Κεφάλαιο 4°

Ένα αστεράκι...

°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°

Μόλις κοιμήθηκαν τα κορίτσια, άνοιξε σιγά σιγά τη πόρτα και βγήκε έξω.
Επικρατούσε ησυχία.
Δεν μπορούσε να κοιμηθεί.
Κοίταξε το κινητό της. Το άνοιξε. Το έκλεισε. Το κοίταξε ξανά...
Το μήνυμα του Πάνου τη διέλυε...
Σαγαπαω και να προσέχεις, έγραφε και εκείνη απάντησε με καθυστέρηση δύο ωρών μετά τη σπηλιά.

Έπρεπε να περάσουν ώρες για να συνειδητοποιήσει όσα έγιναν.
Δεν ντρεπόταν όμως για τίποτα και αυτό ήταν που τη προβλημάτιζε...
Ένιωθε θαρρείς και ηταν μέσα σε μια φούσκα σε εκείνη τη σπηλιά και κάθε τι έξω από αυτή, ήταν διαφορετικό.
Απορούσε που δόθηκε στον Χριστόφορο, και όχι που απάτησε το Πάνο. Άντρες σαν αυτόν, ήταν παράδειγμα προς αποφυγή για εκείνη. Τους γνώρισε στο πετσί της τόσα χρόνια στη νύχτα. Κι όμως...

Παιχνιδισε τα δάχτυλα στα χείλη της και σκέφτηκε το σκουλαρίκι του που έπαιζε με τη γλώσσα της λίγες ώρες νωρίτερα.
Μπήκε σε ένα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι μαζί του μα το έζησε και ήταν καθαρά επιλογή της. Είχε δίκιο ο Χριστόφορος... Αν ήθελε θα τον είχε ήδη διώξει μα δε το έκανε...
Το γιατί ήταν αυτό που την έκανε να νιώθει περίεργα όμως...
Το γιατί, και το αύριο...
Ήθελε να το λήξει με όμορφο τρόπο πριν έρθει ο Πάνος στο νησί. Αν και ήξερε ότι αύριο θα ήταν η τελευταία φορά. Ήξερε ότι αντρες σαν αυτόν δε πάνε δεύτερη φορά με την ίδια γυναίκα. Δεν ήταν χαζή. Ούτε όμως ήθελε να του δωθεί ξανά... Τουλάχιστον όχι μεθαύριο γιατί κανένας δε μπορεί να ψέματα στον εαυτό του και η Ιφιγένεια είχε μάθει να αγαπάει τον εαυτό της. Με τα στραβά και τα καλά του.

Ήθελε να τον δει αύριο. Ήθελε να τον νιώσει. Ήθελε να κάνει σεξ μαζί του...
Δεν πίστευε ότι θα της άρεσε ένας τέτοιος τρόπος. Μα της άρεσε και μάλιστα πολύ...
Κάθε στιγμή ήταν έτοιμος για εκείνη και ένιωθε ότι ακόμα και τη κουβέντα να έπιαναν , εκείνος πάλι θα ήταν έτοιμος ανά πάσα ώρα και στιγμή.

Ενιωσε δόνηση και παραξενεύτηκε. Ήταν τέσσερις το ξημέρωμα.

"Κοιμάσαι;"  το βλέμμα της έπεσε στην οθόνη και χαμογέλασε αμέσως. Ούτε την επαφή του δεν έσβησε με όσα έγιναν...

"Όχι..." απάντησε ύστερα από λίγο.

"Που είσαι; Έρχομαι να σε πάρω..."

"Είναι αργά. Δε μπορώ να φύγω"

"Δέκα λεπτά μονο" χαμογέλασε διαβάζοντας το. Δε το σκέφτηκε πολύ όμως, του έστειλε τη τοποθεσία της και μάλωσε με τον εαυτό της μετέπειτα.
"Σε τρία είμαι εκεί. Κοντά είμαι" Έσβησε αμέσως τα μηνύματα και πήγε στις επαφές. Τον έγραψε σαν Κλαίρη και το έκλεισε.

Δύο λεπτά αργότερα είδε στο τέρμα του δρόμου φώτα. Ήταν με αμάξι.
Σηκώθηκε και κατέβηκε αμέσως από τη βεράντα ρίχνοντας και ένα βλέφαρο από το παράθυρο. Τα κορίτσια κοιμόντουσαν ακόμα.

Μόλις σταμάτησε μπροστά της και τράβηξε χειρόφρενο, κατέβηκε και εκείνη διάβασε σωστά την αίσθηση. Πήδηξε πάνω του και εκείνος τη γραπωσε από τα οπίσθια δυνατά. Τη γύρισε στο καπό και άρχισε να ρουφάει πεινασμένα το δέρμα του λαιμού της.

"Χριστόφορε όχι εδώ..."

"Σε θέλω..."

"Όχι εδώ..."

"Μπες μέσα..." την άφησε με δυσκολία και εκείνη κατέβηκε και μπήκε στο αμάξι. Δεν οδήγησαν όμως πολύ...
Μισό χιλιόμετρο πιο κάτω, σταμάτησε και εκείνη σκαρφάλωσε πάνω του αμέσως.
Δεν είπαν τίποτα.
Του ξεκουμπωσε βιαστικά το παντελόνι και εκείνος πιάνοντας το εσώρουχο κάτω από το φόρεμα της, το έσκισε.
Δευτερόλεπτα αργότερα ήταν ήδη μέσα της.
Το αμάξι γέμισε αναστεναγμούς και βογγητα. Η Ιφιγένεια έβαλε τα χέρια της ψηλά και εκείνος χώθηκε στο λαιμό της. Του άρεσε να τον δαγκώνει... Αφού δε μπορούσε να τη γεμίσει μελανιές, τον δάγκωνε συνεχώς...

"Εδώ ακριβώς..." της είπε ξαφνικά γλύφοντας έντονα το λαιμό της σε ένα συγκεκριμένο σημείο... "Εδώ θέλω να σου κάνω ένα αστέρι..." η Ιφιγένεια όμως δεν είχε τη πολυτέλεια να απαντήσει αφού από το λαιμό της πήδηξε στα χείλη της και αγριεψε.

Το είπε και το εννοούσε...
Δέκα λεπτά την ήθελε...
Έκαναν τόσο γρήγορο και άγριο σεξ που δεν είχε προηγούμενο για εκείνη...

"Αύριο δε θέλω να σε δω..." του είπε χωρίς ανάσα στο τελείωμα.

"Ούτε εγώ" της απάντησε έχοντας ένα ύφος καινούριο για εκείνη. Ήταν σοβαρός.

"Συμφωνούμε πάλι..." η Ιφιγένεια γέλασε ασυναίσθητα

"Το ξέρω..." Είπε και όρμησε προς τα χείλη της... Τα ρουφηξε και τα δάγκωσε τόσο δυνατά που σκίστηκαν ελαφρώς.

Για κάποιο λόγο της άρεσε...
Αλληλοκοιταχθηκαν, και βαθυναν το φιλί ώσπου πριν ξεφύγουν η Ιφιγένεια σταμάτησε πρώτη.

"Πρέπει να γυρίσω..."

"Κι εγώ..."

"Πάμε;"

"Πάμε. Αυτό ήταν... Το ξέρεις έτσι;" της είπε και εκείνη χαμογέλασε.

"Εννοείται... Μη σπας το κεφαλάκι σου που είναι και όμορφο..." στο κομπλιμέντο της σήκωσε αυθόρμητα το φρύδι του.
"Τι με κοιτάς έτσι;"

"Πάμε πριν σε βάλω κάτω ξανά σε παρακαλώ..."

"Δε θα σε αφήσω αυτή τη φορά"

"Με προκαλείς..."

"Τέλος είπαμε. Πάμε πίσω..."
Η Ιφιγένεια πήδηξε στο διπλανό κάθισμα και κοίταξε το εσώρουχο της.
"Μπορούσες να το κάνεις στο πλάι..." τον κοροιδεψε "Εκτός κι αν είσαι από αυτούς που κάνουν συλλογή από τις τουρίστριες..." αστείευτηκε. Ήταν τόσο συνειδητοποιημένη που ένιωσε να βλέπει τον εαυτό του για μια στιγμή μέσα της.

"Δεν μαζεύω εσώρουχα. Αλλά το δικό σου αν θέλεις το κρατάω..." του χαμογέλασε και μέχρι να κάνει αναστροφή, έβαλε τα πόδια της στο ταμπλό και αναστεναξε

"Με πόσες έχεις πάει σε μια μέρα;"

"Πέντε..."

"Σχέση;"

"Ποτέ. Εσύ;"

"Τι εγώ; Δεν έχω πάει ποτέ με κάποιον άγνωστο αν αυτό εννοείς , πολλές φορές. Έχει τύχει πριν γνωρίσω τον... Τέλος πάντων, έχει τύχει όταν δούλευα νύχτα να κάνω σεξ της μιας βραδιάς αλλά μόνο 2 φορές... Αυτό"

"Γιατί τον απατησες;"

"Δεν έχω ξεκάθαρη απάντηση. Πρώτη φορά ένιωσα ότι το ήθελα. Δεν το έλεγξα...
Ελπίζω να μην σε απάτησε καμιά και έχεις απωθημένα..." Κορόιδεψε και εκείνος της χαμογέλασε

"Όχι. Δεν μου έτυχε.. Χωρίς σχέση πως μπορεί κάποια να με απατήσει; Έχω το κεφάλι μου ήσυχο..."

"Σωστό και αυτό..." σταμάτησε το αμάξι μπροστά από το σπίτι και εκείνη άνοιξε τη πόρτα.

"Μισό..." την έπιασε από το χέρι και τη γύρισε. "Τέλος. Αύριο δεν έχει..."

"Το ξέρω. Γιατί μου το λες ξανά;" απάντησε με φυσικότητα

"Δε ξερω... Πρώτη φορά κοπέλα αντιδράει έτσι..."

"Για όλα υπάρχει λοιπόν πρώτη φορά υποθέτω" του χαμογέλασε γλυκά , έσκυψε και βγάζοντας τη γλώσσα της, του εγλυψε τα χείλη. "Καληνύχτα Χριστόφορε..."

Η Ιφιγένεια βγηκε έκλεισε τη πόρτα και εκείνος περίμενε.

"Τι περιμένεις;" του ψιθύρισε

"Να μπεις μέσα..." είπε σιγανα και εκείνη γέλασε και μπήκε στο σπιτάκι...

°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°°°•°•°•°•°

Έστρωσε το μπαρ , έφτιαξε και ένα καφέ και κοίταξε τη θάλασσα. Το ξημέρωμα τον βρήκε στο μαγαζί. Δεν επέστρεψε σπίτι. Ήταν ο τρίτος καφές που έπινε αλλά ήταν καλά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ξενυχτουσε.

Κοίταξε το ρολόι και ανάβοντας ένα τσιγάρο, κατέβηκε σιγά σιγά να στρώσει.
Κόντευε έντεκα.

"Καλημέρα!" η χαρούμενη φωνή του Σωτήρη τον έκανε να κοιτάξει προς τα πάνω.
"Δεν άργησα σήμερα. Και ο Νεκτάριος είναι στο δρόμο..."

"Μύγα σας τσίμπησε και ήρθατε νωρίς;" του είπε μόλις πλησίασε.

"Έχω όρεξη!" ο Σώτος τον βοήθησε με τους καναπέδες ενώ λίγα λεπτά μετά φάνηκε και ο Νεκτάριος.

"Πραγματικά είστε στα κέφια σας!" αναφώνησε ο Χριστόφορος βλέποντας τον να γελάει σαν χαζός.

"Αδερφέ, η ζωή είναι ωραία!"

"Ήπιες τίποτα πρωί πρωί;"

"Άφησε τον. Στάνταρ μιλούσε με τη Θάλεια όλη νύχτα!" κορόιδεψε ο Νεκτάριος.

"Ρε μαλακες. Σοβαρά τώρα; Κολλήσατε;"

"Σιγά ρε Χριστόφορε!" ο Σώτος το είπε και το εννοούσε τη προηγούμενη μέρα. Τον φώναξε με το όνομα του.

"Μάλιστα... Τέλος πάντων. Τελειωστε εσείς εδώ και πάω να ανάψω τις γρανίτες. Οκ;" τους κοίταξε καλά καλά και εκείνοι γελούσαν σαν βλαμμένα.
"Ρε είστε σίγουρα καλά;"

"Μια χαρά ρε μαλάκα. Άντε πήγαινε!"

Ο Χριστόφορος ανέβηκε τη ξύλινη ράμπα, άνοιξε τη ταμπέλα και τις μηχανές και έβαλε απαλή μουσική. Αν και δε του άρεσαν τα ελληνικά, επέλεξε μια λίστα με καλοκαιρινά κομμάτια και την άφησε.

Ο κόσμος άρχισε να φτάνει σιγά σιγά και σε λίγες ώρες το μαγαζί είχε γεμίσει σχεδόν.

"Ρε Σωτο τι ώρα είναι;"

"Μια και είκοσι..."

"Θα πάρετε χάπι;" τους ρώτησε ο Χριστόφορος περίεργα

"Τα κορίτσια άργησαν..." είπε ο Νεκτάριος και έφαγε τη πετσέτα στο κεφάλι.

"Είκοσι γυναίκες έχει τριγύρω ρε... Συνέλθετε!"

"Μια χαρά είμαστε. Εδώ εσύ χθες έφυγες χωρίς γκόμενα το βράδυ!" παρατήρησε ο Σώτος "Πάντα κάτι παίρνεις για βραδυνό..." χαχανισε και ο Χριστόφορος κούνησε το κεφάλι.

"Αυτό το κορμί θέλει ξεκούραση!" είπε γυρίζοντας το στη πλάκα.

"Ήρθαν!" ο Νεκτάριος στολίστηκε σαν κόκορας , ο Σώτος σήκωσε το κεφάλι και ο Χριστόφορος συνέχισε απτόητος τη δουλειά του.

°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•

Μπήκε με έναν διαφορετικό αέρα μέσα.
Ήταν ήρεμη. Ίσως οποιαδήποτε αλλη γυναίκα στη θέση της να ένιωθε παραπάνω τύψεις ή να ήταν περίεργη μα η Ιφιγένεια ήταν σίγουρη για τον εαυτό της αλλά και για εκείνον. Έδωσαν το τέλος και το πίστευε.
Έζησαν, χόρτασαν ο ένας τον άλλο και θα ήταν πλέον μια ανάμνηση.

"Πάμε στους καναπέδες;" πρότεινε στα κορίτσια

"Και δε πάμε... Είναι και μπροστά στο κύμα" η Θάλεια έριξε ένα βλέμμα προς το μπαρ. "Να χαιρετήσουμε;"

"Αμέ..." Η Ιφιγένεια ήταν ευδιάθετη και τα κορίτσια την κοίταξαν.

"Είσαι εντάξει;"

"Μια χαρά. Χθες με φάγατε να είμαι ευγενική. Σήμερα είμαι και έχετε θέμα... Αποφασίστε"

"Ένα δίκιο το έχεις... Άντε πάμε..."

Μόλις έφτασαν στο μπαρ, ο Νεκτάριος και ο Σώτος χαμογέλασαν πλατιά.

"Καλησπέρα. Αργήσαμε λιγάκι..." Πήρε το λόγο η Εύα κοιτώντας το Νεκτάριο

"Ναι, κάναμε μια βόλτα στη παλιά πόλη... Πανέμορφο το νησί..." Η Θάλεια ήταν εξίσου χαμογελαστή με την Εύα.

"Πώς σας φάνηκε;"

"Ονειρικό..." Η Θάλεια ξεροβηξε κάπως "Εμ, παιδιά. Δεν σας συστήσαμε την Ιφιγένεια..." εκείνη τους χαμογέλασε και άπλωσε το χέρι της.

"Χάρηκα πολύ..." Χαιρέτησε το Σώτο και ύστερα τον Νεκτάριο ώσπου γύρισε προς το μπαρ και οι υπόλοιποι κοιταχθηκαν σαστισμένοι

"Από δω ο Χριστόφορος..." Αποφάσισε να μιλήσει ο Σώτος. "Η Ιφιγένεια είναι η τρίτη της παρέας, φίλη των κοριτσιών..."

Η Ιφιγένεια γέλασε.

"Σε άλλο μέρος ήταν τόση ώρα; Μόλις συστήθηκα..."

"Εμ... Ναι, αλλά όχι επίσημα" ο Νεκτάριος αποφάσισε να σπάσει το πάγο

"Χάρηκα λοιπόν Χριστόφορε..." τέντωσε το χέρι της και εκείνος έτεινε σοβαρός και το δικό του.

"Παρομοίως...." είπε σιγανα.

"Βρε παιδιά. Δε πάτε σιγά σιγά προς τα κάτω και θα σας φέρουμε εμείς ποτά;" πετάχτηκε ο Σώτος αισθανόμενος κάτι περίεργο στην ατμόσφαιρα. "Και εννοείται θα μείνετε μέχρι το απόγευμα! Μετά θα πάμε για ψαράκι..."

"Και δε πάμε; Στέγνωσαν τα χείλη μου..." Είπε η Θάλεια ενώ η Ιφιγένεια είχε ήδη γυρίσει και κοιτούσε τη θάλασσα. Δεν έδωσε παραπάνω σημασία στο Χριστόφορο πέρα από τη χειραψία τους. Ούτε όμως και εκείνος. Συνέχισε να σκουπίζει τα ποτήρια χωρίς να κοιτάζει ατάραχος.

"Πολύ γλυκός ο Χριστόφορος πάντως..." σχολίασε η Εύα καθώς προχωρούσαν.

"Πράγματι. Λιγομίλητος. Νομίζω τον είχες παρεξηγήσει ρε Ιφιγένεια..."

"Μπορεί" τα κορίτσια χαμογέλασαν

"Τι ωραία... Λοιπόν, πάμε για βουτιά μέχρι να έρθουν τα ποτά;"

Έβγαλαν τα ρούχα τους και μπήκαν στη θάλασσα αμέσως. Η Ιφιγένεια γελούσε, παιχνιδιζε με τα κορίτσια και έλαμπε ολόκληρη.

"Εγώ πάντως δε τη θεωρώ ξυνή ρε Ρήγα..." είπε ο Νεκτάριος χωρίς να σκεφτεί ότι τον αποκάλεσε έτσι. Ήταν και η συνήθεια δύσκολη να κοπεί.

"Καλή είναι" είπε χωρίς να ανοιχτεί παραπάνω

"Αλήθεια ρε;" αναφώνησε ο Σώτος ενθουσιασμένα

"Ρε είστε με τα καλά σας; Δύο λέξεις είπα... Δε τη πιάσατε και γκόμενα..."

"Εμείς όχι..." σχολίασε χαμηλά ο Νεκτάριος και έφαγε μια κλωτσιά από το Σώτο αμέσως.

"Λοιπόν, πάω τα ποτά στα κορίτσια. Η παραλία τους ανήκει σήμερα νομίζω..."

"Αν κρίνω από όλα αυτά τα λιγούρια που τις κοιτανε..." Σχολίασε ο Νεκτάριος.

"Ας κάνουν όνειρα αυτοί..."

"Να σας πω; Θα δουλέψουμε καθόλου ή να το κλείσουμε;" Ο Χριστόφορος τους άγριοκοίταξε "Κάνετε σαν να μην έχετε ξαναδεί γκόμενες!"

Δεν είχαν τι να πουν.
Ο Ρήγας έφυγε προς το κοντέινερ και κοιταχθηκαν.

"Θα μας περάσει και για μαλακες. Σίγουρα να μη του πούμε ποιες είναι ρε;" Αποκρίθηκε ο Νεκτάριος προβληματισμένος

"Ας μας περάσει. Θα αξίζει στο τέλος. Είδες; Θα στρώσει σιγά σιγά. Κάτσε να πάμε και για φαγητό..."

"Επικίνδυνο είναι. Όλοι τον ξέρουν ρε Σώτο..."

"Κάτι θα σκεφτώ..."

Πήρε το δίσκο με τα κοκτέιλ τους και κατέβηκε στην άμμο.

"Ήρθαν!" φώναξε και εκείνες βγήκαν προς τα έξω χαρούμενες.

"Από τα χεράκια σου;" σχολίασε η Θάλεια κοιτώντας τον

"Θα ήθελες;" της είπε πονηρά.

"Μπορεί..."

"Ε τότε το επόμενο θα είναι από τα χεράκια μου... Πάω τώρα πριν με δείξει ο Χριστόφορος..."

"Δεν είναι γλύκας;" είπε προς την Ιφιγένεια

"Καλός είναι. Ταιριάζετε θα έλεγα... Αλλά σε διακοπές είμαστε ρε Θάλεια..."

"Ε και; Καλοκαιρινός έρωτας!" σχολίασε η Εύα.

Η Ιφιγένεια ήπιε λίγο από το κοκτέιλ της. Ήταν υπέροχο.
Κάθισε και έβγαλε το καπνό της.
Είδε με την άκρη του ματιού της να μαζεύονται γυναίκες στο μπαρ και το Χριστόφορο να φλερτάρει και χαμογέλασε.

Έστριψε ένα τσιγάρο και ξάπλωσε προς τη θάλασσα. Το κύμα έσκαγε απαλά ενώ ο ήχος της μουσικής που δεν ήταν τόσο έντονος εκεί, την ηρεμούσε.

"Να κεράσουμε ένα ποτάκι;" άκουσαν ξαφνικά και γυρίζοντας είδαν ένα τύπο με μαύρο γυαλί, τριγωνικό σώμα και σλιπ μαγιό να τους χαμογελάει.

"Όχι ευχαριστούμε" μίλησε η Θάλεια.

"Γιατί ρε κορίτσια; Τρεις εσείς, τρεις και εμείς..."

"Σου είπαμε, δε θέλουμε" Απάντησε η Εύα αυτή τη φορά

"Δε θα βλάψει κανένα ένα ποτό..."

Η Ιφιγένεια αναστεναξε. Της χαλασε την ηρεμία. Κατέβασε τα γυαλιά της, άφησε στο τασάκι το τσιγάρο και σηκώθηκε.

"Α να... Η φίλη σας θέλει..."

"Όντως κάτι θέλει..." είπε ήρεμα "Να εξαφανιστείς θέλει. Στο είπαμε δύο φορές... Τρίτη δε θα έχει αν επιμένεις...."

"Ιφιγένεια αγάπη μου, ήρεμα εντάξει; Δε σε ξέρει ο άνθρωπος..." πετάχτηκε η Θάλεια

"Εγώ πάντως φοβάμαι. Τη τελευταία φορά τον έδειρε εκείνον τον βλάκα..." σιγονταρησε και η Εύα και εκείνος κοίταξε αμηχανα.

"Εντάξει ρε κορίτσια... Όλα καλά. Ένα ποτάκι είπαμε να πιούμε. Αν δε θέλετε, οκ..."

Ο άντρας έκανε ανατροφή και πήγε στη παρέα του ενώ μόλις η Ιφιγένεια γύρισε προς τα κορίτσια γέλασαν όλες μαζί.

"Πάντα πιάνει ρε φίλε!" σχολίασε η Εύα.

"Πράγματι..."

Η Ιφιγένεια αναστεναξε.

"Ελπίζω να κάτσουμε ήρεμα επιτέλους..."

"Τι ήθελε αυτός;" η φωνή του Σωτου από πίσω έσκασε στα αυτιά της μα δεν έδωσε σημασία.

"Τίποτα. Να μας κεράσει ποτά..." Απάντησε η Θάλεια

"Και;"

"Το κανονίσαμε μόνες μας..."

"Να τον διώξω;"

"Πας καλά ρε Σώτο; Όλα καλά..." επέμεινε η Θάλεια.

"Καλως. Θα τον έχω στο νου μου..."

Ο Σώτος έφυγε και η Ιφιγένεια κούνησε το κεφάλι της.

"Πλάκα έχει" σχολίασε

"Μου αρέσει αληθινά ρε κορίτσια..."

"Ωραίος είναι ο ερωτας..." πήρε θέση και η Εύα. "Σου λείπει πολύ έτσι δεν είναι;" ρώτησε την Ιφιγένεια

"Σε λίγες μέρες θα έρθει... Όλα καλά"

"Μόνο αυτό;" απόρησε η Εύα

"Γιατί τι έχει αυτό;"

"Ξέρω γω... Συνήθως μιλάτε όλη μέρα στο τηλέφωνο... Και ακόμα δεν μιλήσατε"

"Μιλήσαμε τό πρωί. Διακοπές είμαστε και γράφει εργασία..."

"Σωστό κι αυτό..."

Τα κορίτσια χαλάρωσαν. Ο Νεκτάριος και ο Σώτος έφερναν συνέχεια κοκτέιλ κάθε φορά που άδειαζαν ενώ ο Χριστόφορος φλέρταρε με ότι θηλυκό υπήρχε στο μαγαζί.

"Αύριο θα πάμε από την άλλη μεριά του νησιού. Τι λέτε;" Πρότεινε η Ιφιγένεια

"Εμ... Οκ. Καλά είναι όμως και εδώ" δίστασε η Εύα

"Θα τους δείτε μετά ρε Εύα. Δε θέλω να είμαι και εγώ φαναράκι ρε αγάπη μου. Εκτός κι αν θέλετε να έρθετε και να πάω μια βόλτα. Δεν έχω θέμα ειλικρινά..."

"Καλά, θα δούμε. Εντάξει; Δε περναμε καλά εδώ; Θα έρθει και ο Πάνος και θα γυρίσουμε μετά το νησί. Δε ψήνομαι για ταξίδια προς το άγνωστο ρε Ιφιγένεια..." είπε και η Θάλεια.

Τα φώτα χαμήλωσαν και τα αγόρια άρχισαν να ανάβουν τα βραδινά φαναράκια.
Είχε κόσμο αλλά όχι πολύ και είχαν σταματήσει να κάνουν και μπάνιο.

"Κρυωσα λίγο..." η Ιφιγένεια φορεσε τη μπλούζα της αλλά το απαλό αεράκι έφερνε πάνω τους όλη την υγρασία της θάλασσας.

"Κι εγώ είναι η αλήθεια..."

"Πάμε να αλλάξουμε στο αμάξι; Φέρατε ρούχα;" ρώτησε η Εύα

"Ναι πήρα και για σας καλού κακού" η Ιφιγένεια σηκώθηκε και τέντωσε το κορμί της.

"Ας μη πάμε όλες μαζί. Ρε αγαπούλα αφού σηκώθηκες δε τα φέρνεις εδώ; Σιγά, από πάνω θα τα βάλουμε"

"Ότι θέλετε δεν εχω θέμα" πήρε τα κλειδιά και ξεκίνησε να περπατά προς τα έξω. Πέρασε δίπλα από το μπαρ και δεν έριξε ούτε βλέμμα.
Λίγο πριν βγει, άκουσε τη Πανσέληνο να παίζει στα ηχεία και χαμογέλασε. Το λάτρευε εκείνο το κομμάτι. Αν και δεν ήταν στα ακούσματα της, είχε ένα πάθος που της άρεσε.

"Σ'αρεσει η θέα από το φεγγάρι να στο φέρω κοντά..." Τραγούδησε προχωρώντας στο πάρκινγκ "Θέλεις κι άλλο κρασί ή να σου βάλω φιλιά..." Άνοιξε το πορτμπαγκάζ συνεχίζοντας να ψιθυρίζει τους στίχους όταν ξαφνικά , κάποιος την άρπαξε από πίσω και έχασε τη καρδιά της.

"Κρατάω τα χέρια σου μωρό μου κι είναι τόσο απαλά..." της είπε σιγανα στο αυτι και η Ιφιγένεια ημερεψε ακούγοντας ότι ήταν εκείνος. Τη γύρισε και την έβαλε κόντρα στο αμάξι "Κι έχω πάθει λαλα μαζί σου μαυρομάλλα..." η Ιφιγένεια χαμογέλασε

"Βλέπω τους ξέρεις του στίχους..."

"Και το λαλά το ξέρω..." έπιασε το μπούτι της και το έσφιξε στη παλάμη του.

"Τι είπαμε χθες;" του υπενθύμισε

"Ένα ακόμα;"

"Έχεις κόσμο μέσα..."

"Δε με απασχολεί τόσο... Ήρθα να πάρω τη κάβα..."

Την έπιασε από το χέρι και την τράβηξε μέχρι το κοντέινερ, άνοιξε και την έσυρε μέσα. Η πόρτα έκλεισε ελαφρά και δεν άναψε κανένα φως. Έβλεπε το κορμί της ίσα ίσα από τη χαραμάδα και το φως της λάμπας που έπεφτε πάνω της.

"Νομίζω χθες το ξεκαθαρίσαμε..." του είπε ήρεμα...

"Όντως..."

"Και;"

"Δε ξέρω..."

"Τι θες;" η φωνή της έπαιζε

"Να μπω μέσα σου..."

"Και τι περιμένεις;" δεν πίστευε στα λόγια της. Ο Χριστόφορος την έπιασε και εκείνη σκαρφάλωσε αμέσως πάνω του.
Γδυθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα και μπήκε μέσα της άγρια. Τη κρατούσε τόσο σταθερά και τόσο όμορφα κόντρα στο τοίχο.
Υπήρχε αρμονία στις κινήσεις τους. Πάθος , ένταση αλλά αρμονία. Θαρρείς και ήξερε ο κάθε ένας πως να κινηθεί απέναντι στη κίνηση του άλλου. Τα χέρια της βρέθηκαν στη πλάτη του και χωρίς να το θέλει πάνω στη στιγμή τον γρατζουνησε.
Ο Χριστόφορος έκανε μια παύση και πιάνοντας σφιχτά το λαιμό της, τη κοίταξε έντονα.

"Να πάει να γαμηθεί..." είπε και σκύβοντας, τη ρουφηξε μανιασμένα.

"Θα αφήσει σημάδι..." είπε λαχανιασμενη και εκείνος την έσπρωξε περισσότερο στο τοίχο και μπήκε μέσα της με μεγαλύτερη ένταση.

"Θα στο καλύψω μωρό μου... Αύριο..."

Έφτασε στα χείλη της και τα έσκισε με το φιλί του. Η Ιφιγένεια γραπωθηκε  από πάνω του , εκείνος πίεσε μέσα της τον εαυτό του δυνατά και μόλις την ένιωσε να τελειώνει, ώθησε το κορμί της πάνω στο κοντέινερ δύο φορές. Στο τρίτο τράνταγμα, τραβήχτηκε από μέσα της μα συνέχισε να τη κρατά...
Δεν είχαν ανάσες...
Ούτε μυαλό όμως αφού και οι δύο σημάδεψαν ο ένας τον άλλο άσχημα.

"Είπαμε τέλος..." μίλησε πρώτη

"Τέλος. Αύριο δεν έχει..."

"Ξεκάθαρα..."

Μιλούσαν με το ζόρι ώσπου σταμάτησαν και γέλασαν μαζί.

"Είσαι βλαμμένος..." του είπε δαγκώνοντας τα χείλη της.

"Να και κάτι που δεν ακούω συχνά..."

"Θα με ψάχνουν..."

"Φύγε..." Η Ιφιγένεια έστρωσε τα ρούχα της και ξεφυσησε μα σταμάτησε πριν φύγει...
Έπιασε το λαιμό της και τον κοίταξε

"Φαίνεται πολύ;"

"Δε ξέρω ρε μωρό μου... Έλα να σε δω στο φως" το βήμα της έκανε μια παύση ακούγοντας τον και τον κοίταξε περίεργα.
"Τι έπαθες;"

"Τίποτα..." βγήκαν έξω και εκείνος τη κοίταξε.

"Εγώ λέω να πεις ότι είσαι άρρωστη και να φύγεις..."

"Χριστόφορε σοβαρά τώρα;" Η Ιφιγένεια πανικοβλήθηκε.

"Δεν το έλεγξα..."

Εφυγε σφαίρα στο αμάξι. Έψαξε και εβγάλε τα καλλυντικά της Εύας αμέσως.
Άναψε το φως του αυτοκινήτου και αρπάζοντας το κονσίλερ , έβαλε λίγο στο λαιμό της.

"Καλύτερα;" τον ρώτησε δείχνοντας το σημείο.

"Καλύτερα ήταν με την υπέροχη μελανιά που σου άφησα... Τώρα είναι απλά, ένας λαιμός..." της είπε και εκείνη γέλασε.

"Αυτό θα το εκλάβω ως ναι..." Η Ιφιγένεια πήρε στα γρήγορα τα πράγματα τους και εκείνος πήγε στο κοντέινερ. Λίγο πριν χωριστούν όμως εκείνη τον πλησίασε.

"Χριστόφορε;" ήταν χωμένος πιο μέσα. Μόλις την άκουσε γύρισε αμέσως.
"Τι εννοούσες ότι αύριο θα μου το καλύψεις;" τον ρώτησε και εκείνος τη πλησίασε.

"Θα δεις το βράδυ..."

"Δε θα βρεθούμε!"

"Πέντε λεπτά θέλω"

"Όχι. Είπαμε τέλος" Του είπε απελπισμένα

"Τα μάτια σου αλλά λένε!"

"Μια ερώτηση ήρθα μόνο να κάνω..."

"Θα σου απαντήσω το βράδυ... Θα έρθω να σε πάρω"

"Έχεις τρελαθεί έτσι;"

"Φύγε γιατι θα σε ψάχνουν και έχω ήδη αφήσει δέκα γυναίκες στο Νεκτάριο και το Σωτο... Θα έχουμε πρόβλημα. Δε το βλέπεις;"

"Επειδή άφησες τις γυναίκες;" η Ιφιγένεια τον πλησίασε, και έβαλε το γυμνό της πόδι πάνω σε μια κάσα από ποτά.

"Όχι μωρό μου... Αν δε φύγεις όμως θα τη κλείσω τη γαμημενη τη πόρτα και θα μείνουμε εδώ μέσα όλο το βράδυ..."

"Μη τα λες έτσι αυτά ανατριχιαζω.." τον κορόιδεψε μα εκείνος γύρισε στα αλήθεια , τη γραπωσε από τη μέση και δίνοντας μια στη πόρτα εκείνη έκλεισε.
"Χριστόφορε τι κάνεις..." έχασε αμέσως την ανάσα της μόλις ένιωσε το χέρι του να μπαίνει μέσα από το εσώρουχο της. "Σταμάτα..." το δάχτυλο του γαργαλησε τα μέσα της , τα χείλη του έψαξαν τα δικά της, και η Ιφιγένεια ένιωσε να χάνεται.

"Κάποια πράγματα τα εννοώ..." της ψιθύρισε

"Χριστόφορε πρέπει να φύγουμε..."

"Το ξέρω"

"Άφησε με..."

"Να το κάνω;"

"Όχι ακόμα...." τον έπιασε εκείνη αυτή τη φορά και τον φίλησε μα κατάφερε να συγκρατήσει και λίγο αργότερα τον άφησε.  "Φτάνει. Θα τα πούμε το βράδυ..." είπε σπάζοντας το φιλί και εκείνος τη κατέβασε απαλά και της χαμογέλασε

"Πώς με αποθηκεύσες;" τη ρώτησε πριν φύγει

"Κλαίρη..."

"Ρε Ιφιγένεια...."

"Αυτό μου ήρθε... Άλλωστε δεν έχω σκοπό να το χρησιμοποιήσω για πολύ ακόμα. Μη σπας το κεφάλι σου..."

"Αυτό είναι το μόνο σίγουρο..." της άνοιξε τη πόρτα, έλεγξε μην έρχεται κανείς και εκείνη γέλασε.

"Δηλαδή κάναμε πριν ότι κάναμε και τώρα σε έπιασε ο πόνος να ελέγξεις;"

"Ναι. Τώρα με έπιασε!" την ειρωνεύτηκε

"Έχεις πλάκα..."

"Εσύ να δεις..."

"Το ξέρεις ότι μπορούμε να μαλώσουμε κι όλας έτσι δεν είναι;" αστείευτηκε στο τέλος

"Θα κάνουμε ακόμα καλύτερο σεξ τότε. Θες να δοκιμάσουμε;"

"Χριστόφορε φεύγω" Η Ιφιγένεια άνοιξε το βήμα και τον άφησε πίσω της χωρίς να ρίξει δεύτερη ματιά...

Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή πλησιάζοντας προς τα μέσα. Έλειπε ώρα.
Σταμάτησε για λίγο στη τουαλετα. Έλεγξε το πρόσωπο της και είδε τη κοκκινίλα στα χείλη της. Φιλούσε τόσο παθιασμένα.
Τώρα ένιωθε ίσως λίγες τύψεις... Ήταν αλλιώς η μία βραδιά και αλλιώς οι δύο...

Όπλισε τον εαυτό της με απάθεια και βγήκε έξω. Πλησιάζοντας είδε τη Θάλεια και την Εύα στο κόσμο τους να πίνουν σφηνάκια με τα αγόρια στο μπαρ.

"Μετακομίσατε;" είπε ήρεμη ενώ δευτερόλεπτα αργότερα φάνηκε και ο Χριστόφορος κρατώντας μια κάσα ποτα.

"Που ήσουν εσύ; Για ρούχα πηγες..."

"Δε βλέπω να σας ελειψα..."

"Έχουμε πιει αλλά τρία. Δεν είμαστε για πουθενά.." Σχολίασε η Εύα. 

"Αλλά μας έλειψες..." Πετάχτηκε η Θάλεια.

"Μιλούσα στο τηλέφωνο..." Εξήγησε  και κοίταξε το Χριστόφορο "Μπορώ να έχω κάτι και εγώ;"

"Ανάλογα τι θες" είπε ψυχρά και ολη η τετράδα τους κοιταξε ξαφνικά

"Δε ξέρω. Εντυπωσίασε με!" είπε χωρίς να του δώσει άλλη σημασία και του γύρισε τη πλάτη της. Ήθελε να γελάσει αλλά κρατήθηκε σοβαρή.

"Πάμε άλλη μια γύρα;" ο Νεκτάριος γέμισε τα σφηνάκια ενώ ο Χριστόφορος της άφησε το ποτό και την ώρα που έπιναν έσκυψε από πίσω της

"Θα σε στρώσω μετα εσένα..." της ψιθύρισε και εκείνη αναστεναξε

"Λόγια και υποσχέσεις..." ψέλλισε τόσο ώστε να το ακούσει και συνέχισε να κοιτάει τη θάλασσα...

❤️🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top