1.18
<<και τώρα που τελειώσατε πάμε να ετοιμαστούμε!;>> ρωτησε η Στεφανια <<πάμε..>> ειπε μια πλεον κουρασμενη Ανδρονικη και άρχισε να ανεβαίνει πάνω <<ΘΑ ΈΡΘΕΤΕ!;>> Φώναξε νευριασμενα όταν έφτασε στα μισά της σκαλας <<πω πω νευρααα>> Είπε ψιθηριστα η Μαρια για να την ακούσουμε μόνο εμείς.
Ανεβήκαμε πάνω και αρχίσαμε να ετοιμαζομαστε. Βάλαμε μουσική και χορεύοντας ετοιμαζομασταν. Έκανα τα μαλλιά μου δύο γαλλικές πλεξουδε αφού θα μπούμε θάλασσα και βαφτικα λιγάκι. Πέρασα το σπρέι για να μην σβηστεί το μακιγιάζ μου από το νερό και πήρα την τσάντα με τα ρούχα μου για να παω τουαλέτα και να ντυθω. Βγήκα στο διάδρομο και προχώρησα προς την τουαλέτα. Μπήκα μέσα και έλεγξα στην μπανιέρα και δεν ήταν κανένας Χρήστος σαν την προηγούμενη φορά. Κλειδωσα και ξεντύθηκα. Έβαλα το μαύρο μαγιό μου, το μαύρο σορτσακι μου, την άσπρη τοπ μου και την μαύρη φανδελοτη ζακέτα μου. Τέλος έβαλα τα πέδιλα μου και μέσα στην τσάντα μου εβαλα τα ρούχα που φορούσα πριν.
Ξεκλιδωσα και πηγα στο δωμάτιο, άφησα την τσάντα μου και επειδή διψουσα κατέβηκα τις σκαλες για να παω στην κουζινα αλλά κάτι φωνές από το σαλόνι διέκοψαν την πορεία μου
<<χοντρό κόλλημα;>> ειπε μια αγνωστη φωνη <<χοντρό κόλλημα δεν λες τίποτα!>> του απαντησε ο Χρηστος <<κάνε κάτι τότε ρε φίλε!>> του ειπε η αγνωστη αγοριστικη φωνη <<τι να κάνω ρε μαλακα!; Να παω και να της πω τι;>> της ειπε με εναν μικρο νευριασμο στην φωνη του. <<αν στην πάρει άλλος μην έρθεις σπίτι μου να κλαις!>> τον προειδοποίησε <<καλα καλά μαλακα κορόιδευε, τέλος πάντων άλλο θέμα>> του ειπε ο Χρηστος και τοτε βγήκα από την 'κρυψώνα' μου
<<γεια σου Μυρτώ>> Είπε ο Χρηστος όταν με ειδε και κοιταξε τον Δημητρη. Τώρα κατάλαβα ποιανού ήταν η άγνωστη μέχρι πριν λίγο για μενα φωνή <<γεια σας παιδια!>> του χαιρετησα με την σειρα μου <<εππ, τι κάνεις;>> μου ειπε ο Δημητρης <<καλα, εσύ;>> <<καλα, που είναι οι άλλες; Σε λίγο πρέπει να φύγουμε>> μου είπε <<παω να πιω νερό και μετά να τις φωναξω>> του ειπα και στο τελος της προτασης μου του πρόσφερα ένα ζεστο χαμόγελο. κατευθύνθηκα προς την κουζινα και πηγα προς τον νεροχθτη
<<γεια>> είπε για αλλη μια φορα ο Χρηστος και εγω απλα τον κοιταξα και του προσφαιρα ενα χαμογελο καθως προσπαθουσα να μαντεψω σε ποιο ντουλάπι είναι τα ποτήρια <<δεύτερο στα αριστερά σου>> Είπε λες και διάβαζε την σκεψη μου <<θενξ>>του ειπα και άνοιξα το ντουλάπι
<<θες κάτι;>> Τον κοίταξα όλο περιέργεια <<Τίποτα>> Είπε γρήγορα και βγήκε από την κουζίνα <<οκευ!>> Είπα στον εαυτό μου και ήπια το γεμάτο με νερό ποτήρι που γέμισα πριν λίγο.
Ανέβηκα πάνω και μπηκα στο δωμάτιο. <<είναι τα αγόρια κάτω και μας περιμένουν>> Τους είπα και αφου και οι τρεις του αφού ήταν έτοιμες βγήκαν από την πόρτα μια μια.
Κατεβήκαμε κάτω και περιμέναμε αλλά δεν κατάλαβα τι άσε που και ο Χρήστος δεν ήταν εκεί <<τι περιμένουμε;>> Ρώτησα περίεργα <<τον Χρήστο που προσπαθεί να πείσει τον μπαμπά μου να του δώσεις τα κλειδια του αυτοκινήτου για να οδηγήσει και να φύγουμε>> <<αχα>> Ειπα και κοίταξα γύρο γύρο το σπίτι.
Μετά από λίγα λεπτα κατέβηκε και όλοι γυρίσαμε τα βλέμματα μας πάνω του <<δεν μου τα δίνει>> είπε με μία απογοήτευση στην φωνή του <<γιατί;>> τον ρώτησε ο Δημήτρης <<Του είπες πως και εγώ έχω τα κλειδια του αυτοκινήτου;>> συνεχισε <<του το ειπα αλλά λέει όχι...>>
<<και τι κάνουμε τωρα;>> ρώτησε η Μαρία <<θα πας πάει αυτός λέει>> <<πως πάμε με τα αμάξια;>> ρώτησε η Στεφανία <<Δημήτρης, Στεφανία, Μαρία σε ένα και υπόλοιποι μαζί;>> πρότεινε ο Χρήστος και ολοι συμφώνησαν.
<<παμε;>> ρώτησε ο κύριος Στράτος καθώς ήρθε κοντά μας <<πάμε>> είπε η ανδρονικη, βγήκαμε από το σπίτι και κατευθυνθήκαμε προς το αμάξι, κάτσαμε, βαλαμε ζωνες και ξεκίνησε. Μετα απο λιγο ο κύριος Στράτος εσπασε την σιωπη.
<<τι ωρα να έρθω να σας παρω; Κατά τις 12 καλά είναι;>> μας ρωτησε <<πας καλά ρε μπαμπά; Πόσο θα μείνουμε; 2 λεπτά και θα φύγουμε!;>> του απαντησε ο Χρηστος <<και τι ώρα να ερθω; 1 πρέπει να πάω στο νοσοκομείο γιατί έχω βαρδια σήμερα...>> ειπε καθώς είχε όλη του την προσοχή στο δρόμο <<για αυτό σου είπα να μου δώσεις το αυτοκίνητο!>> του απαντησε ο Χρηστος <<ναι, να πιεις, να οδηγήσεις και να πέσεις πουθενά>> του ειπε <<εδώ έχει ένα δίκιο>> ειπε η Ανδρονικη << αλλαμε τι θα γυρίσουμε?>> συνεχισε να μιλα η Ανδρονικη και εγω απλα άκουγα.
<<καλέστε ταξί, πάρτε τον φίλο μου, εκεί έχω μια κάρτα του εκει>> είπε ο κ. Στρατος και έδειξε με το δάχτυλο του το ντουλαπακι που έχει το αυτοκίνητο. Ο Χρήστος πήρε την κάρτα του ταξιτζη και αφού φτάσαμε τον ευχαρστησαμε και βγήκαμε.
Η παραλία έχει γεμίσει κόσμο από το σχολείο, άτομα που έχω ξαναδεί άλλα και ατομα που βλέπω για πρώτη φορά. Πήγαμε προς ένα τραπέζι που ήταν μια μεγάλη παρέα και τους χαιρετησαμε.
<<Πανο, να σου συστήσω την φίλη μου Μυρτώ, Μυρτώ ο Πάνος, αυτός που κάνει το πάρτι>> είπε η Ανδρονικη <<χάρηκα>> Ειπα και του έδωσα το χέρι μου για την χειραψια <<εγω να δεις!>> Είπε ο Πανος με ένα πονηρό χαμόγελο και φίλησε το χέρι μου. Του χαμογελασα αλλά στην πραγματικότητα αυτές οι μαλακιες μου την δίνουν. <<έχω ακούσει πολλά για σένα>> μου ειπε μετά από λίγο. Χεστηκα ηθελα να του πω, αλλα ενας θεος ξέρει πως κρατήθηκα <<εγω πάλι όχι>> Του ειπα τελικά <<δεν θα με ρωτήσεις τι;>> μου είπε με μια περιεργεια αγου δεν τον είχα ρωτησει τίποτα <<δεν είμαι κουτσομπολα>> Ειπα και γύρισα την προσοχή μου προς το ποτό που κάποιος από αυτούς έφερε πριν λίγο για όλους.
Ο Πάνος γέλασε και ήπιε μια γουλιά από το ποτό του
<<πάμε να χορεψουμε!>> Είπε η Ανδρονικη και με τράβηξε από το χέρι για να πάμε να χορεψουμε.
Χορευαμε μέχρι που μπήκε ένα αργό κομμάτι και πηγα να κάτσω αλλά ένα χέρι με σταμάτησε, γύρισα περιμένοντας να δω τον Χρήστο αλλά όχι, ήταν ο Πάνος, μάλιστα, καλά θα περάσουμε και σήμερα.
Πηγα να πάρω το χέρι μου και να του ότι πως με ποναν τα πόδια μου ή κάτι τέτοιο αλλά το βλέμμα μου έπιασε τον Χρήστο να χορεύει κοντά, πολύ κοντά με μια κοπέλα που νομίζω πως για πρώτη φορά βλέπω, ωραία Χρήστο, τώρα θα δεις σκέφτηκα και γύρισα προς την μεριά του Πάνου και άρχισα να χορευω αυτό το τραγούδι..
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top