ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΑΙΣΘΗΣΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

«Είμαστε σε έκτακτη ανάγκη.», αποκρίθηκε σοβαρά ο βασιλιάς Γκούθρουμ απλώνοντας πάνω στο ξύλινο τραπέζι έναν χάρτη, τον οποίο στέριωσε με σμιλευμένες πέτρες. «Σύντομα, θα επιτεθούμε στη Μερκία και δεν έχουμε περιθώρια να αφήσουμε στρατό στα βόρεια, οπότε αν μας επιτεθούν οι Πίκτοι, ο Νόμος των Δανών, το όνειρο για το οποίο όλοι παλέψαμε με νύχια και με δόντια, θα αφανιστεί.»

«Και τι προτείνεις, βασιλιά; Να αφήσουμε στην άκρη το ότι σκότωσαν τον Μάγκνους και να φιλήσουμε τα γεμάτα αίμα αθώων χέρια τους;», ρώτησε επιθετικά ο Έρικ, ο οποίος ακριβώς εκείνη την ώρα έκανε την είσοδό του.

«Δεν είπα αυτό, Βίγγοσον. Το μόνο που ζητώ είναι χρόνος. Μόλις κατακτήσουμε και τη Μερκία, θα είμαστε παντοδύναμοι. Δε θα έχουμε ανάγκη τους απίστους Πίκτους. Απλά αν σου είναι εύκολο, προς το παρόν, μην πας και βάλεις φωτιά στα χωριά τους και σκοτώσεις όλα τα γυναικόπαιδα, γιατί οι εξανδραποδισμοί είναι ευρέως γνωστό πως είναι ειδικότητα της αδερφής σου.», είπε ειρωνικά και συγκεντρώθηκε ξανά στα σχέδιά του.

Οι γωνίες του Έρικ σφίχτηκαν και προσπάθησε να μην εκδηλώσει την οργή του. Ένιωθε προδομένος απ' τον ίδια του τη φυλή. Ο Μάγκνους κι εκείνος είχαν πετύχει πολλές απ' τις πιο σπουδαίες νίκες για να ικανοποιήσουν το λεγόμενο όνειρο της κατάκτησης της Αγγλίας και τώρα, αφού πέθανε, έκαναν σα να μην υπήρξε ποτέ. Ένα ακόμη κεφάλαιο της ιστορίας που ξεχάστηκε. Πώς μπορούσε ο πατέρας του να μην αντιδράει μπροστά σ' αυτή την ατίμωση; Πόση παραπάνω σημασία είχε η γη που τους υποσχόταν ο Γκούθρουμ απ' την ψυχή ενός νέου που θυσιάστηκε; Αυτό δεν υπήρχε περίπτωση να το δεχόταν. Ήταν σα φουρτούνα, ξεσπούσε εκεί που δεν το περίμενες κι αυτό δε θα άλλαζε ποτέ.

Ξαφνικά, κλώτσησε το τραπέζι, το οποίο μαζί με το ό,τι βρισκόταν πάνω του, βρέθηκε στο δάπεδο. Όλοι αναταράχτηκαν και τον κοίταξαν με έκπληξη, εκτός απ' τον άρχοντα Βίγγο που είχε εξοργιστεί για μια ακόμη φορά μαζί του.

«Τι ακριβώς νομίζεις πως κάνεις, Έρικ;», αναρωτήθηκε σε άγριο τόνο ο πατέρας του.

«Ακριβώς αυτό που δεν έχεις τα κότσια να κάνεις εσύ. Το ίδιο ισχύει και για εσένα, Ραλφ. Το μυαλό σας έχει τυφλωθεί απ' την απληστία και ξεχάσατε για ποιο λόγο ήρθαμε εδώ. Για να μείνει το όνομά μας στους αιώνες, όχι για να πλουτίσουμε. Πώς θα το καταφέρουμε αυτό αν δε βάζουμε πάνω απ' όλα την τιμή;», ούρλιαξε, έχοντας αγανακτήσει πλέον.

«Είσαι νέος, δε σε παρεξηγώ. Δεν μπορείς να καταλάβεις.», του απάντησε ήρεμα ο Ραλφ.

«Ήμουν σίγουρος πως θα το πεις αυτό.», κάγχασε ο ξανθομάλλης νέος. «Όρκο βαρύ παίρνω όμως, πως όπλο δε θα απλώσω πάνω σε Σάξονα αν δε βάψω πρώτα το σπαθί μου με αίμα κελτικό!», ορκίστηκε, προκαλώντας ανησυχία στον βασιλιά, αφού σκέφτηκε πως θα υπήρχαν πολλές απώλειες αν δεν πολεμούσε ο καλύτερος πολεμιστής του.

Δεν πρόλαβαν να διαφωνήσουν άλλο, καθώς ένας υπηρέτης τους διέκοψε, λέγοντας κάτι στο αφτί του Γκούθρουμ. Εκείνος πάγωσε και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων, χόλωσε και έσφιξε τα δόντια του νευρικά. Οι υπόλοιποι τρεις άντρες τον κοιτούσαν με αγωνία, αν και μπορούσαν να μαντέψουν τι έγινε σχεδόν με βεβαιότητα. Πήρε μερικές ανάσες και έπειτα, κοίταξε τον Έρικ με παγερό βλέμμα.

«Απ' ό,τι φαίνεται, θα την έχεις τη μάχη σου, Βίγγοσον. Μόλις πληροφορήθηκα πως η μικρότερη Βίγγοσον κι ο Κάλντερ έφυγαν απ' την Κάμπρια και κατευθύνονται προς το Βασίλειο της Άλμπα. Ο Όντιν να βάλει το χέρι του να μην τους σκοτώσουν οι Πίκτοι για να το κάνω εγώ.»

//*\\

Πόλεμος. Το χειρότερο πράγμα ίσως που διαπράττει ο άνθρωπος κατά τη διάρκεια της σύντομης και φευγαλέας ζωής του. Η φθορά που του προκαλεί δεν είναι μόνο βιολογική, αλλά και ηθική και ψυχική. Γιατί ο πόλεμος εξαγριώνει τον άνθρωπο. Ο κίνδυνος δημιουργεί ανασφάλεια, τον κάνει καχύποπτο και βίαιο. Μηχανεύεται τα πάντα για να επιβιώσει, εξοντώνοντας τον αντίπαλο. Η επιθυμία για εκδίκηση τον εξωθεί στην κτηνωδία. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης παίρνει τη θέση της λογικής και η δύναμη των όπλων απονέμει δικαιοσύνη. Η έχθρα γεμίζει την ψυχή των ανθρώπων με μίσος. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια καταρρακώνεται. Αξίες, που στην ειρηνική ζωή είναι αρετές για το άτομο που τις έχει, όπως η ειλικρίνεια, η εντιμότητα και η καλοσύνη, θεωρούνται αδυναμίες. Ο πόλεμος κάνει τον άνθρωπο απάνθρωπο. Τον διαλύει, κομμάτι κομμάτι, μέρα με τη μέρα, μέχρι να μη μείνει τίποτα, παρά μόνο μια σαπίλα στη θέση της ψυχής. Και το χειρότερο είναι ότι αυτές οι πληγές που ανοίγει ο πόλεμος στην ψυχή του μένουν ανοιχτές για πολύ καιρό μετά τη λήξη του.

Ωστόσο, τι γίνεται μ' αυτούς που γεννήθηκαν για να πολεμούν; Εκείνοι είναι οι πραγματικά καταραμένοι. Αντί για μια γλυκιά κουβέντα, νιώθουν αγαλλίαση με τον ήχο των κραυγών των θυμάτων τους να τους ικετεύουν για το παραμικρό σημάδι ελέους. Μα αυτό που δεν ξέρουν είναι πως δε θα υπάρξει έλεος. Οι θρήνοι τους θρέφουν, η θέα του άλικου χρώματος του αίματος και η οργή. Μια ανεξήγητη οργή που δε θα καταλάβουν ποτέ από πού πηγάζει. Ίσως επειδή η Μοίρα τους ορίστηκε από άλλους και δεν την επέλεξαν οι ίδιοι, ίσως επειδή όταν αφαιρούν τις ζωές αθώων και μη, δεν αισθάνονται τίποτα, ένα απέραντο κενό. Κάτι που είναι ακόμη μεγαλύτερο έγκλημα απ' το να δολοφονείς. Η τροφή δεν τους προκαλεί κορεσμό, ούτε το γλυκό κρασί μέθη. Τους χορταίνει...η σάρκα. Νεκρή, ζωντανή, δεν έχει σημασία. Το να συγκεντρώνουν στη συλλογή τους ένα ακόμη ακέφαλο σώμα, να σπάζουν τα κόκαλα ενός τρομαγμένου, να τον ακούν να ουρλιάζει για σωτηρία κι εκείνοι να τον βασανίζουν χειρότερα... Ακριβώς αυτά είναι η χαρά τους, η θέλησή τους για ζωή.

Πλήθος έτρεχε πανικοβλημένο μέσα στα καταπράσινα και απέραντα δάση της Σκωτίας. Όπου κι αν κοιτούσε κανείς, έβλεπε σκιές που μόλις τις καταλάβαινες, εκείνες αίφνης, εξαφανίζονταν. Το βρεγμένο από λάδι έδαφος σιγά σιγά παρέδιδε τη σκυτάλη του στις φλόγες, καθιστώντας τη διαφυγή των χωρικών δύσκολη. Τα ξύλινα δοκάρια των σπιτιών έπεφταν, κάνοντας συνεχείς εκκωφαντικούς ήχους. Παιδιά έκλαιγαν δυνατά, απομονωμένα σε κάποια ήσυχη γωνιά, όπου με το αφελές μυαλό τους, νόμιζαν πως ο εχθρός δε θα τα παρατηρούσε. Όμως, τα έβλεπε, απλά δεν τον ένοιαζαν. Κυνηγούσε κάτι μεγαλύτερο, σαν τον λύκο που δε γίνεται να χορτάσει με ένα αρνί, αλλά το μεγάλο πρόβατο του αρκεί.

Το καπηλειό του Γκαλογουέι, που άλλοτε ήταν γεμάτο εύθυμες φωνές και γελαστούς ανθρώπους, είχε μετατραπεί σε τόπο εκτέλεσης. Άψυχα κουφάρια ήταν πάνω στα τραπέζια και το αίμα τους έσταζε σα νερό, λερώνοντας το γυαλιστερό δάπεδο. Στα ποτήρια τους πια, δεν υπήρχε κρασί, αλλά αίμα. Μια γυναίκα οδυρόταν πάνω απ' τον άνδρα της που ψυχορραγούσε. Τα εντόσθιά του ήταν πεταμένα μακριά απ' το υπόλοιπο σώμα του, καθώς η δολοφόνος του τον είχε σύρει μέχρι εκεί, χαράζοντας ένα κόκκινο μονοπάτι. Τα χέρια της συζύγου του είχαν γίνει ερυθρά στην προσπάθειά της να τον συνεφέρει. Όμως, ήταν αργά.

Η Ελντάρ ήταν κρυμμένη στις σκιές, για να μην τη δει και περίμενε πότε θα έφευγε ο μοναδικός επιζών. Είχε λόγο που δε σκότωσε εκείνη τη γυναίκα, αλλά η καθυστέρησή της την ενοχλούσε αφόρητα. Και δεν έβρισκε κάτι χρήσιμο στο να της πει να φύγει, μιας και δεν υπήρχε ουδεμία περίπτωση να καταλάβει τη γλώσσα της. Ξαφνικά, βγήκε απ' τις σκιές και προχώρησε προς την πόρτα, κρατώντας μια πύρινη δάδα στο χέρι της. Χωρίς να το περιμένει, προσγειώθηκε άτσαλα στο έδαφος για να αντικρύσει εκείνη τη γυναίκα να τη σημαδεύει μ' ένα μαχαίρι. Το εντυπωσιακό ύψος της τη βοήθησε και στάθηκε πάλι στα πόδια της, σπρώχνοντας το άτομο που της επιτέθηκε με δύναμη.

«Πιθανότατα, δε θες τη ζωή σου. Επίτρεψέ μου να σου κάνω ένα δώρο.», σύριξε σα φίδι και πέταξε τη δάδα της στο απλωμένο λάδι.

Ο χώρος πήρε φωτιά και εκείνη, δίχως βιασύνη, τον εγκατέλειψε. Η Πίκτη άρχισε να ουρλιάζει για βοήθεια, ενώ στο πρόσωπο της κοκκινομάλλας σχηματίστηκε ένα ελαφρύ μειδίαμα. Εκείνη τη στιγμή, μπροστά της, αντίκρυσε τον Κάλντερ, ο οποίος έτρεχε μέσα στο καπηλειό.

'Τι ανόητος! Ζέχνει ανθρωπίλα από χιλιόμετρα!', σκέφτηκε εκνευρισμένη.

Έβγαλε το στιλέτο της και το έχωσε στον λαιμό του νεαρού Βίκινγκ. Αυτός πισωπάτησε απ' το σοκ την ώρα που εκείνη πίεσε το φονικό όπλο περισσότερο. Τα μάτια της άστραφταν. Νόμιζε πως θα τον σκότωνε. Το άξιζε εξάλλου. Φοβήθηκε μήπως την είχε πληρώσει ο πατέρας του για να τον ξεφορτωθεί. Η ηρεμία που κρατούσε το μαχαίρι τον τρόμαζε. Δεν ένιωθε τίποτα, ήταν ολοφάνερο. Θα καιγόταν κι αυτός μαζί με τους βάρβαρους, σα να ήταν ένας από εκείνους.

«Τι διστάζεις; Κάνε το!», την παρότρυνε και κούνησε τον καρπό της για να του κόψει επιτέλους τον λαιμό.

Προς μεγάλη του έκπληξη όμως, η Ελντάρ άρχισε να γελάει κοροϊδευτικά. Ένα ψεύτικο γέλιο, που σήμαινε πως διασκέδαζε με τον φόβο του. Ο ήρεμος χαρακτήρας του Κάλντερ τότε, έφυγε και σκοτάδι που κανείς απ' τους δυο τους δεν πίστευε πως διαθέτει, τον κυρίευσε. Απρόσμενα, άρπαξε το όπλο της και την κόλλησε στον τοίχο απειλώντας τη.

«Θα έλεγα το ίδιο και σ' εσένα. Μπορείς στ' αλήθεια, ορμητικό νερό, να σκοτώσεις ομοπάτριό σου; Δε φοβάσαι τις συνέπειες;», ψέλλισε κι η καυτή της ανάσα βρέθηκε στον λαιμό του, προκαλώντας του μια έντονη ανατριχίλα.

Τα χείλη της βρέθηκαν κοντά στα δικά του, ακριβώς μια ανάσα πριν ενωθούν. Ήταν σα σκοτεινή νεράιδα, τον αποπροσανατόλιζε για να τον εκδικηθεί. Τον καλούσε μέσω των αμαρτωλών και επίμονων επιθυμιών της σάρκας να υποκύψει. Ήταν ο ορισμός του σκότους. Κι εκείνος θα υπέκυπτε στη θανατηφόρα έκκληση, αν δεν ήταν οι φωνές της ξένης που τους διέκοψαν. Εκλιπαρούσε κάποιος να τη σώσει. Δεν άντεξε να την ακούει. Κλείδωσε τις απόκρυφες σκέψεις του και βούτηξε στη φωτιά.

Η μαχήτρια της φωτιάς ούρλιαξε βλέποντάς τον και βγάζοντας ένα βέλος απ' τη φαρέτρα της, το εξαπέλυσε πάνω του. Επιδέξια, δεν τον τραυμάτισε, αλλά τον καθήλωσε σ' έναν στύλο. Πάλεψε να το βγάλει, με τη Δανή να του ρίχνει και δεύτερο, και τρίτο...

«Σώσε τη και θα σας σκοτώσω και τους δυο. Και ενημερωτικά, δε μου αρέσει να μπλοφάρω.», αναφώνησε, πλησιάζοντάς τον κι αφαιρώντας ένα βέλος.

«Δείξε λίγο έλεος. Είναι απλά μια αθώα ύπαρξη που τη θυσιάζεις για να ικανοποιήσεις την απεριόριστη δίψα σου για αίμα!», κατέβαλλε τεράστια προσπάθεια να την μεταπείσει, αλλά η απάντηση που έλαβε, τον αποστόμωσε.

«Έλεος; Δεν υπάρχει έλεος!», έφτυσε τις λέξεις και αποχώρησε.

Την ίδια στιγμή, η καμπάνα της εκκλησίας χτυπούσε πένθιμα, με σκοπό να τους ακούσουν στην πόλη και να στείλουν στρατό για να σώσουν έστω και λίγους απ' τους κατοίκους του χωριού. Τα στασίδια ήταν γεμάτα γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους, που προσεύχονταν στον Ύψιστο. Η δύναμη της πίστης, σύμφωνα με τη θρησκεία τους, μπορούσε να κάνει τα αδύνατα δυνατά. Ψαλμοί, μερικοί σιγανοί, άλλοι δυνατοί, αντηχούσαν σε όλο τον ναό. Δάκρυα απελπισίας, μα και ελπίδας στόλιζαν τα μάτια τους, περιμένοντας ένα θαύμα να συμβεί. Να ρίξει φωτιά ο θεός και να κάψει τους απίστους. Εκείνους που προσκυνούσαν θεούς που απαιτούσαν θυσίες ζωντανών πλασμάτων για να ευχαριστηθούν.

Η ξύλινη, βαριά πόρτα, άρχισε να τρίζει. Γέροντες μπήκαν πίσω της, προσπαθώντας να ανακάμψουν την πορεία των εχθρών. Τα αδύναμα χέρια τους, ξαφνικά, έβρισκαν δύναμη και βαστούσαν γερά. Η θέλησή τους ατσάλινη, ήξεραν πως θα χάσουν, όμως μόνο και μόνο η προσπάθεια αποκτούσε σημασία. Θα μαρτυρούσαν και θα κέρδιζαν μια θέση για τις πύλες του Παραδείσου. Έπρεπε να αντέξουν λίγο ακόμη. Εκείνοι είχαν ζήσει όσα έπρεπε, μα τα αθώα μάτια που τους κοιτούσαν, τα μικρά παιδιά, μόλις τώρα άρχιζε ο κύκλος τους.

Αίμα κυλούσε απ' το κενό που υπήρχε στο κάτω μέρος της πόρτας και φόβος άρχιζε να πλημμυρίζει τα κορμιά τους. Έξω, ο Κάλντερ σημάδευε με βέλη γεμάτα δηλητήριο κάποιους που συνετά είχαν επιλέξει να παραμείνουν εκεί, αεικίνητοι φρουροί, για να υπερασπιστούν τους απογόνους του Χριστού, να τιμωρήσουν τους ακολούθους του Διαβόλου. Ταυτόχρονα, η Ελντάρ μαχόταν σώμα με σώμα μαζί τους, με τους Πίκτους να φαίνεται να υπερτερούν. Την έριξαν κάτω και βάλθηκαν να την κλωτσούν. Έφτυνε αίμα και σε κάθε προσπάθειά της να σηκωθεί, έπεφτε ξανά. Τότε, δυο απ' τους άντρες βρέθηκαν νεκροί και από μέσα της, ευχαρίστησε τον εαυτό της που είχε πάρει μαζί της τον Ράλφσον. Όρθωσε το ανάστημά της και με το σπαθί της, αποκεφάλισε με μια κίνηση, άλλους δυο. Έπειτα, το έριξε σαν ακόντιο και πέτυχε τον τελευταίο στο στήθος, με αποτέλεσμα να τον αναγκάσει να παραμείνει κολλημένος στον κορμό μιας οξιάς έως ότου παρέδωσε την τελευταία του πνοή.

Ξεχαρβάλωσε το όπλο της από 'κει και μαζί με τον Κάλντερ, έσπρωξαν την πύλη του ναού με όλη τους τη δύναμη. Το αποτέλεσμα δεν τους απογοήτευσε. Ήταν πλέον τόσο κοντά στην πλήρη εκδίκηση. Οι ηλικιωμένοι, που πριν σθεναρά πάλευαν, τώρα, οι μισοί ήταν τσακισμένοι στο κρύο μωσαϊκό κι οι άλλοι, χωμένοι πίσω από κολόνες. Το θέαμα στα μάτια του Κάλντερ φάνηκε τραγικό, ενώ στης Ελντάρ απίστευτα κατάλληλο για λίγη επίδειξη εξουσίας. Κοίταξε έναν έναν τους πιστούς για να αποφασίσει ποιος θα βρεθεί πρώτος ενώπιον του ψεύτικου θεού τους. Και το βρήκε. Δεν ήταν άλλος απ' τον βοηθό του ιερέα.

Δίχως να ζητήσει την άδεια του συνεργάτη της στο έγκλημα, άρπαξε τη σαΐτα του και τρέχοντας, την κάρφωσε στον λάρυγγα του ιεροκήρυκα. Όλοι την κοιτούσαν έντρομοι. Την εξίταρε να τη φοβούνται, γι' αυτό και επιδεικτικά, έγλυψε το αίμα που υπήρχε στα χέρια της. Επικράτησε πανζουρλισμός. Μητέρες, κρατώντας παιδιά στις αγκαλιές τους έτρεξαν προς την έξοδο, με τον Κάλντερ να ανοίγει και το άλλο φύλλο για να μπορέσουν να ξεφύγουν πιο γρήγορα.

Δεν τους έδωσε σημασία και προχώρησε στην Ιερή Τράπεζα, όπου γνώριζε πως απαγορεύονταν να πηγαίνουν γυναίκες εκεί. Γενικότερα, ο Χριστιανισμός είχε τόσα πρέπει που λόγω της αντιδραστικότητάς της, ήθελε να τα ποδοπατήσει. Πέταξε κάτω ένα δισκοπότηρο, θέλοντας να τραβήξει την προσοχή του πάτερ, όμως η προσπάθειά της απέτυχε, αφού εκείνος συνέχισε να προσεύχεται.

«Καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν,
ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ.
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα
τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.»

«Η πίστη σου με αφοπλίζει. Σχεδόν.», ειρωνεύτηκε η Ελντάρ, νομίζοντας πως ο ιερέας δε θα καταλάβαινε τι έλεγε.

«Δε σε φοβάμαι, μαχήτρια της φωτιάς.»

«Πώς ξέρεις πώς με λένε και πώς μιλάς Σκανδιναβικά;», τον ρώτησε έκπληκτη.

«Ο Κύριος μου δίνει φώτιση μερικές φορές. Στην προκειμένη, τον υπηρετώ για μια τελευταία φορά. Μου ζητά να σώσω μια ψυχή που τράβηξε προς τον λάθος δρόμο.», αποκρίθηκε με πρωτόγνωρη ηρεμία, έχοντας κολλημένο το βλέμμα του στην εικόνα.

«Σ' αυτή την περίπτωση, μπορώ να σου δώσω δυο λεπτά. Ποια κολασμένη, έτσι δεν το λέτε, ψυχή θέλεις να φωνάξω;», αναρωτήθηκε, περιγελώντας τον.

«Βρίσκεται ακριβώς απέναντί μου.»

«Και πολύ χρόνο σπατάλησα. Εύχομαι να απαλλαχτείς απ' το...πονηρό;», αποκρίθηκε και του έκοψε το χέρι.

Δε φώναξε καθόλου, σε αντίθεση με όλους που είχε σκοτώσει σε όλη τη ζωή της. Κι ήταν πολλοί. Δεκάδες ή εκατοντάδες, μακάρι να θυμόταν. Απόρησε. Ένα παράξενο δέος την κατέλαβε. Λίγο φως στη σκοτεινή ψυχή της. Ο ιερέας την κοιτούσε με ελπίδα. Μα δεν ήθελε τον οίκτο του, ούτε τη φιλανθρωπία του. Έτσι, βύθισε το σπαθί της ακριβώς στο σημείο που ήταν η καρδιά του και τον σκότωσε ακαριαία. Έκανε μερικά βήματα πίσω απ' τη ζάλη, επειδή για κάποιο λόγο, αισθανόταν πως έκανε λάθος.

Εκείνη τη στιγμή, μέσα στον ναό, εισέβαλλαν Πίκτοι στρατιώτες, πιάνοντας τον Κάλντερ και σημαδεύοντας εκείνη με μια αρκετά μεγάλη γκάμα όπλων.

«Παραδοθείτε ή πεθάνετε!», τους διέταξε ένας Βίκινγκ μισθοφόρος στη γλώσσα τους.

«Κατά προτίμηση, το δεύτερο.»

. . .

S T A T U S

Started: 09/09/20
Εnded: - - - - - - - -

. . .

~ 2020 ~

-BlackWidow_forever

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top