."

"Γάμησε με ρε Ιφιγένεια! Δεν είχες ιδέα. Εμείς φταίμε. Αν σου το λέγαμε ίσως δε γινόταν.... Και στη τελική, ο Ρήγας δε θα πει λέξη!"

"Μη τον λες έτσι να χαρείς..."

"Έτσι θα τον λέω και κοίτα να το χωνέψεις. Σήκω, σκούπισε τα μάτια σου και θα βρούμε λύση..."

"Δεν υπάρχει λύση..."

"Σε δύο μήνες φεύγουμε..."

"Δε θα κάτσουμε τόσο. Δε μπορώ Θάλεια..."

"Πώς έγινε;" ρώτησε ήρεμα

"Δεν ξέρω... Δοθηκαμε χωρίς να το σκεφτούμε..."

Η Θάλεια αναστεναξε. Δεν έκανε ποτέ τέτοια πράγματα η Ιφιγένεια και ήξερε ότι δεν ήταν καλό αυτό.

"Προχθές σηκώθηκα και έλειπες..." της είπε σιγανα. "Ύστερα φύγατε μαζί... Και χθες και σήμερα το πρωί... Δεν είμαστε φίλες από παιδιά, αλλά σαγαπαω ρε Ιφιγένεια. Σε ξέρω..."

"Τι θα κάνω;"

"Τίποτα. Θα σηκωθείς και θα μπούμε μέσα ωραία και καλα. Και τσιμουδια σε κανένα. Θα περάσει... Είναι φίλοι τόσα χρόνια. Εκτός και αν..." Η Θάλεια έκανε μια παύση περίεργη "Τον ερωτεύθηκες;!" αναφώνησε έντρομη αλλά απάντηση δε πρόλαβε να πάρει.

"Ρε κορίτσια τι κάνετε τόση ώρα εκεί!" η Εύα βγήκε από το μαγαζί.

"Ερχόμαστε!" Φώναξε η Θάλεια και ρίχνοντας ένα βλέμμα στην Ιφιγένεια , την παρότρυνε να σηκωθεί.
"Τον καπνό σου πάρε..." της είπε πριν φύγουν και η Ιφιγένεια τον πήρε και σηκώθηκε.

°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°

"Ρε δε μου είπατε ακόμα λέξη. Τι σας έπιασε; Άντε πριν έρθουν τα κορίτσια!"

"Και τι να σου πούμε ρε Πανούλη;" ρώτησε ο Σώτος

"Πώς σας φάνηκε;"

"Μια χαρά κοπέλα είναι" του απάντησε ο Νεκτάριος. "Εσύ έκοψες τις μαλακίες;" ρωτησε και ο Πάνος χαμογέλασε.

"Σχεδόν..."

Ο Σωτήρης κοίταξε έντονα τον Χριστόφορο.

"Τι σχεδόν ρε μαλάκα; Ναι ή όχι;" επέμεινε ο Νεκτάριος

"Τις έκοψα ρε..." είπε σιγανα

"Το καλό που σου θέλω..." είπε ο Ρήγας και σηκώθηκε.

"Σιγά ρε μαλάκα..." σχολίασε ο Πάνος και ο Σώτος τους κοίταξε "Αντρες είμαστε. Ματάκι είναι και παίζει... Δεν είναι αμαρτία. Σωστά;"  αστείευτηκε

"Πάω να φέρω πάγο" Ο Χριστόφορος έφυγε χωρίς να ακούσει άλλα

"Τι έπαθε αυτός ρε; Τον χάλασε το Ποπάκι;"

"Ποιο Ποπάκι ρε; Τα ίδια κάνει ακόμα!" πετάχτηκε ο Νεκτάριος "Απλά τις τελευταίες μέρες βαράει τσιτες. Αυτό είναι όλο"

"Πάντως η Ιφιγένεια δεν είναι σαν τις άλλες..." πήρε θέση ο Σώτος "Εσύ είπες να τη γνωρίσεις στους γονείς σου. Πέντε χρόνια είστε μαζί..."

"Δε πρέπει να καταλήξω και εγώ με κάποια; Εκτός αυτού , είναι μια κούκλα... Είδατε κορμί; Όταν τη γνώρισα η μισή σχολή έπεφτε στα πόδια της!" 

"Μαλάκα Πάνο , η απάντηση σου δε μου αρκεί.."

"Τι έπαθες και εσύ ρε Σώτο; Πάτε καλά ρε;"

"Τίποτα. Απλώς τη συμπάθησα. Αυτό είναι όλο..."

"Εντάξει, δεν είπα και κάτι κακό. Κοίτα να δεις που τα φιλαράκια μου αλλάζουν και στρατόπεδο!" σχολίασε ήρεμος

"Δεν αλλάζουμε. Απλά αν αποφάσισες να προχωρήσεις , καλό είναι να το δεις σοβαρά"

"Και ποιος σου είπε ότι δε το βλέπω;"

"Δε ξέρω... Λέω εγώ..."

"Λέγε εσύ και άσε εμένα να ξέρω..."

°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°°•°

"Ερχομαι. Πάω ένα λεπτακι στο μπάνιο..." η Ιφιγένεια άφησε τα κορίτσια. Η Εύα προχώρησε πρώτη μα η Θάλεια κοντοσταθηκε.

"Ρίξε λίγο νεράκι στο πρόσωπο σου... Όλα θα πάνε καλά εντάξει;"

"Εντάξει..."

Η Θάλεια κατηφόρισε και η Ιφιγένεια προχώρησε από τη πίσω μεριά. Ήταν σκοτεινά αλλά ούτε που την ένοιαζε.
Δεν σταμάτησε να παίρνει βαθιές αναπνοές.
Μπήκε στο μπάνιο άνοιξε τη βρύση και έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο της. Μπροστά στο καθρέφτη πια , έμεινε να κοιτάζει το αστεράκι της και σηκώνοντας τα δάχτυλα το άγγιξε , χαμήλωσε το κεφάλι και έκλεισε τα μάτια της. Δεν πρόλαβε να τα ανοίξει , οταν δύο χέρια τυλίχθηκαν γύρω της. Και μόνο από το τρόπο που την άγγιξε , κατάλαβε ότι ήταν εκείνος... Δεν βρέθηκαν μόνοι καθόλου. Ήταν κάτι που έτρεμε για όταν θα συνέβαινε...

Μόλις τα βλέφαρα της άνοιξαν , σήκωσε το κεφάλι της και το βλέμμα της ενώθηκε αμέσως με το δικό του μέσα από το είδωλο τους

😘🥹

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top