ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: ΤΟ ΠΕΠΛΟ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ
«Και κάπως έτσι, κατέληξα στο Παρίσι. Οι κακές επιλογές και ένα βαρέλι κρασί. Μπήκες;», σταμάτησε την αφήγησή της η Ελντάρ, αναμένοντας την οποιαδήποτε αντίδραση απ' τον συνομιλητή της.
«Όχι, αλλά το εύχομαι!», απάντησε υποσυνείδητα ο Πίκτος στρατιώτης που είχε αναλάβει ρόλο βασανιστή, αλλά ένεκα της απειρίας του, είχε καταλήξει θύμα της πειθώς της κοκκινομάλλας.
«Το ξέρω ότι το εύχεσαι, γι' αυτό δεν είναι κρίμα αυτή η λευκή, καλοσχηματισμένη πλάτη να μετατραπεί σε έμπρακτη ανάμνηση μιας βάναυσης πράξης βιαιοπραγίας;», ρώτησε με χάρη, κοιτώντας, θα τολμούσε να πει κανείς με αγγελικό βλέμμα, τον άτυχο στρατιώτη.
Ήταν ξεκάθαρο πως η Ελντάρ Βίγγοσον ήταν πολύπτυχη. Άλλαζε από προσωπικότητα σε προσωπικότητα σε χρόνο ασύλληπτο, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της. Μπορεί η κανονική της όψη να ήταν μια άκαμπτη και δυναμικότατη γυναίκα, αλλά αποσκοπώντας στο να γλιτώσει μια ενέργεια σαν αυτή, η οποία διόλου απαραίτητη ήταν, μπορούσε με τεράστια ευκολία να γίνει γλυκιά και φαινομενικά πειθήνια. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ήταν απλά πολυμήχανη και έτοιμη για όλα. Ακαταμάχητη, φλογερή και παραπλανητική. Αδύνατο να της αρνηθείς.
«Δεν είμαι σίγουρος, μου ανέθεσαν κάτι να κάνω και είναι υποχρέωσή μου. Θα τιμωρηθώ ειδάλλως.», απάντησε με ακεραιότητα ο φρουρός, φροντίζοντας να μην κοιτάζει την εκτεθειμένη σάρκα της.
«Άγγιξέ με...», τον πρόσταξε αισθησιακά, ψιθυρίζοντάς του στο αφτί, ενώ δάγκωσε τον λοβό.
Ένιωθε την ανάσα της να χτυπάει τον λαιμό του, προκαλώντας του ρίγη σε όλο το κορμί. Η καρδιά του σφίχτηκε, με τα υγρά μονοπάτια που άφηνε κατά μήκος του λαιμού του, και δεν μπορούσε να σκεφτεί κυριολεκτικά τίποτα. Ήταν δέσμιος, κι ας μην ήταν εκείνος που είχε δεσμά.
Δειλά δειλά, το χέρι του μετακινήθηκε στην πλάτη της, με το απαλό δέρμα σα μετάξι να τον καλεί να πάει παρακάτω...και παρακάτω. Κοιτούσε έκθαμβος τις αχνές, άσπρες ουλές που υπήρχαν εκεί, όπως τα αστέρια του ουρανού, διάσπαρτες και ελκυστικές. Έπειτα, τύλιξε τα χέρια του γύρω απ' τη μέση της, έτσι ώστε να είναι πιο κοντά. Το μάτι του έπεσε στον μακρύ λαιμό της και τη φλέβα που παλλόταν με κάθε άγγιγμά του-τουλάχιστον έτσι πίστευε. Τα χείλη του κατευθύνθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση, με την Ελντάρ να ανασηκώνει το κεφάλι της, επιδιώκοντας να δείξει την επιθυμία της. Όταν τη φίλησε, απελευθέρωσε μια βαριά αναπνοή, κυριευμένη από το πάθος της στιγμής.
Δίχως να σταματήσει, προχώρησε προς την κλείδα, ενώ τα χέρια του πια αγκάλιαζαν το στήθος της μέσα απ' τα εναπομείναντα ρούχα. Τώρα ήταν η στιγμή.
«Λύσε με!», αναστέναξε με ένταση και εκείνος, πρόθυμος υπέρ το δέον, ανταποκρίθηκε.
Βγάζοντας βιαστικά έναν σουγιά απ' την τσέπη του, ένεκα της αδήριτης ανάγκης να ικανοποιήσει τον πόθο του, έκοψε τα σχοινιά που κρατούσαν τα χέρια της Ελντάρ ακίνητα επάνω στην ξύλινη προεξοχή του τοίχου του μπουντρουμιού. Εκείνη, ανακουφισμένη, τα τίναξε, δίνοντας μηδαμινή σημασία στην ελαφρά αιμορραγία που είχαν υποστεί, θέλοντας να ξεπιαστεί. Τέλος, έμενε να δώσει για λίγα λεπτά ακόμη παράσταση.
Άρπαξε τον φρουρό, που ακόμη δεν ήξερε το όνομά του και δεν την ένοιαζε καθόλου να το μάθει, απ' το πουκάμισο και τον τράβηξε προς το μέρος της. Βάζοντας το χέρι της ανάμεσα στα πόδια του, εντοπίζοντας τη μεγάλη φλέβα, θώπευσε το σημείο, αν και ουσιαστικά άγγιζε μόνο το παντελόνι. Ανέβηκε πιο πάνω και σταμάτησε λίγο πριν το επίμαχο σημείο. Τότε, έριξε με βία τα χείλη της πάνω στα δικά του. Το φιλί της, αν και επιδέξιο, ήταν άγριο και ατίθασο, όπως και η ίδια. Τα χέρια της ανέβηκαν στο πουκάμισό του, το οποίο και έσκισε με τον σουγιά που είχε αφήσει ο φρουρός στο τραπέζι. Ύστερα, έβαλε τον σουγιά στο εσωτερικό του φορέματός της.
Αίφνης, η βαριά, ξύλινη πόρτα υποχώρησε και την εμφάνισή του έκανε ένας μικροσκοπικός άντρας, του οποίου η μορφή δεν ήταν ευδιάκριτη μέσα στο σκοτάδι που επικρατούσε στο υπόγειο τμήμα του Σκον Αμπέι. Ωστόσο, οι δυο σκιές που ερωτοτροπούσαν στο κελί δε φάνηκε να αντιλήφθηκαν την επίσκεψή του.
«Άλλοι για τον Νόμο τρώνε μαστίγωμα και η Βίγγοσον είναι έτοιμη να τον φάει!», σαρκάστηκε, ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του ο Γκούθρουμ, μπας και του έδιναν την παραμικρή σημασία.
«Είναι μεγαλύτερη θυσία να πηδήξεις αυτόν παρά να σε δείρουν λίγο.», ανταποκρίθηκε η Ελντάρ, πλήρως θορυβούμενη απ' την απρόσμενη είσοδο του εν λόγω ατόμου. Έστρεψε το πρόσωπό της προς τον φρουρό, λέγοντάς του: «Χωρίς παρεξήγηση, είσαι ωραίο παλληκάρι, αλλά μαλθακός.».
Μετά απ' αυτό, δίχως να κάνει τον κόπο να καλύψει τη γύμνια της, τράβηξε μια δάδα απ' το βάθος του μπουντρουμιού και πλησίασε προς το μέρος του Γκούθρουμ. Ο δεύτερος, αιφνιδιασμένος, έμεινε να κοιτάζει το ξελυμένο φόρεμά της που διέγραφε αρκετά ιδιωτικά μέρη.
«Εξαιτίας σου δεν ήθελαν να μας βασανίσουν, βασιλιά; Όχι θάνατος, απλά να μας σηκωθεί λίγο η τρίχα. Είμαι λάθος;», τον ειρωνεύτηκε, ανασηκώνοντας τα φρύδια της, ενώ το έως προ ολίγου αγγελικό της βλέμμα μετατράπηκε σε δηλητηριώδες.
«Απ' όσο βλέπω, έχεις τα μέσα να ξεφεύγεις απ' τις εντολές μου πριν καν στις ανακοινώσω.», απάντησε ασυνείδητα, χαζεύοντας ακόμη ό,τι μπορούσε να δει και ό,τι δεν μπορούσε, το συνέθετε.
«Εγώ δεν είμαι εκεί που κοιτάζεις, αλλά εδώ πάνω!», του έδειξε τα μάτια της, μισογελώντας με την αντρική παρορμητικότητα που προσιδίαζε ακόμη και τους πιο οξυδερκείς απ' το είδος τους. «Αλλά σε συγχωρώ, επειδή είσαι πολύ πιο κοντός και δεν μπορείς να σηκώσεις τόσο τα μάτια σου.», τον προσέβαλε με τον δικό της μοναδικό τρόπο. Ο Γκούθρουμ, ήταν το σοκ της στιγμής, ήταν το θράσος της, έμεινε ενεός. «Και τώρα που το έκανα παράξενο, θα κάνω την έξοδό μου!», αναφώνησε, περνώντας μέσα απ' το μικρό άνοιγμα της πόρτας που είχε αφήσει και την έκλεισε με δύναμη, ασφαλίζοντάς τη φυσικά με τον ξύλινο σύρτη. «Καλή διασκέδαση!»
Ακριβώς τότε ήταν που ο Γκούθρουμ συνειδητοποίησε τι ακριβώς συνέβη. Και ακριβώς τότε ήταν που ένιωσε τα νεύρα του πιο παρόντα από ποτέ. Αν ήταν δυνατό, θα κεφάλι του θα έσκαγε. Δεν το πίστευε ότι αυτή η γυναίκα θα ερχόταν για να διαταράξει τα σχέδιά του. Ήταν οργανωτικός και όποιος πήγαινε κόντρα στο πρόγραμμά του εξαλειφόταν. Την ήθελε νεκρή. Τώρα. Οπωσδήποτε. Οπουδήποτε.
«Σκύλα! Σκύλα!», ούρλιαζε, αλλά κανείς δε θα τον άκουγε. Ιδίως η "σκύλα". «Έλα, βγάλε με από εδώ τώρα, σκύλα!», συνέχισε, όμως εις μάτην. Ήταν πολύ παχιά η πόρτα για να τη διαπεράσουν τα ουρλιαχτά για έλεος όσων βασανίζονταν, πόσο μάλλον η ωρυγή του.
«Εμένα τώρα ποιος θα με πηδήξει;», αναφώνησε ο ξεχασμένος φρουρός και ο Γκούθρουμ ένιωσε την επιθυμία να κάνει κάτι που είχε δεκαετίες να προσπαθήσει. Να χτυπήσει το κεφάλι του στον τοίχο.
//*\\
Σκοτάδι. Παντού σκοτάδι. Ήταν σα να είχε γραπωθεί τόσο σφιχτά από ένα αδιόρατο σχοινί, μην επιτρέποντας σε τίποτα να το γκρεμίσει. Ο υπόκωφος ήχος της υγρασίας να στάζει από το λίθινο ταβάνι και να καταλήγει στο δάπεδο, δημιουργώντας μια μικρή πλημμύρα, ήταν ο μόνος που επικρατούσε, δίνοντας την ψευδή εντύπωση πως δεν υπήρχε κανείς. Μα φυσικά και υπήρχε. Μονάχα ένας παράφρονας θα άφηνε αφύλαχτους τους αιχμάλωτους. Και στους Πίκτους μπορούσες να αποδώσεις πληθώρα χαρακτηρισμών, αλλά η τρέλα δεν συμπεριλαμβανόταν σ' αυτή τη μακροσκελή λίστα. Μια ταγκή μυρωδιά κυριαρχούσε στον χώρο, πιθανότατα λόγω του κονιορτού και της μούχλας, αλλά και της πρόδηλης έλλειψης υγιεινής. Όλα αυτά τα σημάδια παρέπεμπαν στην εντύπωση πως βρίσκονταν λογικά σε κάποιο υπόγειο δωμάτιο του Σκον Αμπέι, στο οποίο ο χρόνος ήταν σταματημένος και τα πάντα είχαν παραδοθεί στη λήθη, καθώς ήταν αδύνατο να μην είχε ανατείλει ο ήλιος ακόμη.
Η Ελντάρ ήταν γεννημένη για να ανήκει στις σκιές, στο περιθώριο, αλλά και να κατέχει μια αξιοπρεπή θέση και στο προσκήνιο. Τα παιχνίδια εξουσίας και στρατηγικής ήταν τα αγαπημένα της, καθώς της επέτρεπαν να ελίσσεται, να ικανοποιεί τη φιλοδοξία και φιλαρχία της, αλλά και να φλερτάρει με τον κίνδυνο. Εν αντιθέσει προς τους άντρες που αντιμετώπιζαν την απειλή ως μια γυναίκα που έπρεπε να δαμάσουν, να κυριεύσουν, η Ελντάρ την προσάρμοζε στα δικά της μέτρα και σταθμά, με απόρροια να μην επιτυγχάνει τίποτα λιγότερο από τη νίκη.
Με απόλυτη προσοχή, προχωρούσε αθόρυβα μέσα στο έρεβος, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια να μην περνάει κοντά στις δάδες, μην τυχόν και αποκαλύψουν τη φιγούρα της. Δε γνώριζε πού ακριβώς βρισκόταν, αλλά πρόθεσή της ήταν να έβρισκε τη σκάλα που οδηγούσε στο φως και από εκεί, να εντόπιζε τον επικίνδυνο και ρηξικέλευθο σύμμαχό της. Σύντομα, την ανακάλυψε. Το μόνο ακανθώδες ζήτημα ήταν πως είχαν κατασκηνώσει στα σκαλοπάτια τέσσερις φρουροί, πλήρως οπλισμένοι κι εκείνη με μόνο όπλο ένα στιλέτο.
"Δε χρειάζεσαι όπλο όταν γεννιέσαι ένα...", αναλογίστηκε, όχι επειδή έτρεμε τους μυώδεις στρατιώτες, αλλά επειδή μηχανευόταν τον καλύτερο δυνατό τρόπο να τραβήξει την προσοχή των Πίκτων.
Αποφασισμένη, έμπηξε το στιλέτο της πισώπλατα ανάμεσα στο τέταρτο και το πέμπτο πλευρό του πρώτου, με στόχο να έχει γρήγορο τέλος και να μην της επιτεθεί, βάζοντας τους υπόλοιπους σε εγρήγορση. Τραβώντας το πριν καταρρεύσει το θύμα της, το κράδαινε απειλητικά, εκτιμώντας για λίγο την κατάσταση, ωστόσο, τα χλευαστικά σχόλιά τους ενδυνάμωσαν την οργή που έκρυβε μέσα της. Όρμησε στον έναν, χώνοντας το μαχαίρι στα σωθικά του τόσες φορές που έχασε το μέτρημα, χωρίς όμως να αντιλαμβάνεται την πληγή που έκανε στην πλάτη της ένας άλλος, για να σώσει τον στρατιώτη.
Αναπάντεχα, δέχτηκε μια ρωμαλέα γροθιά στο κεφάλι, η οποία την προσγείωσε στο κρύο, άλικο δάπεδο. Οι κλωτσιές παρήλθαν η μια μετά την άλλη, με εκείνη να τραυματίζει τα πόδια πότε του ενός πότε του άλλου, αποσκοπώντας στο να την αφήσουν ήσυχη. Αλλά δυνάμωναν. Και έτσι, όταν βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία, ανασηκώθηκε και μαχαίρωσε τον άντρα στα γεννητικά του όργανα, καθηλώνοντάς τον, γεγονός που σήμαινε πως της έμενε ένας.
Ένας που ήθελε ένα γερό μάθημα, καθώς αν υπήρχε ένα πράγμα που μισούσε περισσότερο απ' το να μην ελέγχει την κατάσταση, ήταν να την εξευτελίζουν. Δεν την τραυμάτισε, δε φέρθηκε όπως θα φερόταν σε έναν άντρα συμπολεμιστή του, διότι σ' αυτόν, οπωσδήποτε δε θα του έσκιζε το φόρεμα και δε θα άπλωνε τα βρώμικα χέρια του πάνω της. Η οργή και το μίσος μέσα στην ψυχή της, που καραδοκούσαν ανά πάσα στιγμή να την κυριαρχήσουν, έσπασαν τις αλυσίδες που έθετε η συνείδηση και όρισαν τις πράξεις της. Βύθισε τα νύχια της μέσα στα μάτια του και δε σταμάτησε ασχέτως τα παρακαλετά που άκουσε, αλλά και το άλικο υγρό που ερχόταν σε επαφή με τα χέρια της. Παράλληλα, με το στιλέτο της, του έκοψε τον λαιμό, τελειώνοντάς το γρήγορα.
Ρίχνοντας μια μπερδεμένη ματιά στο σκισμένο φόρεμά της, κατευθύνθηκε προς τον καθρέφτη που βρισκόταν λίγα μέτρα πιο 'κει απ' τη σκάλα. Ατένισε το είδωλό της, το πόσο αιματοβαμμένη ήταν και άρχισε να γελά. Γελούσε δυνατά, κάτι το οποίο σε συνδυασμό με την ηχώ που δημιουργούνταν εκεί κάτω, έκανε το γέλιο της να αντηχεί σε πολύ μεγάλο χώρο του κτιρίου. Δεν ήταν ακριβώς στριγκό, ίσως αδρομερώς, αλλά μετέδιδε ένα συγκεκριμένο συναίσθημα: του μένους. Μένος για τότε που δεν είχε τη δύναμη να υπερασπιστεί και να διαφυλάξει τον εαυτό της. Μια μόνιμη υπενθύμιση πως η εκδίκηση δεν είχε παρθεί. Αλλά θα παίρνονταν. Σύντομα.
«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου...ποιος θα μας σκοτώσει όλους;», διερωτήθηκε με μάλλον δηκτική διάθεση.
«Εσύ, φυσικά!», απάντησε ενθουσιωδώς ο Ντόναλ, εκτοξεύοντας ένα πουκάμισο που προσγειώθηκε στα χέρια της. Έπειτα, κοίταξε το χάλι που είχε δημιουργήσει και θα μπορούσε κανείς να πει πως εντυπωσιάστηκε απ' τις δολοφονικές της τάσεις, αλλά και την ταχύτητα κατά την οποία εξολόθρευσε τους τέσσερις άντρες. «Παρεμπιπτόντως, δεν πρέπει να παίζεις με τον φόνο, αγαπητή μου. Δεν είναι πολιτισμένο.»
«Το αποκαλείς φόνο, το λέω αρχή διαπραγμάτευσης. Πολιτισμένης το δίχως άλλο.», αντιπαρήλθε το σχόλιό του περί ηθικής και κοιτώντας το πουκάμισό του πώς καθόταν πάνω της, μόρφασε. «Δεν μπορούσες να βρεις κάποιου άλλου; Ή να μαζέψεις τα καθάρματα που αντί να μας φρουρούν, παίρνουν μάτι;», παραπονέθηκε με φανερή την αιχμή στον τόνο της.
«Σημειώθηκε. Υποθέτω είναι μέρος της διαπραγμάτευσης να ανεχτώ τις απόψεις σου περί αισθητικής. Τώρα θα σε πείραζε να βγούμε στο φως, διότι σε λίγο θα αρχίσει να μυρίζει σάπιο αίμα σε συνδυασμό με ούρα; Γνωρίζεις πώς πάνε αυτά.», πρότεινε και η Ελντάρ, ανασηκώνοντας τους ώμους της αδιάφορα, τον ακολούθησε.
Απομακρυσμένη απ' τις δάδες, προκειμένου να μη γίνεται εύκολα αντιληπτή απ' όσους δε γνώριζαν τον χώρο καλύτερα και απ' την παλάμη τους, βρισκόταν μια άλλη βαριά, ξύλινη πόρτα. Ο Ντόναλ την τράβηξε προς τα πίσω, αποκαλύπτοντας επιτέλους το γλυκό φως της ημέρας. Ανέβηκαν τις πέτρινες σκάλες και τότε ήταν που η Ελντάρ συνήγαγε το συμπέρασμα ότι σίγουρα αυτή ήταν η πίσω πλευρά του Σκον Αμπέι.
Το Κέλτικο δάσος, πυκνό και καταπράσινο, είχε κάτι που απομάκρυνε ακόμη και τους πιο ριψοκίνδυνους Βίκινγκς. Ήταν γαλήνιο, με τα φύλλα των οξιών να σκιάζουν τον χώρο, το γάργαρο νερό να πέφτει απ' τους βράχους και να σχηματίζει ορμητικά ρυάκια -φαίνεται πως στη νήσο υπήρχαν παντού ποτάμια- και μια φρεσκάδα να αναδύεται στον αέρα. Το μάτι της μπορούσε να συλλάβει μια αλεπού να λουφάζει, έτσι ώστε το θύμα της, στην προκειμένη, ένας νεοσσός, να μην καταλάβει την παρουσία της. Το βλέμμα της απειλητικό, διεισδυτικό και τα ένστικτά της φονικά. Και ο νεοσσός, παρασυρμένος στη λαχτάρα του να πετάξει, αγνοούσε παντελώς τον κίνδυνο που καιροφυλακτούσε. Αφέλεια: χαρακτηριστικό όλων των νέων. Αλαζονεία: χαρακτηριστικό ακόμη και των μεγαλύτερων.
Εκείνη την ώρα, η προσοχή της διασπάστηκε απ' τον δυσοίωνο ήχο των κορακιών που πετούσαν στον ουρανό. Τα κοράκια ήταν εφτά. Εφτά κοράκια: μύχιο μυστικό. Όσοι γνώριζαν τα Κελτικά σημάδια, θα το καταλάβαιναν. Και η Βίγγοσον βεβαίως και το κατάλαβε.
«Θα παριστάνω πως βγήκαμε έξω για να απολαύσουμε την καλοκαιρινή λιακάδα και όχι επειδή θες προφανέστατα να πεις κάτι που τρέμεις σύγκορμος στη σκέψη ότι μπορεί να το ακούσει άλλος Μακ Κένεθ.», έσπασε την ολιγόλεπτη σιωπή που επικρατούσε η Ελντάρ, ενώ τα κυανά της μάτια γυάλιζαν, εφόσον γνώριζε ότι αυτό που θα επακολουθούσε θα ήταν συνωμοσία.
«Μπα, δε θα βυσσοδομήσω εναντίον των δικών μου για να ανέλθω στον θρόνο. Τουλάχιστον όχι μαζί σου.», ανταποκρίθηκε με έκδηλη κακεντρέχεια ο Ντόναλ.
«Αν επιδιώκεις την αλλαγή, πρέπει να καλέσεις το χάος. Δες με σαν το χάος.», μειδίασε η κοκκινομάλλα, αγνοώντας την καθ' όλα ανυπόφορη διάθεσή του.
«Θέλω μια χάρη.»
«Πάντα θες χάρη. Αλλά αυτή τη φορά...», ψιθύρισε, τοποθετώντας τη λαβή της στο πιγούνι του. «Θες φόνο.», συμπέρανε, αγγίζοντας τα χείλη του με τα χέρια της βουτηγμένα στο αίμα.
«Ξέρεις, μερικές φορές, υπάρχει τιμή στην εκδίκηση. Είχα γυναίκα και παιδί και εκείνη μου τα στέρησε.», άρχισε να εξομολογείται, χάνοντας την ψυχραιμία που πάντα διέθετε.
Δυο ανταριασμένες θάλασσες είχαν αντικαταστήσει το παγωμένο και αδίστακτο βλέμμα του. Η ακαμψία ήταν ακόμη ορατή, αλλά η κενότητα συναισθημάτων με τίποτα. Αποζητούσε λύτρωση, γιατί το αίμα του έβραζε. Και δεν υπήρχε τίποτα πιο επικίνδυνο από κάποιον που ήθελε νέμεση, διότι όποιος την ποθεί, έχει πονέσει.
«Με λίγες εικασίες, θα έλεγα πως θες το κεφάλι της Γκούνθερ σε λάδι κέδρου για να το βλέπεις και να αγαλλιάζεις.», αποφάνθηκε με ακεραιότητα, προσέχοντας μην υπάρξει κάποια έκρηξη οργής ή θρήνου από μέρους του συνομιλητή της.
«Ακριβώς. Σε βοήθησα με την εκδίκησή σου και τώρα θα με βοηθήσεις με τη δική μου.»
«Πιθανότατα ξέχασες πως ήταν και δική σου.», του επιτέθηκε λεκτικά, φανερά ενοχλημένη. Δε θα αντιδρούσε όμως. Έσφιξε τα δόντια της και το αποδέχτηκε. Για χάρη των μελλούμενων. «Όπως και να έχει, η συμφωνία έκλεισε. Ας ρέει το αίμα άφθονο.»
Καθώς πεζοπορούσαν, η Ελντάρ κατευθύνθηκε προς τον Λίθο του Πεπρωμένου ή αλλιώς βράχο του Φαλ. Σύμφωνα με τον μύθο, μετακινείται στα χέρια του σωστού ηγεμόνα, γι' αυτό και όταν είναι να στεφθεί κάποιος Μακ Κένεθ, δοκιμάζεται, αγγίζοντας αυτή την υπερμεγέθη πέτρα. Γύρω απ' αυτή, είναι τοποθετημένες οριζόντια άλλες μικρότερες, υποδεικνύοντας πως είναι καθαγιασμένος χώρος. Επιπλέον, οι πλάκες συμβολίζουν την αλήθεια και την ευλογία της θεάς Λία Φαλ, της προστάτιδας της βασιλείας. Αυτός ο λίθος ήταν μονάχα ο ένας απ' τους τέσσερις θησαυρούς των Τουάθα Ντε Ντανάν, των παιδιών της θεάς Ντάνου, οι οποίοι τελειοποίησαν τη μαγεία.
«Ποιοι είναι οι άλλοι τρεις;», αναρωτήθηκε, απευθυνόμενη στον Ντόναλ για απαντήσεις, ο οποίος ήταν βέβαιη πως θα τις είχε.
«Θα σου πω όταν ξανασυναντηθούμε. Αιμορραγείς και όχι τίποτα άλλο, θα χάσω το φονικό μου όπλο.», έκοψε κάθε διάθεση για συζήτηση, οδηγώντας την προς το μπροστινό μέρος του κτηρίου, αναζητώντας πιθανότατα ένα άλογο.
«Σου έχουν πει ποτέ πόσο καθόλου ανιαρός δεν είσαι;», τον χλεύασε, με την αποδοκιμασία να είναι διάχυτη στον τόνο της.
«Σου έχουν πει ποτέ πόσο χρονοβόρα είσαι;», απάντησε, με ακόμη μεγαλύτερη κυνικότητα, ενώ ξέλυσε ένα σταχτί, καλοθρεμμένο άλογο.
Η Ελντάρ ανέβασε το ένα της πόδι και εκείνος έκανε να τη βοηθήσει, αλλά ένα άγριο κοίταγμά της τον σταμάτησε. Παρόλο που συνεχώς ήταν ντυμένη με φορέματα, μπορούσε να πολεμήσει άνετα, επομένως και να καβαλήσει άλογο.
«Δεν προτίθεμαι να φύγω απ' την πίσω πλευρά και να με κάνουν σουρωτήρι από τα βέλη στο διπλανό χωριό. Πες τους να με αφήσουν να περάσω. Απ' την πύλη, δείχνοντας σεβασμό. Και να μην το ξεχάσω: να υποκλιθούν.», εξέφρασε την επιθυμία της με σοβαροφάνεια, αν και ο Μακ Κένεθ ήλπιζε να αστειεύεται. «Τι με κοιτάς; Κάν' το!», τον προέτρεψε, διαβεβαιώνοντάς τον πως δεν είχε όρεξη για κωμικότητα.
«Η Ελντάρ Βίγγοσον είναι προστατευόμενη των Μακ Κένεθ. Να της επιτραπεί το πέρασμα.», φώναξε στους στρατιώτες που ήταν στοιβαγμένοι στην πύλη, ενώ υπενθύμισε τον εαυτό του να τους επιπλήξει ύστερα για την κωλυσιεργία τους. «Ικανοποιημένη;», τη ρώτησε ειρωνικά.
«Απόλυτα. Αν σου είναι εύκολο, ξεκλειδώστε τον Γκούθρουμ. Φοβάμαι πως τον κλείδωσα μαζί με έναν ανίκανο στρατιώτη.», αποκρίθηκε, με το γέλιο να παρασύρει και τους δυο για λίγες, σύντομες στιγμές. Όμως, γρήγορα ξαναβρήκαν την ακεραιότητά τους.
«Ελπίζω να ξανασυναντηθούμε.», υπέλαβε και αν το έλεγε οποιοσδήποτε άλλος άντρας αυτό στην Ελντάρ, θα έβγαζε το συμπέρασμα πως ένιωθε έλξη. Ο Ντόναλ, ωστόσο, το είπε με ψυχρό υπολογισμό.
«Ο μόνος είσαι που το ελπίζει.», ανταπάντησε και δίχως να του ρίξει την παραμικρή ματιά, κλώτσησε όχι δυνατά μερικές φορές το άλογο για να ξεκινήσει να κινείται.
«Ελντάρ;», την προσφώνησε πριν απομακρυνθεί πολύ. Εκείνη, ασφαλώς περίεργη που δεν την αποκάλεσε μαχήτρια της φωτιάς, όπως το συνηθίζει εξάλλου, γύρισε να δει τι ήθελε. «Για Κελτίδα, τα Γαελικά σου είναι καταστροφικά!»
. . .
S T A T U S
Started: 09/09/20
Ended: - - - - - - - -
. . .
~ 2022 ~
-BlackWidow_forever
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top