Κεφάλαιο 15°
Σαν γράψει η καρδιά, σπάνια ξεγράφει....
°•°•°•°•°°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°°°•°•°°
✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨
Κοίταξε τα χαρτιά της για το τελευταίο εξάμηνο, και βγάζοντας έναν αναστεναγμό τα έβαλε στην άκρη. Δεν είχε όρεξη για τίποτα. Εκεί που τα μαθήματα γέμιζαν τη καθημερινότητα της και ανυπομονούσε να τελειώσει τώρα έπιανε τον εαυτό της να θέλει να συρθεί νωχελικα στο κρεβάτι και να παραμείνει εκεί.
"Δε θα φας;" τη ρώτησε ο Πάνος βλέποντας το πιάτο δίπλα της που ήταν ακόμα γεμάτο.
"Δε πεινάω..."
"Αγάπη μου πρέπει να φας... Έχεις αδυνατίσει..."
"Πάνο δεν έχω όρεξη για κήρυγμα. Είπα δε πεινάω..."
"Ρε Ιφιγένεια..."
"Πάω να ξαπλώσω..." σηκώθηκε, έκλεισε τον υπολογιστή και τον παράτησε στη κουζίνα να μουρμουραει. Πήγε στο δωμάτιο, έκλεισε όλα τα φώτα , άναψε ένα μικρό πορτατίφ και χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα. Το κεφάλι της πονούσε από το πρωί και τα φάρμακα δε βοηθούσαν καθόλου.
Άπλωσε το χέρι στο κομοδίνο, πήρε το κινητό της και άρχισε να χαζεύει μα η ανάγκη να μιλήσει στη Θάλεια, γεννήθηκε μονομιάς. Δεν είχε συνηθίσει να είναι τόσο απόμακρη και τόσο μακριά της.
Ανέτρεξε στις επαφές ώσπου πριν πατήσει στη δική της, πρόσεξε κάτι περίεργο.
"Κλαίρη;" ψελλισε κοιτώντας το όνομα. Δεν ήξερε καμιά Κλαίρη...
Δεν το σκέφτηκε πολύ.
Άνοιξε τα μηνύματα, και δεν υπήρχε καμία συνομιλία. Της φάνηκε περίεργο.
Ξάφνου έκλεισε τα βλέφαρα της.
"Πώς με αποθηκεύσες;"
"Κλαίρη..."
"Ρε Ιφιγένεια..."
"Αυτό μου ήρθε... Άλλωστε δεν έχω σκοπό να το χρησιμοποιήσω για πολύ ακόμα. Μη σπας το κεφάλι σου..."
Το πίσω μέρος του κεφαλιού της άρχισε να καεί στις θύμισες ενός διαλόγου που δεν είχε ιδέα με ποιον έκανε...
Γύρισε από την άλλη, έσυρε το σεντόνι μέχρι τέρμα πάνω και σαν παιδί που κρύβεται από το τέρας, έμεινε κρυμμένη εκείνη. Κοίταξε την οθόνη. Την ξανακοιταξε και άρχισε να γράφει... Μετά έσβησε. Μετά έγραψε πάλι... Μα το έσβησε ξανα...
Στο τέλος έβαλε ένα ερωτηματικό και πάτησε αποστολή...
°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•
Δεν είχε κουράγιο και όρεξη για να πιει σήμερα. Ούτε καν για να χαλαρώσει. Είχε αρχίσει να νιώθει μια περίεργη κενότητα και ήταν πεπεισμένος ότι το κενό δε θα γεμίσει ξανά. Δεν ήθελε να της κάνει κακο. Μέχρι και η Θάλεια τον είχε παρακαλέσει να μην τη ταράξει γιατί ήταν πολύ σοβαρή η κατάσταση κι ας μη το έλεγαν στην Ιφιγένεια. Ο Χριστόφορος ήταν αποφασισμένος να τη κάνει να θυμηθεί. Ίσως ο Πάνος έλεγε αερολογιες μα η Θάλεια δε θα έλεγε ποτέ ψέματα για τη κατάσταση της. Του ζήτησε να τη σεβαστεί και να της δώσει χρόνο να αναρρώσει μόνο που δεν έβλεπε τίποτα να γίνεται... Ούτε όμως μπορούσε να πάρει και τη κατάσταση στα χέρια του και την τρομάξει κι άλλο...
Κοίταξε τα δικα του αστέρια ψηλά στον ουρανό. Όλα εκείνα τα φωτάκια που εκείνη λάτρεψε μόλις τα είδε και τα λάτρευε και εκείνος εξίσου. Για αυτό άλλωστε και τα επέλεξε.
Το κινητό του δονησε, και σέρνοντας το χέρι του κάτω από το μαξιλάρι το έβγαλε. Σχεδόν αμέσως αναπήδησε.
"Δε μπορεί..." άνοιξε το μήνυμα της χωρίς δεύτερη σκέψη. Ήταν ένα ερωτηματικό...
Κάθισε και κοίταξε σαστισμένος την οθόνη...
Δεν το πίστευε...
°•°°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°°•°•°•°•°•°•°°•°
Κάτι πληκτρολογούσε, ύστερα σταματούσε, και εκείνη έμενε να κοιτάζει την άδεια οθόνη με το ερωτηματικό. Το μήνυμα διαβάστηκε σχεδόν αμέσως. Γιατί δεν απαντούσε κάτι όμως; Ποιος ήταν; Γιατί σίγουρα δεν ένιωθε ότι ήταν γυναίκα ύστερα από το διάλογο που ξεπετάχτηκε στο μυαλό της.
Ξάφνου, ένα μήνυμα εμφανίστηκε και το κοίταξε ανυπόμονα...
"Δεν κοιμάσαι;..." έγραφε μόνο και τη γέμισε ακόμα περισσότερα ερωτηματικά...
°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°°•
Πήρε μια τέτοια ανάσα που τα πνευμόνια του ήταν έτοιμα να σκάσουν από την ένταση. Έβαλε το μαξιλάρι πίσω από τη πλάτη και είδε ότι διάβασε το μήνυμα αμέσως. Αργούσε όμως να στείλει απάντηση όταν ξαφνικά τα χείλη του χαμογέλασαν
"Δεν μπορώ... Ποιος είσαι;"
°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°
Ρώτησε αυτό ακριβώς που την έκαιγε...
Για κάποιο λόγο όμως, τα χείλη της χαμογέλασαν. Άκουσε τον Πάνο να πηγαίνει στο μπάνιο και βολεύτηκε καλύτερα κοιτώντας την οθόνη ανυπόμονα
"Δεν έχεις αστέρια για να κοιμηθείς;" χαμογέλασε πάλι χωρίς να το ορίζει κι ας μην απάντησε στην ερώτηση της...
°•°°•°•°•°•°°•°°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°
Έκαιγαν τα μέσα του και η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Δεν είχε ιδέα πως θα πάρει την απάντηση του. Μα ύστερα από όσα έγιναν δεν ήθελε να της αποκαλύψει τίποτα.
"Όχι, δεν έχω... Κάτω από το σεντόνι όμως το πορτατίφ μοιάζει με φεγγάρι. Πιάνεται;" του έγραψε και έλαμψε σαν παιδί
°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°°•
Όποιος κι αν ήταν, έστω και με αυτή τη μικρή συνομιλία την έκανε να νιωθει οικεία πίσω από το μυστήριο αυτής της επαφής.
Έπιασε τον εαυτό της να περιμένει ανυπόμονα μια απάντηση... Και εκείνη δεν άργησε να έρθει
"Όχι δεν πιάνεται... Ευχές δε γίνονται με το φεγγάρι... Θέλει άστρα..." η Ιφιγένεια κόλλησε διαβάζοντας το μήνυμα και το χέρι της κατρακύλησε στο λαιμό και ύστερα ανάμεσα στα στήθη της. Είχε άραγε αυτός ο μυστηριώδης άντρας μια απάντηση για τα τατουάζ της; Αναρωτήθηκε νιώθοντας μπερδεμένη
°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°••°•
Θα μπορούσε άραγε να τον ερωτευτεί από την αρχή έτσι; Αυτή η σκέψη διαπέρασε το μυαλό του και αποφάσισε να παίξει ένα μυστήριο παιχνίδι μαζι της εφόσον και εκείνη το ακολουθούσε...
Πληκτρολογούσε να σταματούσε. Ύστερα έπιανε ξανά και πάλι το ίδιο ώσπου απάντησε
"Και που θα βρω άστρα;" έστειλε και εκείνος αναστεναξε
°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°
Πρώτη φορά έκανε μια συζήτηση με έναν άγνωστο που κατά βάθος ήξερε ότι μάλλον γνώριζε... Της άρεσε όμως αυτό το μυστήριο. Έπαιρνε εκείνη τη κενότητα και τη γέμιζε...
"Φαντασία θέλει η ζωή..." της απάντησε και εκείνη έμεινε να το κοιτάζει. Ένιωσε τη φράση οικεία. Γνώριμη... Ακόμα όμως εκεινος δεν ανεφερε το όνομα της σε κάποιο μήνυμα γράφοντας το. Σαν να μην είχε ανάγκη να το πει...
°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°°•°•°•°•
"Έλα μωρό μου, θα το πάμε σιγά σιγά..." ψιθύρισε μόνος του και κόλλησε στην οθόνη
"Κάθε φορά που κλείνω τα μάτια μου, βλέπω χιλιάδες μικρά φωτάκια παντού..."
Έχασε ένα χτύπο αμέσως διαβάζοντας το... Μα πριν προλάβει να απαντήσει, του έστειλε κι άλλο
"Θα φροντίσω αύριο, να έχω και άστρα... Καληνύχτα..." βγήκε εκτός σύνδεσης και εκείνος εγυρε το κεφάλι προς τα πίσω και κοίταξε το ταβάνι τρελαμενος...
°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°
"Τι κάνεις κάτω από τα σεντόνια;" ο Πάνος μπήκε στο δωμάτιο και έβαλε αμέσως το κινητό της στο αθόρυβο και ύστερα κάτω από το μαξιλάρι.
"Ηρεμώ ..." αρκέστηκε να πει.
"Ελα, θα σε πάρω μια αγκαλιά και θα ηρεμήσεις αγάπη μου αληθινά..." έβγαλε τα ρούχα του και χώθηκε από κάτω αλλά εκείνη γύρισε από την άλλη. Δεν πτοήθηκε όμως. Κόλλησε το κορμί του πίσω της και χώθηκε στο λαιμό της.
"Πάνο δε θέλω"
"Ούτε λίγο; Το πρωί ήταν τόσο όμορφα..."
Κάτι στα λόγια του προκάλεσε ένα άσχημο συναίσθημα μέσα της... Ενώ πριν πάθει το ατύχημα ήταν τόσο αγαπημένοι, πλέον δεν ήθελε ούτε να την αγγίζει.
"Δεν είμαι καλά. Πονάει το κεφάλι μου"
"Θα στο κάνω εγώ καλά..." επέμεινε και γλιστρώντας το χέρι του από μπροστά προσπάθησε να το βάλει μέσα από το εσώρουχο της.
"Θες να μου γυρίσει το μάτι;!" η Ιφιγένεια σηκώθηκε και τον κοίταξε έξαλλη. Ίσως πιο έξαλλη από κάθε άλλη φορά "Αν δε σου δώσω άδεια, μη διανοηθείς να απλώσεις ξανά τα χέρια σου πάνω μου!" Ο Πάνος άνοιξε τα μάτια του έκπληκτος.
"Ιφιγένεια είσαι εντάξει; Εγώ είμαι μωρό μου... Μήπως είχες κανένα εφιάλτη;"
"Πάνο σου μιλάω σοβαρά. Κόψε τις μαλακίες. Όταν λέω δε γουστάρω, το εννοώ. Όταν λέω ότι πονάω, πάει να πει πονάω! Και αν με ακουμπήσεις ξανά όταν κοιμάμαι, θα έχουμε άσχημο τέλος!" η Ιφιγένεια δεν αστειευοταν. Το έβλεπε στο τρελαμενο της βλέμμα. Οι γιατροί του είπαν ότι ίσως έχει ξεσπάσματα αλλά ήταν μια χαρά μαζί πριν γίνουν όλα και η συμπεριφορά της, τον προβλημάτιζε.
"Συγνώμη... Ζευγάρι είμαστε. Ήθελα απλώς..."
"Ξέχασε το. Καληνύχτα" Γύρισε και ξάπλωσε πάλι. Έσβησε το φως και εκείνος σηκώθηκε.
"Θα κοιμηθώ στο σαλόνι σήμερα... Δεν ξέρω γιατί μου φέρεσαι έτσι... Μα θα σου δώσω το χώρο και το χρόνο που ζητάς..." ούτε του απάντησε. Κατάφερε να επαναφέρει το πονοκέφαλο της και ήταν έτοιμη να σκάσει...
Μόλις βγήκε από το δωμάτιο, έπιασε το κινητό της αλλά δε το άνοιξε...
Το έβαλε πάλι στη θέση του, έκλεισε τα βλέφαρα της προσπαθώντας να ξαναβρεί τα φωτάκια της ηρεμίας της και προσπάθησε να κοιμηθεί...
°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°••°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°
✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨✨
Πάρκαρε και κατεβαίνοντας δε πίστευε στα αυτιά του. Άκουσε μουσική. Του φάνηκε μάλιστα τόσο περίεργο που άνοιξε το βήμα του αμέσως.
Φτάνοντας στο μαγαζί, κάθισε στην είσοδο και ασυναίσθητα εξυσε το κεφάλι του...
Ο Χριστόφορος είχε βάλει απαλή μουσική, ήταν κάτω στους καναπέδες και καθάριζε. Ο Σωτήρης είχε φροντίσει να τα κλείσει όλα καλά με νάυλον αφού το μαγαζί δε δούλεψε σεζόν αλλά ο Χριστόφορος, τα είχε ανοίξει όλα.
"Βλέπω καλά ή πήρα κανένα κρακ και δε το θυμάμαι;" είπε προχωρώντας προς το μέρος του. Μόλις δε σήκωσε το βλέμμα και του χαμογέλασε, ο Σωτήρης έστριψε ελαφρώς το λαιμό του σαν σκύλος που βλέπει κάτι περίεργο.
"Άργησες. Έλα, έχουμε και τη δεξιά μεριά..."
"Καθαρίζεις;!" απόρησε
"Ναι, θα έρθει και ο άλλος σε λίγο..."
"Ρήγα όλα καλά;" Ρώτησε περίεργα
"Ναι. Φτιάξε ένα καφέ και έρχομαι...!"
"Εγώ να φτιάξω καφέ;" απόρησε αμέσως ο Σώτος
"Ναι ρε εσύ! Ας πιω και από τα χεράκια σου μια φορά..." Ο Χριστόφορος έκλεισε πάλι τις ομπρέλες και της έδεσε σφιχτά
"Το γύρισες στα ναρκωτικά έτσι δεν είναι;"
"Τράβα ρε μαλάκα κάνε ενα καφέ που λες και εξυπνάδες!" του χαμογέλασε πλατιά και έπιασε και να δένει και την απέναντι ομπρέλα "Άιντε! Πάνε και έρχομαι να σου πω .." Είπε κάπως γλυκά και ο Σωτήρης αναπήδησε
"ΘΥΜΗΘΗΚΕ!" Τσιριξε χαρούμενα
"Μακάρι..." ο Χριστόφορος για λίγο σκυθρωπιασε αλλά επανήλθε αμέσως "Συνέβη κάτι όμως χθες..."
"Τι συνέβη;"
"Θα φτιάξεις επιτέλους καφέ η όχι;!" του είπε έντονα και ο Σωτήρης και μόνο που τον είδε να γελάει ύστερα από δύο μήνες , έτρεξε να φτιάξει...
°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°
Είχε καιρό να βγει στα μαγαζιά.
Πήρε ένα καφεδάκι, γύρισε όλα τα μικρομάγαζα και έχοντας τα άστρα στις σακούλες της, αποφάσισε να κατσει λιγάκι στο πάρκο να ξεκουραστεί. Πήρε δέκα διαφορετικά λαμπάκια , ενα περιστρεφόμενο φωτιστικό που σχηματιζε αστέρια και μια καινούρια κουβέρτα. Ίσως ήταν τέλη Αυγούστου ακόμα αλλά της είχε λείψει να χουχουλιαζει.
Το πρωί ο Πάνος με το ζόρι της μίλησε. Της είπε πάλι πόσο την αγαπάει, ότι θα της δώσει ότι θέλει και έφυγε. Δεν είχε όρεξη να κάτσει να μιλήσει μαζί του. Ένιωθε μάλιστα ότι αυτή η σχέση έφτασε στο τέλος της.
Το κινητό της χτύπησε ξαφνικά και βλέποντας το όνομα της, αναφώνησε χαρούμενα
"Ρε Θάλεια; Πρέπει να πέσει κανένας μετεωρίτης για να πάρεις;!" είπε παραπονεμένα
"Συγνώμη... Ξέρω ότι χάθηκα. "
"Άλλαξες και σχολή, δε χάθηκες απλα!"
"Πώς είσαι;" απέφυγε να απαντήσει
"Την αλήθεια;"
"Ναι" Ζήτησε αλλά η Ιφιγένεια κατάλαβε ότι δεν ήταν χαρούμενη. Κάτι συνέβαινε
"Δεν είμαι και στα πολύ καλά μου. Μαλώνω συνέχεια με το Πάνο. Δε θέλω να με ακουμπάει. Βασικά δε θέλω να τον βλέπω ώρες ώρες ούτε να περπατάει στο σπίτι. Δεν ξέρω τι με έχει πιάσει ρε Θάλεια... Πριν το ατύχημα ήμασταν τόσο καλά..."
"Καμιά μνήμη δεν ήρθε ακόμα;"
"Όχι, καμιά... Ίσως αν σε δω; Γιατί δεν έρχεσαι μια βόλτα κάτω;" Η Θάλεια αναστεναξε
"Ίσως έρθω... Είναι άρρωστη η μητέρα μου. Τη φροντίζω. Ίσως ομως κάποια στιγμή κατέβω να σε δω..."
"Θάλεια; Θέλω να μιλήσουμε. Να σε κοιτάζω... Νιώθω ότι κάτι δεν είναι σωστό .."
"Πρέπει να κλείσω Ιφιγένεια... Λυπάμαι. Ξέρεις όμως κάτι; Κάνε μια ευχή, ίσως όλα αλλάξουν..." είπε και έκλεισε...
°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°
"Τι λέτε εσείς εδώ;" Ο Νεκτάριος τους πλησίασε "Και ποιος καλός Θεός φώτισε το κεφαλάκι σου και έπιασες να μαζεύεις αυτό το μέρος; Άρχισα να σκέφτομαι ότι θα μείνει έτσι για πάντα. Να ρημάξει..." ο Νεκτάριος ήταν ίσως ο πιο απογοητευμένος. Δεν είχε ιδέα γιατί ο Ρήγας δεν άνοιξε ξανά το μαγαζί. Ούτε εκείνος ούτε η Εύα είχαν μάθει κάτι μετά το ατύχημα.
"Ας πούμε ότι έγινε ίσως άλλαξα γνώμη..." Του απάντησε ο Ρήγας
"Κι εγώ λέω, ότι κάτι μου κρύβετε αλλά δε ξέρω γιατί..."
"Ρε Ρήγα... Δεν ωφελεί να μείνει κρυφό. Τι λες;" Πετάχτηκε ο Σώτος
"Άρα πραγματικά κάτι συμβαίνει και δε το ξέρω. Μπράβο, ρε! Ωραίοι φίλοι!"
"Σκάσε βρε μαλάκα και έλα κάτσε..." Ο Σώτος τράβηξε τη καρέκλα και ο Νεκτάριος πλησίασε και κάθισε
"Ελάτε, ακούω...! Ρίξτε τη βόμβα. Αντέχει ο τζουτζουκος μη φοβάστε!"
"Ο ποιος;" ο Σωτήρης ξεκαρδιστηκε
"Έτσι με λέει η Εύα ρε..." είπε κατακόκκινος.
"Να και κάτι που πραγματικά αξίζε... Σας χαίρομαι" πήρε θέση ο Ρήγας "Όλη μέρα μπουρου μπουρου..."
"Σκέφτομαι να πάω Αθήνα. Αν και τώρα που τελειώνει μου είπε να έρθει στα Κύθηρα... Δε ξέρω ρε παιδιά. Αυτή η κοπέλα όμως, έχει το κάτι... Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε..."
"Καλά, κάτσε να πιούμε ένα καφέ και θα δεις στο τέλος αν σε καταλαβαίνουμε!" Είπε ο Σώτος
"Τι έγινε; Αποφασίσατε με τη Θάλεια να τα βρείτε πάλι;"
"Μπα... Δεν είχε το κλικ αδερφέ... Εγώ ακόμα ψάχνω..."
"Γιατί ποιος ΔΕΝ ψάχνει;" ρώτησε περίεργα κοιτώντας το Ρήγα και εκείνος χαμογέλασε..."Μαλάκα έχω να σε δω να γελάς κοντά δύο μήνες..." Παρατήρησε αμέσως
"Τη βρήκα κι εγω ρε..." είπε και ο Νεκτάριος τα έχασε...
°•°•°•°•°°•°••°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•
Φτάνοντας σπίτι και βλέποντας ότι ο Πάνος δεν γύρισε ακόμα, πήγε αμέσως στη κρεβατοκάμαρα. Πέταξε τα παπούτσια, έβαλε πιτζάμες και άνοιξε ανυπόμονα τα σακουλάκια. Κοίταξε το δωμάτιο και άρχισε να ψάχνει σημεία για να βάλει τα φωτιστικά που πήρε. Αποφάσισε να βάλει τα κίτρινα φωτάκια γύρω από το κρεβάτι και το γυριστό με τα αστέρια στο κομοδίνο για να πιάνει όλο το ταβάνι.
Έκλεισε στα γρήγορα τα παντζούρια, τη πόρτα και το φως και μόλις το δωμάτιο τυλίχθηκε στο σκοτάδι τα άναψε. Έριξε τον εαυτό της στο κρεβάτι και έμεινε να κοιτάζει νιώθοντας μια αγαλλίαση στα μέσα της. Ήταν τόσο όμορφα. Έπιασε το κινητό της και το κοίταξε. Δεν ήξερε τι περίμενε... Πάντως κοίταξε τα μηνύματα. Έπιασε τον εαυτό της να θέλει να ελπίζει ότι ίσως είχε στείλει κάτι αλλά δεν έστειλε. Χθες μίλησαν το βράδυ. Η Ιφιγένεια σήκωσε το τηλέφωνο και έβγαλε μια φωτογραφία το ταβάνι της.
Έμοιαζε με ουρανό.
Μπήκε στα μηνύματα μα δίστασε να τη στείλει. Πριν πάρει την απόφαση όμως, άκουσε κλειδια στη πόρτα και έκλεισε αμέσως το κινητό της. Έσβησε τα φωτάκια και άναψε το φως.
"Αγάπη μου;"
"Έρχομαι!" φώναξε και ανοίγοντας τα παντζούρια βγήκε έξω.
Ο Πάνος είχε αφήσει σακούλες με ψώνια στο τραπέζι.
"Πώς πέρασες;"
"Καλά ήταν..."
"Δείχνεις απογοητευμένη .."
"Όχι όχι... Κουρασμένη είμαι"
"Λοιπόν, πήρα ένα σωρό χαζομάρες πριν έρθω από το σούπερ μάρκετ. Λέω να δούμε ταινία το βράδυ. Όπως παλιά. Τι λες;"
"Ε... Ναι, οκ..."
"Ιφιγένεια είσαι σίγουρα καλά; Μήπως έχεις κάποια ενόχληση;"
"Όχι αλήθεια... Κουρασμένη είμαι. Αυτό είναι όλο. Μίλησα και λίγο με τη Θάλεια σήμερα"
"Α ναι;" ρώτησε περίεργα "Και τι είπατε;"
"Τίποτα. Απόμακρη ήταν. Κάτι της συμβαίνει... Έχει και τη μαμά της άρρωστη.."
"Κάθε ένας έχει τη ζωή του αγάπη μου."
"Το ξέρω. Απλά μου έλειψε..."
"Λοιπόν, δε θα μιλάμε για τη Θάλεια. Έλα να δεις τι πήρα..! Βρήκα και ταινία"
Η Ιφιγένεια πλησίασε βαριεστημενα. Μόνο όρεξη για ταινία δεν είχε.
"Άλλαξα και λίγο τη διακόσμηση στο δωμάτιο..." του είπε ύστερα από λίγο
"Καλά έκανες!" Ο Πάνος άρχισε να βάζει τα πράγματα στα ντουλάπια
"Πήρα φωτάκια..."
Ξάφνου σταμάτησε και τη κοίταξε.
"Φωτάκια;"
"Ναι φωτάκια. Γιατί με κοιτάζεις έτσι; Τα είδα σε ένα μαγαζί και μου άρεσαν..."
"Μάλιστα... Εντάξει. Ότι αγαπάς..." ήταν σφιγμένος ξαφνικά μα η Ιφιγένεια δε του έδωσε και πολύ σημασίανμεψρι που τη πλησίασε και βάζοντας τα χέρια του στη μέση της, τη κοίταξε πονηρά.
"Θέλεις να δοκιμάσουμε τη καινούρια σου διακόσμηση;"
"Καλύτερα όχι..." απάντησε κάπως μαζεμένα. "Για να ηρεμώ τα πήρα. Με χαλαρώνουν από το πονοκέφαλο.."
"Μωρό μου σε θέλω σαν τρελός... Θέλω να σε αγγίζω... Δεν με αφήνεις. Πέρασαν δύο μήνες που έγινες καλά και κάναμε σεξ χθες..."
"Μη με πιεζεις ρε Πάνο! Και χθες μέσα στον ύπνο μου έγινε. Μη το ξανακάνεις... Με ενόχλησε"
"Σε ενοχλήσε που σε άγγιξα;"
"Ναι..."
"Ουαου... Αυτό δε το περίμενα..." έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και πήρε τα πράγματα του. "Ξέρεις κάτι; Θα πάω για εν καφέ με τα παιδιά. Δεν τους είδα και καθόλου από τη μέρα που ήρθαμε..."
"Μη στραβωνεις..."
"Δε στραβωνω. Απλά δε σε καταλαβαίνω.."
"Νομίζω είμαι αρκετά ξεκάθαρη. Απλά δε θέλω σεξ. Κακό είναι; Στο σεξ βασίζεται μια σχέση;"
"Έχεις δίκιο" Είπε και αναστεναξε "Ακόμα αναρρώνεις... Θα βγω λίγο με τα παιδιά και το βράδυ που θα έρθω αν θέλεις βλέπουμε και ταινία εντάξει;"
"Εντάξει..." ούτε προσπάθησε να τον πείσει να μείνει. Ο Πάνος πήρε τα κλειδιά του, της έριξε ένα βλέμμα απογοήτευσης και έφυγε. Η ανακούφιση που ένιωσε μόλις έκλεισε η πόρτα δεν είχε προηγούμενο....
Σαν παιδι που ανυπομονεί, έτρεξε αμέσως στο δωμάτιο , τα έκλεισε πάλι όλα και ξάπλωσε.
Αυτή τη φορά έπιασε το κινητό της και έστειλε τη φωτογραφία...
°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°°•°
Τυλιξε μια πετσέτα γύρω του και μπήκε στο δωμάτιο. Ο Νεκτάριος τρελάθηκε. Δεν είχε ιδέα για τίποτα από όσα του είπαν. Επέμενε μάλιστα να κλείσουν ένα εισιτήριο και να φύγουν αμέσως για Αθήνα. Ήταν έξαλλος με το Πάνο. Θεωρούσε ότι το αιμάτωμα ήταν απλά μια δικαιολογία για να κάνει πίσω ο Ρήγας και να μη πιέσει την Ιφιγένεια.
Κανένας από τους τρεις φυσικά δεν είχε ιδέα για όσα είχαν πει στην Ιφιγένεια στο νοσοκομείο.
Είδε την οθόνη του κινητού να φωτίζει και όπως ήταν με τα νερά κάθισε στο κρεβάτι.
Τα χείλη του δαγκωθηκαν μεταξύ τους αμέσως...
Έβλεπε το ταβάνι της. Ότι ακριβώς και τα μάτια της...
Ξάπλωσε προς τα πίσω σήκωσε και το δικό του κινητό και τράβηξε μια φωτογραφία το δωμάτιο και τα δικά του φωτάκια.
Την έστειλε αμέσως χωρίς να σχολιάσει κάτι παραπάνω...
°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°
Μόλις είδε ότι στα εισερχόμενα έγραφε τη λέξη φωτογραφία, έχασε έναν χτύπο και την άνοιξε αμέσως. Το χαμόγελο όμως έσβησε ξαφνικά. Ένα αίσθημα καύσης χαμηλά στο στομάχι της το έδεσε κόμπο.
Ένιωθε ότι τα είχε ξαναδεί αυτά τα φωτάκια... Έμοιαζαν σαν κάτι που άγγιξε. Που είδε από κοντά. Ήταν πολύ περίεργο...
Έκανε ζουμ τη φωτογραφία, τα κοιτούσε ξανά και ξανά και χάθηκε σε αυτά...
°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°
"Γιατί δεν απαντάς μωρό μου;" σκέφτηκε φωναχτά βλέποντας ότι είδε τη φωτογραφία. Είχαν περάσει πέντε λεπτά και ακόμα κοιτούσε την οθόνη του όταν ξαφνικά την είδε να πληκτρολογεί...
"Νιώθω ότι κοιτάζουμε τον ίδιο ουρανό, σε διαφορετικά μέρη... Έτσι δεν είναι;"
Έγραφε και εκείνος αναστεναξε
°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°
Η σκέψη ότι εκείνος δεν ήταν από Αθήνα φώλιασε μέσα της χωρίς να καταλαβαίνει το γιατί. Μόλις διάβασε το μήνυμα της, κάρφωσε το βλέμμα στην οθόνη. Κάτι της έγραφε...
"Έτσι είναι..." μόνο αυτό. Τίποτα άλλο δε της έγραψε...
°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°°•°°°•°°°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°
Δεν ήξερε τι να της πει... Στη τελική ήθελε να ζήσουν τη μαγεία που ξεκίνησε ανάμεσα τους ξαφνικά.
"Σε γνώρισα στα Κύθηρα... Πες μου ότι λέω αλήθεια... Το νιώθω" βλέποντας το μήνυμα της σηκώθηκε. Έβαλε μια βερμούδα, ένα ποτήρι ρούμι και παίρνοντας το καπνό, κάθισε στο κρεβάτι...
°•°•°•°•°•°°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•
Η Ιφιγένεια έριξε τη σκέψη της χωρίς να το αναλύσει πολύ...
Κανένας δε μπορούσε να τη πείσει για το αντίθετο. Κάτι είχε συμβεί εκεί, που ίσως όλοι της έκρυβαν... Δε δίστασε να σκεφτεί ότι ο Πάνος της έκρυβε κάτι εξίσου.
"Ας πούμε ότι με γνώρισες εκεί... Σου αρκεί;
Βάλε ίσως μια σπηλιά, λίγη θάλασσα μια ευχή... Και θα είσαι έτοιμη" διαβάζοντας την απάντηση του πάγωσε. Έμεινε στατική. Τα λόγια της Θάλειας έπαιξαν στο κεφάλι της.
Ευχή... Είπαν την ίδια λέξη. Η ευχή , τα φωτάκια, η πικραλίδα στα στήθη της... Το άστρο... Αυτός ο άντρας ήταν ένα αίνιγμα που σίγουρα είχε να κάνει με την ίδια. Με το κορμί της... Απάτησε το Πάνο; σκέφτηκε χωρίς ενδοιασμούς
°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°°•°•
Άναψε το τσιγάρο , σέρβιρε και ένα ποτήρι ρούμι και κοίταξε την οθόνη του...
Ίσως της έδωσε κάποιες παραπάνω πληροφορίες.... Ίσως και όχι. Αυτό θα το έκρινε από την απάντηση της...
"Ξέρεις τι είναι μια πικραλίδα των ευχών;" διάβασε και έβγαλε όλο τον αέρα από τα πνευμόνια του μονομιάς...
Αποφάσισε να μην απαντήσει ευθέως...
Και μόνο η σκέψη ότι βαθιά μέσα της, αναρωτιόταν για τα τατουάζ της, του ήταν αρκετή. Το έψαχνε... Το αναζητούσε και εκείνη... Το ένιωθε ότι κάτι ήταν απών από τη ζωή της...
°•°•°•°•°•°•°°••°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°°
"Έλα... Μη κόλλας..." ψέλλισε βλέποντας τον να αργεί να απαντήσει και όταν τον είδε να πληκτρολογεί, ανασηκώθηκε ανυπόμονα. Παρόλα αυτά, στην απάντηση του, μπερδεύτηκε ακόμα περισσότερο...
"Μια παρένθεση άνοιξε , και ο χρόνος σταματά..." Ήταν στίχος. Τον αναγνώρισε αμέσως. Άκουγε εκείνο το τραγούδι. Το θυμόταν... Ήταν της Vemeli... Πώς ήξερε εκείνος ότι της άρεσε; Πόσο μάλλον , τι σημασία να είχε εκείνος ο στίχος...;
Ξαφνικά και ενώ ήταν έτοιμη, να του στείλει άκουσε πάλι τα κλειδιά στη πόρτα και ξεφυσησε...
°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°°•°•°
"Πόσες στιγμές χωρούν μέσα σε μια παρένθεση...; Πρέπει να κλείσω..."
Κατάλαβε αμέσως ότι δεν ήταν πλέον μόνη...
Αναρωτήθηκε αν συνέβαινε κάτι.
Αν ένιωθε και εκείνη ότι παρά τα όσα έλεγε ο Πάνος, είχαν τελειώσει μεταξύ τους...
Και μόνο που του απάντησε για τις στιγμές, ο Χριστόφορος κατάλαβε ότι αναγνώρισε το τραγούδι. Στη τελική ήταν εκείνο που του πρότεινε να βάλει τότε στο μαγαζί...
Δε θα της απαντούσε...
Δεν ήθελε ούτε να πιέσει κάτι αλλά ούτε και να τη φέρει σε δύσκολη θέση. Θα τη κέρδιζε ξανά από την αρχή. Με μνήμες η χωρίς, εκείνος θα τη κέρδιζε... Το ένιωθε...
Άφησε στην άκρη το κινητό και εγυρε προς τα πίσω..
"Έλα μωρό μου, το έχουμε..." ψέλλισε και γυρίζοντας στο πλάι, άνοιξε το κομοδίνο και έβγαλε το φόρεμα της... Είχε ακόμα το άρωμα της επάνω...
🥰✨🥰✨🥰✨🥰✨🥰
Δεν άντεξα... Ήθελα ένα κάτι όμορφο για τα Χριστούγεννα ❤️
Είδα όλες τις ευχές σας.
Και στα κεφάλαια και στο προφίλ.
Σας ευχαριστώ και ανταποδίδω την αγάπη σας!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top