Κεφαλαιο 7ο
"Πώς είσαι κωνσταντινα;" Δεν ηξερα ποσες μερες βρισκομουν εδω, αλλα ειχα ηδη μια μερα που ειχα ξυπνησει, πονουσα αφανταστα και ολη την ωρα μου χορηγουσαν αναισθησια. Ελπιζω να μην δημιουργησει καμια αλλη επιπλοκη στο μελλον, κουραστικα πραγματικα
"Σημερα νιωθω το ιδιος με χτες" Απαντησα και εκεινος με κοιταξε γελώντας.
"Μην φοβασαι πως κατι συμβαινει, απλα λογικο ειναι να αισθανεσαι ετσι ακομα, θα αργησεις να γινεις καλα, και κυριως οπως ησουν πριν." Επιασε το χερι μου, κοιταξε τα διάφορα σωληνάκια που ειχαν τρυπήσει το δερμα μου και με μια σύριγγα χορήγησε ενα διαφανο υγρο
"Με αυτο δεν θα πονας καθολου" Εγνεψα το κεφαλι
"Θες να μου πεις κατι;" Ηταν ετοιμος να φυγει, ηθελα να του πω πολλα αλλα φοβομουν.
Αδυναμα ανοιγόκλεισα τα ματια και ετοιμαστικα ψυχολογικα
"Καθε βραδυ βλεπω εκεινον" Δειλά ξεστόμισα τον φοβο μου και στραβοκαταπια
"Ποιον δεσποινις;" Εβγαλε τα γυαλια μυωπίας του και κάθισε στο κεβατι διπλα απο τα ποδια μου.
"Δεν ξερω, καποιος θελει να με σκοτωσει, φοβαμαι μην μπει μεσα στο δωματιο" Ηταν σοβαρος, κοιταξε κατω στο πατωμα και μετα με κοιταξε παλι
"Κωνσταντινα, θα ζητησω την βοηθεια απο μια φιλη μου, οτι σε προβληματίζει θα μιλησεις με εκεινη, προς το παρον εξω βρισκονται δυο νεαροι και μια δεσποινις" Κοιταξα την πορτα, ειδα τον Ορεστη και την Αγγελικη να συζητουν
Τι εκανε εδω ο Ορεστης;
"Ο νεαρος απο ποτε βρισκεται εδω;" Ρωτησα τον γιατρο και σηκωθηκε απο το κρεβατι, σταθηκε απεναντι μου και ελενξε ακομα μια φορα τα μηχανήματα.
"Απο την μερα που βρισκεσαι εδω. Ολοι τους! Μαλιστα εδωσαν και αιμα γιατι το χρειαζόσουν" εγνεψα μοναχα το κεφαλι, εκεινος μου ειπε οτι τον χρειαστώ να τον φωναξω και εφυγε, την ωρα που εκλεισε την γυάλινη πορτα ο Ορέστης τον κοιταξε, μαλιστα κατι του ειπε και αμεσως αρχισε να με πλησιαζει
Ανοιξε δειλα την πορτα, μολις με κοιταξε χαμογελασε και μπηκε μεσα
"Πως εισαι;" Με πλησιασε και καθισε πανω στο κρεβατι διπλα απο τα αδυναμα ποδια μου, ειχα πολλες ερωτησεις που ηθελα να του κανω ομως τον κοιτουσα σιωπηλη
"Τι κανεις εσυ εδω; Οι γονεις μου σε ειδαν;" Τον ρωτησα και κουνησε καταφατικα το κεφαλι
"Καλυτερα να φυγεις, δεν θελω μπλεξίματα" Καθισα καλυτερα στο κρεβατι, Ηταν διπλα μου, φαινόταν άυπνος, κουρασμενος διχως να ξερει τι να πει
Το χερι του ηταν μερικα εκατοστα μακρια απο το δικο μου, μα δεν το ακουμπησε, παρα μονο το κοιτουσε, ηθελε να το κανει. Αλλα ηξερε πως δεν ηθελα εγω.
"Εγω βρισκομαι εδω επειδη ανησύχησα" Εκλεισα τα ματια και αφησα το οξυγόνο να βγει απο τους πνευμονες μου.
"Ορεστη..."
"Δεν δημιουργω προβληματα, η συμπεριφορα σου απεναντι μου ισως" Τραβηξε τελειως το χερι του , αρχιζε να απογοητεύεται και να εκνευρίζεται ταυτοχρονα.
"Εμένα με ρώτησες αν θέλω να βρισκεσαι εδω;" δεν με ενοιαζε τι σκοπο ειχε, η αν τον πλήγωνα, ισα ισα αυτος με εχει πληγωσει περισσοτερο
"Κωνσταντινα σταματά να συμπεριφέρεσαι ετσι" Απαντησε ελαφρός εκνευρισμενος και σηκωθηκε απο διπλα μου.
"Πως δηλαδη να συμπεριφερομαι σε καποιον που επι μηνες με κανει σκουπιδι για να γελαει;" Πηρε το μηνυμα, αυτος ηταν ο σκοπος μου αλλωστε, κοιταξε το πατωμα, Η σταση του μου εδειχνε πως ηθελε να φυγει μα δεν το εκανε.
"Ας το αφησουμε καλυτερα αυτο"
Σηκωσα τα φρύδια εκπληκτη και γελασα ειρωνικα
"Ετσι τα αφηνεις εσυ Ορεστη;"
Ξεφυσηξε και με πλησιασε, το χερι του επιασε το δικο μου και τον κοιταξα έντονα
"Αφησε με" Προσπαθησα να το τραβηξω αλλα δεν με αφηνε
"Δεν εχεις μαθει να ξεχωριζεις τους ανθρωπους γυρο σου" Ειπε ο Ορεστης σε εμενα, ειχε θράσος τελικα, γελασα ξανα και τραβήχτηκα πιο μακρυα του
"Εχω μαθει, και κυριος τους Μαλακες!" Εκνευρισμενος τραβηξε το χερι του και εκανε ενα βημα πισω.
"Εισαι απαρεκτη!"
"Και εσυ!" Αντιγυρισα αμεσως πριν το βαλει στα ποδια και τρεξει μακρυα μου
"Δεν χρειαζομαι τιποτα απο εσενα Ορεστη, εχω ανθρωπους που νοιαζονται για εμενα. Μην προσπαθεις να το παιξεις Αγιος, ουτε να με λυπασαι. Πηγαινε σπιτι σου, και πες και στον φιλο σου να αφησει την Αγγελικη ησυχη" Ακουγε σιωπηλος την καθε λεξη που εβγαινε απο το στομα μου, προσπαθουσε να σκεφτει, αλλα δεν τον αφηνα να καταλαβει τιποτα. Αρκετα με αυτη την ιστορια!
...
Μεσα του γινοταν ενας κακογουστος πολεμος, και εξω ζουσε εναν εφιαλτη,
Δεν μπορουσε να την πλησιασει, δεν τον αφηνε γιατι την ειχε πληγωσει παρα πολυ. Και ο ιδιος πληγωνόταν με την εγωιστικη συμπεριφορα του φιλου του, Ηταν παιδια και ηθελε να ζησει ομορφα, να κανει πραγματα που κανουν ολοι οι συνομήλικοι του μα δεν τον αφηναν. Η φιλη του τον ειχε μισησει, δεν την ενοιαζε πραγματικα που βρισκοταν μπροστα της, ηταν χαρουμενος που δεν τους αφησε. Δεν ειχε ρωτησει αν ειχε δημιουργηθει καποιο προβλημα. Ηθελε να το κανει αλλα φοβοταν
Εκεινη δεν αντεχε να στεκεται με τοση αναισθησια μπροστα της και να προσποιείται πως ξαφνικα απεκτησε ενδιαφερον. Την κοροιδευε μεσα στα μουτρα της και προσπαθουσε να το σταματησει. Ομως στεναχωριοταν με τον τροπο που του μιλουσε, βαθια μεσα της κατι της υπενθύμιζε πως δεν του αξιζε αλλα μια αλλη φωνη απο την αντιθετη πλευρα της φωναζε πως εκεινος εκανε χειροτερα
"Ουτε δωρεά ηθελα να κανεις" Συνεχισε να τον ταπεινώνει, στεκοταν ομως με σαρκα και οστα μερικα εκατοστα μακρια της μονο και μονο για να του πει ολα αυτα που την ετρωγαν μεσα της και που τοσο ηθελε να φωναξει ωστε να τον κανει να πονεσει με τον δικο της τροπο. Δεν της εριχνε καμια ευθύνη, ουτε φτιάξιμο, αλλωστε ηταν ολο δικο του.
"Ηθελα και το εκανα, δεν μπορεις να με κατηγορήσεις για αυτο" Ειπε σιγανα, εκεινη κουνησε το κεφαλι και κοιταξε εξω την φιλη της που τους παρακολουθουσε με αγωνια
"Δεν θελω τιποτα απο εσενα, καταλαβε το, τι αλλο θες να σου πω για να το εμπεδωσεις; δεν σου φτανουν;" Ενιωθε αγανακτισμένη και εκεινος ταπεινωμένος, χωρις αξιοπρέπεια. τα ματια της τον κοιτουσαν σαν να ηταν τερας και δεν μπορουσε να της αλλαξει γνωμη και εντυπωση, του το ειχε πει αλλωστε, δεν ηθελε τιποτα απο εκεινον!
Δεν ειπε λεξη, μοναχα κούνησε ξανα το κεφαλι συμφωνώντας, δεν ειχε και αλλη επιλογη, Ηταν μονοδρομος και ηλπιζε στην πορεια να βρεθει κι'αλλο μονοπατι
Η Πορτα τους διεκοψε, ηθελε να του πει κι'αλλα, οτι κατεβαζε απο το κεφαλι της ομως κατι την σταματουσε μεσα της. Στον χωρο βρισκοταν η Αγγελικη, τους χαμογελασε και η Κωνσταντινα της το ανταπέδωσε μα ο Ορεστης κοιτουσε το πατωμα. Αισθανοταν πως θα πεθανει απο ασφυξία, ηθελε να τρεξει μακρυα και να παρει αερα, πνιγόταν στο δωματιο , μα βημα δεν θαρρούσε να κανει.
"Κωνσαντινα μου; πως αισθανεσαι; τα ακρα σου τα νιωθεις;" Η καλυτερη της φιλη ετρεξε να την δει, να την αγγιξει, ηθελε να την αγκαλιασει και να την φιλησει αλλα φοβοταν οτι θα την πονουσε
Η Κωνσταντινα την καθησύχασε αμεσα, της ειπε πως ενιωθε καλυτερα μα ηταν ψεμα, πονουσε πολυ αλλα δεν το ελεγε, δεν ηθελε να τους στεναχωρήσει.
Η Αγγελικη καταλαβε την ενταση που ενιωθαν τα δυο παιδια διπλα της, αυτο που επρεπε να κανει ηταν να ηρεμησει καπως τα πνευματα, δεν βρισκοντουσαν στο καταλληλο μερος αλλωστε. Ο Ορεστης υποχωρούσε, ηταν καλο παιδι, πολυ καλο, νοιαζόταν αρκετα αλλα ο εγωισμος της φιλης της δεν την αφηνε να γνωρισει αυτη την πλευρα του.
"Και εδω ο Ορεστης βοηθησε, Προφέρθηκε για αιμοδοσια οταν χρειαστηκε, και εγω προσφέρθηκα αλλα δεν μου πηραν δυστυχως." ειπε η Αγγελικη με στοχο να την ηρεμησει, εκεινη τον κοιτουσε στα ματια, μεσα απο αυτα καθρεπτιζόταν η ψυχη του, οι σκεψεις του, της αρεσε να τον βλεπει ευάλωτο χωρις καμια τυψη
"Δεν χρειαζοταν" Κοιταξε το χερι της, οι φλεβες ηταν τρυπημένες με τα διαφορα σωληνάκια, σκεφτηκε για μια στιγμη πως μεσα της έρρεε το αιμα, το οποιο ανηκε στο αγορι απεναντι της
Η Αγγελικη της χαιδεψε το χερι, ηταν πραγματικα χαρουμενη που η φιλη της ηταν μαζι τους, ενιωθε τυψεις που την αφησε, ηθελε να της ζητησει συγγνωμες, πολλες συγγνωμες. Αυτο εκανε, το αγορι ηταν μαρτυρας, Η νεαρη Αγγελικη εκλαιγε στα γονατα για να την συγχωρεσει, η Κωνσταντινα ενιωθε ασχημα για την κατασταση της φιλης της. Ποτε δεν την κατηγορησε, ουτε ειχε σκοπο να το κανει. Της αρκουσε που ηταν εκει, και οχι στην ιδια κατασταση με αυτη.
Ο Ορεστης την σηκωσε στο πατωμα και την εβαλε στην αγκαλια του, της μιλουσε και εκεινη ηρεμουσε, η Αγγελικη ενιωθε ασφαλεια με την παρουσια του Ορεστη
"Αγγελικη σταματα να κλαις" Η Κωνσταντινα ελεγε ξανα και ξανα, εκανε καποιες κινησεις να τους πλησιασει μα πονουσε αφόρητα. Ο Ορεστης το καταλαβε σε τι σωματικη κατασταση βρισκοταν αλλα δεν το εδειξε
Συνεχισε να της ζηταει συγγνωμη, η Κωνσταντινα γελουσε με την συμπεριφορα της και την καθησύχαζε πως δεν την ενοιαζε τι συνεβει, παρα οτι ηταν εκει, μαζι της! Εμειναν και οι τρεις τους να μιλανε, κυριως τα κοριτσια. Ο Ορεστης απλα της ακουγε, του αρεσε να τις βλεπει τοσο δεμενες, ποτε του δεν βρεθηκε στον ιδιο χωρο μαζι τους. Η Κωνσταντινα διηγούταν το περιστατικο απο τα δικα της ματια , και μαλιστα ηταν ανατριχιαστικο. Στο δωματιο εσπευσε και Αντωνης με τον Γρηγορη, τα δυο αδελφια ηταν ευτυχισμενα που η μικρη τους αδελφη ηταν καλα
Ο Γρηγορης ηθελε να πιασει αυτο το τερας, Δεν θα ησυχαζε αν δεν το καταφερνε, ενιωθε και σιγουρια που ειχε δεχτει ο Ορεστης για βοηθεια. Αργα η γρηγορα θα το καταφερνε. Βοηθεια ειχε, και πεισμα!
Η Κωνσταντινα δεν σταματησε να βλεπει μολις εκλεινε τα ματια της αυτο που της ειχε συμβει, Φοβοταν πλεον να διασχίσει ακομα και τον ιδιο δρομο με τον οποιοδηποτε, επρεπε να μιλησει σε καποιον ειδικο.
...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top