Μόνοι Στο Υπόγειο

⚠️ Προς αναγνώστες από mirror sites, όπως το teenfic: ⤵️

Εγώ, η Στυλιανή Κανταρτζή, ως μοναδική διαχειρίστρια του προφίλ EstelleLuminesCent και συγγραφέας του παρόντος βιβλίου, δηλώνω υπεύθυνα ότι ουδεμία σχέση έχω με την αναδημοσίευσή του στο teenfic κι άλλους παρόμοιους ιστότοπους κι απαιτώ την άμεση και μόνιμη διαγραφή του από αυτούς, καθώς η παράνομη παρουσία του εκεί αποτελεί παραβίαση του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Αν διαβάζετε δικό μου κείμενο σε ιστοσελίδες πέραν του Wattpad, σας ενημερώνω ότι βρίσκεστε σε έναν παράνομο ιστότοπο που παραβιάζει τα πνευματικά δικαιώματα των συγγραφέων, κλέβει τη δουλειά τους και πιθανότατα εκθέτει τη συσκευή σας σε κακόβουλα λογισμικά κι επικίνδυνους ιούς. Εγκαταλείψτε άμεσα αυτόν τον ιστότοπο, καταγγείλτε τον στη δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος και διαβάστε τις ιστορίες μου στο Wattpad.

⚠️ To readers from mirror sites such as teenfic: ⤵️

I, Styliani Kantartzi, as the sole administrator of the EstelleLuminesCent profile and the author of this book, declare responsibly that I have nothing to do with its republishing on teenfic and other similar websites and I demand its immediate and permanent deletion, as its illegal presence there is a violation to the law of copyright. If you are reading my literary work on websites other than Wattpad, I am informing you that you are on an illegal web page that violates authors' copyrights, steals their work, and probably exposes your device to malware and dangerous viruses. Please leave this site immediately, notify cybercrime prosecution and read my stories on Wattpad.

A/N: Γεια σας, παιδιά! Με αφορμή το επεισόδιο 4 του 2ου κύκλου του 'Παρά 5' και τα δικά σας σχόλια στο fanfic 'Από Τη Ζωή Ως Το Θάνατο Και Πάλι Πίσω', έκατσα κι έγραψα τάκα-τάκα μια ιδέα που είχα για καιρό. Το παρόν είναι πιο 'σκοτεινό' σε σχέση με το προηγούμενο fanfic μου, ωστόσο προσπάθησα να το κρατήσω όσο πιο in-character γινόταν κι ελπίζω να τα κατάφερα. Καλή ανάγνωση κι ελπίζω να σας αρέσει!

Υ.Γ.: η μουσική επιλογή, όπως κι η αντίστοιχη του προηγούμενου fanfic είναι από τις μουσικές που ακούγονται και στη σειρά, οπότε είμαι σίγουρη ότι θα σας βάλει στο κλίμα.

Μόνοι Στο Υπόγειο
ένα fanfiction για την τηλεοπτική σειρά 'Στο Παρά 5'
από την EstelleLuminesCent

Η αιμορραγία είχε σταματήσει ώρα τώρα, ο πόνος όμως όχι. Ακινητοποιημένος, ο Φώτης δεν μπορούσε να κάνει τίποτα κι ευχόταν το αίμα να έτρεχε ακόμα. Τουλάχιστον η υγρασία τον έκανε κάπως πιο υποφερτό. Τώρα που το σημείο είχε ξεραθεί, ήταν πολύ χειρότερα κι είχε μια έντονη ανάγκη να πεταχτεί όρθιος: να περπατήσει πάνω-κάτω μέσα στο δωμάτιο για να ξεχαστεί. Μα όχι, δεν μπορούσε. Ο λόγος; Τίποτα σπουδαίο, μωρέ, αν εξαιρούσε κανείς ότι ήταν δεμένος σε μια καρέκλα! Αφού, λοιπόν, δεν μπορούσε να κουνηθεί, έκανε ό,τι μπορούσε για να απασχολήσει το μυαλό του σε ζητήματα εκτός της πιθανότατα σπασμένης του μύτης.

Μετά από αυτή την αιφνίδια επέμβαση δια χειρός Αντρέα Καλογήρου, επιτυχημένου πληρωμένου δολοφόνου κι από σήμερα στρεφομένου στην επιστήμη της πλαστικής χειρουργικής, θα μπορούσε η μύτη του να φαίνεται πιο μικρή και κομψή. Έτσι, για να μην του ξαναπεί η Φρίντα ότι έχει 'μυτόγκα'. Η Φρίντα... Σκέφτηκε την ξαδέλφη του που θα φρίκαρε μόλις μάθαινε ότι έπεσε θύμα απαγωγής. Επειδή θ' ανησυχούσε για τη ζωή του; Όχι βέβαια! Σιγά μην την ένοιαζε! Το μόνο της πρόβλημα θα ήταν ότι, αφού κι ο μπαμπάς του έλειπε με το 'Δράκουλα' σε 'αποχαιρετιστήριο ταξίδι' στη 'Μαλεσίνα', κατά τα λεγόμενα της Ζουμπουλίας πάντα, η Φρίντα θα έπρεπε να διαχειριστεί το κανάλι μόνη της, χωρίς καμιά καθοδήγηση. Τον νευρίασε η ιδέα ότι θα στρογγυλοκαθόταν στη θέση του Θωμά, παριστάνοντας τη διευθύντρια, έστω προσωρινά, αλλά από την άλλη είχε βάσιμες υποψίες ότι δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει έτσι!

Μέσα στις υπερπροσπάθειές του να κάνει 0,1% τηλεθέαση, είχε αποφασίσει να ξεκινήσει ένα καινούριο τηλεπαιχνίδι, το 'Φτύσε & Κέρδισε'. Φιλόδοξο πρότζεκτ, χωρίς πολλά έξοδα, που φανταζόταν πως θα τραβούσε τους τηλεθεατές. Η ιδέα ήτανε δικιά του κι η Φρίντα δεν ήξερε πολλά πέρα απ' τον τίτλο και ότι θα έκανε πρεμιέρα απόψε. Ήταν σαν να την έβλεπε μπροστά του: θα την έπιανε πανικός που θα έπρεπε να το παρουσιάσει στη θέση του, θα τόνιζε ότι δεν έχει σκαλέτα, θα γκρίνιαζε ότι με τέτοια έλλειψη επαγγελματισμού ο τηλεΒΟΑΣ δεν θα γινόταν ποτέ μεγάλο κανάλι και θα κατέληγε να φωνάζει πανικόβλητη τον Τζακ για να τη βοηθήσει. Ναι, αυτό το σενάριο ήταν πολύ πιο αληθοφανές στο μυαλό του, όπως και το ότι τις ακόλουθες μέρες οι 'Βραδιές Μιούζικαλ' δεν θα μένανε βραδιές. Θα γινόντουσαν 'Πρωινά Μιούζικαλ', 'Μεσημέρια Μιούζικαλ', Απογεύματα Μιούζικαλ', 'Μετά-Τις-Ειδήσεις Μιούζικαλ' και γενικά η φάλτσα φωνή της θα τραγουδούσε όλη μέρα και θα τους κατέβαζε πιο κάτω, ακόμα κι από εκείνο το -0,4 που είχε μπει κατά λάθος στις μετρήσεις.

Μια υποψία γέλιου ανασήκωσε τις άκρες των χειλιών του, καθώς φαντάστηκε ένα τσούρμο αστυνομικών να ορμάνε στο κανάλι, να της περνάνε χειροπέδες κι ένα φίμωτρο και να την παίρνουν σηκωτή στο Τμήμα, συλλαμβάνοντάς την για παρατεταμένη ηχορύπανση. Ωστόσο, αμέσως μετά συνοφρυώθηκε απέναντι στη σκέψη του. Αυτή τη στιγμή ο ίδιος ήταν δεμένος και πώς γλίτωσε το φίμωμα ένας Θεός το ήξερε! Ήταν απαίσια αίσθηση, από τις πιο απαίσιες που είχε βιώσει και δεν ήθελε κανείς άλλος να περάσει κάτι τέτοιο, ούτε καν η αντιπαθητική και μυθομανής ξαδέλφη του. Αναστέναξε κι ο πόνος στη μύτη του του υπενθύμισε με μια σουβλιά πως δεν είχε φύγει. Μα προσπάθησε και πάλι να τον διώξει. Δεν ήθελε να φανεί αδύναμος μπροστά στα κορίτσια. Έστω κι αν δεν λάμβανε ποτέ σοβαρά τα σεξιστικά στερεότυπα, αυτή τη στιγμή ήταν ο μόνος άντρας της παρέας και το έβλεπε σαν χρέος να σταθεί δυνατός για εκείνες. Να είναι σε ετοιμότητα για να τις προστατεύσει, αν χρειαστεί. Βέβαια, έτσι όπως ήταν αυτή τη στιγμή, χτυπημένος κι ανήμπορος, ήταν ο πιο αδύναμος από τους τρεις, όπως συλλογίστηκε με κατήφεια κι ένα χτύπημα σχεδόν τόσο δυνατό όσο η μπουνιά του Αντρέα, πέτυχε την περηφάνεια του.

Με την άκρη του ματιού του κοίταξε τις δύο φίλες του: βρίσκονταν σε παρόμοια κατάσταση με τη δική του. Η Ντάλια αναδευόταν ανήσυχα στην καρέκλα της με τη γνάθο της σφιγμένη, ενώ η Αγγέλα ήταν ακίνητη και το πρόσωπό της έδειχνε σαν να είχε σιδερώσει κάποιος πάνω του μια ανέκφραστη μάσκα. Του φάνηκε πως κι εκείνη κοιτούσε προς τη μεριά του με την άκρη του ματιού της, αλλά με το που γύρισε το κεφάλι του να τη δει κανονικά, το βλέμμα της επανήλθε στο κέντρο του πεδίου της κι έμεινε να κοιτάζει τις σωληνώσεις που διέσχιζαν τον τοίχο απέναντί της. Κανείς τους δεν μίλησε από τη στιγμή που ο Τύπος με τα Μαύρα παρέα με τον μαϊμού-Παύλο (δε γνώριζε το πραγματικό του όνομα, οπότε κράτησε το 'μαϊμού-Παύλος' ως επικρατέστερη επιλογή) πήρε με τη βία μακριά τον αληθινό Παύλο, κόβοντας κάθε δίαυλο επικοινωνίας μαζί του. Ο Φώτης δεν ήθελε να σκέφτεται τι θα μπορούσαν να του κάνουν. Κι αν τον σκότωναν, όπως τον Καστέλη και την οικιακή του βοηθό;

Τις σκέψεις του διέκοψε ο ήχος βημάτων. Κάποιος κατέβαινε τις σκάλες. Οι τρεις φίλοι έμειναν εντελώς ακίνητοι αναμένοντας το άνοιγμα της πόρτας, το οποίο ήρθε λίγα δευτερόλεπτα μετά κι ο μαϊμού-Παύλος φάνηκε στο κατώφλι. «Ώρα για βραδινό», δήλωσε, κάνοντας μια φιλότιμη πλην αποτυχημένη προσπάθεια να ακουστεί στιβαρός και χαιρέκακος. Δεν πέτυχε τίποτα από τα δύο. Η φωνή του ακόμα έτρεμε. Στα χέρια του κρατούσε κάτι ανοιγμένες κονσέρβες με καλαμαράκια, που προφανώς είχε κλέψει από τα ντουλάπια του αληθινού Παύλου.

«Τι; Αυτά θα φάμε;», έκανε ξινισμένα ο Φώτης, έχοντας εμπνευστεί από την εξίσου ξινισμένη μυρωδιά που γέμισε το δωμάτιο. «Ληγμένα είναι;», ξαναρώτησε όταν ο άντρας που τους εξαπάτησε ήρθε πιο κοντά.

«Αυτά προσφέρει ο οικοδεσπότης μας κι αν σας αρέσουν», απάντησε στο σχόλιο του Φώτη, πασχίζοντας αυτή τη φορά να ακουστεί σαρκαστικός. «Μην περιμένετε βασιλικά γεύματα εδώ που είσαστε. 'Ευχαριστώ' να λέτε που δεν σας αφήνουμε νηστικούς», συμπλήρωσε αφήνοντας από μία κονσέρβα μπροστά στον καθένα.

«Με τα χέρια δεμένα θα φάμε;», ρώτησε η Αγγέλα κι ο δικός της σαρκασμός ήταν σαφώς πιο πετυχημένος. «Εκτός άμα θες να μας ταΐσεις».

Εκείνος δεν απάντησε. Με λίγα βήματα βρέθηκε πίσω απ' τον Φώτη κι αν έκρινε από την πίεση στα σκοινιά, πρέπει να τον έλυνε. Ανακουφισμένος που, έστω προσωρινά, είχε μια κάποια ελευθερία, ο καστανόξανθος νεαρός τέντωσε τα χέρια του προς τα πάνω, περιστρέφοντας τους καρπούς του, που έκαναν 'κρακ'. Αλλά η κίνησή του κόπηκε στη μέση μόλις είδε έναν γεροδεμένο μελαχρινό άντρα, ντυμένο στα μαύρα, με σκληρά χαρακτηριστικά και γερακίσια ματιά να μπαίνει στο κατώφλι με το όπλο του να στοχεύει προς το μέρος του.

«Μην τυχόν κάνεις κάνα αστείο, ούτε εσύ, ούτε οι άλλες», του είπε προειδοποιητικά. «Τα χέρια σας θα είναι λυμένα μέχρις ότου φάτε». Το αίμα του Φώτη πάγωσε κι η ανάσα του κόπηκε. Δεν είχε βρεθεί τόσο κοντά του ενώ εκείνος οπλοφορούσε από τότε στο σπίτι του Γεράσιμου. Οι αναμνήσεις από εκείνη τη μέρα επέστρεψαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, μαζί με το ψυχικό τραύμα που του άφησαν και χωρίς να το θέλει, το πρόσωπό του συσπάστηκε από φόβο κι άρχισε να τρέμει. Ήλπιζε να μην το είδαν αυτό τα κορίτσια. Ο Αντρέας πάντως, που το είχε δει, χαμογέλασε νικηφόρα στην αγωνία του και πέρασε μέσα περπατώντας καμαρωτά. «Δεν πιστεύω να έχετε παράπονο», άρχισε να λέει καλοδιάθετα, παίζοντας παράλληλα με το πιστόλι, το οποίο ο Φώτης δεν άφηνε απ' τα μάτια του. «Σας προσφέρουμε στέγη, τροφή... ποιος τη χάρη σας!», συνέχισε προσπερνώντας με τη σειρά τον Φώτη, την Ντάλια και την Αγγέλα και φτάνοντας ως τον τοίχο απέναντι από την πόρτα. «Βέβαια...», συμπλήρωσε γυρνώντας προς τα αριστερά του, για να τους βλέπει και τους τρεις, ενώ ο συνεργός του έλυνε τώρα τη Ντάλια. «...εσείς θα θέλατε να σας προσφέρουμε και την παρέα του κυρίου Μανοβιρογιαννάκη, αλλά... τι να κάνουμε; Δε μπορούμε να τα ΄χουμε όλα σ' αυτή τη ζωή».

Ο Φώτης πήρε για πρώτη φορά τα μάτια του από το πιστόλι κι εστίασε στο κενό ανάμεσα στον ίδιο και στα κορίτσια, εκεί που μέχρι πριν από κάποιες ώρες βρισκόταν η καρέκλα του Παύλου. «Εί-Είναι καλά;», κατάφερε να ρωτήσει. «Τ-Τι του κάνατε;»

«Χαλάρωσε, δεν τον φάγαμε», του πέταξε ο άλλος. «Καλά είναι. Σας στέλνει τα χαιρετίσματά του, μαζί με τις κονσέρβες».

«Θα τον σκοτώσετε;», ρώτησε ξαφνικά η Αγγέλα, παρεμβαίνοντας στον διάλογο. «Όπως τον Καστέλη και την Κουτσιουμάρη;»

«Γιατί; Φοβάστε μήπως σας φορτώσουμε κι άλλους φόνους, δεσποινίς Αγγελική Ιωακειμίδου;», τόνισε το ονοματεπώνυμό της και πλησίασε πιο κοντά της, ενώ ο συνεργός του ετοιμαζόταν να τη λύσει. «Έννοια σου και μόλις παραδοθούν κι οι άλλοι δύο, δεν θα 'χεις ν' ανησυχείς πια ούτε για κατηγορίες, ούτε για ανθρωποκυνηγητά. Στον άλλο κόσμο δύσκολα σε συλλαμβάνει κανείς», ολοκλήρωσε σκύβοντας μπροστά της. Ο Φώτης, που ήξερε καλά την Αγγέλα, περίμενε ότι η ανοιχτή παραδοχή των φόνων για τους οποίους άδικα κατηγορούταν θα την εξαγρίωνε και στην καλύτερη περίπτωση θα χαστούκιζε τον Τύπο με τα Μαύρα. Αλλά όπως αποδείχθηκε, ακόμα κι αυτό το μικρό σκληρό καρύδι δεν μπορούσε αυτή τη στιγμή να μείνει αλύγιστο στη θέα ενός δολοφόνου που στεκόταν ένοπλος σε απόσταση αναπνοής. «Τι συμβαίνει; Μας έφαγε η γάτα τη γλώσσα;», ρώτησε ο Αντρέας πειραχτικά την κοπέλα που είχε μείνει κοκαλωμένη, πιάνοντας ξαφνικά το πιγούνι της με το ένα του χέρι και υψώνοντάς το απότομα προς το άλλο του χέρι όπου κρατούσε το πιστόλι. «Πού πήγε η μαγκιά σου;», ξαναρώτησε σημαδεύοντάς την στο πρόσωπο, που αυτή τη φορά τσαλακώθηκε από την πιο τρομοκρατημένη έκφραση. Δίπλα της, η Ντάλια εισέπνευσε απότομα, γουρλώνοντας τα μάτια.

«Άσ' την ήσυχη!», ακούστηκε μια θυμωμένη φωνή απ' την άλλη μεριά του δωματίου. Ο τύπος γύρισε κι αντίκρισε τον νεότερο άντρα να τον κοιτάζει με ένα βλέμμα επικίνδυνο όσο το δικό του, ενώ ακόμα κι ο απατεώνας ταράχτηκε κι έριξε τα σκοινιά που κρατούσε. Ο Φώτης συνέχισε να κατακεραυνώνει τον Αντρέα με το βλέμμα του, ενώ παράλληλα κουνούσε βίαια το σώμα του για να λύσει τα πόδια του και να τρέξει προς το μέρος του. Ο Αντρέας άφησε αργά το πρόσωπο της Αγγέλας και περπάτησε επίσης αργά προς το μέρος του. Ο Φώτης δεν σταμάτησε να τραντάζεται, ώσπου ο άλλος βρέθηκε ακριβώς μπροστά του.

«Πάλι το παίζεις ήρωας εσύ», του απηύθυνε το λόγο, μόνο που αντί να διασκεδάζει, όπως πριν λίγα δευτερόλεπτα, ο συνήθης ψυχρός θυμός του είχε επιστρέψει κι ήταν ικανός να παγώσει τα πάντα γύρω του. «Δεν σου φτάνει η μπουνιά που έφαγες πριν. Μάλλον θες και μια σφαίρα για να συμπληρώσεις τη συλλογή σου, αγοράκι», τον απείλησε και πιάνοντάς τον από τον σβέρκο, κόλλησε την κάνη του όπλου στο μέτωπό του. Ο Φώτης σκίρτισε στην κρύα αίσθηση. Απελπισμένος τραντάχτηκε για άλλη μια φορά κι η δυνατή κίνηση έκανε τη μύτη του να ξαναματώσει. Η επιστρέφουσα υγρή αίσθηση και μαζί η διαπίστωση ότι τώρα η Ντάλια κι η Αγγέλα είχαν τα βλέμματά τους καρφωμένα πάνω του, έκανε ασυναίσθητα μερικά δάκρυα να κυλήσουν στο πρόσωπό του.

Το κεφαλοκλείδωμα του δολοφόνου δεν κράτησε παρά λίγες στιγμές κι ο Αντρέας κατέβασε το όπλο κι απελευθέρωσε τον σβέρκο του, ικανοποιημένος με το θέαμα. Μα τι σκεφτόταν ο Φώτης!; Προφανώς δεν είχε σκοπό να τον σκοτώσει, ούτε αυτόν, ούτε την Αγγέλα προηγουμένως. Αν πάθαιναν κάτι, δεν θα μπορούσε να διαπραγματευθεί με τον Σπύρο και τη Ζουμπουλία και το σχέδιό του θα ναυαγούσε. Απλώς έπαιρνε την εκδίκησή του, ταπεινώνοντάς τους, όπως τον ταπείνωσαν τόσες φορές αυτοί. Θυμωμένος με τον εαυτό του που έπεσε στην παγίδα κι εξευτελισμένος μπροστά και στον διώκτη του και στις συνεργάτιδές του, ο Φώτης έσκυψε αφήνοντας κι άλλα δάκρυα να τρέξουν. Μαζί τους έτρεχε κι αίμα.

Ο Αντρέας χαμογέλασε πιο χαιρέκακα από ποτέ. «Φάτε τώρα», διέταξε κι απομακρύνθηκε, όταν πρόσεξε την Ντάλια που φαινόταν έτοιμη να δακρύσει κι αυτή και τον κοιτούσε πολύ επίμονα. «Τι συμβαίνει;», τη ρώτησε απαιτητικά κι εκείνη έσκυψε το κεφάλι της. Μόλις εκείνη τη στιγμή ο Φώτησς συνειδητοποίησε ότι η ζωηρή και γελαστή ξανθιά ήταν εντελώς βουβή, πράγμα που έκανε την κατάσταση στην οποία βρισκόντουσαν οι τρεις τους να φαίνεται αφύσικη και μακάβρια. Η απάντηση της Ντάλιας την έκανε ακόμα χειρότερη...

«Θέλω... να πάω τουαλέτα...», ψέλλισε ντροπιασμένα και δεν τόλμησε να σηκώσει τα μάτια της. Ο Φώτης οργίστηκε όταν πρόσεξε τα ειρωνικά χαμόγελα στα πρόσωπα και του Αντρέα και του άλλου, που προφανώς ήταν αυτά που η κοπέλα προσπαθούσε να αποφύγει. Ποιος ξέρει πόσες ώρες κρατιόταν για να μην έρθει σε τέτοια άβολη θέση. Μάλλον αρκετές, αν έκρινε από το σφιγμένο ύφος και τη σιωπή της.

«Τι είπες;», έκανε ο Αντρέας και πλησίασε πιο κοντά φέρνοντας το αυτί του στο ύψος της. «Δεν σε άκουσα, πες το πιο δυνατά», την προέτρεψε κι ο Φώτης ήξερε ότι την είχε ακούσει πεντακάθαρα και το έκανε επίτηδες.

Το πρόσωπο της Ντάλιας έγινε κατακόκκινο και με συστολή επανέλαβε πιο δυνατά: «Θέλω να πάω τουαλέτα», κερδίζοντας κι αυτή το δικό της μερίδιο στον εξευτελισμό που προοριζόταν και για τους τρεις.

«Α, αυτό είναι; Και γιατί δεν το λες τόση ώρα;», έκανε γελώντας ο μαϊμού-Παύλος, την απελευθέρωσε στα γρήγορα και την τράβηξε να σηκωθεί.

«Πού πας;», τον έκανε ο Αντρέας να παγώσει. «Τον άλλο πάνω ποιος θα τον φυλλάει;»

«Μ-Μα αφ-φ-φού πρέπει να-»

«Θα την πάω εγώ στην τουαλέτα. Εσύ το νου σου στον οικοδεσπότη μας».

«Κ-Κι αυτοί οι δύο;»

«Άσ' τους, θα μείνουν λίγο μόνοι τους», έληξε τη συζήτηση ο δολοφόνος κι άρπαξε το μπράτσο της Ντάλιας, που εξακολουθούσε να κοιτάζει χαμηλά, οδηγώντας την προς τις σκάλες. Η νεαρή γυναίκα έτρεμε ολόκληρη, γεγονός που έκανε ακόμα κι αυτόν να τη λυπηθεί. «Έλα, δε δαγκώνω. Πάμε», της είπε κάπως φιλικά και το κράτημά του μαλάκωσε στο μπράτσο της, καθώς την οδήγησε λίγο πιο ήρεμα.

«Ο Φώτης είναι χτυπημένος!», τους σταμάτησε η φωνή της Αγγέλας, που αν κι είχε χάσει τη μάγκικη χροιά της, παρέμεινε δυνατή και καθαρή.

Ο Αντρέας στριφογύρισε τα μάτια. «Ναι, το ξέρω», απάντησε μ' ένα ανασήκωμα των ώμων.

Ο Φώτης κοίταξε την Αγγέλα κι ήταν σαν να μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις της: 'Φυσικά το ξέρεις, αφού εσύ τον χτύπησες, μπαγλαμά'. Μα μετά από την τρομάρα που πέρασε πριν στα χέρια του, δεν τόλμησε να εκστομίσει αυτές τις σκέψεις. Αντ' αυτού είπε: «Άρχισε να ματώνει πάλι. Χρειάζεται πάγο, γάζες, κάτι τέλος πάντων! Δεν μπορείς να τον αφήσεις έτσι!» Ο τόνος της έβγαζε απελπισία, αντί για θυμό, μα ο άλλος δεν έδειξε καθόλου συγκίνηση ούτε στα λόγια της, ούτε στο ικετευτικό βλέμμα της Ντάλιας που επιτέλους τον κοίταξε. «Να σου θυμίσω ότι δεν αξίζουμε τίποτα αν είμαστε νεκροί», πρόσθεσε η κοκκινομάλλα με τα χέρια στη μέση.

Ο Αντρέας βλεφάρισε. «Κανείς δεν πέθανε ποτέ από σπασμένη μύτη», δήλωσε ξερά και χωρίς άλλη κουβέντα, έφυγε με την Ντάλια και πίσω του ακολούθησε ο μαϊμού-Παύλος, κλείνοντας και κλειδώνοντας την πόρτα. Ο Φώτης κι η Αγγέλα έμειναν μόνοι στο υπόγειο.

Σιωπή επικράτησε κι ο Φώτης δεν ήθελε να την κοιτάξει. Προτίμησε να τεντώσει τον λαιμό του ώστε να αντικρίσει το ταβάνι και για να μη ζαλίζεται από την αιμορραγία και για να συνέλθει από το σκηνικό που μόλις βίωσε. Δεν έδωσε σημασία στους θορύβους που ακούστηκαν από το μέρος της, παρά συγκεντρώθηκε στην αναπνοή του κι ευχήθηκε αυτοί οι δύο να μην έφερναν τη Ντάλια σε ακόμα πιο άβολη θέση όσο ήταν μόνη μαζί τους στον πάνω όροφο. Ευτυχώς θα ήταν κι ο Παύλος εκεί, κάτι θα ήταν κι αυτό. «Είσαι εντάξει;», διέκοψε μια τρεμάμενη φωνή τις σκέψεις του και γύρισε ξαφνιασμένος στο πλάι, μόνο για να βρει την Αγγέλα να έχει έρθει κοντά και να έχει γονατίσει δίπλα του.

«Μα... πώς;», απόρησε παρατηρώντας την άδεια καρέκλα της και τα σκοινιά που έδεναν τα πόδια της πεσμένα κάτω.

«Ξέρω καλά να λύνω κόμπους, ακόμα και τους πιο δύσκολους», απάντησε βιαστικά στην απορία του. «Από τη στιγμή που άφησαν τα χέρια μου ελεύθερα ήταν θέμα χρόνου να ξεφορτωθώ όλα τα σκοινιά», συνέχισε κάνοντας μια αδύναμη προσπάθεια να προσθέσει λίγο χιούμορ στον τρόπο της. Όμως η προσπάθεια, όπως ήταν αναμενόμενο, απέβη άκαρπη. «Άς΄τα τωρα αυτά και πες μου, πονάς;» Κοίταξε τα μάτια της, που αντανακλούσαν την μεγάλη ανησυχία της κι ένιωσε πολύ άσχημα. Με κόπο συγκράτησε τα δάκρυά του. Η Αγγέλα μόνο ήξερε τι πέρασε ο Φώτης μετά τη δολοφονία του Γεράσιμου. Μόνο εκείνη τον είχε δει να κλαίει το βράδυ μετά την απελευθέρωσή τους από τις γραμμές του τρένου και μόνο εκείνη είχε ακούσει όλα όσα είχε να πει. Όχι ότι δεν εμπιστευόταν τους άλλους, αλλά δεν ήθελε να τους στενοχωρήσει, όπως... όπως στενοχωριόταν τώρα αυτή. Αν έβαζε ξανά τα κλάματα μπροστά της, θα της έκανε τη χειρότερη εντύπωση. Η Αγγέλα ήταν πάντα δυνατή, πάντα θαρραλέα, πάντα έτοιμη να υπερασπιστεί τον εαυτό της και τους ανθρώπους που αγαπούσε, χωρίς να περηφανεύεται γι' αυτό. Κι εκείνος, που κάποτε περνιόταν για ήρωας, απόψε είχε αποδειχθεί αδύναμος και πιο δειλός απ' όλους για δεύτερη φορά.

«Καλά είμαι», μουρμούρισε θέλοντας ν' ακουστεί σκληρός.

Όμως η Αγγέλα δεν πείστηκε. «Άσε με να τη δω».

«Όχι, όχι, δε χρειάζεται-»

«Άσε με να τη δω, είπα», επέμεινε κάπως θυμωμένη κι αφού το τελευταίο που ήθελε ήταν ένας τσακωμός μαζί της, της επέτρεψε να ακουμπήσει τη μύτη του. Πριν προλάβει να το εμποδίσει, ένα πονεμένο επιφώνημα βγήκε από τα χείλη του και το πρόσωπο της Αγγέλας συσπάστηκε ξανά, σαν να πονούσε αυτή. «Πρέπει να σταματήσουμε την αιμορραγία», έκανε και το δεξί της χέρι βρέθηκε στο μπράτσο του κι άρχισε να το σφίγγει τόσο δυνατά, που ο νεαρός με το τσουλούφι ξαφνιάστηκε.

«Γιατί το κάνεις αυτό;», τόλμησε να ρωτήσει.

«Όταν έπαιζα ξύλο με τ' αγόρια στο Γυμνάσιο και τις έτρωγα κι εγώ στη μύτη, έτσι έκανα...», του εξήγησε. «...έσφιγγα το χέρι από τη μεριά της καρδιάς και σταματούσε να ματώνει», ολοκλήρωσε κρατώντας το κεφάλι της χαμηλά.

«Α», αναφώνησε αυτός με κατανόηση και προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του την εικόνα της φίλης του να πλακώνει στο ξύλο όλους τους συμμαθητές της, συνομήλικους, μα και μεγαλύτερους για ασήμαντους λόγους, όπως για παράδειγμα μία θέση στην ουρά του κυλικείου. Η εικόνα τον ταξίδεψε σε πιο ξέγνοιαστες στιγμές, από τα δικά του παιδικά χρόνια, μέχρι τις πιο πρόσφατες με τους φίλους του, όταν μαζεύονταν στο σπίτι του για πίτσα, Monopoly κι έρευνες. Θυμόταν την Αγγέλα να σπάει συνέχεια πράγματα και μετά να λέει απλά ένα 'Σόρρυ' και να προχωράει παρακάτω. Στην αρχή η όλη στάση της τον εκνεύριζε αφόρητα και δεν ήξερε πώς να γλιτώσει απ' αυτόν τον 'οδοστρωτήρα' που του ρήμαζε το σπίτι με την ανοικοκυροσύνη και την ακαταστασία του. Μα από την άλλη... τη θαύμαζε για τον τσαμπουκά της. Η Αγγέλα δεν έμοιαζε με κανένα από τα κορίτσια που είχε γνωρίσει έως τώρα. Ήταν μοναδική! Και μπορεί μπροστά στους άλλους να έμοιαζε κακότροπη και χωρίς συναισθήματα, όμως εκείνος ήξερε καλύτερα: ήξερε πόσο ευαίσθητη και καλόψυχη ήταν. Πόση τρυφερότητα έκρυβε μέσα στην καρδιά της. Το είχε εμπεδώσει εκείνο το βράδυ στο King George, όταν τον πήρε στην αγκαλιά της και τον καθησύχασε. Εκείνες οι στιγμές που το τραύμα του για το περιστατικό με τον Βενετόπουλο άρχισε πολύ σιγά να επουλώνεται, είχαν χαραχθεί ανεξίτηλα στη μνήμη του. Όσο σκεφτόταν όλα όσα είπαν οι δυο τους εκείνη τη νύχτα και πόσο όμορφα τον είχαν κάνει να αισθανθεί, κατάλαβε ότι το αίμα δεν έσταζε πια.

«Είναι εντάξει, μπορείς να το αφήσεις τώρα», της είπε ήσυχα κι εκείνη άφησε το μπράτσο του και το χέρι της βρέθηκε ξανά στη μύτη του. Αυτή τη φορά ήταν προετοιμασμένος για τον πόνο και σκόπευε να μη φανεί ότι του ήταν ενοχλητικός, μόνο που... ο πόνος δεν ήρθε ποτέ. Το άγγιγμα της Αγγέλας, από εκεί που ήταν υπερβολικά δυνατό και συνέθλιβε το μπράτσο του, έγινε ξαφνικά ελαφρύ κι απαλό, τόσο απαλό, σαν χάδι. Το χέρι της ήταν μικρό, το δέρμα στις παλάμες και τα παγωμένα της δάχτυλα σκληρό κι άγριο. Κι όμως, ο Φώτης έπιασε τον εαυτό του να χαλαρώνει στην αίσθησή του και για λίγο να ξεχνά τη ζοφερή πραγματικότητα.

«Καλύτερα;», ρώτησε σχεδόν από μέσα της κι εκείνος έγνεψε. Μα η Αγγέλα δεν είδε το κούνημα του κεφαλιού του, γιατί εδώ κι ώρα έβλεπε επίμονα το πάτωμα.

«Ναι, αλλά θα το έβλεπες και μόνη σου, αν με κοιτούσες», σχολίασε, αλλά η στάση της δεν άλλαξε. «Αγγέλα! Κοίτα με, σε παρακαλώ», ήταν η σειρά του να επιμείνει κάπως θυμωμένα. Όταν τελικά σήκωσε το κεφάλι της, μετάνοιωσε αυτοστιγμεί. «Αγγέλα... γιατί;», κατάφερε να πει, μένοντας άφωνος με τα υγρά της μάτια και τα δάκρυα που έβρεχαν τα μάγουλά της.

«Γιατί... πάνω μου θα 'πρεπε να 'πεφτε αυτή η μπουνιά», κατάφερε να πει, ρουφώντας τη μύτη της. «Εμένα ήθελε να χτυπήσει αυτός... Εσύ μπήκες μπροστά και... και... κοίτα τι έπαθες...»

Η τόσο θλιμμένη εικόνα της φίλης του έκανε την καρδιά του να ραγίσει. «Αγγέλα... δεν υπάρχει λόγος να νιώθεις έτσι, ούτε να κλαις και-»

«Ούτε εσύ υπήρχε λόγος να μπεις μπροστά!», του φώναξε ανάμεσα στους λυγμούς της, που τώρα είχαν αφεθεί ελεύθεροι. «Σου το είπα, έχω παίξει πολλές φορές ξύλο, είμαι συνηθισμένη σε κάτι τέτοια. Μια μπουνιά παραπάνω δεν θα με πείραζε».

«Όχι!», της φώναξε σχεδόν. «Δεν θέλω να πονάς, Αγγέλα!», συνέχισε, μαγνητίζοντας τα καστανά μάτια της. »Κανείς σας... δεν θέλω να πονάει», βιάστηκε να τα μπαλώσει αμήχανα, για να μην δείξει ότι της είχε αδυναμία. Ήθελε να πιστέψει κι αυτή κι αυτός ότι το ίδιο ακριβώς θα έκανε και για οποιονδήποτε από τους άλλους τρεις.

«Πάλιπαριστάνεις τον αρχηγό, ε;», τον ρώτησε, θέλοντας να ελαφρύνει το κλίμα. «Καλά είπε ο άλλος ότι το παίζεις ήρωας...»

Ο Φώτης πάλεψε να γελάσει, αλλά δεν του βγήκε. «Και για άλλη μια φορά κατάλαβα πόσο αποτυχημένος είμαι», αναστέναξε. «Δεν κατάφερα να σας προστατέψω κι ορίστε τώρα που είμαστε...»

Θα περίμενε από την κοκκινομάλλα να του πει ότι δεν ήταν έτσι, ότι ήταν μαζί και θα τα κατάφερναν, όπως όλες τις άλλες φορές, δίνοντάς του κουράγιο. Μα κατέβασε ξανά το κεφάλι της. «Εγώ φταίω», ψιθύρισε αποκαμωμένη. «Εγώ ενέργησα πάλι χωρίς να σκεφτώ. Εγώ φώναξα στη Ζουμπουλία και τον Σπύρο ότι μας πιάσανε και-»

«Και τους έσωσες», της συμπλήρωσε τη φράση. «Αν δεν ήσουν εσύ, ο Τύπος με τα Μαύρα θα τους είχε πιάσει κι αυτούς και τώρα θα ήμασταν νεκροί», της τόνισε όσο πιο καθησυχαστικά μπορούσε. «Είμαστε σε μία πολύ δύσκολη κατάσταση, όμως τουλάχιστον έχουμε μια ελπίδα», πήγε αυτός να της δώσει κουράγιο κι οι ρόλοι αντιστράφηκαν.

Η κοπέλα ανασηκώθηκε κι ήρθε πιο κοντά του. «Όμως πονάς», του είπε. «Κι ούτε εγώ θέλω εσύ να πονάς».

«Φαινεται το 'χει μοίρα μου να τρώω τα μούτρα μου, με τις βλακείες που κάνω και τη δειλία που δείχνω συνέχεια».

«Δεν κάνεις βλακείες, ούτε δειλία δείχνεις!» του φώναξε δακρύζοντας πιο πολύ κι η ανάσα της ήταν βαριά, όπως είχε γίνει κι η δική του. Από τον πόνο; Από το άγχος; Από τι; «Είσαι ένα γλυκό και γενναίο αγόρι και... και σε χρειαζόμαστε εδώ! Σε χρειάζομαι εδώ!», συνέχισε ορμητικά. «Διακινδύνευσες για να με σώσεις. Κανείς άλλος δεν έχει κάνει ποτέ κάτι τέτοιο για μένα. Θέλω να είσαι καλά, θέλω να είσαι δίπλα μου!», ολοκλήρωσε και χωρίς να το καταλάβει είχε φτάσει πολύ κοντά κι απείχαν μόλις μερικά χιλιοστά. Η τόσο κοντινή αίσθηση, η ανάσα της στο πρόσωπό του, η ανήμπορη κατάσταση στην οποία βρίσκονταν κι οι δυο κι εκείνο το δάκρυ που κρεμόταν σαν κρύσταλλο στο αριστερό της βλέφαρο...

«Αγγέλα...», κατάφερε να ψιθυρίσει, σκουπίζοντάς το, προτού γείρει μπροστά απερίσκεπτα, ενώνοντας τα χείλη του με τα δικά της. Ήταν εντελώς αναπάντεχο, εντελώς απρόβλεπτο και κανένας από τους δυο δεν είχε μιλήσει έστω για την παραμικρή πιθανότητα η σχέση τους να πάει προς το ερωτικό. Ο Φώτης αγαπούσε την Αγγέλα! Την αγαπούσε σαν φίλη. Αλλά μήπως... δεν την αγαπούσε μόνο σαν φίλη; Μήπως δεν τον αγαπούσε ούτε αυτή μόνο σαν φίλο; Πώς αλλιώς να εξηγήσει το γεγονός ότι τη φιλούσε και εκείνη δεν τον σταματούσε; Τι θα έκαναν μετά; Εκείνη τη στιγμή τίποτα από αυτά δεν μετρούσε. Η Αγγέλα έπιασε τον εαυτό της να ανταποδίδει αμέσως το φιλί, βγάζοντας έναν απεγνωσμένο στεναγμό, προτού τυλίξει τα χέρια της γύρω από το σώμα του, σφίγγοντάς τον, όπως έκανε αμέσως μετά κι αυτός. Όλη τους η ανάγκη για καθησυχασμό, όλη η ένταση κι η απελπισία έβγαιναν σ' αυτό το φιλί κι ο ένας ένιωθε να βρίσκει καταφύγιο στην αγκαλιά του άλλου, όσο παράξενο κι αν ήταν αυτό. Συνέχισαν να φιλιούνται με πάθος για λίγες στιγμές ακόμα, ώσπου βήματα ακούστηκαν για άλλη μια φορά από τις σκάλες. Η Αγγέλα τότε απομακρύνθηκε βιαστικά και ξέπνοη έτρεξε πίσω στην καρέκλα της κι έβαλε ξανά τα σκοινιά γύρω από τους αστραγάλους της, ώστε να φαίνεται δεμένη. Ο Φώτης, έχοντας τη γεύση των χειλιών της ακόμα στο στόμα του, έμεινε να την κοιτάζει, καθώς η πόρτα ξεκλείδωσε κι άνοιξε.

Μέσα μπήκε η Ντάλια, ακολουθούμενη από τον υποκριτή, που τη συνόδεψε μέχρι να ξανακάτσει και την ξανάδεσε. «Ντάλια μου, όλα καλά;», τη ρώτησε εναγωνίως ο φίλος της, έχοντας ξαφνικά πιο αναπτερωμένο ηθικό σε σχέση με πριν. Η Ντάλια δε μίλησε, απλώς έγνεψε.

«Έχετε δέκα λεπτά», δήλωσε ο απατεώνας. «Μόλις περάσουν, θα έρθω να τα πάρω και να σας ξαναδέσω τα χέρια. Φροντίστε να 'χετε φάει. Και φρόνιμα», τελείωσε κι έφυγε προς μεγάλη ανακούφιση και των τριών. Αμέσως, ο Φώτης κι η Αγγέλα άρχισαν να ρωτούν την Ντάλια αν είδε τον Παύλο, πώς ένιωθε κι άλλα. Στη συνέχεια ο Φώτης άρχισε να κάνει ό,τι αστεία ήξερε για καλαμαράκια και κονσέρβες, καθώς κι αφηγήθηκε εκείνη τη φορά που αποπειράθηκε να φτιάξει καλαμαράκια τηγανητά στο στούντιο για λογαριασμό της εκπομπής μαγειρικής του και κατέληξε να λέει τις ειδήσεις με ένα χρυσαφένιο δαχτυλιδάκι να στολίζει το τσουλούφι του, χωρίς να το έχει πάρει χαμπάρι. Το κόλπο του πέτυχε και η Ντάλια γελούσε. Κανείς από τους φίλους της δεν κοίταξε ξανά προς το μέρος του άλλου κι ούτε είχαν τρόπο να μιλήσουν μπροστά της για αυτό το φιλί και να μάθουν τι σήμαινε για τον καθένα τους. Ωστόσο, ο Φώτης, μέσα στην δυσμένεια στην οποία βρισκόταν, ένιωσε άξαφνα λίγο πιο δυνατός. Δεν είχε ιδέα τι θα συμβεί μετά, όμως αυτό το φιλί ήταν πολύ σημαντικό για εκείνον. Δεν θα μιλούσε στην Αγγέλα, μέχρι να αποφασίσει να του μιλήσει αυτή. Μπορεί αυτό να συνέβαινε πολύ καιρό μετά, όταν θα έβγαιναν από εδώ μέσα (γιατί το πίστευε, θα έβγαιναν, ο Σπύρος κι η Ζουμπουλία δεν θα τους άφηναν έτσι) ή ακόμα κι όταν θα είχαν φτάσει στη λύση του μυστηρίου τους. Ήθελε όμως να πιστεύει ότι και για εκείνη ίσχυε το ίδιο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top