Κεφάλαιο 13°
Το τατουάζ...
°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°°•°
"Ρε Ρήγα, ψήνεσαι να βάλουμε και εμείς τέτοια;" είχαν φτάσει νωρίτερα από όλους.
Ο Σώτος του έδειξε τους ανεμιστήρες νερού θέλοντας να μιλήσουν και για κάτι άλλο.
"Καλά είναι... Δε θα πω ψέματα"
"Θες να κατέβω Κύθηρα αύριο να ρίξω μια ματιά;" ρώτησε μα έπιασε το βλέμμα του Χριστόφορου να χάνεται προς την είσοδο.
"Έφτασαν..." μολογησε πια ο Σωτήρης αφού ο Ρήγας, είχε στοχεύσει εκεί.
Η Ιφιγένεια έλαμπε. Αν και το κίτρινο δεν ήταν ένα από τα αγαπημένα του χρώματα βλέποντας το ύφασμα να διαγραφεί τόσο όμορφα το κορμί της, τη πόθησε αμέσως. Μέχρι που έτσι όπως χαζευε είδε το χέρι του Πάνου να τυλίγεται στη μέση της και τη πραγματικότητα να του δίνει ένα χαστούκι.
"Αργήσαμε λίγο... Ο Νεκτάριος;" είπε ο Πάνος φτάνοντας κάτω
"Έρχεται. Πριν λίγο μου έστειλε" Τον ενημέρωσε ο Σωτήρης.
"Παραγγείλατε;"
"Ναι, πήραμε τεκίλα. Καλά είναι;"
"Ναι μια χαρά"
Βολεύτηκαν στο στρογγυλό καναπέ και έτσι όπως κάθισαν η Ιφιγένεια ήταν ακριβώς δίπλα στο Ρήγα. Ένιωθε ακόμα και τη θερμότητα του κορμιού του στο δέρμα της.
Έριξαν μια γρήγορη ματιά ο ένας στον άλλο , μα δε κράτησε ούτε τρία δευτερόλεπτα.
Σερβίραν και ο Πάνος ξεκίνησε πρώτος τη κουβέντα, μιλώντας για το μαγαζί, για τη δουλειά και γενικά για το νησί και τη ζωή πλέον εκεί. Είχε ακόμα μόνο το ποτό του ενώ οι υπόλοιποι είχαν γεμίσει τρεις φορές τα ποτήρια τους από την ώρα που έφτασε και ι Νεκτάριος. Ο Ρήγας κατάλαβε ότι ίσως εννοούσε πραγματικά όσα του είπε σπίτι και κατά βάθος δεν ήξερε πώς να νιώσει. Η Ιφιγένεια από την άλλη, καθόταν σχεδόν αμίλητη και ήρεμη.
Τα τραγούδια άλλαζαν το ένα μετά το άλλο, ώσπου η Θάλεια και η Εύα σηκώθηκαν να χορέψουν με τα αγόρια και έμειναν οι τρεις τους στο καναπέ.
"Μωρό μου τι λες; Πάμε να τους δείξουμε και εμείς;" ο Πάνος σηκώθηκε και τη πήρε μαζί του χωρίς να περιμένει απάντηση.
Λάτιν ρυθμοί ξεχύθηκαν σε ολόκληρο το μαγαζί και ο Ρήγας μόνος πλέον, τους κοίταζε από απόσταση. Σε κάθε άλλη περίπτωση, θα είχε ήδη γκόμενα πλάι του αλλά δε το επιδίωξε. Δεν ήθελε.
Η Ιφιγένεια από την άλλη, έχοντας πιει και λίγο παραπάνω , κουνούσε το κορμί της ανυπόφορα όμορφα στα μάτια του.
Τα κορίτσια είχαν ενωθεί και τα αγόρια κουνισαν απλά τα κορμιά τους γύρω τους.
Ένιωσε μόνος. Όχι όμως με την ουσιώδη σημασία της λέξης. Δεν είχε αναγκη απο γυναικεία συντροφια. Είχε ανάγκη από μια συγκεκριμένη παρουσία.
Ξάφνου ο Πάνος τον πλησίασε και του χαμογέλασε
"Άιντε σήκω. Δε θα μου κάθεσαι εδώ σαν το μπακούρι. Παρέα είμαστε. Αφού μέχρι τώρα δε σου τράβηξε κάτι το μάτι, έλα!" τον έπιασε και τον τράβηξε.
"Μαλάκα καλά είμαι"
"Άστα αυτά και έλα! Τρεις γυναικάρες έχουμε εκεί!"
Τον σήκωσε με το ζόρι μα μέχρι να φτάσουν, η Εύα είχε κολλήσει το Νεκτάριο σε μια γωνιά, και η Θάλεια ο Σώτος και η Ιφιγένεια χόρευαν ακόμα. Πλησίασαν, ο Πάνος επλωσε το χέρι προς την Ιφιγένεια αλλά το κινητό του, τον σταμάτησε
"Τώρα ποιος διάολος είναι;" αναφώνησε βγάζοντας το "Ωχ... Η κυρά Μαρίκα. Παιδιά έρχομαι σε πέντε λεπτά. Χορέψτε εσείς..!" έφυγε σχεδόν τρέχοντας προς τα έξω. Για κάποιο λόγο, ο Σώτος τράβηξε τη Θάλεια και η Ιφιγένεια του χαμογέλασε διστακτικά.
"Τελικά καρμικο είναι να χορέψουμε οι δύο μας..." είπε και βάζοντας τα χέρια της γύρω από το λαιμό του, γύρισε σιγανα κουνώντας το κορμί της.
"Δε το βρίσκω φρόνιμο αυτό..."
"Ένας χορός είναι..."
"Πολύ χαμογελάς όμως..."
"Ίσως ένα ποτηράκι παραπάνω, με ηρέμησε. Αυτό είναι όλο... Μη γίνεσαι γκρινιάρης. Ένα χορό μόνο..." τα χέρια του βρέθηκαν στη μέση της. Το σώμα της εγυρε πάνω στο δικό του και με το πρώτο της έντονο κούνημα ο Χριστόφορος ξεφυσησε.
"Μωρό μου δε παίζει να μου κουνιέσαι έτσι και να το πάμε στο φιλικό... Δε βγαίνει" Είπε χωρίς να το ελέγχει και εκείνη γύρισε και του χαμογέλασε. Πριν τον πιάσει όμως ξανά, ο Πάνος επέστρεψε κάπως εκνευρισμένος.
"Πρέπει να φύγω..." τους είπε απογοητευμένος
"Τι έγινε ρε;" μίλησε πρώτος ο Ρήγας
"Η μάνα μου... Έμαθε ότι ήρθα στο νησί"
"Γιατί δε το ήξερε;"
"Όχι. Ήθελα να της κάνω έκπληξη και ούτε την ενημέρωσα... Με εκραξε χωρίς προηγούμενο... Πειράζει να πεταχτώ λίγο; Αγάπη μου;" Η Ιφιγένεια δεν ήξερε τι να απαντήσει "Δεν είναι μακριά. Μια ώρα δρόμος. Ίσως σας προλάβω πριν φύγετε. Λίγο να τη δω γιατί με έσκασε!"
"Να πας..." είπε κάπως περίεργα
"Σίγουρα; Αν κάτι στραβωσει θα σου στείλω μήνυμα. Ρήγα μπορείς να τη γυρίσεις σπίτι; Γιατί από ότι βλέπω οι άλλοι είναι στο κόσμο τους..."
"Εντάξει..."
"Ευχαριστώ ρε! Λοιπόν, πάω!θα πάρω το αμάξι δε θα αργήσω πολύ..." φίλησε την Ιφιγένεια στα χείλη και χωρίς να χαιρετήσει τους υπόλοιπους έφυγε.
"Έλα... Πάμε να κάτσουμε. Δεν είμαστε εμείς για τέτοια..." της είπε μόλις έμειναν μόνοι, και πιάνοντας την απαλά από το χέρι, περπάτησαν και κάθισαν στο καναπέ.
Ήπιαν και οι δύο σιωπηλοί...
Η Εύα με τον Νεκτάριο χόρευαν ενώ η Θάλεια εμ το Σώτο μιλούσαν στο μπαρ.
"Τι σου είπε χθες και τον χτύπησες;" ρώτησε γυρίζοντας προς το μέρος του.
"Ιφιγένεια μη το σκαλίζεις. Πάει αυτό, το λύσαμε..."
"Τρόμαξα..." του είπε σιγανα
"Ξέρω να συγκρατώ τον εαυτό μου. Δε θα έλεγα κάτι που θα σε έφερνε σε δύσκολη θέση ... Όχι ακόμα τουλάχιστον"
"Όχι ακόμα;" η Ιφιγένεια χαμογέλασε ασυναίσθητα
"Τώρα τι χαμόγελο είναι αυτό;"
"Δε ξέρω... Χαμογέλασα;"
"Λιγάκι..."
"Δε το κατάλαβα..."
"Βρε βρε βρε..." Ένας τύπος πλησίασε στο τραπέζι τους και ο Χριστόφορος αμέσως, έβαλε το χέρι του πίσω από τη πλάτη της Ιφιγένειας χωρίς όμως να την ακουμπήσει. "Πώς και από εδώ, Ρήγα; Και μάλιστα με μια τόσο ωραία ύπαρξη πλάι σου;"
"Ιδέα του Νεκτάριου ήταν..."
"Μάλιστα, ωραίες ιδέες έχει αυτό το παιδί. Είχατε μήνες να έρθετε στη χώρα. Ελπίζω να σας περιποιήθηκαν...."
"Όλα μια χαρά"
"Δε θα με συστήσεις;" Ο τρόπος που τη κοιτούσε άγγιζε το γλοιώδη. Ήξερε αυτά τα βλέμματα η Ιφιγένεια από τότε που δούλευε στο μπαρ.
Ο Χριστόφορος σήκωσε το φρύδι του.
"Ιφιγένεια , απο δω ο Βασίλης..." είπε σφιγμένα γεμίζοντας τα στήθη του με αέρα.
"Έτσι ρε; Πες της κοπέλας πόσο υπέροχος είμαι! Είδα ότι είστε παρέα. Φίλη σου;"
"Ανάλογα πως το βλέπει κανείς..." η Ιφιγένεια γλίστρησε το χέρι της στο μπούτι του Χριστόφορου , και σκύβοντας, χώθηκε στην αγκαλιά του.
"Αααα σόρρυ.... Δεν κατάλαβα... Μαλάκα δεν ήξερα. Δεν σε έχω συνηθίσει με κοπέλα..." είπε αμέσως και μαζεύτηκε "Είπα και εγώ, τόσο ωραία γυναίκα μαζί σου και να κάθεσαι άνετος. Μου φάνηκε κάπως..."
"Δε τρέχει κάτι .."
"Κοίτα να δεις! Αποφάσισες να στρώσεις;" συνέχισε χαμογελαστος
"Έψαχνε τη κατάλληλη μάλλον..." σχολίασε η Ιφιγένεια
"Πράγματι. Ταιριάζετε κι όλας. Λοιπόν, εγώ έφευγα. Να περάσετε όμορφα!" ο τύπος έφυγε και ο Χριστόφορος ξεροβηξε
"Το.... χεράκι;" είπε κοιτώντας χαμηλά στο μπούτι του.
"Α ναι... Σωστά..." η Ιφιγένεια το τράβηξε σιγανα
"Ωραία το έπαιξες..."
"Τον κατάλαβα από την αρχή..."
"Θα μπορούσα να παίξω κι εγώ αλλά με πρόλαβες..."
"Τι παραπάνω θα έκανες;"
"Θέλεις να δεις;" η αυτοσυγκράτηση του έβαλε τα ρουχαλακια της και πήγε βόλτα
Η Ιφιγένεια ξεροβηξε και απομακρύνθηκε κάπως "Το φαντάστηκα. Για αυτό κατσε φρόνιμη γιατί έχουμε μεγάλη νύχτα μπροστά μας"
"Τι κάνετε εσείς εδώ; Ο Πάνος;" πλησίασε ο Σώτος με τη Θάλεια
"Τον πήρε η μαμά του... Έφυγε να πάει να τη δει" ενημέρωσε η Ιφιγένεια
"Μάλιστα. Η κυρά Μαρίκα το ανακάλυψε. Θα έρθει η θα μείνει εκεί;"
"Είπε θα έρθει..." του απάντησε η Ιφιγένεια
"Καλά αν έρθει γράψε μου. Δε τη ξέρεις καλά" αστείευτηκε και αλληλοκοιταχθηκαν και οι τέσσερις μαζί.
"Ποιος θα σε γυρίσει;" ρωτησε ήρεμα
"Εγώ" Απάντησε αμέσως ο Ρήγας
"Σίγουρα; Αν θες..."
"Όλα εντάξει. Μη σκας..." είπε πιάνοντας το ποτό του.
"Η Εύα με τον Νεκτάριο σε λίγο θα εξαφανιστούν το ξέρετε έτσι;" σχολίασε η Θάλεια χαρούμενα "Κι εσύ μου υποσχέθηκες μια βόλτα στη θάλασσα..." είπε προς τον Σωτήρη.
"Και τι θέλεις τώρα τη βόλτα;" απάντησε με νόημα
"Γιατί όχι; Τα παιδιά κάθονται ήρεμα εδώ. Τα πόδια μου πόνεσαν για να χορέψω και έχει υπέροχο καιρό..." είπε γλυκά
"Μισή ώρα μόνο!" τη μάλωσε κάπως
"Νομίζω φτάνει..." ο Σώτος κοίταξε το Ρήγα
"Δε θα αργήσουμε..."
"Καλά να περάσετε..." του είπε χαλαρός
"Τελικά, πως τα καταφέρνουμε και μένουμε μόνοι;" η Ιφιγένεια γύρισε προς το μέρος του "Όλο φεύγουν..."
"Θέλεις να φύγουμε και εμείς;" ρώτησε για πλάκα αλλά εκείνη ενθουσιάστηκε "Όχι Ιφιγένεια! Δεν έχουμε κάπου να πάμε. Βγαλτο από το κεφάλι σου!" συνέχισε βλέποντας την έτοιμη να σηκωθεί
"Έλα ρε Χριστόφορε... Βαρέθηκα εδώ..."
"Νομίζω έχεις πιει ένα τσακ τόσο δα παραπάνω"
"Ίσως. Αλλά και πάλι βαρέθηκα..."
"Λείπει ο Πάνος ίσως γι αυτό..." της υπενθυμισε πλαγίως
"Δεν είναι αυτό... Απλά είμαι χορτασμένη από αυτά. Προτιμώ ένα ποτάκι στη θάλασσα, ακόμα και μόνη μου... Εγώ με τον εαυτό μου" πέρα από το ερωτικό κομμάτι ανάμεσα τους και σε όσα προηγήθηκαν ο Χριστόφορος ένιωσε το θέλω της. Το ίδιο προτιμούσε και εκείνος συνέχεια. Για αυτό και έπαψε να βγαίνει.
"Θέλεις να σε πάω για ποτό τα δύο μας;" είπε χωρίς να σκεφτεί και εκείνη άνθισε σαν μπουμπούκι "Ποτό όμως..."
"Ναι..."
"Ωραία σήκω"
Χωρίς πολλά πολλά , σηκώθηκαν. Είπε του Νεκτάριου ότι θα τη γυρίσει σπίτι και μπήκαν στο αμάξι
"Που πάμε;"
"Έχει σημασία; Θα πάρουμε κάτι και πάμε όπου μας βγάλουν οι ροδες..." του χαμογέλασε αλλά λίγο πριν βάλει μπροστά το αμάξι, το βλέμμα της άλλαξε "Τι έπαθες;"
"Συγνώμη..." ο Ιφιγένεια αναστεναξε βαθιά "Δεν ήθελα να σου κλέψω το σημείο..."
"Ποιο σημείο;"
Άπλωσε το δάχτυλο της και άγγιξε το λαιμό του.
"Ξέρω ότι ήταν σημαντικό για σένα... Δεν έπρεπε να το κάνεις μόνιμο..."
"Το ήθελα και το έκανα... Δε με πίεσε κανένας"
"Νιώθω ότι εξαναγκάστηκες..."
Ο Χριστόφορος γύρισε προς το μέρος της
"Μωρό μου κανένας δε με εξαναγκάζει να κάνω κάτι που δε γουστάρω..." είπε σοβαρός "Εσύ πάλι , εξαναγκάστηκες..." σχολίασε δείχνοντας το λαιμό της
"Κάνεις λάθος... Το ήθελα..."
"Μα εσύ δε θέλεις στίγματα κανενός στο κορμί σου... Σωστά;" Της πέταξε τη συζήτηση που είχαν στη ταβερνα το πρωί
"Ίσως και να ήθελα... Ίσως και να θέλω κι άλλα... Δε θα μου κάνεις όμως. Σωστά;"
"Ανάλογα τα στίγματα..." της είπε σοβαρός.
"Κι αν σου έλεγα ότι θέλω κι άλλο;"
"Θα σου έλεγα ότι μπορώ να σου κάνω..."
"Θα μου κάνεις;" Το παρακλητικό της βλέμμα τον έκανε να κλείσει τα μάτια του.
"Είσαι σίγουρη;"
"Ναι. Είμαι... Δες το αλλιώς, θα έχω κάτι ακόμα για να θυμάμαι. Σωστά;" χαμήλωσε κάπως τη φωνή της και χαμογέλασε σφιγμένα
"Σωστά..."
"Ξέρεις τι θέλω;"
"Για πες μου..."
"Δε ξέρω"
"Τι εννοείς;"
"Εννοώ ότι, θέλω κάτι από σένα χωρίς να ξέρω το σχέδιο... Κάτι που θα σκεφτείς εσύ..."
"Μιλάς σοβαρά; Θα με αφήσεις να σχεδιάζω κάτι μόνιμο στο κορμί σου, χωρίς να έχεις ιδέα τι είναι;"
"Ακριβώς..." Ο Χριστόφορος κοίταξε το τιμόνι χωρίς να απαντήσει και έβαλε μπρος. Δεν τον ρώτησε καν που πηγαίνουν. Δεν είχε την ανάγκη να ξέρει. Ούτε ήθελε...
Οδήγησε σιωπηλός μέχρι που η Ιφιγένεια είδε ότι μπήκαν μέσα στα Κύθηρα.
Χώθηκε στα στενά ώσπου σταμάτησε.
"Φτάσαμε..." της είπε και εκείνη έσμιξε τα φρύδια της σαστισμένα
"Που φτάσαμε;"
"Σπίτι μου... Έλα..." Βγήκε πρώτος και εκείνη πάγωσε κάπως. Θυμήθηκε τις κουβέντες τους ότι ο Ρήγας ποτέ δεν άφησε γυναίκα να πατήσει το ποδι της εκεί. Ήταν όμορφη η αίσθηση αλλά και μπερδεμένη μαζί.
Κατέβηκε και τον ακολούθησε. Μπήκαν στην οικοδομή και εκείνος χαμογέλασε φτάνοντας στο ασανσέρ.
"Δε φοβάσαι έτσι δεν είναι;"
"Γιατί να φοβηθω;"
"Είναι κάπως στενά..." άνοιξε τη πόρτα και πράγματι ήταν ίσα ίσα για δύο άτομα. "Μετά από σένα..." Η Ιφιγένεια μπήκε και πίσω της ακολούθησε εκείνος. Είχε κολλήσει το κορμί της στο καθρέφτη ενώ ο Χριστόφορος είχε μια περίεργη ανέλπιστη χαρά στο βλέμμα.
Ήταν τόσο κοντά μα παρόλα αυτά, έμοιαζε σαν να εχουν έναν αόρατο τοίχο ανάμεσα τους.
Το ασανσέρ σταμάτησε και εκείνοι έμειναν ακόμα να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο μέχρι που ο θόρυβος της πόρτας που έκλεινε ξανά, ανάγκασε τον Χριστόφορο να βγει.
"Δεν έχω φέρει ξανά κοπέλα εδώ. Να είσαι επιεικής" αστείευτηκε βάζοντας το κλειδί στη πόρτα και μόλις εκείνη άνοιξε η Ιφιγένεια έμεινε άναυδη.
"Καλώς ήρθες στο κόσμο μου, Ιφιγένεια..." είπε κάπως διστακτικά βλέποντας τη να σαστιζει.
Το σπίτι ήταν σκοτεινό και για φως υπήρχαν εκατοντάδες διάσπαρτα κολλημένα φωτάκια στο ταβάνι. Έμοιαζαν με αστέρια. Δεν υπήρχε σημείο του σπιτιού καθώς έμπαιναν που να μη την έκανε να κοιτάξει ψηλά. Το σαλόνι, είχε δύο μαύρους καναπέδες , λίγα φωτιστικά και παντού στους τοίχους είχε κολλημένα σχέδια. Μερικά σε φωτοτυπίες, αλλά ιδιόχειρα, όλα ήταν πανέμορφα.
"Κάθεσαι έτσι σιωπηλή και τρομάζω..." της είπε σιγανα
"Είναι όνειρο.,." απάντησε ειλικρινά "Νιώθω ότι ήρθα στον ουρανό..." ο Ρήγας απελευθέρωσε επιτέλους την ανάσα που κράταγε για ώρα
"Έχω ένα θεματακι με τα φωτάκια..."
"Το θέλω κι εγώ αυτό... Δε το είχα σκεφτεί ποτέ..."
"Φαντασία θέλει η ζωή Ιφιγένεια..." στάθηκε πίσω της μα δε την άγγιξε. "Δεξιά σου έχει ένα μπαρ. Μπορείς να βάλεις ότι θέλεις. Πάω να φέρω τη τσάντα μου εντάξει;" κούνησε το κεφάλι της και εκείνος έφυγε. Μένοντας μόνη, πρόσεξε ένα ραφακι. Ίσως το μοναδικό. Πάνω είχε φωτογραφίες μιας χαρούμενης οικογένειας, της δικής του.. Ήταν τέσσερις και όλες απεικόνιζαν όμορφες στιγμές τους.
Αυτός ο άνθρωπος είχε ένα απύθμενο βάθος ψυχής που εκείνη ήθελε να το εξερευνήσει όλο. Ήταν τόσο διαφορετικός...
"Ακόμα δεν έβαλες να πιεις κάτι;" μπήκε και άφησε τη τσάντα πάνω στο τραπεζάκι.
"Μου αρέσει εδώ..." ψέλλισε χωρίς να τον κοιτά "Νιώθω σπίτι..." Η απάντηση της έκανε τη καρδιά του να χτυπήσει αμέσως.
Πήγε στο μπαρ, έβαλε δύο ποτήρια με ρούμι και τα άφησε στο τραπέζι. Η Ιφιγένεια ήταν ακόμα στις φωτογραφίες. Τη πλησίασε από πίσω και τεντώνοντας το χέρι του έπιασε μια κορνίζα.
"Ήμουν δέκα εδώ... Ένα μήνα μετά πέθανε..." της ψιθύρισε
"Ήταν πολύ όμορφη... Η εικόνα της βγάζει στοργή. Αποπνέει ηρεμία... Σταθερότητα. Βλέμμα καθαρό..." είπε θαρρείς και έπρεπε να τη διαβάσει.
"Έτσι ακριβώς ήταν... Και έτσι προσπάθησε να με κάνει να γίνω... Χάθηκα κάπου στη μέση, αλλά..." Η Ιφιγένεια έκανε μια στροφή και βρέθηκαν ο ένας πάνω στον άλλο.
"Τα είδα αυτά σε σένα... Όταν σε γνώρισα" ένιωσε τα χέρια του να μπλέκονται στα δικά της
"Έλα, πάμε να κάνεις τις τρέλες σου..." Την οδήγησε στο καναπέ και κάθισε πλάι της. Άνοιξε τη τσάντα και εκείνη όπως και τη πρώτη φορά, χώθηκε σχεδόν ολόκληρη μέσα.
"Θα με άφηνες να σου κάνω ένα;"
"Θέλεις να μου κάνεις τατουάζ;" απόρησε αμέσως ο Χριστόφορος
"Δεν εχω ιδέα πως να κάνω αλλά μπορείς να μου δείξεις..."
"Έχεις ιδέα από σχέδιο;"
"Όχι" Του είπε και ο Χριστόφορος γέλασε
"Θέλεις να κάνουμε κάτι ο ένας στον άλλο; Κάτι για να θυμόμαστε αυτή τη στιγμή..."
"Ξέρεις κάτι;" είχε μια σιγουριά στο βλέμμα.
"Αυτό θα κάνουμε... Όπως ακριβώς το είπες..." Έπιασε τα μηχανάκια του και άρχισε να τα στρώνει
"Χριστόφορε; Δεν... Δε το εννοούσα... Δεν έχω ιδέα πως να κάνω. Σε πείραζα απλώς..."
"Θα αποκτήσεις. Έλα..." ετοίμασε ένα από αυτά και της το έδωσε μα εκείνη το κοίταξε έντρομη
"Χριστόφορε τρελάθηκες;"
"Ίσως... Ελα διάλεξε σημείο..."
"Δεν υπάρχει περίπτωση!"
"Ιφιγένεια; Το εννοώ... Κάνε ότι θέλεις... Μια γραμμή είναι αρκετή"
Η Ιφιγένεια δίστασε.
"Φοβάμαι μη σε πονέσω..."
"Είναι αργά για αυτό... Έλα" είπε και χωρίς να της δώσει περιθώριο απάντησης , της άφησε στα χέρια το μηχάνημα. "Διάλεξε σημείο..."
"Που θα το ήθελες;"
"Δική σου επιλογή είναι αυτή... Εγώ θα κάνω τη δικιά μου μετά..." του χαμογέλασε.
Έπιασε διστακτικά την άκρη της μπλούζας του, τη τράβηξε και την έβγαλε.
"Παίζεις άγρια..." είπε σκεπτόμενος ότι θα διαλέξει το χέρι ίσως.
"Εδώ το θέλω..." Η Ιφιγένεια έβαλε το δάχτυλο της, στο αριστερό του στήθος. "Ούτε εδώ έχεις κάποιο..." παρατήρησε αφού το κορμί του ήταν σχεδόν γεμάτο.
"Κλέψε κι αυτό το σημείο τότε..." Την έπιασε από τη μέση και τη σήκωσε πάνω του σαν πούπουλο. Το φορεματακι της, ανέβηκε ελαφρώς πιο πάνω μα κανένας από τους δύο δεν έδωσε σημασία.
Τράβηξε το μαξιλάρι πίσω του, το πέταξε και ξάπλωσε προς τα πίσω.
"Είσαι σίγουρος;"
"Ναι μωρό μου, ξεκίνα..." χαμήλωσε το κορμί της και πάτησε το κουμπί. Ο Χριστόφορος έκλεισε τα μάτια πριν καν η βελόνα φτάσει το δέρμα του. Ένιωσε μια περίεργη γραμμή , ύστερα μια κυκλική, και πάλι το ίδιο... Άνοιξε τα μάτια του και δάγκωσε τα χείλη του βλέποντας την... Ήταν αφοσιωμένη τόσο πολύ, που ήταν αξιαγάπητη η θέα της.
"Μη με κοιτάζεις έτσι, θα γελάσω..." είπε χωρίς να τον κοιτά
"Δε το ελέγχω..."
"Κάτσε φρόνιμα μην ξεφύγω από τις γραμμές..." τον μάλωσε και γύρισε λίγο από εδώ, γύρισε λίγο από εκεί, σήκωνε και κατέβαζε το χέρι της ώσπου σταμάτησε. Ανασηκώθηκε και εκείνος τη κοίταξε έντονα.
"Νομίζω είναι έτοιμο..." Χαμηλώσε το κεφάλι του για να δει αλλά εκείνη τον σταμάτησε "Περίμενε! Μια τελευταία πινελιά..." Έσκυψε πάλι, πάτησε λίγο παραπάνω , και γυρίζοντας πήρε ένα από τα μαντηλάκια καθαρισμού, και ύστερα έκλεισε το μηχάνημα και τον κοίταξε περήφανα
"Τώρα είναι τέλειο..."
Ο Χριστόφορος ανασηκώθηκε και εκείνη τον άφησε να το κοιτάξει...
"Ένα χτύπος...Ένας χτύπος με ενα άπειρο..." ψιθύρισε κοιτώντας το. Η Ιφιγένεια του σχεδίασε τον χτύπο μιας καρδιάς που στο τελείωμα έκλεινε σε ένα όμορφο άπειρο..
"Ναι..."
"Και τι συμβολίζει;"
Έπιασε την άκρη από το φόρεμα της, το έβγαλε και το πέταξε στην άκρη.
Ύστερα έβαλε τα χέρια της στη πλάτη, ξεκουμπωσε το σουτιέν της και άφησε τα στήθη της έρμαια των ματιών του.
Ο Χριστόφορος σφίχτηκε.
Είχε ξαναδεί το τατουάζ που είχε στα στήθη της. Απ' άκρη σ' άκρη ένα τεράστιο άπειρο που έκλεινε μέσα και τη καρδιά της.
"Θέλεις να σου το εξηγήσω;" τον ρώτησε σοβαρή και εκείνος έβαλε τα χέρια του στη μέση της, τη κράτησε σφιχτά και τη ξάπλωσε στο καναπέ χωρίς να της πει κάτι. Ανασηκώθηκε και έπιασε το δεύτερο μηχάνημα που είχε έτοιμο.
Χώθηκε ανάμεσα στα πόδια της διχως δυσκολία αφού πλέον είχε μείνει μόνο με το κάτω εσώρουχο. Έσκυψε, φίλησε απαλά τη κοιλιά της, και τη δάγκωσε...
"Είσαι έτοιμη;" Με ένα της νεύμα, εκείνος κοίταξε το κορμί της. Ήθελε να το γεμίσει όλο. Κάθε σπιθαμή του. Άνοιξε τη παλάμη του και την τοποθέτησε ακριβώς ανάμεσα στα στήθη της. "Λένε πως η καρδιά είναι αριστερά, δίνει ζωή... Δεξιά υπάρχει κενό , χάος. Ένα τίποτα..., και στη μέση για ισορροπία βρίσκεται η ψυχή..." είπε σιγανα. Μια ζωή, ένας θάνατος και μια αιωνιότητα..."
Το χέρι του κατρακύλησε στη μέση της και σκύβοντας από πάνω της, κόλλησε τα χείλη του στο σημείο και το φίλησε. Άναψε το μηχανάκι, το καθάρισε με ένα πανακι και της χαμογέλασε σαν παιδί.
Μόλις η βελόνα άγγιξε τη σαρκα της, η Ιφιγένεια δαγκωθηκε. Η αίσθηση να της κάνει τατουάζ εκείνος δεν είχε καμία σχέση με ότι κι αν είχε κάνει ως τώρα. Είχε κάτι προσωπικό. Μια λαχτάρα. Πάθος ίσως και ανυπομονησία... Της έκανε τατουάζ χαϊδεύοντας και φιλώντας απαλά τα σημεία ολόγυρα σε κάθε ευκαιρία. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι κάνει. Κουνούσε κάπως κυκλικά τη βελόνα.
"Τώρα μάλιστα..." μόλις τελείωσε, άφησε κάτω το μηχάνημα και πιάνοντας τη από τα χέρια τη σήκωσε. "Έλα, πάμε μέσα να δεις..."
Την οδήγησε στη κρεβατοκάμαρα και πάτησε το διακόπτη. Σε αντίθεση με το σαλόνι, εκείνο το δωμάτιο ήταν βαμμένο ολόκληρο σε μπεζ αποχρώσεις. Το ταβάνι ήταν γεμάτο φωτάκια και η ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε σαν τα άναψε, της δημιούργησε μεγαλύτερη οικειότητα με το χώρο. Πάλι στο κρεβάτι είχε ένα μεγάλο καθρέφτη. Έχοντας τη παλάμη του στο σημείο, περπάτησαν και στάθηκαν μπροστά. Λίγο πριν τραβήξει το χέρι του, την αγκάλιασε από πίσω και άφησε το κεφάλι του στο λαιμό της.
"Είμαι έτοιμη.." Η Ιφιγένεια του χαμογέλασε μα μόλις ο Χριστόφορος κατέβασε το χέρι του εκείνη έσμιξε τα φρύδια της και δακρυσε. Αναγνώρισε αμέσως το λουλούδι...
Ήταν ένα δανδελίων...
Πιο απλά, μια πικραλίδα των ευχών...
Τη γύρισε, τη κοίταξε και έκλεισε τα βλέφαρα του... Η Ιφιγένεια έστεκε ακόμα παγωμένη. Μόλις τα άνοιξε, έσκυψε και φύσηξε απαλά στο τατουάζ...
"Ήθελα να κάνω μια καινούρια ευχή απόψε..." Κράτησε απαλά το πηγούνι της και εκείνη του χάρισε ένα λυπημένο χαμόγελο.
"Και την έκανες;"
"Ναι. Την έκανα..."
"Και ποια είναι;" τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και εκείνος τόλμησε να σκύψει προς το προσώπο της τόσο ώστε να αγγίξει τα χείλη της.
"Ευχήθηκα να σε γνώριζα πρώτος..." ανατριχιασε με την ανάσα του που έσκασε στο πρόσωπο της.
Η Ιφιγένεια έκανε ένα βήμα πίσω. Γύρισε προς το καθρέφτη, έκλεισε τα μάτια της και εκείνος τη κοίταξε περίεργα. Ήταν τόσο απρόβλεπτη... Την είδε να ψελλιζει κάτι και ύστερα να ανοίγει τα μάτια και να φυσάει προς το είδωλο της.
"Πόσες ευχές να αντέξει αυτός ο ουρανός;" της είπε κλείνοντας την απόσταση από πίσω.
"Μόνο τη δική μου, φτάνει..." του απάντησε
"Η οποία είναι; Ευχήθηκες πάλι να μη με γνώριζες ποτέ;" της είπε γλυκά και εκείνη γύρισε. Τον έπιασε από το πρόσωπο και ανοίγοντας τα χείλη της του έδωσε ένα παθιασμένο φιλί στο οποίο ο Χριστόφορος ανταποκρίθηκε σαν τρελός. Η Ιφιγένεια πήδηξε πάνω του, και εκείνος τη γύρισε στο κρεβάτι.
"Είσαι σίγουρη για αυτό που ζητας;" ρώτησε μα εκείνη του απάντησε με το κορμί της. Λέξη δεν έβγαλε. Του έδειξε πόσο πολύ τον λαχταρούσε ψυχή και σώμα...
Μόλις μπήκε μέσα της και ενώθηκαν σαν ένα σώμα, η Ιφιγένεια τον κράτησε δυνατά από το πρόσωπο
"Ξέρεις τι ευχήθηκα;" μίλησε επιτέλους χωρίς ανάσα "Ευχήθηκα, να είσαι ο τελευταίος..." είπε σαν απάντηση στη δική του ευχή και εκείνος χάθηκε...
🥹🖤
(Δεν ήθελα να σας αφήσω έτσι. Το κεφάλαιο βγήκε για καληνύχτα. Ίσως κάνω κάποιες αλλαγές όταν το διαβάσω γιατί περιμένω κόσμο.❤️. Να είστε καλά! Να περνάτε όμορφα και να κάνετε ευχές... Πολλές ευχές. Μικρές μεγάλες, ελπιδοφόρες, όλες...)
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top