1.38
Τι ειναι αυτο που ειπε; Να χαρώ ή να κλαψω; Και αν δεν με είχε βάλει στοίχημα τι στο διαολο έχει γίνει;
Αυτά σκεφτόμουν όλο το βράδυ και δεν με έπιασε καθόλου ο ύπνος. Γυρναγα στο κρεβάτι σαν το αρνί στη σουβλα. Ίσως είναι και επειδή κοιμήθηκα 9 ώρες σαν το βοδι το μεσημέρι. Δεν ξέρω. Για άλλη μια φορά κοίταξα την ώρα στο κινητό μου. 4 και 52. Πηγα στο σαλόνι και τον είδα να κοιμάται. Ειναι τόσο γλυκός. Πηγα κοντά του και του χάιδεψεα τα μαλλιά.
<<αχχ βρε αγάπη μου, γιατί τα έκανες έτσι;>> Ρώτησα επειδή ήξερα πως δεν θα απαντήσει
Ένα κινητό άρχισε να χτυπα. Δεν ήταν το δικό μου. Ήταν το δικό του. Είδα την οθόνη που αναβοεσβηνε. Πουτανα. Αυτό έλεγε. Το απενεργοποιησα και το άφησα στην άκρη. Αυτή τώρα γιατί τον κάλεσε στο τηλέφωνο; Έχω μπερδέψει τα μπούτια μου! Άρχισε να κουνιεται και έτρεξα ως το δωμάτιο μου. Δεν ήθελα να με δει που τον βλέπω.
Ξάπλωσα και έκανα πως κοιμάμαι.
Άνοιξε η πόρτα και κάποιος μπήκε μέσα. Αμέσως το αρωμα του - και η μυρωδιά του αλκοολ - εισηλθε στα ρουθουνια. Άρχισε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά και μετά το μάγουλο. Τέλος ακουμπησε με το δάχτυλο του τα χείλη μου.
Τον αισθάνθηκα να φεύγει από κοντά μου και να κλείνει την πόρτα. Έφυγε. Σηκώθηκα και πηγα στο σαλόνι. Εκεί που κοιμόταν πριν λίγο. Ο καναπές, τα μαξιλάρια, όλα μυρίζουν Χρήστο. Έκλεισα τα μάτια μου για ένα λεπτό, για να εισπνευσω καλύτερα το άρωμα του.
<<Μυρτώ;>> Πωω κάθε φορά αυτό το πράγμα, κάθε φορά που κοιμάμαι να μου το χαλάει <<μμ>> ειπα αγκαλιαζοντας καλυτερα το μαξιλαρι του καναπε <<τι κανεις παιδί μου στο καναπέ 7 παρα;>> με ρωτησε η μαμα μου και ανοιξα τα ματια μου αυτοματα
Τι κάνω στο καναπέ; Δε ξέρω! Γιατί δεν είμαι στο δωμάτιο μου;
<<εε μάλλον με έπιασε ο ύπνος καθώς έβλεπα τηλεόραση>> της ειπα <<μα η τηλεόραση είναι κλειστή>> λεπτομέρειες τωρα, δηλαδη δεν μπορει ενας άνθρωπος να βλέπει τηλεόραση, με την τηλεόραση κλειστή; <<πωω ρε μαμα πρωί πρωί>> Είπα και πηγα στο δωμάτιο μου. Τι έγινε χθες ρε παιδιά; Γιατί δεν θυμάμαι τίποτα; Λες να ήπια πάλι;
<<ΕΤΟΙΜΆΣΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΟΛΕΊΟ ΕΓΩ ΠΆΩ ΓΙΑ ΎΠΝΟ>>
Φώναξε και ξεκίνησα να ντύνομαι. Έφαγα και η ώρα πήγε για να φύγω για το σχολείο. Έφτασα ακριβώς στο κουδούνι. Πηγα γρήγορα στην σειρά και κάναμε προσευχή. Είπε κάποια πράγματα ο διευθυντής αλλά δεν τον άκουγα. Μας είπε να πάμε μέσα και ξεκίνησα να περπατάω προς τα εκεί αλλά ένα χέρι με τράβηξε προς τις τουαλέτες του ορόφου.
<<Ποιος->> πηγα να ρωτησω <<σσς>> Είπε σιγανα στο αυτί μου <<τι θες παλι ρε Χρηστο;>> τον ρώτησα μη έχοντας ενέργεια πρωί πρωί <<Θελω να μιλήσουμε>> μου ειπε <<δεν με νοιάζει!>> του απαντησα καθετη. Δεν θα τον αφησω να με καταστρεψει και σημερα.
<<χθες όταν ηρθα σπίτι σου, τι σου έλεγα;>> με ρωτησε ολο απορια <<ήρθες σπίτι μου;>> τον ρωτησα σοκαρισμενη. Ο μάι γκοτ! Νόμιζα το είδα στον ύπνο μου! Νόμιζα πως ήταν ένα όνειρο. Ένα όνειρο που μου έλεγε ότι δεν με είχε βάλει στοίχημα και ότι με αγαπάει...
<<νόμιζα ήταν στον ύπνο μου. Δηλαδή αυτά που μου είπες, είναι αλήθεια;>> τον ρωτησα καθως αρχισα να υπερ αναλύω τα παντα για αλλη μια φορα <<τι σου είπα γαμω το στανιο μου;>> με ρώτησε με νεύρα μεσα απο τα δοντια του <<μπούρδες λογικά, από το μεθυσι!>> του απαντησα και εγω με νευρα εαν και ειχα βουρκωσει και έφυγα. Τον ακουσα να φωνάζει το όνομα μου αλλά δεν του έδωσα σημασία και έφυγα από κοντά του. Καλύτερα να νόμιζα πως ήταν όνειρο. Καλύτερα να μην μου είχε μιλήσει! Τώρα είναι εφιάλτης...
<<ΜΥΡΤΏ ΓΑΜΩ ΤΟ ΚΈΡΑΤΟ ΣΟΥ!>> τον ακουσα να φωναζει απο πισω μου λαχανιασμενα καθως ετρεχε για να με φτασει <<ΝΑΙ ΤΑ ΚΈΡΑΤΑ ΠΟΥ ΜΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΣΕΣ, ΕΣΎ!>> γυρισα για να τον αντικρισω και καθως ειπα αυτη μου την προταση τονισα το 'Εσυ'
<<ΣΤΑΜΆΤΑ ΚΑΙ ΆΚΟΥΣΕ ΜΕ!>> με πρόσταξε <<ΟΧΙ! ΌΧΙ ΡΕ ΓΑΜΏΤΟ! ΠΆΝΤΑ ΤΟ ΔΙΚΌ ΣΟΥ ΓΊΝΕΤΑΙ!>> <<ΓΑΜΩΤΟ ΣΟΥ ΜΥΡΤΏ! ΆΚΟΥΣΕ ΜΕ!>> μου φωναξε πισω <<ΦΎΓΕ ΧΡΉΣΤΟ, ΦΎΓΕ!>> του φωναξα ακομα πιο δυνατα και μπορουσα τα νιωσω τα βλεμματα καποιον απο τον διαδρομο να μας καινε
<<Αυτή τη φορά θα με ακούσεις!>> Είπε ήρεμα <<οχι, αυτή τη φορά θα φύγω!>> Του ειπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα και έφυγα με δάκρυα στα μάτια
(...)
<<τι θες;>> Είπα στο τηλέφωνο στην Στεφανια <<πάμε μια βόλτα ρε κορίτσια μου. 3 μερες είσαι μεσα στο σπιτι. Δεν πας πουθενά. Ούτε σχολείο έρχεσαι ούτε τίποτα!>> μου ειπε για πεμπτη φορα σημερα αλλα δεν την ακουγα <<αυτή είμαι και σε όποιον αρέσει!>> της ειπα <<θα έρθω σε 10 λεπτά να σε πάρω να πάμε εξω>> <<δεν θέλω>> της απαντησα <<το καλό που σου θέλω όταν έρθω να έχεις ετοιμαστει!>> μου ειπε αποφασισμενη<< και μετά δεν θα με ξανά ενοχλήσεις ποτέ! Θα με αφήσεις μόνη μου να κλαίω την μοίρα μου! Εντάξει;>> την ρωτησα <<σε 10 λεπτά είμαι εκεί>> μου ειπε αγνοώντας την ερωτηση μου και μου το έκλεισε
Πηγα στην ντουλάπα μου και πείρα ενα μαύρο τζιν και μια μαύρη φουτερ. Πηγα στο σαλόνι να κατσω στον καναπε οπου αυτο το πρωι που μας περασε ο Χρηστος κοιμοταν. Ακομα το αρωμα του ηταν στα μαξιλαρακια του καναπε. Επιασα τον εαυτο μου να θελει να παρει ενα στην αγκαλια μου και να το μυρισω αλλα ο εγωισμός μου με σταματησε απο το να το κανω αυτο! Καποιος τελος παντων πρεπει να πλυνει αυτα τα μαξιλαρια! το κουδούνι που χτύπησε με σταματησε απο αυτες μου τις σκεψεις.
<<άντε πάμε να τελειώνουμε να γυρίσω πίσω στην μιζέρια μου>> Της είπα βιαστικά και βγήκαμε από το σπίτι <<που θες να πάμε;>> με ρωτησε <<παμε στο πάρκο να κάτσουμε 5 λεπτά και μετα να φύγουμε>> Ειπα και ξεκινήσαμε προς το πάρκο. Μολις φτάσαμε, σταμάτησα να περπατάω, καθως τον είδα. Τον ειδα να καθετε σε ένα παγκάκι με την Βάσια.
<<Μυρτώ είσαι καλά;>> με ρωτησε η Στεφανια καθως δεν ειχε καταλαβει τι γινοταν. Είχα να τον δω περιπου 3 ή 4 ημερες 4. Από εκείνη την ημέρα. Εκείνη την ημέρα στο σχολείο. Και τώρα; Τον βλέπω με αυτήν!
<<Μυρτω ολα καλ->> σταματησε την προταση της μολις τους ειδε
<<καλύτερα να παω σπίτι!>> Είπα και άρχισα να τρεχω <<ΜΥΡΤΏ! ΜΥΡΤΏ!>> Φώναζε επανειλημμένα το ονομα μου αλλά εγω συνέχισα να τρεχω χωρίς να της δίνω σημασία. Πηγα σπίτι μου και έτρεξα στο δωμάτιο μου για να κλαψω με στην ησυχία μου. Αυτό γίνεται συνέχεια. Δεν έχω όρεξη για τίποτα! Μόνο για να κλαίω! Δεν επρεπε να ειχα βγει! Επρεπε να ειχα μεινει σπιτι! Οπως κανω εδω και κατι μερες! Αυτο που ειδα επιβεβαίωσε τους φόβους μου! Εκείνους τους φοβους που δεν ειχα βγάλει στην επιφάνεια καθως φοβόμουν! Φοβομουν να αντικρίσω την αληθεια
<<Μυρτώ, δεν ήξερα πως θα ήταν εκεί, με αυτήν>> είπε απολογητικά και εκατσε στο κρεβάτι μου λαχανιαζοντας <<πως μπήκες;>> την ρώτησα κλαίγοντας <<δεν είχες κλείσει καλά την πόρτα>> μου απαντησε <<μπορείς να με αφήσεις μόνη μου;>> την ρωτησα σχετικα ηρεμη <<οχι, θα κάτσω μαζί σου σήμερα. Ούτως ή άλλως αύριο είναι Κυριακή και δεν έχουμε σχολείο.>> <<καλύτερα να πας με τα κορίτσια για το πιτζαμα πάρτι που μου είπες πριν>> της ειπα καθως σκούπισα κάποια δάκρυα. Απλα ηθελα απλα να μεινω μονη μου, σπιτι μου και να κλαψω με την ησυχία μου
<<να πω στα κορίτσια να έρθουν εδω;>> με ρωτησε <<οχι, θα σας το χαλάσω>> της απαντησα και ρουφιξα την μύτη μου <<Είσαι φίλη μας αρ->> <<αληθεια; Είμαι φίλη σας;>> την διεκοψα και την ρώτησα ειρωνικά <<τι σόι φίλη είμαι; Που ξερατε οτι κατι ετρεχε απο πριν και απλα μου το κριβατε! Δεν μου ειπατε τιποτα! Απλα με αφησατε να πιστευω οτι ολα ειναι καλα οταν ηδη ηξερα οτι τιποτα δεν ηταν καλα! Οτι κατι ειχε αρχισει να καταστρεφεται! Και η αληθεια; Ακομη δεν ξερω τι τρεχει. Και το πιο 'παραλογο'; Αφορα και εμενα! Και δεν το ξερω! Αυτο με τρελενει!>> της ειπα με μια δοση ειρωνιας, μισους αλλα και με νευρα και εκεινη δεν μου απαντησε. Απλα κοιταξε κατω <<Και επισης μιλάω μόνο μαζί σου και με την μαρια. Ξέρεις πόσο καιρό έχω μιλήσει με την Ανδρονίκη; Αυτο ονομαζεις εσυ 'φιλια';>> συνεχισα <<νιώθει αμήχανα μαζί σου>> μου απαντησε και με κοιταξε με οικτο
<<αμήχανα γιατί; ΤΙ ΈΧΕΙ ΣΥΜΒΕΙ ΡΕ ΓΑΜΏΤΟ;>> την ρώτησα με ακομη περισσοτερα νευρα απο πριν. Ολοι ξερουν τι συμβαίνει! Ολοι εκτος απο εμενα!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top