1.6
Επιτέλους Σάββατο, θα κοιμηθώ...
<<ΜΥΡΤΩΩΩ>> Ακούστηκε η τσιρίδα της μαμάς μου <<γαμω την τρέλα μου μέσα γαμω>> Ειπα στον εαυτό μου
<<ΜΥΡΤΩ, ΣΉΜΕΡΑ ΔΕΝ ΘΑ ΠΉΓΑΙΝΕΣ ΣΤΗΝ ΦΊΛΗ ΣΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΊΑ;>> Πετάχτηκα από το κρεβάτι, μα πως το ξέχασα!;
Άνοιξα την ντουλάπα μου πανικοβλημένη, όλα τακτοποιημενα, εγω δεν τα είχα τακτοποιημενα!
<<Που στο διαολο είναι η μαύρη φόρμα μου;>> Φώναξα - είπα στον εαυτό μου με νεύρα.
<<ΡΕ ΜΑΜΑΑ, ΓΙΑΤΊ ΈΦΤΙΑΞΕΣ ΤΑ ΠΡΆΓΜΑΤΑ ΜΟΥ; ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΏΡΑ Η ΜΑΎΡΗ ΦΌΡΜΑ ΜΟΥ;>> και όπως μπορείτε να καταλάβεται δεν είμαι καθόλου ψύχραιμη. <<αμάν ρε κορίτσι μου, να που είναι, μπροστά σου!>> Είπε καθώς μπήκε στο δωμάτιο και μου έδειξε που είναι.
Πήρα και μια ροζ απαλή μπλούζα και την μάυρη ασορτή ζακέτα που έχει η φόρμα. Ντύθηκα πήρα κινητό κλειδιά και βγήκα από το σπίτι μέχρι που θυμήθηκα ότι ξέχασα τα βιβλία και γενικά την τσάντα μου και ξανα μπήκα μέσα για να την πάρω.
Άρχισα να περπατάω προς το σπίτι της Ανδρονίκης και μέσα σε λιγότερο από 10 λεπτά έφτασα. Χτύπησα το κουδούνι και ευχηθηκα να μην έχω αργήσει...
Στην πόρτα εμφανίστηκε ένας μισό κοιμισμένος και μισό ντυμένος Χρήστος (φορούσε μόνο φόρμα ΑΝΩΜΑΛΑΡΕΣ 😈 ξέρω τι σκεφτήκατε😏😏)
<<εμμ, καλημέρα, τι κάνεις εσύ εδώ πρωινιατικα; Στον ύπνο σου μας εβλεπες;>> πάντα με τον καλο το λόγο μωρεεε <<καλημέρα και σε έσενα, για την εργασία ήρθα και αν εννοείς τον εαυτό σου όχι!>> Του ειπα και περίμενα να μου πει να μπω μέσα αλλά μπαα, εδώ βλέπω να κάθομαι...
Του χαμογελασα αμήχανα μπας ΚΑΙ καταλάβει να μου πει να μπω αλλά δεν... απλά με κοιτούσε σαν χανος (παρεμπιπτόντως, το ξέρατε ότι ο χανος ειναι ψάρι? Εγώ όχι, το έμαθα από την ιστορία της -YoursKat Ένα βλέμμα |Playboy| και είναι αυτό το ψάρι ⬇😂)
<<εμμ, να μπω;>> τον ρώτησα μιας και τα πόδια μου άρχησαν να πονάνε <<αα, εε, ναι, μπες>> Είπε αλλά δεν κουνιθηκε εκατοστό <<πως? Σαν τον μπατμαν?>> Είπα αμήχανα - ειρωνικά. Ε-μαα τι να του πω. <<αα, εε, ναι, δηλαδή οχι>> έλα μου!; <<ναι, με δικά σου λόγια πες και θα καταλάβω>> Ειπα και έκανε στην άκρη. Επιτέλους! Μπήκα και περίμενα αμήχανα να πει κάτι πχ να κάτσω. <<εε, εγω πάω πάνω>> είπε Και εγώ? είπε η φωνούλα <<εσύ κάτσε>> είπε λες και ήταν μέσα στο μυαλο μου. Καλα, τις σκέψεις μου διαβάζει!;
Γύρισα να τον κοιτάξω, αλλα είχε εξαφανηστεί απο προσώπου γης. Άρχισα να περπατάω προς στο σαλόνι, προσπαθιντας να θυμηθω πότε έφυγε από μπρόστα μου, και πως δεν το κατάλαβα. Κάθησα στον καναπέ και αρχισα να σκεφτομαι. Πως να ενημερώσω την Ανδρονίκη ότι ηρθα; Με σήματα καπνού;
Περίμενα μπας και κατέβει κάποιος και με δει αλλά τίποτα. Μα καλά, κανείς δεν μένει σε αυτό το σπίτι; Και αυτος; Δεν είπε τίποτα στην Ανδρονίκη;
Ακουσα να κατεβαίνει κάποιος από τις σκαλες. Καιρός ηταν. <<ΑΑΑΑΑΑ>> τσιριξε η Ανδρονίκη και αντανακλαστικα άρχισα να ουρλιάζω και εγώ μαζί της. Επιασα την καρδιά μου για να ηρεμήσω.
<<Τι κανεις εσύ εδώ; Με τρόμαξες..>> Είπε αφού ηρέμησε και άρχισε να γελά <<για την εργασία>> της είπα ενώ σουφρωσα τα φρυδια μου. Σαββατο είναι σήμερα έτσι; Σιγουρα ε; ρώτησα τον εαυτό μου. <<ναι αυτό το ξέρω, εννοώ πως μπήκες>> Έκανε πιο συγκεκριμένη την ερώτηση της και τότε συνειδητοποίησα πόσο ηλίθια είμαι.<<αα ο Χρήστος μου άνοιξε>> είπα και μου χαμογέλασε γλυκα.
<<θες να φας; Μολις ξυπνησα και δεν έχω φάει...>> με ρώτησε <<οχι ευχαριστώ δεν πειναω>> ΨΈΜΑΤΑ! Πειναω γιατί ούτε εγώ έφαγα... αλλα σιγα μην της το πω.... <<Αα οκευυ>> μου είπε. ΤΙ "ΑΑ ΟΚΕΥ"; ΕΕΕ; ΌΤΑΝ ΕΊΜΑΣΤΕ ΣΕ ΞΈΝΟ ΣΠΊΤΙ ΚΑΙ ΜΑΣ ΡΩΤΆΤΕ ΚΆΤΙ (που να τρώγεται ή πίνετε) ΤΟ ΘΈΛΟΥΜΕ!! ΑΠΛΆ ΝΤΡΕΠΟΜΑΣΤΕ ΝΑ ΤΟ ΠΟΎΜΕ!!
<<άντε θα έρθεις?>> με διέκοψε από της σκέψεις <<εε ναι έρχομαι>> Την ακολούθησα. Αχχ έχει κέικ, και κουλούρι, και δημητριακά, και.. κάτσε τι είναι αυτό? κρέπες με μερεντα? Αχχ κόλαση <<πάρε ένα πιάτο και πάρε ότι θες αλλιώς θα σου βάλω με το ζόρι!>> Μου εδωσε ενα πιάτο και εβαλα ένα κομμάτι κέικ και μια κρέπα, μια, εγω, κρέπα, κρέπα με μερεντα και εγώ, πότε μια!!! Αλλα αφού δεν είμαι σπιτάκι μου, δεν μπορώ να φάω σαν γουρούνι... Και επισης να πω οτι εκατσα και εφαγα, με μαχαίρι και πιρούνι, εγω, που τρώω με τα χέρια, έφαγα πολιτισμενα, ξαναλέω, εγω....
Τελειώσαμε και ανεβήκαμε πάνω.<<τι λες να ξεκινήσουμε;>> ρώτησε με βαριά καρδιά <<άντε να ξεκινήσουμε>> Για να πω την αλήθεια ούτε και εγώ θέλω να αρχίσω. Είναι Σαββατο, και το Σαββατο υποτίθεται είναι ημέρα ξεκούρασεις.
Για να μην τα πολυλογώ, αρχικά συλλεξαμε όλες τις πληροφορίες και τελειώσαμε συλλεγοντας όλες τις πληροφορίες, τέλειο; Καθόμαστε 2 ώρες και το μόνο που κάναμε είναι αυτό.. Ετσι είναι. Αν μιλάς όλη την ώρα...
Όταν τελειώσαμε κατεβήκαμε κάτω και είδαμε τον Χρήστο <<φεύγεις;>> με ρώτησε καθως με έβλεπε να βάζω τα παπούτσια μου. Τώρα να του απαντήσω ειρωνικά; γιατι την ειρωνια την έχω εδω, έτοιμη! <<οχι! απλα βάζει τα παπούτσια της έτσι για να τα πάει μια βόλτα πάνω>> του απαντησε η Ανδρονίκη ειρωνίκα. Καλα εντάξει θα το παραδεχτώ, αυτο που εγώ είχα να του πω ήταν πιο έξυπνο και πιο καλο, αλλα επειδή δεν τους ξέρω και δεν με ξέρουν καλα, δεν θέλω να παρεξηγήσουν το χιούμορ μου, οπότε το κρατάω κλειστό το στοματακι μου.
Ο Χρήστος την κοίταξε δολοφονικα και γύρισε πάλι την προσοχή του σε εμένα. <<και που πας;>> με ρώτησε <<στον πόλεμο!>> τελικά δεν κρατήθηκα. Είμαι γεννημενη έτσι ωστε να απανταω σε όλους ειρωνίκα. Είναι στο αίμα μου αυτο, και δεν πιστευω να αλλάξει ποτε.... <<Χα. Χα. Αστείο. Γελάσαμε.>> είπε κάνοντας παύσεις <<Χα. Χα. Δεν. Το. Ειπα. Για. Αστείο.>>Του απάντησα στον ίδιο τόνο <<θα πάω σε κάτι φίλους μου, περίμενε να φύγουμε μαζί>> με διέταξε. Ο Χρήστος έμενα. Τι άλλο θα ζήσω άραγε.
Πήγε να βάλει παπούτσια και όσο έλειπε η Ανδρονικη με ρώτησε πότε θα ήθελα και ημουν ελεύθερη να ξανασυναντηθούμε για να συνεχίσουμε αυτη την ριμαδοεργασία. Τελικά κανονίσαμε για το επόμενο Σάββατο και να ΜΗΝ είναι πρωί.
Οταν η νύφη ονόματι Χρήστος ετοιμάστηκε φύγαμε.
<<μένεις μακρυά;>> έσπασε την σιωπή που κυριαρχούσε επί 3 ολόκληρα λεπτα <<κοντά στην βιβλιοθήκη>> του είπα <<της γειτονιάς;>> <<του Λονδίνου>> απάντησα στην γελοία του ερώτηση.
<<πως γίνετε σε εμένα να μιλάς πάντα, ΠΆΝΤΑ όμως ειρωνικα και με το ζωο την αδερφή μου και τους άλλους να είσαι άλλος άνθρωπος;>> <<βγαίνει από μόνο του, αυτόματα>> του είπα την αλήθεια.
<<τέλος πάντων, Από Δευτέρα βάζουμε το σχέδιο σε εφαρμογή!>> Ποιο σχέδιο; <<Ποιο σχέδιο;>> ρώτησα μπερδεμένη <<αυτό που θα με βοηθήσεις για να ξεκωλησει η Βάσια από πάνω μου>> <<ποια είναι η Βάσια πάλι;>> τον ρώτησα μπερδεμένη. Τόσα καινούργια πρόσωπα και τόσα καινούργια ονόματα... <<εκεινη η πουτανα>> <<αα>> είπα καθώς θυμήθηκα την φάτσα της. <<και κοίτα να πετάξεις από αυτά τα πετυχημένα που λες και σε εμένα>> συνέχισε να λεει καθώς προσπαθούσε να συγκρατησει τον εαυτό του από το να γελάσει. <<για δώσε παράδειγμα>> <<"Κακή ψυχρή κι ανάποδη">> Είπε προσπαθώντας να κάνει την φωνη μου αλλά απέτυχε και άρχισα να γελαω. <<μα. Αχαχαχ. Ε. Εγω. Χαχ. Δεν. αχαχχα. Μι. Μιλάω. Ε. Αχαχα. Έτσι>> Προσπάθησα να πω μέσα από τα γέλια μου <<όπως και αν μιλάς. Και επίσης, μην ξεχάσεις, βάλε κάτι πιοοο... Σε ρούχο, κατάλαβες εσυ>> <<πουτανιστικο;>> είπα έξω από τα δόντια αυού αυτος κόμπιασε. <<ΤΙ; ΌΧΙ! ΟΎΤΕ ΚΑΝ! Θα σε βλέπουν όλα τα λιγουρια μέτα!!>> 'έλα μου;' είπα απο μέσα μου <<και εσένα τι σε νοιάζει;>> <<οχι απλά το λέω, για σένα, να μην αισθανθείς αμήχανα...>> απολογήθηκε <<Και τι να βάλω;>>ρώτησα μπερδεμένη <<κανονικά ρούχα! Είναι η καλύτερη επιλογή!>> Είπε και φτάσαμε μπροστά από το σπίτι μου.
Σταμάτησα και έκανε και αυτός το ίδιο <<εδώ μένεις;>> ρώτησε καθώς έδειξε με το δάχτυλό του το σπίτι μου <<οχι, εκεί>> Ειπα με την σειρά μου και εδειξα έναν κάδο <<τώρα με κοροιδευεις>> <<άντε καλέ, πως σου πέρασε από το μυαλό!>> Ειπα ΠΆΛΙ ειρωνικα <<θα κάνω πως δεν το άκουσα>> <<κάνε ότι θες...>> Ειπα γελόντας και μπηκα στο σπιτι μου.
Δηλαδή από Δευτέρα θα είμαι η κοπέλα του!;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top