1.2
<<Μυρτώ!>> ακούστηκε η σπαστική φωνή της μάνας μου και με σκούντηξε. <<Μυρτώ, ξύπνα!>>.
<<τι θες;>> την ρώτησε με την νυσταγμένη μου φωνή και μπήκα κάτω από το πάπλωμα.
<<έχεις σχολείο>> <<είμαι άρρωστη>> χασμουρήθηκα
<<μην λες ψέμματα>> είπε αυστηρά <<δεν λέω>> <<αα ναι? Και τι έχεις σήμερα;>> <<πονάει το κεφάλι μου>> <<εμμ βέβαια, αφού είσαι 24 ώρες το 24ωρο με το κινητό και ξυπόλητη, τι θες; Να μην πονάει το κεφάλι σου; Εγώ κυρία μου όταν ήμουν στην ηλικ->> <<καλά, καλά πωωω να θα πάω>> Είπα και σηκώθηκα από το κρεβάτι μου. Από το να ακούω την γκρίνια της προτιμώ την κόλαση.
Θα δεις τον Θεό που γνώρισε χθες
Αχχ ναι αυτ- ΦΩΝΟΥΛΑ ΤΙ ΛΕΣ!;
Πήγα στην ντουλάπα μου και έβαλα ένα τζιν με μια μπλούζα. Τα μαύρα σταν σμιθ και την τσάντα μου. Όταν ετοιμάστηκα κατέβηκα κάτω πήρα ένα κρουασάν και βγήκα από το σπίτι. Τελικά ίσως να προτιμώ την γκρίνια της μαμάς μου από το σχολείο.
Σε λιγότερο από 15 λεπτά έφτασα και έκατσα πάλι στο ίδιο παγκάκι με χθες. Το κουδούνι χτύπησε μετά από 5 λεπτά -που εμένα μου φάνηκαν αιώνες- κάναμε προσευχή και μας είπαν σε ποιες τάξεις πρέπει να πάμε. Είμαι στο Β2. Άντε να βρω τώρα που είναι αυτή η τάξη. Πήγα στην γραμματεία και ρώτησα. Μου είπαν ότι είναι στον πρώτο όροφο. Τη βρήκα εύκολα και μπήκα στην τάξη, πάλι καλά δεν είχαν μπει όλοι. Κατευθύνθηκα στα τελευταία θρανία και συγκεκριμένα στο προτελευταίο από την μεριά του παραθύρου. Από πίσω μου δεν καθόταν κάνεις και από μπροστά ήταν δύο κορίτσια.
<<συγγνώμη>> ακούστηκε μια φωνή και γύρισα προς την μεριά αυτή.
<<παρακαλώ>> είπα όσο πιο γλυκά μπορούσα.
<<μπορώ να κάτσω στην καρέκλα διπλα σου;>> <<ναι, ναι, εννοείται>>
Κατέβασα την τσάντα από την καρέκλα. Έκατσε και μου έδωσε το χέρι της για χειραψία.
<<Ανδρονίκη>> <<Μυρτώ, χάρηκα>> <<παρομοίως>> Είπε και γύρισε μπροστά της γιατί μπήκε μια καθηγήτρια που σίγουρα θα πρόλαβε όλους τους πολέμους. Στην αίθουσα κυριάρχησε νεκρική σιωπή.
<<Όπως καταλάβατε εγώ θα είμαι η υπεύθυνη του τμήματος σας. Βγάλτε τώρα τα βιβλία σας!!>> Είπε αυστηρά. Τώρα εγώ πως να της πω ότι δεν έχω βιβλία; Την φοβήθηκε το μάτι μου.
<<Κυρία>> ακούστηκε μια αγορίστικη φωνή από πίσω μου και τρόμαξα. Νόμιζα δεν καθόταν κάνεις, γύρισα ναι είδα αυτόν τον Θεό από χθες που δεν θυμάμαι το όνομα του.
<<γιατί μίλησες; Δεν είπα να βγάλετε βιβλία; Τι το πέρασες εδώ; καφετέρια;>> πωπωω άρχισε να φωνάζει υστερικά. Με πόνεσε το κεφάλι μου.
<<βασικά δεν έχω βιβλία>> <<από πρώτη μέρα; Τι έγινε Παπαγεωργίου; Αποβολή θες από την πρώτη ημέρα;>> <<χθες δεν μου δώσατε>> <<αα, τέλος πάντων. Είναι κάνεις άλλος εδώ μέσα που δεν έχει βιβλία;>> Σήκωσα το χέρι μου <<πήγαινε μαζί με τον Παπαγεωργίου>> Σηκώθηκα και τον ακολούθησα.
Πήγαμε στο γυμναστήριο και εκεί ήταν ο καθηγητής από χθες
<<Γεια σας παιδιά>> μας είπε και τον χαιρετίσαμε και εμείς. <<τα βιβλία σας είναι εκεί>> μας έδειξε προς μια κατεύθυνση και πήγαμε να τα πάρουμε. Η σακούλα είναι υπέρ βαριά. Με χίλια ζόρια προσπάθησα να την κουβαλήσω αλλά δεν τα κατάφερα. Ο Παπαγεωργίου, λογικά το κατάλαβε γιατί την πήρε από τα χέρια μου. Πως στο διάολο μπορεί και τις κουβαλάει και τις δύο;
<<ευχαριστώ>> είπα και αυτός απλά έγνεψε.
Φτάσαμε στην τάξη και πριν μπούμε μου έδωσε την σακούλα.
Άνοιξε την πόρτα και περίμενε να μπω πρώτη. Δεν του το είχα.
Ένιωσα κάποια βλέμματα πάνω μου και συγκεκριμένα μιας 'κοπέλας' να με καίει, λες να είναι η κοπέλα του;
Έκατσα δίπλα στο κορίτσι που δεν θυμάμαι το όνομα της. Πήγα να βγάλω τα βιβλία αλλά δεν ήξερα τι μάθημα διδάσκει και άρχισα να την παρατηρώ. Δεν νομίζω να κάνει φυσική, ούτε χημεία, κάτι για φιλολογία μου λέει το ντύσιμο της και η ηλικία της.
<<τι με παρατηρείς έτσι κοπέλα μου; Θα με ματιάσεις>> Είπε και μερικοί άρχισαν να γελάνε. <<εμμ, βασικά δεν ξέρω τι μάθημα διδάσκεται.>> <<Αρχαία>> Μου είπε γλυκά.
ΧΑ, σας το είπα ότι διδάσκει κάτι σε φιλολογία. Έβγαλα το βιβλίο αλλά δεν ήξερα τι σελίδα.
<<σελίδα 7>> <<ευχαριστώ>> Κάτι μου λέει ότι θα τα πάω καλά μαζί της.
(...)
Το μάθημα τελείωσε και χτύπησε για διάλειμμα. Βγήκα από την τάξη αλλά μια κοπέλα με σταμάτησε. Νομίζω είναι αυτή από την τάξη που σας είπα, που με κοιτούσε, η μάλλον, κοπέλα του Παπαγεωργίου.
<<άκου κοπελιά, ο Χρήστος είναι δικός μου και κοίτα να μείνεις μακριά του>>
Βασικά ποιος είναι ο Χρήστος; Ο Παπαγεωργίου;
<<κουμάντο σε αυτούς που έχεις το βράδυ στο κρεβάτι σου και όχι σε εμένα, εντάξει πουτανάκι;>> <<ΠΏΣ ΤΌΛΜΗΣΕΣ ΝΑ ΜΕ ΠΕΊΣ;>> <<ουπς, συγγνώμη, νόμιζα το ήξερες>> Είπα τάχα μου αθώα και έφυγα με ψηλά το κεφάλι (μόνο εγώ θυμήθηκα την διαφήμιση "μιλκο, ψηλά το κεφάλι";😂)
Οκευ, είπαμε, είμαι ήρεμη, καλός άνθρωπος ΑΛΛΆ ποτέ δεν μου λέει κάνεις τι να κάνω, εκτός την μαμά μου που αν δεν κάνω αυτό που μου πει θα γίνει ο τρίτος παγκόσμιος.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top