1.10

<<Θέλω την βοήθεια σου>> Είπε μετά από λίγο, σπάζοντας την σιωπή που κυριαρχούσε. <<ΟΧΙ, δεν ξανακάνω ούτε την κοπέλα σου ούτε τίποτα>> είπα αποφασίστηκα <<βασικά δεν είναι αυτό>> Είπε και έκανε μια παύση. 

<<ΠΡΌΣΕΧΕ!>> φώναξε και την ακριβώς επόμενη στιγμή πάτησα σκατά.

ΌΧΙ ΡΕ ΦΊΛΕΕΕ, ΌΧΙ ΜΕ ΑΥΤΆ ΤΑ ΠΑΠΟΎΤΣΙΑ!

Αυτός άρχισε να γελά και εγώ να κλαίω. Όχι τέτοια γκαντεμιά ρε γαμώτο...<<Σταμάτα να γελάς!>> Είπα μέσα από τα δόντια μου, όχι με αυτά τα παπούτσια... Συνέχισα να σκέφτομαι <<αχαχχα δεν χαχαχαχ δεν μπ χαχα δεν μπορ χαχαχαχ μπορώ χαχαχ χαχα>> προσπάθησε να πει ανάμεσα από τα γέλια του αλλά ήταν αδύνατο να καταλάβω το τι ήθελε να πει. <<αν δεν το βουλώσεις θα το καθαρίσω πάνω σου!>> Του είπα για άλλη μια φορά μέσα από τα δόντια μου αλλά εκείνος συνέχισε να γελά, "δεν αστειεύομαι Χρηστάκο" σκέφτηκα.

Πήγα να σηκώσω το πόδι μου αλλά άρχισε να τρέχει<<ΓΟΥΡΟΎΝΙ!>> του φώναξα με την ψυχή μου αλλά εκείνος συνέχισε να γελά <<ναι ναι γελά, μαλάκα!>> είπα χαμηλόφωνα στον εαυτό μου.

Πήγα στο χορτάρι και προσπάθησα να καθαρίσω το παπούτσι μου. Καλά πόσο γκαντέμω παίζει να μαι!; <<το καθάρισες;>> είπε καθώς ερχόταν δίπλα μου και προσπαθώντας να μην γελάσει. <<ναι>> Είπα λυπημένα και έκατσα στο παγκάκι που υπήρχε

<<έλα μωρέ, σιγά, δεν έγινε και τίποτα>> προσπάθησε να με ησυχάσει <<επειδή δεν τα πάτησες εσύ!>> Του είπα με νεύρα

<<τεσπα, να σου πω για την χάρη που θέλω;>> το ξέχασα τελείως ότι πριν πατήσω τα σκατά, ήθελε να μου πει κάτι, ή μάλλον, για να το πω καλύτερα, να μου ζητήσει κάτι. <<οχι! Πάμε;>> Του είπα ξανά με νεύρα. Τελικά όντως, η διάθεσή μου αλλάζει στο λεπτό. <<Πάμε>> είπε τελικά και αρχίσαμε να περπατάμε προς το σπίτι του.

Όταν φτάσαμε, βγάλαμε τα παπούτσια, μην τους λερώσω και το σπίτι, κρίμα είναι και μου είπε να τον ακολουθήσω στον πάνω όροφο και χωρίς να του φέρω καμία αντίρρηση τον ακολούθησα.

Πήγα να χτυπήσω την πόρτα για να μπω στο δωμάτιο της Ανδρονίκης, αφού για αυτό ήρθα, αλλά κάποιος με τράβηξε από το μπράτσο και σταμάτησε την κίνηση που σκόπευα να κάνω. <<τι θες;>> τον ρώτησα χαμηλόφωνα <<τι πας να κάνεις;>> με ρώτησε και εκείνος χαμηλόφωνα και μπήκαμε στο δωμάτιο του. <<να πάω στο δωμάτιο της αδερφής σου>> <<γιατί;>> ρώτησε όλο απορία, μα καλά, ντιπ για ντιπ χαζό είναι αυτό το παιδί!;

<<γιατι υποτίθεται για αυτό ήρθα!;>> ρώτησα το προφανές <<αα ναι...>> Είπε χωρίς να το εννοεί εκατό τις εκατό. <<τεσπα, άκου την χάρη που ήθελα>> Πήγα να του πω 'άντε πες' αλλά με διέκοψε <<θα με βοηθήσεις με την χημεία;>> εεε <<Αφού έχεις την Ανδρονίκη, νομίζω είναι καλή μαθήτρια>> είπα το πιο προφανές και ίσως το είπα γιατί δεν θέλω και πολλά μπλεξίματα μαζί του. Από ότι έχουμε -ολοι- δει στο παρελθόν, το να τον βοηθήσω με κάτι δεν ήταν και η καλύτερη ιδέα.

<<ναι αλλά δεν είναι εσύ!>> είπε χωρίς να κατάλαβε τι είπε γιατί μόλις αυτή η φράση βγήκε από το στόμα του πρέπει να το μετάνιωσε λίγο. <<και;>> ρώτησα μπερδεμένη <<εσύ τα εξηγείς καλύτερα(;)>> Τώρα με ρώτησε; ή το είπε; Αχχ γιατι με μπερδέυει τόσο πολύ αυτός ο άνθρωπος!; <<άντε, σε παρακαλώ>> Είπε παρακλητικά <<οχι, ήδη σε βοηθάω με το άλλο θέμα!>> είπα κάθετη, αν και κατά βάθος ξέρω ότι θα με πίεση και θα δεχτώ <<σε παρακαλώ πολυυυ>> Είπε κάνοντας puppy face <<οχι!>> είπα χωρίς να το πολυσκεφτώ. <<καλαα>> Είπει <<τώρα να πάω στην αδερφή σου;>> Ρώτησα πιο πολύ από ευγένεια. Έγνεψε αρνητικά και με πλησίασε, πήγε να με φιλήσει αλλά η πόρτα άνοιξε και αντανακλαστικά πεταχτήκαμε και οι δύο προς τα πίσω.

<<Μυρτώ, τι κάνεις εσύ εδώ;>> ρώτησε με μια εκπληξη στα μάτια της <<ε-ε ήρθα για σένα>> Είπα με μια αμηχανία την αλήθεια. <<ναι αλλά αυτό το δωμάτιο δεν είναι το δικό μου>> <<αλήθεια; Ούτε που το κατάλαβα! Θα μπέρδεψα τις πόρτες, είναι και όλο ιδιες>> είπα την πρώτη και πιο ΗΛΙΘΙΑ δικαιολογία που σκέφτηκα.

<<αλλά και πάλι δεν βγάζει νόημα, αφού είδες ότι δεν είναι το δικό μου δωμάτιο, για κάθισες στο κρεβάτι;>> ε ρε φίλε, κοίτα πόσο παρατηρητική είναι... Τι απαντάς τώρα; Σκέφτηκα και σηκώθηκα από το κρεβάτι.<<οχου ρε Ανδρονίκη και εσύ τώρα! Ανάκριση θα της κάνεις;>> είπε ο Χρήστος προσπαθώντας να με βγάλει από την δύσκολη θέση

<<τι τρέχει με εσάς;>>Ρώτησε πονηρά. Γιατί το μυαλό της πήγε κατευθείαν στο πονηρό; <<ΤΙΠΟΤΑ!>> είπαμε με μια φωνή μαζί με τον Χρήστο αφού πρώτα κοιταχτήκαμε. <<καλαα>> Είπε και βγήκε από την πόρτα. Μόλις την είδα να χάνεται στον διάδρομο άφησα μια ανάσα που δεν ήξερα ότι κρατούσα.

<<άντε δεν θα έρθεις;>> Πετάχτηκε απο το πουθενά και έπιασα την να καρδιά μου γιατί με τρόμαξε. <<εε ναι έρχομαι>> είπα και βγήκα από το δωμάτιο του Χρήστου και μπήκα στο δικό της. <<τι γίνετε με εσάς;>> ρώτησε μόλις έκλεισα την πόρτα <<τ-τι γ-γιν-ετε μ-με εμάς;>> γιατί τραυλίζω; <<θες να σου πω από αυτά που ακούω από το σχολείο;>> Τι ακούει από το σχολείο; <<τι ακούς από το σχολείο;>> ρώτησα την σκέψη μου <<αμμ κάτι για διαδρόμους και πολλά σούξου μουξου>> καλά ρε φίλε, τόσο γρήγορα κυκλοφορούν τα νέα σε αυτό το σχολείο;

<<τα εχετε;>> ρώτησε πονηρά <<εγώ με αυτόν; Ούτε καν!>> είπα όσο πιο γρήγορα και πειστικά μπορούσα, ούτε να το σκεφτώ δεν θέλω! <<καλαα>> είπε και κατευθείαν άρχισα να σκέφτομαι για καινούργια θέματα συζήτησης.

<<εσύ, πως είσαι;>> την ρώτησα τελικά <<καλύτερα, είχα μια γρίπη 2 ημερών αλλά τώρα είμαι καλύτερα>> είπε και μου έδωσε ένα ζεστό χαμόγελο. <<αύριο θα έρθεις;>> <<ναιπ>> είπε.

<<θες να μείνεις για μεσημεριανό;>> με ρώτησε μετά από λίγα λεπτά ησυχίας. <<καλύτερα όχι, με περιμένουν και οι δικοί μου>> της είπα την αλήθεια <<πάντως αν θες μείνε, θα είναι και ο Χρήστος>> Είπε πονηρά και μόλις το είπε μπορώ να ομολογήσω ότι μου πέρασε από το μυαλό να μείνω <<υπονοείς κάτι;>> ήταν το μόνο που είπα <<εγω;>> είπε δήθεν αθώα <<ναι>> <<οχι>> είπε αλλά άνετα μπορούσες να καταλάβεις ότι το "όχι" που είπε δεν το εννοούσε.

<<εγώ να φεύγω>> είπα μετά από λίγα λεπτά ησυχίας και σηκώθηκα. Κατεβήκαμε κάτω και πείρα τα πράγματα μου, έβαλα παπούτσια και αφού αποχαιρέτησα την Ανδρονίκη έφυγα.

"Ουφφ, τι ήταν και αυτό;" σκέφτηκα μόλις βγήκα από την πόρτα.

Πήγα σπίτι μου και μπήκα για ένα ντουζ. Όταν βγήκα έβαλα απλά καθημερινά ρούχα και έκατσα να φάω πατάτες με κοτόπουλο στο φούρνο.

Τελείωσα και πήγα να διαβάσω μέχρι που η πόρτα του δωματίου μου άνοιξε και μέσα μπήκε η μαμά μου. <<τι κάνεις;>> με ρώτησε. <<διαβάζω>> Είπα το προφανές. Αφού με βλέπει τι κάνω, τι   ρωτάει;

<<κάτω είναι ένα αγόρι, και σε ζητάει>> είπε με ένα πονηρό ύφος. <<τι αγόρι;>> την ρώτησα χωρίς να μπορώ να σκεφτώ κανέναν. <<ένα ψηλό, όμορφο, με πράσινα μάτια. Σε ζητάει, μου είπε πως τον βοηθάς στην χημεία.>> Α τον μαλάκα σκέφτηκα μόλις κατάλαβα για πιο αγόρι μιλάει. <<μάλιστα>> Είπα και συνέχισα να διαβάζω χωρίς να πολυ δώσω σημασία.

<<άντε δεν θα έρθεις κάτω;>> με ρώτησε αφού είδε και κατάλαβε ότι δεν θα είχα σκοπό να παω κάτω. <<για ποιο πράγμα;>> την ρώτησα λες και δεν καταλάβαινα τι εννοούσε. <<για το παλικάρι που σου είπα>> <<αα ναι, σιγά βρε μαμά ας βάλει τζιμπιες και να έρθει μόνος του, εγώ τι είμαι για να έρθω;>> είπα χαλαρά <<ΜΥΡΤΩ!>> φώναξε αφού της εξαντλούσα την υπομονή. <<πωωω, να έρχομαι!>> Είπα και σηκώθηκα, πήγα στο σαλόνι και τον είδα να παρατηρεί το χώρο γύρο του.

<<καλός τα μάτια μας τα δυοο>> Είπα 'τραγουδώντας' και με μια μικρή δόση ειρωνείας <<εππ>> είπε χαλαρός <<τι θες; σπίτι μου!;>> Ρώτησα ψιθυριστά παύλα φωνάζοντας. <<τι εννοείς 'τι θες' κορίτσι μου; Σου είπα πριν, για την χημεία>> Ακούστηκε η φωνή της μαμάς μου από πίσω μου. Αυτή τώρα από που πετάχτηκε; Νόμιζα ήταν στην κουζίνα! <<μην την παρεξηγείς αγόρι μου>> Είπε και έφυγε

<<άντε πάμε; Έχουμε πολύ δουλειά!>> είπε λες και με νοιάζει. Κατευθυνθήκαμε προς το δωμάτιο μου και εγώ έκατσα στην καρέκλα του γραφείου μου ενώ αυτός ξάπλωσε στο κρεβάτι μου <<για χημεία ή ύπνο ήρθες;>> Ρώτησα ειρωνικά, αφού δεν είχα την όρεξη του. <<για χημεία αλλά και ένας ύπνος δεν θα με χαλούσε>> Είπε και ξάπλωσε καλύτερα, αυτή την φορά έκλεισε και τα μάτια του <<ΡΕ, σήκω έχω και να διαβάσω!>> Του είπα και του πέταξα ένα μαξιλάρι που βρήκα στο πάτωμα δίπλα από το γραφείο μου, μην με ρωτάτε δεν ξέρω πως βρέθηκε εδώ κάτω...

Αυτός σηκώθηκε και ήρθε δίπλα μου, μου έκανε νόημα να σηκωθώ από την καρέκλα και τον κοίταξα μπερδεμένη. Δεν σηκώθηκα και με σήκωσε αυτός, έκατσε στην καρέκλα και εγώ συνέχισα να το κοιτάω μπερδεμένη και χωρίς να καταλάβω τι γινόταν. Τι ακριβώς κάνει!;

<<άντε, θα διαβάσουμε;>> <<Και εγώ που να κάτσω ρε έξυπνε!;>> τον ρώτησε και για άλλη μια φορά η ειρωνεία κυριαρχούσε στην φωνή μου. <<μείνε όρθια να ψηλώσεις κιόλας!>> απάντησε στον ίδιο τόνο <<τώρα που το θυμήθηκα, εγώ σου είπα δεν θα σε βοηθήσω τι μου έρχεσαι σπίτι και μου στρογγυλο κάθεσαι κιόλας;>> τον ρώτησα αφού το σκέφτηκα καλύτερα και θυμήθηκα ότι εγώ ποτέ δεν του είπα 'ναι'. <<γιατί έτσι>> Είπε και ανασήκωσε τους ώμους του.

Αχχ, που έχω μπλέξει!;





foulaaa

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top