ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ΤΑ ΚΑΜΩΜΑΤΑ
Οι ψηλές, ξύλινες πύλες των τειχών άνοιξαν, με τις σκουριασμένες απ' τον χρόνο, σιδερένιες κλειδαριές να κάνουν έναν εκκωφαντικό θόρυβο ενώ έτριζαν, αφήνοντας την ιππήλατη άμαξα με τα κάγκελα, η οποία κρατούσε φυλακισμένα τα θηρία, να εισέλθει μες στην πρωτεύουσα των Πίκτων, το Γκόρι. Η νύχτα είχε πέσει και όλα τα σκοτεινά πλάσματα, που ενώ τη μέρα φοβόντουσαν να κυκλοφορήσουν μην τυχόν και φανεί η διαφορά τους με τους υπόλοιπους ανθρώπους, τώρα, βάδιζαν ανενόχλητα ανάμεσα στα στενά υπό το άγρυπνο φως της σελήνης που κόντευε να ολοκληρωθεί. Οι πλακόστρωτοι δρόμοι ήταν άδειοι, σε αντίθεση με τα ομοιόμορφα, αχυρένια σπίτια των κατοίκων, τα οποία έφεγγαν σα ξωτικά, προσδίδοντας μια αίσθηση οικειότητας.
Το βαγόνι αγκομαχούσε πάνω στο μονοπάτι, με αποτέλεσμα να προχωρά αργά, σα να έδινε την ευκαιρία στον λαό να χαζέψει τους νεαρούς Βίκινγκς, να τους βρίσει και να ξεσπάσει λίγο απ' το άσβεστο μίσος του πάνω τους, δίχως να τον ενδιαφέρει για ποιο λόγο κατηγορούνταν, παρά μόνο ότι δεν ήταν σαν εκείνους, κάτι που κατά τη γνώμη του, αποτελούσε την πηγή όλων των κακών. Και δεν την σπατάλησαν. Πίσω απ' τα κουφώματα των παραθύρων, καλά κρυμμένοι, όλοι τους έβλεπαν. Απαθή, οργισμένα, τρομοκρατημένα, μοχθηρά, έκπληκτα μάτια. Γενικότερα, εισέπραξαν όλων των ειδών τα βλέμματα.
Ωστόσο, κι οι δυο δεν πρόσεξαν τίποτα. Βουτηγμένοι στο αίμα αθώων και ενόχων, ακόμη και στο δικό τους, ο καθένας ήταν βυθισμένος στις δικές του αβυσσαλέες σκέψεις. Ο Κάλντερ κοιτούσε το πάτωμα, τραβώντας νευρικά τις χειροπέδες του, τρέφοντας την ψευδαίσθηση πως θα μπορούσε να τις αφαιρέσει αν προσπαθούσε λίγο ακόμη. Η Ελντάρ εξερευνούσε, επιδεικνύοντας μεγάλο ζήλο τα πόδια της, σε σημείο να θεωρούν οι στρατιώτες πως ήταν φρενοβλαβής. Αίμα έσταζε από διάφορα μέρη του κορμιού της, μουσκεύοντας τα μαύρα της ρούχα κι έπειτα, το γεμάτο ούρα και ακαθαρσίες δάπεδο. Ο συμπατριώτης της, τώρα, χτύπησε τις αλυσίδες στο τοίχωμα του κινητού κελιού τους, αναταράσσοντας την άμαξα και συγκεντρώνοντας την προσοχή των φρουρών. Μάλιστα, ένας από εκείνους φώναξε κάτι, το οποίο πιθανότατα ήταν βρισιά, αλλά αδυνατούσαν να καταλάβουν τη γλώσσα τους κι έτσι, παρέμειναν σιωπηλοί.
«Χτύπησέ τες με τα πόδια σου και θα σπάσουν στη μέση. Όταν τις φτιάχνουν, δεν τις βάζουν στον πάγο εδώ. Έτσι, δε λυγίζουν και συνθλίβονται.», τον συμβούλευσε ψιθυριστά η κοκκινομάλλα. Ο Κάλντερ έσκυψε και βάλθηκε να δοκιμάσει το κόλπο που του πρότεινε, αλλά το χέρι της στο πηγούνι του στάθηκε υπεραρκετό να τον σταματήσει. «Όχι τώρα, θα σε καταλάβουν. Μόλις σταματήσει η άμαξα.», τον απέτρεψε με προειδοποιητικό ύφος.
Καθώς έμπαιναν στον πυρήνα του Γκόρι, άρχισε να ξεπροβάλλει το Σκον Αμπέι, η επίσημη κατοικία της δυναστείας των Μακ Κένεθ. Φρουρούμενο σα κρεμμύδι, η οποιαδήποτε προσπάθεια απόδρασης έμοιαζε σαν απόπειρα αυτοκτονίας. Όμως, αυτή η νεανική σπίθα, η δίψα για εκδίκηση, το ασίγαστο πνεύμα τους τους έκανε ασταμάτητους, άρα και επικίνδυνους. Ικανούς να κάνουν τα πάντα, με σκοπό να επιβιώσουν. Παρατηρούσαν με γουρλωμένα μάτια την κάθε λεπτομέρεια: τους τοξότες, καταχωνιασμένους μέσα στα διακριτικά ανοίγματα των γκρίζων τοίχων, τα δεκάδες άλογα παραταγμένα και τέλος, άνδρες που έφεραν επιδεικτικά βαρύ οπλισμό να είναι διασκορπισμένοι παντού. Για τον Κάλντερ, βέβαια, όλα αυτά ήταν απελπιστικά οικεία, μιας και αυτό ήταν το μέρος, στο οποίο είχε δολοφονηθεί ο αδερφός του. Ακόμη ένιωθε το αίμα του πάνω στο πετσί του, τα κυανά του μάτια να ακτινοβολούν στον νου του μετανιωμένα κι ύστερα, το μωσαϊκό να αποκτά το χρώμα του άλικου.
Το βαγόνι φρέναρε απότομα, ανασηκώνοντας το νερό απ' τον λάκκο, που είχε σχηματιστεί λόγω της βροχής. Κατά συνέπεια, η Ελντάρ που εκείνη τη στιγμή μηχανευόταν, προσγειώθηκε με δύναμη στα σκουριασμένα σίδερα. Ωστόσο, λίγο πριν γίνει αυτό, ο Κάλντερ, ως έχων γρήγορα αντανακλαστικά, την έπιασε. Εκείνη, αναμαλλιασμένη, τον κοίταξε άγρια, έως και επιθετικά, και έσπρωξε το χέρι του. Ένας στρατιώτης άνοιξε με γρήγορες κινήσεις την κλειδαριά, κάνοντάς τους σήμα να κατέβουν. Ευθύς, ο Κάλντερ υπάκουσε, σε αντίθεση με την Ελντάρ, η οποία περπατούσε αργά, έχοντας ως στόχο να τον εκνευρίσει. Και το πέτυχε. Μόλις, έκανε το τελευταίο βήμα στην άμαξα, ο Πίκτος την έσπρωξε, μα αυτή, δίχως να χάσει την ισορροπία της, επιδέξια, πήδησε πάνω του, τυλίγοντας την αλυσίδα, που ένωνε τις χειροπέδες της, γύρω απ' τον λαιμό του.
Ο μικρότερος Ράλφσον, κατάλαβε πως αυτό ήταν το σήμα για να αρχίσει η πάλη, επομένως, ποδοπάτησε τις αλυσίδες, σπάζοντάς τες. Χαμογέλασε αχνά εξαιτίας της επιτυχίας του, διότι όπως αποδείχτηκε, η Βίγγοσον είχε δίκιο. Καθότι ήταν άοπλος, προσπαθούσε να αποκρούσει με τα χέρια του οποιονδήποτε ερχόταν κατά πάνω του κι επέδειξε τέτοια πολεμική δεινότητα, που έκανε τους πάντες να αναρωτιούνται για το αν ήταν ο ίδιος ή κάποιος σωσίας του. Η οργή, ο θρήνος, όλα τα παθιασμένα συναισθήματα που έκρυβε καλά μέσα του, κόχλαζαν, σκοτεινές φωνές που μόνο εκείνος άκουγε να του ψιθυρίζουν στ' αφτί να τους σκοτώσει όλους εκεί πέρα. Γρονθοκοπούσε στο πρόσωπο έναν Πίκτο ανηλεώς. Το αίμα που πεταγόταν πάνω του του προκαλούσε μια ιδιόμορφη αγαλλίαση κι η θέα του να παραδίδει την τελευταία του πνοή τον γέμιζε μ' ένα πνεύμα δικαιοσύνης.
Λίγα μόλις βήματα πιο 'κει, η Ελντάρ ακόμη έπνιγε τον φρουρό κι ένιωθε πως της σπαταλάει πολύτιμο χρόνο αυτή η διαδικασία. Σπαρταρούσε σαν ψάρι έξω απ' το νερό, κάνοντας συνεχώς απόπειρες να της κατεβάσει τα χέρια από πάνω του, αλλά κάποια στιγμή, το πήρε απόφαση πως ήταν καταδικασμένος. Οι αναπνοές του γίνονταν όλο και πιο αργές, μέχρι που έπαψαν. Έσκυψε, τοποθετώντας το κεφάλι της πάνω του, με σκοπό να σιγουρευτεί για το αν τον εξόντωσε. Ήταν νεκρός. Όλοι φαίνονταν να έχουν εστιάσει την προσοχή τους στο αγόρι που βάλθηκε να δείξει πως είναι άντρας πια κι έτσι, είχε το πεδίο ελεύθερο να απελευθερωθεί απ' τα δεσμά της. Με την ίδια τεχνική, αποφυλάκισε τους καρπούς τους και λυγίζοντας τον κορμό της, έβγαλε απ' τις μπότες της δυο στιλέτα. Αγνό ασήμι και χρυσός, άρτια ακονισμένα και δίχως ίχνος αίματος. Καιρός να άλλαζε.
Σιωπηλά και ύπουλα, πλησίασε προς το μέρος τους και τους μαχαίρωσε πισώπλατα ακριβώς στη μέση της σπονδυλικής τους στήλης, πετυχαίνοντας την καρδιά τους. Αφαίρεσε τα μαχαίρια απ' τα κουφάρια τους και τα εκσφενδόνισε το ένα μετά το άλλο σ' έναν φρουρό που βρισκόταν πίσω απ' τον Κάλντερ, αλλά εκείνος δεν τον έβλεπε. Έπειτα, οι δυο Δανοί συσπειρώθηκαν, πολεμώντας πλάτη με πλάτη. Οι Πίκτοι, που πλέον είχαν πολλαπλασιαστεί, τους είχαν περικυκλώσει, όμως κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει να τους πιάσει, αφήνοντάς τους να αναρωτιούνται γιατί.
Ξαφνικά, ένα βέλος, άγνωστης προέλευσης, καρφώθηκε στον θώρακα της Βίγγοσον, μ' εκείνη να πέφτει στο έδαφος βαριανασαίνοντας. Βέβαια, αφού συνήλθε, με μια κίνηση το τράβηξε μέσα απ' τη σάρκα της, συρίζοντας ελαφρά απ' τον πόνο. Διακριτικά, σήκωσε το στιλέτο της απ' το πάτωμα και το έσφιξε στη λαβή της, εξετάζοντας εξονυχιστικά τον χώρο για να δει ποιος την είχε λαβώσει. Τότε, τα μπλε της μάτια έμειναν κολλημένα στη φιγούρα ενός ψηλού άνδρα με πολύ ανοιχτά χαρακτηριστικά να κατεβάζει τη φαρέτρα του. Έμοιαζε σα Βίκινγκ, αλλά συνάμα, είχε κάτι πάνω του που φώναζε το κελτικό αίμα που κυλούσε στις φλέβες του. Τα τρικυμισμένα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Η φωτιά κόντρα σε μια ακόμη μεγαλύτερη. Το νερό να στέκεται αδύναμο να τις σβήσει. Το μίσος, η επιπολαιότητα, η δίψα για αίμα, το σκοτάδι, ο κίνδυνος να βρίσκουν το κούμπωμά τους.
«Αυτά συμβαίνουν όταν δεν ψάχνετε τους εγκληματίες την ώρα που τους συλλαμβάνετε.», αποκρίθηκε καυστικά στους στρατιώτες και εκείνοι, έτρεξαν να δέσουν χειροπόδαρα τους εισβολείς, οι οποίοι αυτή τη φορά δεν προέβαλαν καμιά αντίσταση. Ύστερα, τους πλησίασε και ενώ κοιτούσε την Ελντάρ, μίλησε στον Κάλντερ. «Ξέρεις, Ράλφσον, την προηγούμενη φορά, τη γλίτωσες και υπήρχε λόγος. Βέβαια, αυτά είναι μεταξύ μας, δε γνωρίζω αν τα έχεις μοιραστεί με την αντεροβγάλτη από εδώ.», κάγχασε με έπαρση στα Σκανδιναβικά, έτσι ώστε να τον καταλαβαίνουν, συνεχίζοντας να μη στρέφει το πρόσωπό του προς τη μεριά του.
«Από εδώ είμαι, Ντόναλ. Εκτός αν έβγαλα στήθη και δεν το ξέρω.», του απάντησε ειρωνικά ο Ράλφσον, ο οποίος έτρεφε για εκείνον σφοδρή αντιπάθεια.
«Σωστά, δε θα μπορούσες ποτέ να είσαι μια τόσο όμορφη παρουσία. Ωστόσο, ο λόγος που κοιτάζω τη συνεργό σου είναι επειδή μου φαίνεται πως μου θυμίζει κάτι. Η πολεμίστρια της φωτιάς, σωστά; Φραγκία, Αγγλία, Ιταλία, Αίγυπτος, Συρία... Σε κάθε αιματολουτρό που συγκλόνιζε τον κόσμο, το όνομά σου ήταν στα πρώτα.», έλεγε, καθώς έκανε βόλτες γύρω τους.
«Με κολακεύεις, πρίγκιπα!», χαμογέλασε αλαζονικά, παίζοντας με τα στιλέτα της.
«Μην κορδώνεσαι. Δεν ήταν κολακεία.», απάντησε σοβαρά, αρπάζοντας σε χρόνο μηδέν τα όπλα της. «Αυτά θα μου επιτρέψεις να τα κρατήσω εγώ, προσωρινά ή και όχι. Θα δείξει.» Δίχως να περιμένει την αντίδρασή της, άρχισε να τα ψηλαφίζει, παρατηρώντας τους χρυσούς σκαλισμένους ρούνους κι ένα Μ να καλύπτει σχεδόν ολόκληρη τη λαβίδα. «Και τώρα...», ανέβασε επικίνδυνα τον τόνο της φωνής του, μιλώντας ξανά στη μητρική του γλώσσα. «Ποια βασανισμένη ψυχή τους έψαξε και λόγω ενός επιπόλαιου λάθους, στερήθηκαν τη ζωή τους τόσοι στρατιώτες;», ρώτησε, δείχνοντας με το χέρι του τα πτώματα, στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο.
Επικρατούσε νεκρική σιωπή στο πλήθος. Οι πάντες, εκτός των αιχμαλώτων κρατούσαν μέχρι και την ανάσα τους. Τόσος ήταν ο τρόμος στα μάτια τους. Απ' τους πίσω, ξεπρόβαλλε μια φιγούρα, έρποντας και πέφτοντας τελικά στα πόδια του πρίγκιπα.
«Δείξε λίγο έλεος στον πιστό σου υπήκοο!», ικέτευσε με δάκρυα να στάζουν ασταμάτητα απ' το πρόσωπό του. «Έχω γυναίκα και παιδιά! Σε παρακαλώ!».
Ο Ντόναλ, στη θέα του, έπιασε τα χέρια του και σκύβοντας, του ψιθύρισε κάτι που οι υπόλοιποι αδυνατούσαν να το ακούσουν. Έπειτα, με ταχύτατες κινήσεις, έκοψε τον λαιμό του με το μαχαίρι της Βίκινγκ. Κλώτσησε το ακόμη ζωντανό του σώμα στο χώμα, φτύνοντάς τον αποδοκιμαστικά. Οι Πίκτοι γύρισαν το κεφάλι τους προς την αντίθετη κατεύθυνση, μην αντέχοντας το θέαμα ενός συμπατριώτη τους, που τον ήξεραν χρόνια ολόκληρα, να δολοφονείται εν ψυχρώ. Αντίθετα, οι Βίκινγκς το είδαν μέχρι το τέλος. Εξάλλου, είχαν καταλάβει απ' την πρώτη στιγμή πως αυτό αποτελούσε μια απλή επίδειξη εξουσίας.
«Και τώρα που τελειώσαμε εν μέρει με την απονομή δικαιοσύνης, θα ήθελα να σας δείξω κάτι.», εξέφρασε την επιθυμία του και προχώρησε προς την πόρτα του παλατιού, αφήνοντας πίσω του τους νεαρούς με τη συνοδεία φυσικά της φρουράς.
Εξιτάροντας όλων την περιέργεια, ξέλυσε ένα άλογο και το γύρισε προς το μέρος τους. Και τότε ήταν που κατάλαβαν τι εννοούσε όταν είπε πως δεν είχε ολοκληρώσει με τη δικαιοσύνη. Πάνω στον λαιμό του μαύρου αλόγου, κρεμόταν το κεφάλι του Μάγκνους. Ματωμένο, καμένο, με κλειστό το ένα μάτι, βουτηγμένο στο αλάτι, με σκοπό να διατηρηθεί. Γενικότερα, ένα θέαμα αποτρόπαιο. Ωστόσο, έπρεπε να το είχαν υποψιαστεί. Ήταν ένα απ' τα παράξενα εθιμοτυπικά και των έξι εθνών Κελτών. Κάθε φορά που σκότωναν κάποιον, τον αποκεφάλιζαν και κρεμούσαν τα κρανία τους στα άλογα ή έξω απ' τα σπίτια. Αυτό το έκαναν για δυο λόγους: για να εισπράξουν τον σεβασμό και τον φόβο των εχθρών τους και επειδή πιστευόταν πως το κεφάλι εμπόδιζε την ψυχή να αναπαυθεί, με αποτέλεσμα εκείνη να προστατεύει το σπίτι απ' τους κλέφτες εσαεί.
Τα χαρακτηριστικά του Κάλντερ σφίχτηκαν, ενώ ψέλλισε ένα σιγανό 'Μπάσταρδε!', κοιτώντας για πολλή ώρα δίχως να ζαλίζεται ό,τι είχε απομείνει απ' τον αδερφό του. Ο Ντόναλ περίμενε κάποια πιο βίαιη αντίδραση από μέρους του, αλλά εκείνη ήρθε από εκεί που δεν το περίμενε. Η Ελντάρ έκλεισε τα μάτια της, αναπνέοντας μια, δυο φορές και μετά, γρήγορη σαν τον άνεμο, έτρεξε κατά πάνω του. Του έριξε μια μπουνιά στο σαγόνι και άρχισε να τον γρονθοκοπεί όπου μπορούσε. Οι στρατιώτες έκαναν να την απομακρύνουν από πάνω του, όμως εκείνος τους έκανε νόημα πως μπορούσε να το χειριστεί και μόνος του.
«Πού βρήκες το κεφάλι του; Το κάψαμε! Πώς;», ούρλιαζε, συνεχίζοντας να τον χτυπά, μ' εκείνον να τις κρατάει τα χέρια, χωρίς να της απαντά. «Απάντησέ μου! Πού;», κραύγαζε παρανοϊκά, έχοντας βγει τελείως εκτός ελέγχου.
Η σιωπή του επιδείνωνε την κατάστασή της. Τα μάτια της γυάλιζαν και αν είχε όπλο στο χέρι της, ήταν σίγουρο πως η γλώσσα του θα είχε κοπεί, το ίδιο και τα άκρα του. Η φλέβα στον λαιμό της είχε κοκκινίσει, ενώ παλλόταν ταχύρρυθμα. Πήγε να τον κλωτσήσει, ωστόσο, τότε, αυτός αμύνθηκε, τραβώντας με δύναμη το χέρι της προς τα πίσω, με σκοπό να την ακινητοποιήσει. Η ανάσα του βαριά, η στενή του επαφή μ' αυτό το αξημέρωτο θηλυκό τον ανατρίχιαζε. Είχε κάτι το απαγορευτικό, σαν το αίμα να τους καλούσε, οι σκοτεινές, δυνατές επιθυμίες της σάρκας να κόχλαζαν.
«Θα με κρατάς για πολλή, γαμημένη ώρα έτσι;», διέκοψε τις σκέψεις του η νευριασμένη φωνή της Ελντάρ.
«Όχι.», απάντησε ήπια και λακωνικά, απελευθερώνοντάς τη απ' τη λαβή του και σπρώχνοντάς τη, με αποτέλεσμα να προσγειωθεί στο έδαφος. Η μύτη της άνοιξε πάλι κι έτσι, παχύρρευστο αίμα κύλισε στο πρόσωπό της. Ένιωσε μια αγαλλίαση στην εικόνα της να τραυματίζεται, που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ του. «Κλειδώστε τους!», διέταξε κι αποχώρησε.
//*\\
Ο Γκούθρουμ ήταν ένας ευρηματικός άνδρας. Απόδειξη αυτού ήταν πως ενώ ήταν γόνος μιας οικογένειας αγροτών, ανθρώπων που αποδέχονταν τυφλά τον έλεγχό τους απ' τη βασιλεία, δίχως να συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων, εκείνος κατάφερε με την ηπιότητα του χαρακτήρα του και το γεγονός πως δεν παρασυρόταν απ' το συναίσθημα, αλλά απ' την ψυχρή λογική να κερδίσει την εύνοια του πιο διάσημου και σκληρού Βίκινγκ που γεννήθηκε ποτέ. Του Άιβαρ του Ασπόνδυλου.
Ενός άνδρα φιλόδοξου, συνεχώς θυμωμένου, χωρίς ίχνος τρυφερότητας ή πόθου μέσα του, μα και αποφασισμένου να γράψει ιστορία με το αίμα των εχθρών του. Για να το καταφέρει, ωστόσο, χρειαζόταν πιστούς στρατιώτες, οι οποίοι όφειλαν να εισακούν στο θέλημά του και να είναι έτοιμοι να πεθάνουν για εκείνον ανά πάσα στιγμή. Και τους βρήκε σε πολλά πρόσωπα νεαρών Δανών και Σουηδών, οι οποίοι του ορκίστηκαν αιώνια αφοσίωση, αφού τους γλίτωσε από την αβάσταχτη μοίρα τους. Κάποιοι, όταν τα στομάχια τους γέμισαν από οίνο και φαγητό και η σάρκα τους από ηδονή, τον πρόδωσαν, όμως η κατάληξή τους ήταν χειρότερη κι απ' τον θάνατο. Πολλοί δεν μπόρεσαν να αντέξουν τον βίαιο και αυταρχικό χαρακτήρα του και τον απαρνήθηκαν. Αυτός όμως που είχε πλήρη επίγνωση για το ποιο ήταν το συμφέρον του ήταν ο Γκούθρουμ. Το ήξερε πως αν του ήταν πιστός και εκπλήρωνε την παραμικρή του επιθυμία, θα γινόταν βασιλιάς της Δανίας, απ' τη στιγμή που ο βασιλιάς δεν είχε παιδιά. Κι έτσι κι έγινε.
Ο νους του τον βοήθησε τότε, ο νους του θα τον βοηθούσε και τώρα, που το σχοινί τεντωνόταν επικίνδυνα πολύ, σε σημείο να είναι εξαιρετικά εύκολο να σπάσει, γκρεμίζοντας όλο τον κόπο των προπατόρων του, αλλά και τον δικό του. Έπρεπε να βρει μια λύση να έχει ειρήνη με τους Πίκτους, μα και να ικανοποιήσει τους υποτελείς του. Κι οι δυο πλευρές ήθελαν αίμα, όμως, αυτός το μόνο που ήθελε ήταν να επεκτείνει τα σύνορα του Νόμου των Δανών. Αν μπορούσε να σκεφτεί έναν τρόπο να τους κάνει να πιστέψουν πως έτσι και πραγματοποιούνταν η προσδοκία του, θα τους ωφελούσε όλους, θα είχε όλο τον χρόνο μπροστά του να προετοιμαστεί για πόλεμο, ακόμη και να καλέσει συμμάχους του απ' την Ανατολή.
Στο μυαλό του, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που παρέδιδε τα όπλα του στους Πίκτους σωματοφύλακες του βασιλιά Κωνσταντίνου, έτσι ώστε να κάνει προφανές πως είχε έρθει με ειρηνικές προθέσεις, θυμήθηκε τα λόγια του Ασπόνδυλου: 'Όταν κάποιος σου αντιστέκεται, στέρησέ του αυτό που αγαπά όσο τίποτα άλλο. Κι αν και πάλι δεν παραδοθεί, κατάστρεψέ τον!'. Παρόλο που είχαν περάσει περισσότεροι από δέκα χειμώνες, θυμάται με κάθε λεπτομέρεια το πόσο απειλητικά κουνούσε το στιλέτο του και τα μάτια του, που γούρλωναν στη σκέψη του θανάτου, συμβουλεύοντάς τον πριν τον αναγκάσει να λάβει μέρος σ' ένα αποτρόπαιο έγκλημα, στη δολοφονία ενός πραγματικού αγίου. Κι ο άνθρωπος που μπόρεσε και αντιστάθηκε στον μεγαλύτερο γιο του Ράγκναρ Λόθμπρουκ, έχοντας το σθένος να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της ανυπακοής του, ήταν ο τότε βασιλιάς της Ανατολικής Αγγλίας, ο οποίος έμεινε στην ιστορία ως ο Έντμουντ ο Μάρτυρας.
Η νίκη τους στη μάχη στο Θέντφορντ ήταν πανηγυρική. Οι Δανοί χόρευαν πάνω απ' τα πτώματα των Σαξόνων, συγκεντρώνοντας όσα όπλα έβρισκαν, με σκοπό να πουλήσουν τα ακριβά στην αγορά, αλλά και να εφοδιαστούν με νέα για τις υπόλοιπες μέρες που θα κατακτούσαν την Αγγλία. Το υδρομέλι κι η ξανθιά μπύρα έρεαν άφθονα, με τη συνοδεία πορνών να τους κρατούν ψυχαγωγημένους. Αυτή ήταν κι η ανταμοιβή τους για την πίστη τους στον βασιλιά. Νέα γόνιμη γη, όμορφες, διαφορετικές απ' τις δικές τους γυναίκες, μα φυσικά κι αυτό που έως τότε αγνοούσαν. Νέοι εχθροί, για τους οποίους δε γνώριζαν τίποτα. Ωστόσο, η πληθώρα αγαθών που τους παραχωρήθηκαν, τους τύφλωσε, κάνοντάς τους να λησμονήσουν εντελώς το πώς τα κατέκτησαν. Με αίμα. Και με αίμα θα έπρεπε να τα διατηρήσουν.
Ο Γκούθρουμ παρακολουθούσε όλα όσα συνέβαιναν με περισσή διστακτικότητα. Αυτούς που σκότωσαν, θα τους εκδικούνταν οι συγγενείς τους. Ή ακόμη χειρότερα, τα υπόλοιπα τρία βασίλεια της Αγγλίας, με αποτέλεσμα να υπερφαλαγγιστεί ο Μεγάλος Αλλόθρησκος Στρατός. Χρειαζόταν να μάθουν ποιο ήταν το πιο ισχυρό βασίλειο και να συνάψουν συμμαχία μαζί του, έτσι ώστε να έχουν κάλυψη σε περίπτωση κινδύνου. Όμως, κράτησε τις σκέψεις αυτές αποκλειστικά για τον εαυτό του, μιας και είχε καταλάβει περισσότερο από καλά πως στον Άιβαρ δεν άρεσε να του λένε τι να κάνει.
«Γιατί δε συμμετέχεις στο γλέντι;», άκουσε τη φωνή του Ασπόνδυλου, ο οποίος ήταν εξαιρετικά παρατηρητικός, με αποτέλεσμα να μην του ξεφεύγει ποτέ και τίποτα. Ο Γκούθρουμ επέλεξε να μην απαντήσει, διότι δεν ήθελε να του πει ψέματα, μιας και ήταν παραπάνω από σίγουρος πως θα γινόταν αντιληπτός. «Τώρα κατάλαβα! Περιμένεις να αρχίσει η πραγματική διασκέδαση, έτσι;», αναρωτήθηκε, δείχνοντας τον αιχμάλωτο Έντμουντ, ο οποίος ήταν δεμένος χειροπόδαρα σ' ένα δένδρο.
Τα κυανά του μάτια ρίγησαν απ' τον φόβο. Αυτό που θα έκαναν δεν ήταν το ίδιο με τη μάχη. Εκεί σκότωναν επειδή ήταν απαραίτητο, ενώ εδώ το έκαναν μόνο και μόνο για να ευφρανθούν. Πώς μπορούσαν να χαίρονται να δολοφονούν έναν άνθρωπο με τόσες ευθύνες, με οικογένεια, ο οποίος αυτή τη στιγμή αντί να χτυπιέται σαν το ψάρι έξω απ' το νερό και να τους βρίζει, καθόταν και έψελνε στον Ύψιστο; Ήταν λάθος, απ' όλες τις απόψεις. Αλλά το ένστικτο της επιβίωσης, εκείνη η μικρή ελπίδα πως κάποια μέρα ο κόσμος θα ήταν δικός του τον έκαναν να μην εκφράσει την αντίρρησή του παρά να νεύσει θετικά βεβιασμένα.
Ο βασιλιάς, του έκανε νόημα να τον βοηθήσει να σηκωθεί, αφού ήταν ανάπηρος, μ' εκείνον να υπακούει ευθύς στο θέλημα του. Αμέσως, όλοι σώπασαν, για να τον αφήσουν να μιλήσει. «Είμαστε Βίκινγκς. Και οφείλουμε να τιμούμε τους Θεούς με θυσίες. Οι ανθρώπινες ειδικά τους εξευμενίζουν απόλυτα, εξαγοράζοντας την εύνοιά τους. Σήμερα λοιπόν, προσφέρουμε σ' αυτούς έναν εχθρό του έθνους μας, αυτόν που αρνήθηκε να μας αφήσει να κατοικίσουμε στα εδάφη του. Γι' αυτό και πρέπει να πληρώσει...με θάνατο!», φώναζε παθιασμένα, οδηγώντας το πλήθος σε ανεξέλεγκτες κραυγές που πρότειναν διαφόρους τρόπους θανάτου. Δίχως να τους δώσει την παραμικρή σημασία, έβγαλε απ' την πανοπλία του έναν πέλεκυ, παραδίδοντάς τον στον Γκούθρουμ, τον οποίο κοίταξε με παρανοϊκό ύφος, σα να του λέει να μην τον απογοητεύσει. «Ο τρόπος λοιπόν που θα πεθάνει είναι με τον ματωμένο αετό!», αναφώνησε, με το σύνολο των στρατιωτών να δηλώνει την έγκρισή του με αλαλαγμούς.
Ο νέος, που μόλις είχε αποκτήσει την πρώτη του γενειάδα, αισθανόταν τρομοκρατημένος. Περπατούσε προς το μέρος του Σάξονα, κρατώντας το φονικό όπλο, με τα χέρια του να τρέμουν, λες και ήταν ετοιμοθάνατος. Πώς θα έβρισκε τη δύναμη να το κάνει; Αν δεν τον εκτελούσε, θα τους σκότωναν και τους δυο μαζί, μόλις ανέτειλε ο ήλιος. Είχε πλησιάσει πολύ πλέον. Έπρεπε να αρχίσει το έργο του. Όλα στον βωμό της δύναμης. Τη ζωή τόσων ανθρώπων, την οικογένειά του, τις αξίες του, την πατρίδα, τον ευεργέτη του, ακόμη και την ίδια του την ψυχή. Τι θα απέμενε στο τέλος; Ειλικρινά, δεν ήξερε.
Παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή, σήκωσε τον πέλεκυ ψηλά κι άνοιξε τη σάρκα του Έντμουντ. Το δέρμα χωρίστηκε στη μέση, αλλά δεν παραπονέθηκε δευτερόλεπτο για τον πόνο. Συνέχισε να προσεύχεται. Αργά και σταθερά, απόλυτα εναρμονισμένος με τα χτυπήματα του τσεκουριού. Το αίμα του πεταγόταν στο πρόσωπό του, τα χέρια του είχαν μετατραπεί σε ερυθρά, το ίδιο και τα ρούχα του. Καυτά δάκρυα έφευγαν ασταμάτητα απ' τα μάτια του, όμως κανένας δεν μπορούσε να τα δει, καθώς ήταν εκστασιασμένοι με το βασανιστήριο. Με κλειστά μάτια, τράβηξε το δέρμα, χώνοντας τα χέρια μέσα στην πλάτη του, τραβώντας έξω τους πνεύμονες όσο πιο γρήγορα μπορούσε, σχηματίζοντας έπειτα έναν αετό, σημάδι πως η εκδίκηση πλέον είχε παρθεί. Η θυσία είχε γίνει.
«Κύριε του ελέους και της αγαθότητος, παράσχου ειρήνη και αγάπη στους μισούντας και λοιδορούντας με και όσους με διαβάλλουν από μίσος και κακία.», ψέλλισε σιγανά τότε ο βασιλιάς, έχοντας πλέον χάσει τις περισσότερες δυνάμεις του. Ο Γκούθρουμ πισωπάτησε συγκλονισμένος, ενώ ο πέλεκυς έπεσε στο χώμα μ' έναν βαρύ γδούπο. Εκείνη τη στιγμή, τέσσερα βέλη τρύπησαν τα σπλάχνα του Σάξονα, ένας σαδιστικός συμβολισμός των βασιλείων που έμελλε να κατακτήσουν. Ο Γκούθρουμ, όπως τον είχαν διατάξει, έβγαλε το σπαθί απ' το θηκάρι και ετοιμάστηκε να τον αποκεφαλίσει. «Δώσε μετάνοια... και έλεος ώστε να κατανοήσουν...τα πάθη της ψυχής τους.», ολοκλήρωσε κι ακριβώς μετά απ' αυτό, το κεφάλι του προσγειώθηκε σαν ώριμο φρούτο στον σωρό με τα φύλλα του δένδρου.
Ο Άιβαρ ο Ασπόνδυλος μετά απ' αυτό, έβαλε τον λύκο του να φυλάει το κρανίο του Έντμουντ, ο οποίος ήταν βέβαιο πως θα ξέσκιζε οποιονδήποτε προσπαθούσε να το πειράξει. Ο Γκούθρουμ, ωστόσο, ζωσμένος απ' τις τύψεις του, τάισε τον λύκο με προμήθειες του στρατεύματος, αποπροσανατολίζοντάς τον κι έτσι, έκλεψε το κεφάλι και μαζί με το υπόλοιπο σώμα, το μετέφερε μέχρι τον καθεδρικό της κομητείας Σάφολκ, όπου τον κήδευσαν με μεγάλες τιμές οι συμπατριώτες του, τιμώντας ιδιαίτερα το ότι αρνήθηκε να παραδοθεί, ακόμη κι όταν τον βασάνισαν ανηλεώς. Εκεί, γνώρισε ορισμένους συμβούλους του εκλιπόντος, όπου με τη διπλωματία του, κατάφερε να αφήσει υπόνοιες ότι θα τους βοηθούσε να ανέλθουν στην εξουσία. Φρούδες ελπίδες, αλλά τον συνέφερε.
Όταν ο Δανός βασιλιάς κατάλαβε πως το κεφάλι έλειπε, έριξε έμμεσα ευθύνες στον Άρχοντα του Ώλαντ και επιστήθιο φίλο του, τον οποίο έβρασαν μέσα σε λάβα μέχρι να πεθάνει. Ήταν υπαίτιος για τον θάνατο του φίλου του κι αργότερα, ενώ μπορούσε να σώσει τον άνθρωπο που τον είδε ως γιο του, τον άφησε να πεθάνει για να γίνει βασιλιάς, ενώ πρόδωσε τον άνδρα που κάποτε ήταν, αφήνοντας μέσα του μόνο σκοτάδι και δίψα για εδάφη. Ήταν έτοιμος να θυσιάσει τα πάντα με σκοπό να πάρει αυτά που ήθελε. Και θα το έκανε. Όποιο κι αν ήταν το τίμημα.
Αποχωρίστηκε τις αναμνήσεις του παρελθόντος, καθώς του φάνταζαν ξένες πια, ύψωσε τον κορμό του και έδειξε αυτοπεποίθηση, έτσι ώστε να μη φανεί αδύναμος. Εισήλθε στο δωμάτιο, όπου τον περίμεναν οι Μακ Κένεθ, και χαιρέτησε μ' ένα νεύμα τον πρίγκιπα, ενώ με το βλέμμα του, αναζήτησε τον βασιλιά. Μέσα απ' τις σκιές στη γωνία του χώρου, εμφανίστηκε η επιβλητική φιγούρα του Κωνσταντίνου και το ατσάλινο, σοβαρό του προσωπείο.
«Βασιλιά Γκούθρουμ...», αποκρίθηκε στη δική του γλώσσα, αναγκάζοντας τον Βίκινγκ να χρησιμοποιήσει κι αυτός εκείνη.
«Βασιλιά Κωνσταντίνε...», είπε επιφυλακτικά με το ίδιο ύφος, ενώ φαινόταν απ' τη στάση του πως κάτι μηχανευόταν.
«Έχεις έρθει να κάνεις φαινομενικά ειρήνη με τα δολερά σου κόλπα. Μάντεψε, όμως, αυτή τη φορά δε θα πιάσει.», δήλωσε αποφασισμένος, γυρίζοντας την πλάτη του στον Γκούθρουμ, δείχνοντας έτσι την απαξίωσή του προς εκείνον, έχοντας ως στόχο να τον περιεργαστεί.
«Ουδόλως. Άκουσα πως έχετε προβλήματα με τους Σάξονες.», ψιθύρισε εσκεμμένα ο Γκούθρουμ, χωρίς να πτοηθεί απ' την υποτίμηση που του έδειχναν, υποδεικνύοντας πως γνώριζε τα μυστικά τους.
Ο Πίκτος ηγεμόνας γύρισε ταχύτατα τη ματιά του προς εκείνον, προσπαθώντας να μην κάνει εμφανή την έκπληξή του. «Και πού το ξέρεις εσύ αυτό;», ρώτησε με ενδιαφέρον.
«Θα μπορούσες να πεις πως έχω πολλούς φίλους, οι οποίοι με μια καλή πληρωμή κάνουν τα πάντα για εμένα. Μην ανησυχείς, όμως. Έχω κι εγώ θέματα με τους Σάξονες. Και τυγχάνει να έχω μια πρόταση.», απευθύνθηκε, κοιτώντας πονηρά τους δυο παρευρισκόμενους, οι οποίοι συμμερίστηκαν τη μοχθηρία του.
«Και τι ακριβώς θα μας στοιχίσει αυτή;», αναρωτήθηκε ειρωνικά ο Ντόναλ, κάνοντας τον Γκούθρουμ να γελάσει σατανικά.
«Σε σχέση μ' αυτά που θα κερδίσετε τίποτα. Απ' τα εδάφη που θα κατακτήσουμε, τα μισά είναι δικά σας, τα μισά δικά μας. Στέλνουμε ο ένας στράτευμα στον άλλο όταν υπάρχουν διαφορές με άλλους λαούς και κρατάω τους δικούς μου μακριά απ' τους Πίκτους. Επίσης, μπορείτε να λαμβάνετε μέρος στις επιδρομές μας. Και έχουν πολύ καλά λάφυρα, Ντόναλ, πάρα πολύ καλά.», έθεσε τους όρους της συμφωνίας, επιχειρώντας να φανεί όσο πιο πειστικός μπορούσε.
«Όσο για το τελευταίο...», αναφώνησε ο Κωνσταντίνος. «Δε φάνηκε και πολύ αν λάβεις υπόψη σου τη λεηλασία που έγινε σ' ένα χωριό της επικράτειάς μου σήμερα.», σχολίασε καυστικά, ευχαριστημένος που μπόρεσε να συμπεριλάβει κι αυτό το ζήτημα στη συζήτησή τους.
«Ναι, το κατανοώ. Και περί αυτού, ήθελα να σας πω. Χρειάζεται να αφήσετε τον Ράλφσον ελεύθερο.», ανέφερε με έναν τόνο ενοχής.
«Και γιατί να το επιτρέψω αυτό; Πραγματικά, δε βρίσκω κάποιον τρόπο να ωφελούμαι απ' αυτό.», προσποιήθηκε πως δεν καταλάβαινε τον λόγο αυτής της επιθυμίας ο ομόλογός του.
«Επειδή αλλιώς, ο Ραλφ θα επηρεάσει τους υπόλοιπους άρχοντες και θα εξεγερθούν εναντίον μου. Έχασε έναν γιο, ο οποίος είχα υποσχεθεί πως θα με διαδεχόταν. Αν πεθάνει κι ο άλλος του, θα διαλυθεί η ισορροπία. Και θα έχεις κι εσύ απώλειες απ' αυτό.», του υπενθύμισε για να τον πείσει πως έπρεπε να τον ακούσει.
Οι δυο άνδρες φάνηκαν να σκέφτονται τα λόγια του, αν και τα βλέμματά τους ήταν πύρινα όταν έγινε μνεία στον Κάλντερ. Αντάλλαξαν ένα κοίταγμα, τόσο παράξενο, που ο Δανός αδυνατούσε να καταλάβει αν διαφωνούσαν ή απλά δήλωναν δυσπιστία, μέχρι που ο Κωνσταντίνος άφησε τον γιο του να μιλήσει.
«Και τι θα γίνει με τη μαχήτρια της φωτιάς;», ρώτησε με φανερή περιέργεια.
«Η Βίγγοσον!», αναφώνησε, χαμογελώντας με οίηση. «Άλλο ένα τέρας ανάμεσα στα τέρατα. Σκοτώστε τη εσείς, αλλιώς θα το κάνω εγώ.»
. . .
S T A T U S
Started: 09/09/20
Ended: - - - - - - - -
. . .
~ 2020 ~
-BlackWidow_forever
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top