ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ...ΝΟΜΟ
Ο θεός του κεραυνού, προσπαθώντας να αποβάλλει την οργή του, χτύπησε με δύναμη το σφυρί του, το Μγιόλνιρ, στο μαρμάρινο πάτωμα της Άσγκαρντ. Η γη σείστηκε και μέσα σε δεύτερα, ένας βροντερός άνεμος φύσηξε, παρασύροντας στο διάβα του ολόκληρες καλύβες. Σύννεφα έτρεξαν να καλύψουν το γαλάζιο του ουρανό, με τους κεραυνούς να ακολουθούν ταχύτατα. Η θάλασσα αφηνίασε, υψώνοντας θεόρατα κύματα, έτσι ώστε να μην πλησιάσει κανείς την προστατευόμενη περιοχή του Θωρ, παρά μόνο όσοι ήταν γενναίοι αρκετά για να ταξιδέψουν μες στη θαλασσοταραχή.
Το αλμυρό νερό χτυπούσε ανεξέλεγκτα τα βράχια της Κάμπρια, μιας επαρχίας στα βόρεια της Ανατολικής Αγγλίας, μόλις λίγα μίλια μακριά απ' το βασίλειο της Άλμπα στη Σκωτία. Ο άσπρος αφρός της θάλασσας ανέβαινε θριαμβευτικά στις ξύλινες προβλήτες του λιμανιού, δημιουργώντας μικρά ρυάκια που κυλούσαν στο έδαφος. Πίσω απ' τα τείχη της πόλης, η αγορά ήταν γεμάτη και τώρα, σιγά σιγά, οι άνθρωποι ζητούσαν ασφαλές καταφύγιο μακριά απ' τη βροχή. Μια έντονη μυρωδιά, εκείνη του ξηρού χώματος που βρίσκει τη λύτρωση όταν συναντά το νερό, ανέδυε στον χώρο, με αποτέλεσμα να κάνουν παρέλαση διάφορα ζώα του δάσους, για να ξεδιψάσουν.
Το μακρύ της φόρεμα, λευκό, λες και ήταν κεντημένο από χιόνι, σερνόταν στο βρεγμένο χώμα. Τα μακριά, κατάξανθα μαλλιά της ανέμιζαν κόντρα στον άνεμο και το γκρίζο χρώμα των ματιών της γινόταν ένα με την καταιγίδα, τονίζοντας τις έντονες γωνίες του προσώπου της. Δάκρυα μούσκευαν τα χλωμά μάγουλά της κι έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς τη βόρεια πλευρά των τειχών. Εκείνο το όραμα... ήταν σίγουρη πως ήταν αλήθεια, ο Όντιν δεν ψεύδεται ποτέ. Η καρδιά της είχε κομματιαστεί, δεν ήξερε αν θα μπορούσε να αντικρίσει το θέαμα εκείνου, κακοποιημένου και δολοφονημένου. Είχε αφήσει πίσω τη Βίκινγκ ταυτότητά της όπου δεν της επέτρεπε τις πολλές αδυναμίες και θρηνούσε.
Ξαφνικά, κατέρρευσε, πέφτοντας καταγής στα γόνατα. Μέσα απ' το πυκνό δάσος με τα έλατα, ξεπρόβαλε ο ένας της γιος, κρατώντας τον μεγαλύτερο αδερφό του στα χέρια του. Άφησε μια άναρθρη κραυγή, η οποία κατά πάσα πιθανότητα, ακούστηκε μέχρι την πόλη. Μέχρι και τα κατάμαυρα κοράκια τρόμαξαν και πέταξαν μακριά από εκεί. Ο Κάλντερ με δάκρυα στα μάτια, προχώρησε κι άφησε τον αδερφό του λίγα μέτρα μακριά της. Αμέσως, πλησίασε τον νεκρό, άγγιξε το κεφάλι του και δυνάμωσε το κλάμα της, βλέποντας πώς κατάντησαν το αγόρι της. Το πρόσωπό του ήταν περίπου αγνώριστο απ' το αίμα και τις γροθιές, ενώ αίμα υπήρχε παντού στα ρούχα του. Τα όπλα του είχαν παρθεί, βεβηλώνοντας τελείως τη μνήμη του και μέχρι και τα σκούρα μπλε μάτια του δεν είχαν σφραγιστεί.
Η γυναίκα έκλεισε τα μάτια, έχοντας ηρεμήσει για λίγο, για να σκύψει και να ακουμπήσει το κεφάλι της στον νεκρό θώρακα του γιου της. Τέντωσε τα αφτιά της, προσπαθώντας μανιωδώς να ακούσει την καρδιά του να χτυπάει, αλλά η ελπίδα της πέθανε. Σήκωσε το κεφάλι στον ουρανό και ούρλιαξε.
«Όχι! Όχι! Όντιν, τιμώρησε αυτό τον καταραμένο, βάρβαρο λαό, τους Πίκτους, για τον άδικο φόνο του αγοριού μου. Σε παρακαλώ!», ικέτευε σε κατάσταση υστερίας, μέχρι που ένιωσε δυο δυνατά, αντρικά χέρια να την τραβάνε προς τα πίσω.
Χωρίς να προσέξει ποιο ήταν το άτομο που την απομάκρυνε απ' το παιδί της, άρχισε να το βαράει με μπουνιές και κλωτσιές για να την αφήσει. Τα μάτια του Κάλντερ είχαν γεμίσει δάκρυα απ' τη στενοχώρια, αλλά περισσότερο λόγω της ενοχής. Ωστόσο, την αγκάλιασε σφιχτά, μην αφήνοντάς τη να φύγει. Καλπασμοί αλόγων ακούγονταν από μακριά και μέσα σε λίγα δεύτερα, τους έφτασαν. Η Ανσέλμα δραπέτευσε απ' τα χέρια του και κατευθύνθηκε προς τους ιππείς. Ο νεαρός Βίκινγκ έμεινε στάσιμος, σκεπτόμενος όλα όσα είχε βιώσει μέχρι που στο μάγουλό του προσγειώθηκε με δύναμη η παλάμη του πατέρα του και άρχοντα Ραλφ.
«Ντρέπομαι που είσαι γιος μου!», του φώναξε θυμωμένα και προχώρησε προς τον νεκρό.
Τα λόγια αυτά λειτούργησαν σα χαρακιές για την καρδιά του Κάλντερ, αλλά ήξερε πως τα άξιζε. Ούτε να ζει δεν έπρεπε κανονικά. Φέρθηκε δειλά, ντρόπιασε την οικογένειά του και πάνω από όλα, την αξιοπρέπειά του ως Βίκινγκ πολεμιστής. Την ώρα που τα σκεφτόταν αυτά, ένιωσε ένα απαλό χάιδεμα στην πλάτη του κι η αδερφή του ξεπρόβαλε, προσπαθώντας να τον παρηγορήσει ενώ είχε μάτια κόκκινα απ' τον θρήνο.
«Όλοι ξέρουν πως δεν είναι δικό σου το φταίξιμο, Κάλντερ. Απλά, δεν μπορούν να παραδεχτούν πως ηττηθήκαμε. Για την ακρίβεια, πως ο βασιλιάς δε σκέφτηκε ορθώς...», ψιθύρισε την τελευταία της φράση για να μην την ακούσουν οι υπόλοιποι και κοίταξε μπροστά της, όπου όλοι ήταν μαζεμένοι και συζητούσαν νευρικά αντί να σηκώσουν τον αδερφό τους απ' το χώμα.
«Δεν ξέρω, αδερφή. Νομίζω απλά πως η Μοίρα είναι πολύ σκληρή μαζί μας.», απάντησε ο Κάλντερ, θέλοντας να αποφύγει εσκεμμένα το θέμα που αφορούσε τον βασιλιά Γκούθρουμ και την τρομερά αποτυχημένη του ιδέα για ειρήνη μεταξύ Βίκινγκς και Πίκτων. «Να πάρει! Κανείς μας δεν το άξιζε αυτό. Ο Μάγκνους, ο λαός της Κάμπρια, η μητέρα, εσύ!», ξέσπασε ύστερα από ένα σύντομο χρονικό διάστημα και μετά, άρχισε πάλι να κλαίει σιωπηλά, έχοντας γυρίσει πλάτη στην αδερφή του.
«Αδερφέ... δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο πέρα απ' το να τον θρηνήσουμε και να τον τιμήσουμε με μια καλή κηδεία.», ψέλλισε θλιμμένα κι ο Κάλντερ προχώρησε μπροστά για να μεταφέρει τη σορό του αδερφού τους στο άλογό του, ενώ η Γκούνθερ τον ακολούθησε. «Κι ας ελπίσουμε ο Έρικ να σου δείξει έλεος...», σκέφτηκε, αν και ήδη γνώριζε πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο.
//*\\
Το κατάστρωμα του σκωτσέζικου κογκ είχε γεμίσει με νερά λόγω της σφοδρής καταιγίδας και της θαλασσοταραχής, μέσα στην οποία το πλοίο πάλευε με νύχια και με δόντια να ξεφύγει. Οι ερέτες πήγαιναν πάνω κάτω, προσπαθώντας μανιασμένα να κατεβάσουν το τετράγωνο ιστίο, με τέτοιον τρόπο, έτσι ώστε να μη σκιστεί και δεν μπορούν να ταξιδέψουν. Μέχρι κι οι απλοί έμποροι και επιβαίνοντες είχαν παρατήσει τις κασέλες με τα προϊόντα τους και το αμπάρι κι είχαν ανέβει στο κατάστρωμα, πρόθυμοι να κάνουν τα πάντα για να μη χαθούν στον βυθό της θάλασσας.
Ανάμεσα στο πανικοβλημένο πλήθος, μόνο μια μαυροφορεμένη φιγούρα δεν έκανε την παραμικρή κίνηση για να σωθεί. Φαινόταν απαλλαγμένη από κάθε είδους φόβο, ειδικά εκείνου του θανάτου. Βάδιζε στο κοράκι του κογκ αμέριμνη, δίχως να αισθάνεται τον κίνδυνο εκείνου του οργισμένου φυσικού φαινομένου. Μπορούσε να γλιστρήσει πανεύκολα απ' την πρύμνη και να πνιγεί, όμως οι κινήσεις της ήταν τέτοιες που όλοι νόμιζαν πως ήθελε να αυτοκτονήσει ή αρεσκόταν στον κίνδυνο και τα ρίσκα. Κανείς δεν μπορούσε να διακρίνει ακριβώς αν ήταν άντρας ή γυναίκα, καθώς το πρόσωπό της ήταν καλυμμένο, εκτός από δυο επιθετικά, κυανά μάτια που κοιτούσαν τα πάντα διερευνητικά. Ένα έντονο μυστήριο τύλιγε εκείνη την ύπαρξη, θαρρείς και ήταν ο ίδιος ο θάνατος που είχε έρθει να δει από κοντά τη ζωή να χάνεται.
«Βίγγοσον, στα κουπιά!», ούρλιαξε με μανία ο πλοιοκτήτης, εκνευρισμένος απ' την ανία μερικών, αλλά και για να μπορέσει να τον ακούσει η σκοτεινή φιγούρα, η οποία αμέσως, έτρεξε να εκτελέσει την εντολή του.
Εντελώς αναπάντεχα, εκείνη τη στιγμή, πυρακτωμένα βέλη πετάχτηκαν στο πλοίο. Ήταν εξαιρετικά κοντά στις ακτές των Βίκινγκς, ωστόσο, δεν τους είχαν πειράξει ποτέ πριν για να το κάνουν τώρα. Αλλά οι καιροί αλλάζουν. Οι περισσότεροι έτρεξαν να βρουν μια ασπίδα, με σκοπό να προστατευτούν απ' την επίθεση, ενώ μερικοί άλλοι είχαν αρχίσει ήδη να ανταποδίδουν, σφάζοντας τους ελάχιστους Βίκινγκς που υπήρχαν ανάμεσά τους. Φωνές αθώων ανθρώπων ηχούσαν, εκλιπαρώντας για το παραμικρό σημάδι ελέους, όμως στον πόλεμο δεν υπήρχε έλεος. Αίμα άρχισε να αναμειγνύεται με το νερό της βροχής και οι φανατισμένοι δολοφόνοι πετούσαν τα νεκρά σώματα μες στη θάλασσα για να δείξουν στον εχθρό πως η πράξη τους δεν πέρασε ατιμώρητη.
Ο Πίκτος πλοιοκτήτης πλησίασε ύπουλα τη σκοτεινή φιγούρα, ως ο μόνος που γνώριζε τη Βίκινγκ ταυτότητά της, και της επιτέθηκε, πιάνοντάς την απ' τον λαιμό. Η κουκούλα της έπεσε, αποκαλύπτοντας τα φλογερά, σγουρά μαλλιά μιας πανύψηλης γυναίκας. Εκείνη, συνηθισμένη στις μάχες και στην έχθρα, έβγαλε ένα μαχαίρι απ' την κάπα της και κάρφωσε στο στήθος τον θύτη. Τρεις άλλοι άντρες την είχαν περικυκλώσει, φράζοντας την πορεία της. Δίχως να διστάσει στιγμή, κουτούλησε τον έναν, κλώτσησε με δύναμη τον άλλο στα γεννητικά του όργανα και τραβώντας το σπαθί του δεύτερου ενώ εκείνος είχε σωριαστεί στο πάτωμα, αποκεφάλισε τον τρίτο άντρα, έχοντας ανοίξει πλέον δρόμο για την ελευθερία της. Πήδηξε απ' το ιστιοφόρο, βουτώντας στα παγωμένα νερά και κολυμπώντας προς την ακτή, τον λαό της κι ήλπιζε και την οικογένειά της.
Αναδύθηκε στην επιφάνεια, έχοντας απομακρυνθεί αρκετά από ένα άλλο πεδίο μάχης. Πέταξε στην άκρη την κάπα της και μερικά ρούχα, για να μπορέσει να κολυμπάει πιο εύκολα, κρατώντας ωστόσο το σπαθί της σε περίπτωση που χρειαζόταν να αμυνθεί ξανά. Εξαντλημένη, άφησε το κύμα να την παρασύρει, οδηγώντας την στην υγρή άμμο μιας παραλίας. Κάθισε για λίγο εκεί, ακίνητη, έως ότου σηκώθηκε αγέρωχη και άρχισε να περπατάει.
Η Ανατολική Αγγλία ήταν στ' αλήθεια όπως της την είχαν περιγράψει στη Δανία. Ένας παράδεισος. Τόσο πράσινο, υγιές χώμα που θα μπορούσε να θρέψει πολλούς, όχι σαν στη Σκανδιναβία που κάθε λίγο και λιγάκι, τσακώνονταν για το ποιος θα πάρει το τελευταίο σακί σιτάρι. Ο ποταμός Λουν κυλούσε ορμητικά, ποτίζοντας τις σοδειές και αυτό το ζεστό κλίμα δε χαλούσε ποτέ τα φυτά. Αφού βάδισε για λίγο κατά μήκος ενός μονοπατιού, εντόπισε ένα μαύρο άλογο. Κοίταξε δεξιά και αριστερά για να δει αν την έβλεπε κανείς, ξέλυσε το άλογο και το χτύπησε ελαφρά για να αρχίσει να προχωράει. Προορισμός της, το κέντρο της πόλης.
Στην καρδιά της Κάμπρια, όλοι οι κάτοικοι ήταν μαζεμένοι στο λιμάνι. Εκεί, μέσα σε ένα ξύλινο, μικρό ντράκκαρ, κειτόταν ο μέλλοντας άρχοντας της επαρχίας, ο Μάγκνους. Κόσμος πολύς δάκρυζε, ενθυμούμενος τις διευκολύνσεις και πόσες φορές τους είχε υπερασπιστεί εκείνος ο άντρας. Ακόμη κι ο ίδιος ο βασιλιάς Γκούθρουμ παρευρισκόταν για να είναι εκεί όταν η ψυχή ενός λαμπρού στρατιώτη θα εισερχόταν στη Βαλχάλα. Οι συγγενείς του, μπροστά μπροστά, είχαν τοποθετήσει διάφορα προσωπικά του αντικείμενα μες στην βάρκα για να μη βρεθεί χωρίς τίποτα στον νέο τόπο διαμονής του. Οι πάντες τώρα, έψελναν με μια φωνή έναν ύμνο προτού τον αποχαιρετήσουν για να βρεθούν ξανά μαζί του έπειτα από καιρό, κι αυτό, αν το έκριναν απαραίτητο οι Εσίρ.
Μακριά απ' όλους αυτούς, έστεκε μια απόκοσμη παρουσία που προκαλούσε τον φόβο και τον τρόμο σε όλους, εκτός απ' τον νεκρό. Έρικ το όνομά του και τον αντιπροσώπευε απόλυτα. Αιώνιος ηγεμόνας γεννήθηκε, όχι μόνο στην καταγωγή, αλλά και στον χαρακτήρα. Μόνο και μόνο απ' το βλέμμα του μπορούσε να καταλάβει κανείς πόσο σκληρός και άσπλαχνος μπορούσε να γίνει. Στα γερακίσια του μάτια, εκείνη τη στιγμή, επικρατούσε ένα έντονο αίσθημα θυμού και γυάλιζαν, λες και είχε παραμείνει άυπνος εδώ και χρόνια. Ήταν ο μόνος που είχε το στόμα του κλειστό και αρνούνταν να τραγουδήσει τον παραμικρό στίχο. Ωστόσο, κανείς δεν του είπε τίποτα. Όχι επειδή δεν τον έβλεπαν, αλλά επειδή τον φοβόντουσαν...
Πίσω του, ακούστηκαν βήματα, όμως δεν έκανε τον κόπο να γυρίσει το κεφάλι του. Χάρη στην ακοή του, ένιωσε το άτομο να πλησιάζει και ευθύς, ένα βρεγμένο χέρι ακούμπησε την πλάτη του.
«Αδερφέ...», αποκρίθηκε με ουδέτερο ύφος η κοκκινομάλλα γυναίκα.
«Ελντάρ...», απάντησε εκείνος στον ίδιο τόνο, χωρίς να κοιταχτούν ούτε στιγμή μεταξύ τους. «Πόσοι χειμώνες πέρασαν. Δέκα;», ρώτησε ψυχρά και μόνο τότε, της έριξε μια ματιά για να δει αν άλλαξε.
Και είχε αλλάξει πολύ, από παιδί, είχε μεταμορφωθεί σε γυναίκα.
«Οκτώ.», είπε αυστηρά η Ελντάρ, κοιτώντας ευθεία. «Ποιανού κηδεία διαταράσσουμε με την ομιλία μας κι έχουν καρφωθεί τα βλέμματα όλων πάνω μας;», αναρωτήθηκε με περισσή έπαρση, διασκεδάζοντας την προσοχή που είχαν τραβήξει πάνω τους.
«Του Μάγκνους.»
«Πέθανε ο Μάγκνους; Από τι;», ρώτησε σοκαρισμένη, αλλάζοντας έστω και για λίγο την παγερή έκφραση του προσώπου της.
«Δεν πέθανε, τον δολοφόνησαν. Οι Πίκτοι. Πού είναι η μητέρα, παρεμπιπτόντως; Να υποθέσω, κάτω με το τσούρμο», σχολίασε αλαζονικά, ψάχνοντάς τη με το βλέμμα του.
«Η μητέρα είναι νεκρή.», τον ενημέρωσε παγερά η αδερφή του.
«Μάλιστα. Κι ο Τρίγκβε είναι νεκρός. Παραδόξως, ο Βίνταρ δεν έχει γίνει ακόμη άρχοντας, έτσι μένουν ακόμη στην εξουσία ο πατέρας κι ο Ραλφ. Αυτά στα λέω για να ξέρεις τι σου γίνεται. Μην κοιτάς τώρα, αλλά αυτός δίπλα στους γνωστούς είναι ο βασιλιάς Γκούθρουμ. Μας κάνει κουμάντο.», είπε την τελευταία του φράση με μια δόση αηδίας.
«Όχι για πολύ.», σύριξε σατανικά η Ελντάρ.
Ενώ μιλούσαν, το ψάλσιμο σταμάτησε και απλώθηκε νεκρική σιωπή στον χώρο. Αυτό σήμαινε πως είχαν φτάσει στο τέλος της τελετής τώρα. Ο Έρικ ζύγισε για λίγο τις επιλογές του και τελικά, διάλεξε να τιμήσει τον νεκρό όπως του άξιζε.
«Κόψε την κουβέντα τώρα. Πάμε κάτω να τον κάψουμε!», ψιθύρισε έντονα στην Ελντάρ και ο ένας δίπλα στον άλλο, κατέβηκαν τον βράχο.
Ήταν αδύνατο για όλους να μην στρέψουν την προσοχή τους πάνω στα αδέρφια Βίγγοσον. Πέρα απ' τη φήμη του μεγάλου αδερφού, η παρουσία τους, ειδικά όταν ήταν μαζί, απέπνεε φόβο, ίσως και σεβασμό. Πανύψηλοι κι οι δυο, με διαισθητικά μάτια στο χρώμα της ανοιχτής θάλασσας και κοφτερές γωνίες. Η μόνη έντονη διαφορά τους ήταν το χρώμα των μαλλιών τους. Η Ελντάρ είχε κατακόκκινα μαλλιά, ενώ ο Έρικ πλατινέ. Ο κόσμος έκανε άκρη, χωρίς να τους το ζητηθεί, για να περάσουν. Όταν έφτασαν στους συγγενείς τους, δεν κοίταξαν κανέναν, εκτός απ' την Ελντάρ που έριξε μια μικρή ματιά στον Γκούθρουμ, από περιέργεια και μόνο.
Ο Κάλντερ κι η Γκούνθερ βγήκαν μπροστά για να είναι αυτοί που θα κουβαλήσουν και θα ρίξουν τη δάδα φωτιάς στη βάρκα του Μάγκνους, με σκοπό να ταξιδέψει στην Άσγκαρντ. Αυτό ήταν ένα ιερό καθήκον για την κοινωνία τους, το οποίο έπρεπε αποκλειστικά να γίνει από κοντινά πρόσωπα του εκλιπόντος. Ο Έρικ έκανε ένα βήμα μπροστά κι άγγιξε τον ώμο του Κάλντερ αποφασιστικά.
«Θα το κάνουμε εμείς.», ανακοίνωσε, δείχνοντας με το βλέμμα του την Ελντάρ, που κανείς δεν κατάλαβε για πότε βρέθηκε δίπλα του.
«Αυτή είναι ξένη!», παραπονέθηκε χαμηλόφωνα η Γκούνθερ, ωστόσο, μια αγκωνιά απ' τον αδερφό της ήταν υπεραρκετή για να σωπάσει.
«Και αδερφή μου.», γρύλισε ο Έρικ και αγνοώντας τη, έκανε χώρο στην αδερφή του.
Η Ελντάρ σήκωσε τη δάδα απ' το δάπεδο, την έχωσε μες στο τσουκάλι με τη φωτιά και περπάτησε πάνω στην προβλήτα, φτάνοντας στη βάρκα του Μάγκνους. Τον παρατήρησε και αν κάποιος δεν την ήξερε, θα έλεγε πως την ένοιαζε αυτό το άτομο πριν πεθάνει. Όμως, ήταν υπερβολικά παγωμένη για να τη νοιάζει το οτιδήποτε. Παραχώρησε τη δάδα στον αδερφό της κι εκείνος, την έριξε πάνω στη βάρκα, που είχε αλειφθεί με λάδι πιο πριν.
«Θα εκδικηθώ για τον θάνατό σου, μέγα. Και αυτούς που σε σκότωσαν, αλλά κι εκείνους που δεν ήταν ικανοί να σταθούν δίπλα σου!», υποσχέθηκε ο Έρικ, ο οποίος πάντα τηρούσε τον λόγο του.
«Θα το κάνουμε!», έπιασε η Ελντάρ το χέρι του Έρικ. «Με οποιοδήποτε κόστος.», τον κοίταξε στα μάτια κι εκείνος της ένευσε θετικά.
Το ντράκκαρ τυλίχτηκε στις φλόγες και αυτοί οι δυο, μαζί με τα αδέρφια του νεκρού και τον Βίνταρ, ξάδερφο και των τεσσάρων, έσπρωξαν τη βάρκα ελάχιστα και έπειτα, την υπόλοιπη δουλειά την έκανε ο ωκεανός. Τα κύματα τον έπαιρναν μακριά τους, έβρισκε την πολυπόθητη λύτρωση, θα συναντούσε σπουδαίους ήρωες και θα πολεμούσε μαζί τους το πρωί, αλλά το βράδυ θα έπιναν σαν καλοί φίλοι. Μέχρι το Ράγκναροκ. Κάποια στιγμή, ίσως και να αντάμωνε με κάποιους απ' όλους όσους άφησε πίσω, ποιος ήξερε; Ήταν όλα θέμα πίστης.
Αργότερα, εκείνο το βράδυ, δυο αδέρφια ένιωθαν τη γη να χάνεται κάτω απ' τα πόδια τους. Ήταν τόσο μακριά ο ένας απ' τον άλλο, ωστόσο, μπορούσαν να αισθανθούν τη θλίψη του αίματός τους. Κραύγαζαν γιατί κανείς δεν τους άκουγε. Έκλαιγαν επειδή κανείς δεν τους έβλεπε και έτρεμαν γιατί κανείς δεν μπορούσε να τους αγγίξει. Ήταν στ' αλήθεια ζωντανοί; Ή μήπως ήταν ζωντανοί-νεκροί; Φαντάσματα που αναγκάζονται να περιπλανιούνται στη Μίντγκραντ, δίχως να μπορούν στην ουσία να συνυπάρξουν με κανέναν; Κι αν ναι, πότε θα τελείωνε αυτό το μαρτύριο; Πότε θα συναντιούνταν ξανά με τους ανθρώπους που αγάπησαν όσο τίποτε άλλο στη ζωή τους;
Η θλίψη σε κάνει αδύναμο, αλλά η σπίθα για εκδίκηση σε κάνει αδίστακτο. Ικανό να προβείς σε οποιαδήποτε πράξη, όσο παράλογη κι αν μπορεί να ακούγεται. Η δύναμη όμως σε κάνει επικίνδυνο. Είναι ένα παράξενο πράγμα. Ποιος ζει, ποιος πεθαίνει. Η δύναμη εδρεύει εκεί που οι άνθρωποι πιστεύουν πως εδρεύει. Είναι παγίδα, μια σκιά στον τοίχο. Κι ένας πολύ μικρός άντρας μπορεί να πιάσει μια πολύ μεγάλη σκιά. Οι στρατοί έχουν ήδη τοποθετηθεί στο ταμπλό του ταφλ και μέσα σ' αυτούς, υπάρχουν πάντα οι προδότες. Το μόνο που είναι ακόμα αμφισβητήσιμο είναι το ποιος θα βγει νικητής μέσα απ' αυτό τον πόλεμο...
. . .
S T A T U S
Started: 09/09/20
Ended: - - - - - - - -
. . .
~ 2020 ~
-BlackWidow_forever
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top