Κεφάλαιο 1°

Ένα ταξίδι...
Κάτι μαγικό...
Μια φυγή
Και μια ευχή...
Μακάρι όλα να πάνε καλά...

°•°•°•°•°°•°•°••°•°•°°•°•°•°•°•°°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•

Αθήνα

"Έλα σταμάτα..." η Ιφιγένεια είχε γίνει κατακόκκινη. Το ιδρωμενο της δέρμα όμως τον φούντωνε ακόμα περισσότερο.

"Ένα ακόμα..."

"Ρε Πάνο θα αργήσουμε"

"Έλα ρε μωρό μου..."

Σήκωσε το σεντόνι, μπήκε βαθιά προς τα κάτω και χώθηκε ανάμεσα στα πόδια της.
Η Ιφιγένεια άρχισε να αναστεναζει αμέσως...
Είχε μάθει καλά το κορμί της τόσα χρόνια και ήξερε ακριβώς πώς να ξεκλειδώσει τις αισθήσεις της και να απολαύσει την ηδονή της. Τα δάχτυλα της, μπλέχτηκαν στα μαλλιά του και πιάνοντας τον από το πρόσωπο, τον ώθησε προς τα πάνω. Ο Πάνος άρχισε να φιλάει το κορμί της, έφτασε στα στήθη της και μόλις βρέθηκε στο κατάλληλο ύψος, μπήκε μέσα της χωρίς καθυστέρηση.

Όλοι είχαν να λένε για τον έρωτα τους.
Όταν γνωρίστηκαν κόλλησαν αμέσως.
Ο Πάνος την ερωτεύθηκε με τη πρώτη ματιά και εκείνη του δόθηκε χωρίς όρους.

"Όλα εσύ μωρό μου..." τη κράτησε σφιχτά και εκείνη έμπηξε τα νύχια της στη σάρκα του. Κάθε φορά που έκαναν έρωτα ήταν μοναδική. Αντί να βαρεθουν ο ένας τον άλλο, εκείνοι φούντωναν ακόμα πιο πολύ.

Η Ιφιγένεια τεντώθηκε και εκείνος απόλαυσε τη καψα της. Δεν του πήρε πολύ να της δωθεί. Δευτερόλεπτα αργότερα τραβήχτηκε από μέσα της, έβγαλε το προφυλακτικό και ξάπλωσε πλάι της.

"Σε λατρεύω ρε..." του είπε μπλέκοντας τα χέρια της στα μαλλιά του ενώ εκείνος φιλούσε απαλά τη κοιλιά της.

"Κι εγώ... Τόσο πολύ που θέλω αυτό το καλοκαίρι να είναι σταθμός για μας... Σε δύο χρόνια τελειώνουμε... Δε μου φτάνει μωρό μου αυτό..."

"Τι εννοείς;" Η Ιφιγένεια ανασηκώθηκε και τον κοίταξε περίεργα

"Κάνε πως δε καταλαβαίνεις μικρή μουσιτσα..." της χαμογέλασε πονηρά και εκείνη έλαμψε

"Πάνο μου κάνεις πλάκα;"

"Όχι αγάπη μου... Ωραίο όλο αυτό, αλλά δε σκοπεύω να μείνουμε σαν το ζευγαράκι από σπίτι σε σπίτι... Θέλω να μείνουμε μαζί. Να δούμε τι θα κάνουμε και με τις δουλειές μας και ποτέ δε ξέρεις..."

"Έχεις τρελαθεί έτσι;"

"Καθόλου... Για αυτό ήθελα τόσο να τόσο πολύ να πάμε μαζί κάτω..."

Η Ιφιγένεια ένιωσε ένα τσίμπημα πάλι στο στήθος

"Φοβάμαι την απόρριψη τους ρε Πάνο... Εδώ κρύβεις εσύ τα τατουάζ σου από τη μητέρα σου που είναι μικρά... Αν δει τα δικά μου θα πάθει εγκεφαλικό..."

"Μη σκας ρε αγάπη μου. Ξέρω να χειρίζομαι τη μάνα μου. Ο πατέρας μου θα σε λατρέψει. Τον έχουμε στο τσεπακι μας. Εκτός αυτού, περισσότερο θέλω να σε γνωρίσω στα αγόρια..."

"Περισσότερο από τους γονείς σου;"

"Ε ναι ρε μάτια μου. Κολλητοί μου είναι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Ούτε μια φωτογραφία μας δεν τους έχω στείλει. Αυτή η μανια σου με τις φωτογραφίες..."

"Δε θέλω ρε Πάνο. Αφού το ξέρεις... Αν είναι να με γνωρίσει κάποιος να το κάνει πρόσωπο με πρόσωπο χωρίς να έχει προϊδεάστει από μια απλή οπτική εικόνα..."

Ο Πάνος σηκώθηκε και άρχισε να ντύνεται

"Η δική σου εικόνα, ξεπερνάει κάθε τι..."

"Έχεις δει πολλές κοπέλες με μανίκια; Θα με δουν και θα νομίζουν ότι είμαι κανένα φρικιό. Έτσι δε λέει η μαμά σου;"

"Υπερβάλεις... Σε λάτρεψα όπως είσαι. Θα σε λατρέψουν και εκείνη... Ειδικά ο βλαμμένος ο Ρήγας..."

"Καλά δε θα σκάσω και για το Ρήγα τώρα..."

"Είναι ο κολλητός μου ρε Ιφιγένεια. Δεν ήρθε γιατί έχει το μαγαζί κάτω και δε φεύγει χειμώνα καλοκαίρι. Είναι βλαμμένος. Αλλιώς θα είχε ήδη έρθει εκατό φορές... Και με το Νεκτάριο και το Σωτο είμαστε δεμένοι αλλά τίποτα δε συγκρίνεται με το Ρήγα. Μεγαλώσαμε στα ίδια σοκάκια. Κάναμε όνειρα μαζί..."

"Το κατάλαβα! Να κάνουμε καλή εντύπωση στο Ρήγα!" ειρωνεύτηκε χωρίς κακία όμως και σηκώθηκε και εκείνη

"Α μπα... Αυτό το έχω σίγουρο. Λατρεύει τα τατουάζ..."

"Αλήθεια; Και πως σε άφησε η μαμά σου να κάνεις παρέα μαζί του;"

"Να σου πω την αλήθεια όταν ήταν δεκαέξι και έκανε το πρώτο του, η μάνα μου φρικαρε... Μέχρι τα δεκαοχτώ είχε γεμίσει ολόκληρος... Κάθε στιγμή του είναι ένα τατουάζ..."

"Έτσι όπως μου τον παρουσίασες, ήμουν σίγουρη ότι θα είναι από αυτούς που κάνουν για να κάνουν.."

"Δεν είναι τέτοιος. Είναι βλαμμένος σου λέω αλλά τον αγαπώ. Μη το πεις πουθενά αυτό και γίνω ρεζίλι!" αστείευτηκε και εκείνη γέλασε. Τον πλησίασε, τον αγκάλιασε σφιχτά από πίσω και αναστεναξε.

"Σε δύο ώρες πετάμε..." κοίταξε τη βαλίτσα της και αναστεναξε

"Είναι έτοιμα τα κορίτσια;"

"Η Θάλεια ναι... Η Εύα στο κόσμο της. Θα τρέχει μέχρι τελευταία στιγμή όπως πάντα"

"Καλά η Εύα αν δει το Σώτο θα τρελαθεί. Εινάι η θηλυκή εκδοχή της..."

"Εσύ να έρθεις... Αυτό θέλω μόνο..." Η Ιφιγένεια τον έσφιξε και εκείνος γύρισε και την φίλησε.

"Δε θα αργήσω αγάπη μου... Πέντε μέρες είναι. Εσείς απλά απολαύστε το νησί... Γιατί δε θέλεις να ενημερώσω έστω τα αγόρια; Να έρθουν να σας πάρουν .."

"Όχι Πάνο. Θα τους γνωρίσουμε όταν έρθεις. Ας κάτσουμε λίγο ήρεμα οι τρεις μας. Τώρα πόσο ήρεμα θα είναι δε ξέρω με τη τρέλα που μας δέρνει αλλά καλά θα είναι .."

"Ότι κι αν θελήσεις. Ότι κι αν χρειαστείς, πάρε με αμέσως. Εντάξει;"

"Εννοείται... Τελείωσες καθόλου;"

"Τώρα θα πάω σπίτι. Έμειναν πενήντα σελίδες και θα παραδώσω. Θα τις βγάλω... Αν καταφέρω να τελειώσω θα κατέβω πιο νωρίς αλλά δύσκολο το κόβω"

"Αρκεί να έρθεις..."

"Λες να μείνω εδώ;" αστείευτηκε"Και να σε αφήσω στο νησί του έρωτα μόνη σου; Με ένα τσούρμο άντρες; Άσε, δε θέλω! Όσο πιο γρήγορα τόσο το καλύτερο!"

"Πες μου ότι ζηλεύεις κι όλας!"

"Εννοείται... Αυτά δε τα ρωτάνε μωρό μου" ο Πάνος τη φίλησε βαθιά και εκείνη τον έσπρωξε

"Πάνο, φτάνει!" τον μάλωσε "Έχω να κλείσω τη βαλίτσα. Θα έρθει η Θάλεια σε καμία ώρα να πάμε στην Εύα και μετά στο αεροδρόμιο..."

"Να με πάρεις αμέσως μόλις φτάσεις!"

"Θα σε πάρω πριν προσγειωθεί το αεροπλάνο. Εντάξει;"

"Μη με κοροϊδεύεις!"

"Έχεις πλάκα όταν το κάνω. Δε μπορώ να κρατηθώ..."

"Καλά θα σε φτιάξω εγώ..."

"Εμ, αυτό θα περιμένω και εγώ πέντε μέρες..." του έδωσε ένα χτύπημα στα οπίσθια και πήγε στη βαλίτσα της.

"Μωρό μου έφυγα! Σαγαπαω πολύ... Μη με ξεχάσεις εντάξει;"

Ο Πάνος πήρε τα πράγματα του και την φίλησε

"Κι εγώ σ'αγαπαω... Θα τα πούμε από το νησί"

Μόλις έφυγε η Ιφιγένεια κάθισε στο κρεβάτι.
Ήταν φουλ αγχωμενη.
Δεν ήταν από τις ντροπαλές συνεσταλμένες κοπέλες που γνώριζε κάποιος. Ήταν ένας άνθρωπος έξω καρδιά. Αυθόρμητη και αντιδραστική. Από παιδάκι ήταν παιδεμα για όλους γύρω της . Δε μάζευε τη γλώσσα της. Μετρούσε όμως τα λόγια της πάντοτε. Κανένας δε κατάφερε να καταλάβει πως ένας τόσο αυθόρμητος χαρακτήρας βουταγε βαθιά τη γλώσσα στο μυαλό πριν μιλήσει. Είχε ένα ιδιόμορφο χαρακτήρα. Δε μπορούσε να συμβιβαστεί εύκολα με καταστάσεις που δε της άρεσαν ούτε όμως εκανε πίσω στα θέλω της. Πολλές φορές γινόταν σκληρή. Ίσως για αυτό ταίριαξε τόσο με το Πάνο. Εκείνος ήταν το ακριβώς αντίθετο. Γλυκός χαρακτήρας. Ήρεμος.

"Κάτι ξέχασα είμαι σίγουρη γαμώτο..." κοίταξε γύρω της και αναστεναξε "Το μυαλό μου ξέχασα. Τι να ξέχασα..." Κοίταξε τη βαλίτσα, την έκλεισε και ντύθηκε.
Η ώρα ήταν έξι παρά τέταρτο. Είχε ένα τέταρτο πριν έρθει η Θάλεια.

Πήγε στη κουζίνα, έκανε ένα καφέ και κάθισε. Λάτρευε το καφέ. Κάθε γευση. Ήθελε να δοκιμάζει στη ζωή της τα πάντα. Δε της αρκούσε μια συμβατική κατάσταση και μια καθημερινότητα με τα ίδια και τα ίδια.
Επέλεξε τη βανίλια , γέμισε το φλιτζάνι της και έβγαλε το καπνό της. Ακόμα και στο τσιγάρο, ήταν επιλεκτική. Δεν της άρεσε η μυρωδιά. Έψαξε και βρήκε ένα καπνό που άφηνε γεύση μέντας στη γλώσσα και κάπνιζε μόνο όταν το ήθελε. Δεν είχε ανάγκη να καπνίσει ποτέ... Η Ιφιγένεια κάπνιζε όταν εκείνη ήθελε. Ακόμα κι αυτό, ήταν επιλογή της. Δεν έμαθε στη ζωή να έχει εξαρτήσεις ποτέ. Δούλευε αρκετό σε μπαρ. Ήξερε τα όρια του εαυτού της και ήξερε πώς να τα διαχωρίσει. Βέβαια είχε χρόνια που σταμάτησε αλλά οι συνήθειες της έμειναν.

Το κουδούνι χτύπησε και ανοίγοντας η Θάλεια μπήκε μέσα λαχανιασμενη.

"Πάλι χαλασε το ασανσέρ;"

"Από χθες... Σόρρυ ξέχασα να σου πω"

"Πώς θα κατεβάσουμε τη βαλίτσα ρε Ιφιγένεια;"

"Κανονικά. Δεν είναι βαριά. Μη σπας το κεφάλι σου. Μίλησες με την Εύα;"

"Ναι, προς έκπληξη μου είναι έτοιμη!"

"Σοβαρά τώρα;"

"Μάλλον ανυπομονεί πιο πολύ από όλους!"

"Καλοκαιρι νησι άντρες... Νομίζω κατάλαβα!" Η Ιφιγένεια πήγε στο δωμάτιο , έφερε τα πράγματα και πίνοντας μια τελευταία τζούρα καφε έλεγξε το σπίτι.

"Ο Πάνος;"

"Πήγε σπίτι του"

"Ιφιγένεια;"

"Τι είναι;"

"Μην αγχωθεις. Όλα θα πάνε καλά. Θα είμαστε και εμείς εκεί... Σαγαπαω πολύ"

Η Θάλεια ήταν πάντα ένα τσακ πιο κοντά της και ένιωθε την αναστάτωση της.

"Κι εγώ σ'αγαπαω... Δε θα μπορούσα τελικά να πάω μόνη"

"Αυτό εννοείται! Άιντε, πάρε τον όμορφο κωλο σου και ξεκινάμε!"

°•°•°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°

Έστριψε ένα τσιγάρο , πήρε τη λίστα και έλεγξε αν όλα ήταν σωστά. Το μαγαζί άνοιγε σε μισή ώρα. Ο κόσμος είχε ήδη αρχίσει να φτάνει στο νησί και η δουλειά μεγάλωνε.
Δεν ήταν κάτι τρομερό αλλά για εκείνον αυτό το μαγαζί ήταν η ζωή του. Έβαλε μέσα όλη τη τρέλα και την αγάπη του τα τελευταία πέντε χρόνια. Ίσως και το πείσμα του και τις διασυνδέσεις γιατί σε εκείνο το σημείο, δε μπορούσε να πάρει άδεια μα πλέον ήταν γεγονός.

"Έφερες τα μπουκάλια;"

Ο Σώτος μπήκε μέσα κρατώντας μια κάσα.

"Μου βγήκε η πίστη!"

"Σιγά ρε μαλάκα.... Δέκα μπουκάλια κουβαλησες!"

"Ρε Ρήγα, βάλε τα κιλά κάτω!"

"Καλά καλά... Σα γκόμενα κανεις"

"Ενώ εσύ, πας πισω. Έλα ρε, σήκωσε τα και κάνε δέκα πηδηματακια!"

"Το πας ένα στοίχημα αυτό;"  Ο Ρήγας χαμογέλασε πονηρά.

"Όχι γάμησε το..." Ο Σώτος δεν το συνέχισε. Άπαξ και ο Ρήγας έβαζε στοίχημα ήταν εκατό της εκατό σίγουρος ότι το έχει. Ποτέ δεν έπαιρνε το ρίσκο μαζί του.
"Πώς πέρασες χθες με τη Βάσω;"

"Ποια είναι η Βάσω;" ρώτησε ο Ρήγας περίεργα

"Η γκόμενα που έφυγες ρε Ρήγα..."

"Μαλάκα νόμιζα ότι έφυγα με τη Τζένη..."

"Λάθος νόμιζες. Τέλος πάντων...Θα φέρω ακόμα δύο κάσες και θα πεταχτώ στο κέντρο μετά. Θέλω να τελειώσω κάτι δουλειές του πατέρα μου"

"Που είναι ο άλλος;"

"Κοιμάται!"

"Τι κοιμάται ρε; Σε λίγο θα ανοίξουμε"

"Θέλεις μήπως να τον πάρεις εσύ τηλέφωνο; Εγώ δε το πιανω το ρημάδι"

"Είσαι χεστης... Φέρε εδώ!" Ο Ρήγας άρπαξε το τηλέφωνο και τον κάλεσε. "Σε δέκα λεπτά να είσαι στο μαγαζί. Κοιμάσαι; Σοβαρά; Τσακίσου ρε μαλάκα και θα ανοίξουμε!" το έκλεισε και άναψε ένα τσιγάρο ήρεμος. "Έτσι γίνονται οι δουλειές Σωτηράκη!" είπε χαμογελαστός "Δεν αφήνεις περιθώρια. Αυτά είναι σαν τις γκόμενες. Αν της αφήσεις παίρνουν αέρα. Χτυπάς και μπαμ... Την έχεις και σου κάνει και τα χατίρια!"

"Το ξέρεις ότι ανυπομονώ για τη γκόμενα που θα σου γαμησει το κόσμο σου έτσι δεν είναι;" αστείευτηκε

"Δε γεννήθηκε ακόμα..."

"Σοβαρά;"

"Ναι. Η μόνη γυναίκα που θα το καταφέρει αυτό, θα είναι η κόρη μου. Και μετά θα γίνω φονιάς. Αλλά αυτή είναι κουβέντα για άλλη ώρα..."

"Μαλάκα δε παίζεσαι... Τέλος πάντων. Σε πήρε ο Πάνος;"

"Ναι..."

"Επιτέλους ρε φίλε, επιτέλους!" Αναφώνησε ενθουσιασμένος

"Αν ήξερα ότι θα χαιροσουν τόσο που θα έρθει δε θα το πίστευα ρε!"

"Σιγα μη κάνω έτσι για το Πάνο." αστείευτηκε "Θα μας γνωρίσει επιτέλους το πρόσωπο..." είπε με νόημα

"Αν εννοείς τη γκόμενα που κατάφερε και τον έβαλε στα βρακιά της, ευχαριστώ δε θα πάρω!"

"Ρε μαλάκα.... Κάπου έλεος δηλαδή. Μια ζωή θα ήταν από δω και από εκεί;"

"Φυσικά και όχι. Αλλά δε τη γουστάρω"

"Γιατί τη ξέρεις;"

"Δε χρειάζεται να τη ξέρω... Σαν βδέλλα έχει κολλήσει επάνω του. Μία μερά μιλούσαμε και την άκουσα να πετάγεται από μέσα!"

"Εντάξει ρε σιγά..."

"Θα μας φέρει καμία κοντόχοντρη αντρογυναικα και θα γελάω. Θα δεις..."

"Ο Πάνος είναι σαν εσένα... Έχει ακριβά γούστα. Απλά εσύ δε ξέρεις ούτε το όνομα τους. Άλλο αυτό..."

"Καλά, ας έρθει μια,  που έχω να τον δω ένα χρόνο και βλέπουμε. Ίσως κάνω τα στραβά μάτια..."

"Να είσαι καλό παιδί και φρόνιμο με το κορίτσι μας!"

"Αι γαμήσου ρε..!" του πέταξε τη πετσέτα και ο Σώτος έφυγε γελαστός.

Ο Πάνος με τον Ρήγα ήταν αχώριστοι.
Αργότερα προστέθηκε ο Νεκτάριος με το Σώτο αλλά και πάλι ήταν μια γροθιά. Στις μαλακίες μαζί. Στα ποτά μαζί. Στις γκόμενες... Στις κόντρες. Σε όλα...
Μέχρι που πέρασε Αθήνα και έφυγε. Όλη η παρέα τον περίμεναν πως και πως να κατέβει το καλοκαίρι. Βέβαια τώρα που είχε και μόνιμη σχέση, κόπηκαν τα πολλά πολλά άλλα καταβαθος τον Ρήγα δε τον ένοιαζε τόσο πολύ. Για εκείνον αρκούσε που είχε πλάι τον κολλητό του.

Ο Ρήγας είχε καταφέρει να χτίσει γύρω από το όνομα του ένα μύθο στο νησί. Ειδικά μετά τα τελευταία χρόνια που άνοιξε και το μαγαζί, κυριαρχούσε σε σημείο που άλλα μαγαζιά, του προκαλούσαν συχνά προβλήματα. Εκτός όμως από αυτό , είχε μια ζωή, της στιγμής... Ζούσε μονάχα για στιγμές. Δεν σκεφτόταν. Ζούσε λεπτά και δευτερόλεπτα σαν να μην υπάρχει αύριο.
Ήταν και εκείνος σπουδαγμενος μα το τελευταίο έτος τα παράτησε. Είχε κουραστεί και προτίμησε να κρατήσει το μαγαζί το οποίο ήταν ότι καλύτερο έκανε. Εκτός αυτού, εξασκούσε τις σπουδές του στο σχέδιο πάνω στο ίδιο το κορμί του...
Είχε κάνει πάνω από πενήντα τατουάζ μόνος του. Αυτή ήταν και μια από τις  κρυφές του του λατρείες... Τα τατουάζ και οι φίλοι του. Όλα τα άλλα ήταν απλά για καλοπέραση. Δεν έμαθε να έχει ανάγκες... Δεν ήξερε τι σημαίνει εξάρτηση. Έβγαζε τα γούστα του και ζούσε στο έπακρο έχοντας πλήρη αίσθηση των πράξεών του. Κάθε του απόφαση είχε και το ανάλογο αντίκτυπο και ήξεραν καλα ότι πάντα στα δύσκολα εκείνος θα μπαίνει μπροστά. Εκείνος θα ξελασπωνει.

Ο Ρήγας ήταν από τους άντρες που με τη πρώτη εντύπωση τον θεωρούσε κάποιος επιπόλαιο, γυναικά και ανεύθυνο. Η πραγματικότητα όμως ήταν εντελώς αντίθετη. Όταν ο Ρήγας θύμωνε. Έπρεπε να πάρεις καράβι και να φύγεις από το νησί ενώ όταν σοβαρευε όλοι ήξεραν ότι η κατάσταση ισορροπούσε σε τεντωμένο σχοινί. Σπάνια έφτανε σε αυτά τα όρια αλλά έφτανε...

"Καλημέρα... Μέσα στη γκρίνια πρωί πρωί .." ο Νεκτάριος περπάτησε προς τα μέσα και χασμουρηθηκε

"Δεν γκρινιαξα... Να τσακιστεις να έρθεις σου είπα"

"Ωραία. Τσακίστηκα, και τώρα;"

"Τι τώρα ρε; Ξεκίνα να στρώσουμε τους καναπέδες! Κουνήσου!" Ο Ρήγας με ένα σαλτο πήδηξε το μπαρ και ο Νεκτάριος τον ακολούθησε βαριεστημενα.

"Πώς πέρασες με τη Βάσω χθες;"

"Άλλος από δω..."

"Δε θυμάσαι καν το όνομα της έτσι δεν είναι;"

"Αν καθόμουν να δώσω σημασία στο όνομα κάθε γκόμενας που περνάει από το νησι, θα είχα γράψει ονοματολογιο ολόκληρο. Άντε κουνήσου..."

"Σε πήρε ο Πάνος;'

"Ρε μαλακες... Ειλικρινά τώρα. Συνδεδεμένα είστε και ρωτάτε τα ίδια;"

"Με ποιον;"

"Τίποτα. Έλα να τελειώσουμε... Μίλησα με το Πάνο. Όλα καλά..."

"Ρε Ρήγα... Δε κάνεις εσύ τους καναπέδες γιατί νυστάζω ρε αδερφέ;"

"Νεκτάριε συνελθε..."

"Νταξει, είπα να δοκιμάσω..." γέλασε και έπιασε να στρώνει
"Καφεδάκι να κεράσω;" είπε μόλις τελείωσαν

"Όχι!" είπε κάπως δυνατά

"Αμάν ρε μαλάκα. Μη φωνάζεις!"

"Αφού ξέρεις τη τρέλα μου... Θέλω τον καφέ μου, όπως τον θέλω. Αν δε πιω σωστό καφέ, δε φτιάχνει η μέρα .."

"Εσύ και οι παραξενιές σου... Ειλικρινά..."

"Τι να κάνουμε! Όλοι κατι έχουμε... Έλα, πάμε θα φτιάξω εγώ καφέ.."

"Να σου πω, λες να φέρει καμία καλή φίλη μαζί;"

"Ποιος;"

"Η κοπέλα του Πάνου ρε φίλε..."

"Έχεις ένα νησί στα πόδια σου όλο το χρόνο και ειδικά το καλοκαίρι και περιμένεις τρεις γκόμενες από Αθήνα;" ρώτησε ατάραχος

"Σωστό και αυτό αλλά είναι διαφορετική η φάση. Θα γνωριστούμε κάτω από άλλες συνθήκες..."

"Και τι πιστεύεις; Ότι ο Πάνος θα σε αφήσει να πηδήξεις καμία φίλη της;"

"Όχι ρε..."

"Ε τότε;"

"Βασικά αυτό πίστευα. Γάμησε το και έλα να πιούμε καφέ..."

"Έρχεσαι στα λόγια μου... Τουρίστριες μόνο!"

"Η Μαρία του κυρ Παντελή πάντως, μεγαλώνοντας είναι ωραίο μωρό..."

"Εγώ τη θυμάμαι από το δημοτικό και ανατριχιαζω..."

"Θα έμπαινα..."

"Εμένα πάλι θα κρυβόταν και θα τον έψαχνα..." αστείευτηκε αφήνοντας τους καφέδες.

"Έρχονται δρομολόγια σήμερα... Θα γίνει χαμός"

"Για αυτό σε ήθελα εδώ. Σε λίγες ώρες θα γεμίσει. Δε μπορώ να βρω έναν άνθρωπο ακόμα ρε γαμωτο..."

"Αφού έρχεται ο Πάνος ρε τι σκας;"

"Σωστό κι αυτό! Πέντε μέρες ακόμα υπομονή..." Ο Ρήγας έστριψε ένα τσιγάρο και κάθισε πίσω από το μπαρ

"Πώς την καπνίζεις ρε αυτή την αηδία;" ο Νεκτάριος έβγαλε ένα κανονικό τσιγάρο και πίνοντας τον καφέ, αναστεναξε . Ο Ρήγας έφτιαχνε καφέ θαρρείς και έκανε χημικό πείραμα.

"Θα στο πω απλά... Θα έρθει η γκόμενα. Θα μιλήσεις και θα μυρίζεις τσιγάρο. Πάρε το άκυρο... Ενώ σε μένα θα έρθει, και θα μυρίζω δυόσμο. Ποιος θα πηδήξει το βράδυ;"

Ο Νεκτάριος κούνησε το κεφάλι του...

"Δε τη παλεύω πρωί πρωί..." του είπε απελπισμένος

"Για αυτό να μη ξαναπιεις όταν δουλεύουμε .." ο Ρήγας σοβαρεψε.

"Παρασύρθηκα..."

"Νεκτάριε;"

"Καλά ρε εντάξει... Με μέτρο..."

"Πάντα με μέτρο αδερφέ... Χέστηκα για το μαγαζί και τη δουλειά... Θα κάνεις καμιά μαλακία όμως και θα τρέχω... Καλή η πλάκα, καλά και τα αστεία, αλλά η ζωή μας, μας επιβάλει να είμαστε έξυπνοι... Να πίνεις και να χαμουρευεσαι με τη γκόμενα πάνω στα τραπέζια, δε λέει... Και δες το αλλιώς, πες ότι είσαι πιωμενος, κάνεις τι κάνεις και σου σκάει ένα παιδί..."

"Μη λες αλλα... Το κατάλαβα..."

"Ωραία... Για αυτό με μέτρο όλα... Εντάξει;"

"Ναι αδερφέ...Ξέρω Νηφαλιότητα. Προστασία και πάντα τα μυαλά στις επάλξεις..."

"Μπράβο το αγόρι μου, άντε τώρα να πιούμε ένα καφέ σαν άνθρωποι πριν πλακώσει ο κόσμος...

"Λες να είναι όμορφη; Ο Πάνος έχει περίεργο γούστο... Σαν εσένα είναι και αυτός..."

"Δε θα μπορούσα ποτέ να έχω ίδιο γούστο με το Πάνο... Αισθητική ίσως. Γούστο όχι. Εκείνος θέλει ξανθό, εγώ μελαχροινό... Εκείνος θέλει αγγελάκι, εγώ θέλω ένα διάολο... Όσο να ναι, είναι η μέρα με τη νύχτα... Δεν έχω ιδέα τι θα μας κουβαλήσει. Θα το σεβαστώ όμως. Δε μας πέφτει και λόγος στη τελική Νεκτάριε. Ζωή του είναι... Εμείς είμαστε εδώ για να τον στηρίζουμε όπου κι αν χρειαστεί..."

Ο Νεκτάριος έσμιξε τα φρύδια σκεπτικός.

"Ώρες ώρες ρε μαλάκα μιλάς και δε σε αναγνωρίζω..." είπε σοβαρός "Εκεί που κάνεις πλάκα , πετάς μια ρουκέτα και μπαμ..."

"Αυτά είναι κρυφά ταλέντα. Θα μεγαλώσεις και θα μάθεις...!" τον ειρωνεύτηκε και χωρίς άλλη καθυστέρηση έβαλε τον καφέ κάτω από το μπαρ και χτύπησε τις παλάμες του.
"Ξεκινάμε;"

"Άιντε να δούμε τι θα δούμε και σήμερα..."

"Το ότι θα δούμε, αυτό είναι σίγουρο...Τώρα τι ακριβώς, δε ξέρω... Αρκεί να είναι μελαχροινό..." είπε και κλείνοντας του το μάτι, βγήκε από το μπαρ και πήγαν μέχρι την είσοδο για να τραβήξουν τις ταμπέλες και να ανοίξουν...

❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top