1.14
<<Απλά δεν είχα καταλάβει λίγα πράγματα και με βοήθησε η Μυρτώ>> ειπε ο χρηστος και απ την αλλη εγω δεν ειπα τιποτα.
<<κορίτσι μου, εσύ δεν είπες πως θα πήγαινες σε μια φίλη σου για την εργασία;>> με ρωτησε ο μπαμπας μου <<ναι, στην Ανδρονίκη. Που να ήξερα ότι ο κύριος Στράτος είναι ο παλιός σου φίλος και συνάδελφος;>> ειπα παυλα ρωτησα οσο πιο ευγενικά μπορουσα
<<τέλος πάντων αφήστε τα αυτά, καθηστε>> ειπε ο κυριος στρατος και ολοι κατσαμε στους μυαρους δερματινους καναπεδες
<<την προηγούμενη φορά δεν σας είχα γνωρίσει παιδιά. Είχα γνωρίσει μόνο την αποστολια>> απευθύνθηκε στον Χρηστο και στην Ανδρονικη <<ναι εγώ είχα βγει με την παρέα μου>> ειπε ο χρηστος <<και εγώ είχα πάει στα κορίτσια>> συμπληρωσε η ανδρονικη <<ούτε η Μυρτώ μου είχε έρθει>> συνεχισε η μαμα μου <<ναι, ειχα διάβασμα>> Είπα και στην συνέχεια η μαμά μου γύρισε να μιλά με την κυρία Κωνσταντίνα και οι πατεραδες μας μαζί.
<<βαρέθηκα>> ειπε η Ανδρονικη <<εγω να δεις!>> συμπληρωσα <<μα καλά, που τα βρίσκουν τα ενδιαφέροντα σε αυτά που συζητάνε;>> ρωτησε ο Χρηστος και βαθια μεσα μου συμφωνουσα μαζι του <<ελα μου ντε!; Είναι τόσο ξενερωτα!>> ειπε η Ανδρονικη <<ασε, εγω τους ακούω σε καθημερινή βάση να συζητάνε για όλους τους ασθενείς και τις ασθένειες...>> ειπα και στην συνεχεια και οι δυο τους με κοιταξαν με οικτο.
<<και η μαμά σου γιατρός ειναι;>> με ρωτησε η ανδρονικη <<νοσοκόμα>> της απαντησα <<πάλι καλά που η μαμά μας είναι δασκάλα χορού και δεν την ακούμε να συζητά με τον μπαμπά για όλες τις νέες ασθένειες>> ειπε ο Χρηστος και γέλασε λιγο <<πάλι καλά>> συμφωνησε η Ανδρονικη
<<τι λέτε; Πάμε στην τραπεζαρία;>> ρωτησε ευγενικα η κυρια Κωνσταντινα και ολοι μας σηκωθήκαμε και κατευθυνθηκαμε προς την τραπεζαρία. Κάτσαμε και φάγαμε.
Λίγο αργότερα χτύπησε το κουδούνι.
<<τα κορίτσια θα είναι!>> Είπε η Ανδρονικη και σηκώθηκε για να πάει να ανοίξει την πόρτα
<<Μυρτώ θα έρθεις πάνω;>> με ρωτησε αφου μπηκαν τα κοριτσια στην τραπεζαρια και χαιρετησαν του αλλους <<εμμ ναι>> ειπα και σηκώθηκα.
Πήγαμε πάνω και κάτσαμε στο κρεβάτι. Ηταν λιγο αμήχανα, για μένα βασικά που δεν τα ξέρω τα κορίτσια. <<να παραγγείλω πίτσα;>> ρωτησε η ανδρονικη <<αχχ ναι και πεινάω!>> ειπε η μαρια και η ανδρονικη εξαφανίστηκε για να παει να παραγγείλει
Χαμογελασα αμήχανα στα κορίτσια που με κοιτούσαν και κοίταξα τον δωμάτιο
<<από που είσαι Μυρτώ;>> με ρωτησε η Στεφανια <<Φλώρινα>> <<και ποτέ ήρθες Θεσσαλονικ;>> με ρωτησε η Μαρια <<πριν ξεκινήσουν τα σχολεία>> της απαντησα και ξανά χαμογελασα αμήχανα
<<έχεις αδέρφια;>> με ρωτησε η Στεφανια <<οχι, εσείς;>> Είπα και αναφέρθηκα και στις δύο.<<έχω έναν αδερφό 11 μήνες μεγαλύτερο μου>> ειπε η Στεφανια <<αληθεια;>> την ρωτησα προς εκλπηξη μου <<ναι, μπορεί και να τον ξέρεις. Είστε στην ίδια τάξη>> συμπηρωσε <<πως τον λένε;>> την ρωτησα <<Δημήτρη>> απαντησε και προσπάθησα να σκεφτώ αν ξέρω κάποιον Δημήτρη από την ταξη μου. <<μπα>> της ειπα αφου δεν μπρουσα να θυμηθω κανεναν με αυτο το ονομα απο την ταξη μου <<είναι κολλητός του Χρήστου>> Συμπληρωσε <<πλακα κανεις!; Ο Μητσου είναι αδερφός σου!;>> την ρωτησα χωρις να μπορω να το πιστεψω. <<ναιπ!>> ειπε και τοτε η ανδρονικη μπηκε μεσα
<<τι λετε εσείς;>> Είπε καθώς μπήκε μέσα <<για το κρας σου>> της απαντησε η μαρια και απλα τις κοιτουσα μπερδεμενη. Ουαου! <<μα σας έχω πει πως ο Δημήτρης δεν είναι το κρας μου!>> προσπαθησε να υπερασπιστεί τον εαυτο της <<μόλις καρφωθηκεςςς>> της ειπε τραγουδιστα η μαρια <<άντε βρε σιγά, πως κάνεις έτσι; Κολλητες σου είμαστε!>> της ειπε η στεφανια καθως προσπαθησε να την κανει να νιωσει πιο ανετα με το ολο θεμα.
<<πφφ καλά>> ειπε η ανδρονικη <<άρα το παραδέχεσαι!>> συνεχισε να την περιραζει η Μαρια <<ΤΙ? Δεν είπα κάτι τέτοιο..> προσπάθησε να κρυφτεί πίσω απο το δάχτυλο της Ανδρονίκη <<άντε ρε σιγά, μας το πεις δεν μας το πεις φαίνεται από μακρυά!>> συνεχισε να την τσιγκλάει η στεγανια και η Μαρια δεν μπορουσε παρα μονο να συμφωνήσει μαζι της. <<αληθεια;>> γύρισε να με ρωτήσει η Ανδρονικη <<κοιτα, εγω μέχρι πριν λίγο δεν ήξερα καν ποιος είναι ο Δημήτρης και επίσης δεν είχα δώσει σημασία αλλά τώρα καρφωθηκες με αυτήν την συζήτηση>> της ειπα την αληθεια και ανασηκωσα τους ώμους μου <<καλα παραδεινομαι>> <<ΤΟ ΞΈΡΑΜΕ!>> Είπαν με μια φωνή η Στεφανια και η Μαρια
<<τι ξέρατε;>> Ρωτησε ο Χρηστος καθώς μπήκε στο δωμάτιο <<εε- ότι- αύριο δεν έχουμε σχολείο, εε κορίτσια;>> ειπε η Ανδρονικη και πραγματικα εκεινη την στιγμη ηθελα να πηδηξω απο το παραθυρο. Κατι καλύτερο δεν ειχε να πει!; <<βασικά είναι Σάββατο και από οσο ξέρω τα Σάββατα δεν έχουμε σχολείο οπότε μόλις είπες ψέμματα! Ομολόγησε της αλήθεια δεσποινίς Ανδρονίκη Παπαγεωργίου.
<<τελικά δεν είναι η μέρα μου σήμερα>> Σιγο-μουρμουρισε η Ανδρονικη και βγήκε έξω και μετά από λίγα δευτέρα ξανά μπήκε <<τι; ξέχασα τα ρούχα μου!>> Είπε και πήρε τις πιτζαμες της και ξανά έφυγε
<<για τον Δημήτρη δεν σας έλεγε;>> Ρώτησε ψιθηριστα.Τι; Και αυτός το ξέρει!; <<ΣΑΚΟΥΩΩΩ>> φωναξε η ανδρονικη απο τον διαδρομο <<ΔΕΝ ΕΊΠΑ ΚΆΤΙ!>> της φωναξε πισω <<για αυτόν δεν μιλούσατε;>>Ξανά ρώτησε ψιθηριστα
<<άντε φυγε από το δωμάτιο μου! Γουρούνι! Γομαρι! Αγελάδα! Πρόβατο!>> Μπηκε μεσα με νευρα η Ανδρονικη χωρις καν να προλαβουμε να του απαντησουμε αρχισε να του φωναζει, βριζει και χτυπα με την παντοφλα της και αυτός απλά γελούσε. Αφου τον εδιωξε, η Άνδρονίκη βγήκε πάλι από το δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα. Η πόρτα ξανά άνοιξε παλι μετα απο λιγο και το κεφάλι του Χρήστου εμφανίστηκε ανάμεσα από το κενό <<παντός για τον κολλητό μου δεν λέγατε;>> κοιτα περιέργεια! <<ρε άντε από εδώ!>> του ειπε η Στεφανια και του πέταξε ένα μαξιλάρι που βρήκε και αυτός αυτόματα έκλεισε την πόρτα για να μην τον χτυπησει. Εμείς κοιταχτηκαμε και μετά αρχίσαμε να γελάμε
Μετά από λίγα λεπτα μέσα μπήκε η Άνδρονίκη με τις πιτζαμες της
<<δεν θα πας να αλλάξεις; Με το φόρεμα και τις γοβες θα μείνεις;>> μς ρωτησε και κοιταχτηκα <<αχχ ναι, το ξέχασα, παω>> Ειπα και πείρα τις πιτζαμες μου από την τσάντα και βγήκα από το δωμάτιο με προορισμό την τουαλέτα. Έβαλα το χέρι μου στο χερουλι και την άνοιξα. Μπήκα μέσα και κλειδωσα πριν μπει κανένας και πάει η ψυχή μου στην κουλουρ- <<ώστε κλειδωσες κιόλας εε;>> ακουστηκε μια πονηρή παυλα αισθησιακη φωνη κοντά στο αυτί μου και από τον τρόμο που πήρα, μια κραυγή βγηκε από το στόμα μου και γύρισα αυτόματα προς το μέρος του. Λάθος κίνηση! Δεν έπρεπε να γυρίσω ποτέ! Τώρα είμαστε πολύ κοντα και δεν μπορώ να αναπνεύσω καθαρά, και η ανάσα μου γίνετε όλο και πιο βαριά, και μάλλον το κατάλαβε γιατί ένα πονηρό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο του
<<τι κανεις εσύ εδώ;>> Είπα ψιθηριζοντας - φωνάζοντας όταν τον απομακρύνα από κοντά μου και μπόρεσα να αναπνεύσω <<γιατί κλείδωσες την πόρτα Μυρτώ; Τι έχεις στο μυαλό σου;>> με ξαναρωτησε στον ιδιο τονο με πριν <<Το κεφάλι σου μέσα στην τουαλέτα και εμένα να πατάω το καζανακι!>> <<δεν είσαι αστεία!>> <<δεν το είπα για αστείο!>> του ειπα και εκανα μια παυση <<και τέλος πάντων τι κάνεις εδω;>> Ξανά ρώτησα μετά από λίγο <<για να κατουρήσω ηρθα αλλά δεν θα με χάλαγε να σε δω να αλλάζεις κιόλας!>> <<ρε άντε από εδώ!>> Του ειπα και πηγα να ξεκλειδώσω την πόρτα για να τον διωξω αλλά βήματα από έξω και μια φωνή με σταμάτησε
<<Μυρτώ; Είσαι καλά;>> ακουστηκε η φωνη της Ανδρονικης απο εξω
Καλά δεν λες τίποτα!
Χευυ, τι κάνετε?
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top