Κεφαλαιο 6ο
Ορεστης POV
Αλλη μια μερα μολις ειχε ξημερωσει, πλεον ειχα χασει το μετρημα, δεν ειχα ιδεα ποσες ωρες εχω κλεισει εδω μεσα, Ανθρωποι με προσπερνούσαν, ηταν ολοι τους σκεπτικοι. Τα παραθυρο ηταν φωτεινο, Κοιταξα γυρο μου, ακομα μια μερα που γινοταν πανικος στο νοσοκομειο
Διπλα μου βρισκοταν η Αγγελικη, ειχε τα ματια της κλειστα και η ανασα της εβγαινε ρυθμικα απο το στομα της, τραβηχτηκα λιγο πιο κοντα της για να την σκεπασω καλυτερα με το σεντονι που της ειχαν προσφερει για το δυσκολο και ψυχρο βραδυ
Ηταν σαν φαντασμα, δεν ετρωγε, δεν μιλουσε, μοναχα εκλαιγε και κατηγορούσε τον εαυτο της. Ολοι ημασταν διπλα της. Ακομα και ο Αντρεας, μου φωναζε σε καθε επικοινωνια που ειχα μαζι του να προσπαθω να της αποβαλω ολες αυτες τις σκεψεις που ενιωθε. Δεν τον αφησα να βρεθει στο νοσοκομειο ομως γιατι ηξερα πως η Αγγελικη θα εφευγε. Ολοι εψαχναν την Κωνσταντινα και αγωνιούσαν καθε λεπτο που περνουσε για την ζωη της. Κανεις δεν ηταν αισιοδοξος ομως.
Δεν αντεχα αλλο να τους βλεπω απαισιόδοξους, την κοροιδευαν, αυτο εκαναν! δεν την βοηθουσα να ξυπνησει, ακομη και αν εκεινη το ηθελε. Οπως και εγω!
Ηταν αδικο αυτο που τις συνεβαινε, ποσο μαλλον στον οποιο δηποτε θα ηταν αδικο, Δεν γινεται να μαχαιρωσει καποιος μια κοπελα χωρις να προηγηθεί κατι, ηταν σχεδιασμενο να γινει.
Ανοιχτούς λογαριασμους μυριζόμουν που δυστυχως κανεις δεν γνωριζε, ουτε το ειχε φανταστει. Εγω ομως ημουν καχύποπτος και προσγειωμένος στην πραγματικοτητα. Αυτος που το εκανε ειχε καποιον σκοπο, αλλωστε η αστυνομια βρηκε ολα της τα προσωπικα αντικειμενα και δεν μπορουσε να θεωρηθει κλοπη, ουτε βιασμο ειχε υποστεί. Δεν ηξερα τι σχεσεις ειχε η οικογνεια της με την αστυνομια παντως οι δηλωσεις των αστυνόμων ηταν αυτονόητες, σαν να γνωριζαν τον δραστη, ακομα και το περιστατικο δεν φανηκε να τους αφηνει άναυδους, περιμεναν πως θα συνέβαινε.
Η αγγελικη ανοιξε τα ματια της, με κοιτουσε
"Ορεστη; ξυπνησε; ζει;" Ειπε και πεταξε το σεντονι απο πανω της, σηκωθηκε αποτομα και ετρεξε εξω απο την εντατική
Ολοι γυρο ηταν ησυχοι μα η ξαφνικη αντιδραση της Αγγελικης τους ταραξε, εγω ετρεξα κοντα της και την εβαλα στην αγκαλια μου, της ελεγα να ησυχασει μα εκεινη αρχισε να κλαιει ξανα
"Σε παρακαλώ μην κλαις άλλο " επαναλάμβανα ξανα και ξανα ψιθυριστά , εκεινη με εσφιξε και την τραβηξα ξανα πισω στις καρεκλες.
"Δεν μπορω" ηταν το μονο που ειπε, την αφησα να βολευτεί καλυτερα πανω μου, εκανα σε ολους νοημα πως ηταν ελεγχόμενη απο εμενα η κατασταση της και ο Κυριος Ερμης μου χαμογελασε απο μακρια συμπονετικά
Ο Γιατρος που παρακολουθει την Κωνσταντινα πηγε να βρει τους γονεις της. Κανεις μας απο εδω περα δεν μπορουσε να ακουσει την συνομιλια τους, η Αγγελικη πλεον ηταν ηρεμη, ειχε κλεισει και τα ματια της μαλιστα. Δεν ειμαι σύμφωνος με τα ηρεμίστηκα που της εδιναν αλλα ηταν ο μονος τροπος για να μην τρελαθει στο τελος.
"Μπαμπά ακουσες τι είπε ο γιατρός;" Καθοταν δυο θεσεις μακριά μου, ηταν ακριβως στην ιδια θεση με τον Πατερα της
"Όχι δεν ακουσα" εγνεψα καταφατικα το κεφαλι και ρωτησα τον Γρηγορη, δεν ηθελα να τους ρωταω καθε φορα μα αγωνιούσα, ηταν σε χαλια ψυχολογικη κατασταση, πως να μην ηταν αλλωστε;
Μου ειπε πως η κατασταση εδειξε μια στιγμη βελτιωσης και χαμογελασα, ειχε χασει αιμα και προχώρησαν στην παραχώρηση απο διαφορους δοτες.
"Εντάξει ευχαριστώ" τον ευχαριστησα με ενα απαλο χτυπημα στην πλατη ως ενδειξη κουραγιου.
"Ορέστη" Μου επιασε το χερι και τον κοιταξα,
"Τι;" ρωτησα σιγα για να μην ενοχλήσω την Αγγελικη
"Θέλω να πιάσουμε αυτό το κάθαρμα που μαχαίρωσε την αδελφή μου θα με βοηθήσεις;" περιμενε αγωνιωδώς να δεχτω την προταση του, τα ματια του ηταν κοκκινα και πρησμένα
Αυτα που ειχα σκεφτει ίσχυαν ολα! και μαλιστα ηξερε και ο Γρηγορης. Δεν το περιμενα, εμεινα μερικα λεπτα σκεπτικος. Εκεινος περιμενε και με κοιτουσε. Προφανως και ηθελα να δεχτω αλλα γιατι εμενα; θελω να πω, γιατι αναφερόταν σε ενα 18χρονο παιδι που δεν γνωριζει σχεδον καθολου; . Και μαλιστα δεν ξερει καν τι σχεση μπορει να εχει με την αδελφη του.
Ηθελα να τον βρω και να τον σκοτώσω με τα ιδια μου τα χερια αλλα δεν πρεπει να μάθει τίποτα η Κωνσταντινα γιατί θα με στείλει σε αυτό το κάθαρμα να του κάνω παρέα...
"Μέσα" ειπα και χαμογελασε, μάρτυρας της συζητησης μας ηταν η Αγγελικη που ειχε εναν γλυκο υπνο. Δεν φοβομουν για τιποτα πλεον.
Μου εμενε μοναχα κατι να κανω, αφησα την αγγελικη στην διπλα καρεκλα και πηγα στον Γιατρο της Κωνσταντινας. Επρεπε να δωσω αιμα, ηξερα πως ειχαμε τον ιδιο αιμοδοτη.
Χαρα μου ηταν να βοηθησω , ακομα και με αυτο το λιγο.
...
Κωνσταντίνας POV
Ακουγα διαφορους ηχους αλλα τα ματια μου δεν μπορουσαν να ανοιξουν, αυτο μου συμβαινει-δεν ξερω ποσο, δεν εχω την αισθηση του χρονου-, αλλα καθε φορα προσπαθω να κοιταξω. Αισθανομουν αδυναμη και αβοήθητη καπου, και στο μαυλο μου ολο επαιζε εκεινη η στιγμη. φοβομουν και ουρλιαζα καθε φορα που ενιωθα εκεινο το αγγιγμα. Και πάντοτε πριν με παρει ξανα ο υπνος ακουγα το ονομα μου
Αυτη την φορα αισθανόμουν τα ακρα μου, με πείσμα λοιπον κουνησα το σωμα μου, Μονο τα ματια μου δεν ανοιγαν, γιατι;
"Κωνσταντινα;" Ακουσα το ονομα μου απο καποιον, ηθελα να του μιλησω, ηθελα να του πω να με βοηθησει. αλλα ουτε αυτο μπορουσα να κανω. Μου επιασε το χερι, το δικο του ηταν ζεστο σε αντιθετη με το δικο μου που ηταν αδυναμο και κρυο. Φοβηθηκα, νομιζα πως θα μου κανει κακο.
Προσπαθησα να το τραβηξω πισω αλλα πλεον δεν μπορουσα. Μεσα μου φωναζα πως ημουν ξυπνια, του φωναζα μα δεν με ακουγε, τον χτυπουσα δυνατα για να καταλαβει αλλα δεν ενιωθα να συμβαινει
Υποσχέθηκα στον εαυτο μου για μια τελευταια προσπαθεια. θα προσπαθουσα να ξυπνησω, Εκεινος φωναζε το ονομα μου μα εγω δεν μπορουσα να του πω πως ημουν εκει και τον ακουγα, Εγω καταλαβαινα πως ηταν εδω, του το φωναζα μα εκεινος εφταιγε που δεν με ακουγε
Ο ηχος απο το μηχανημα της καρδιας αρχισε να ουρλιαζει, δεν ηξερα τι ακριβως γινεται, φοβομουν, η αγνωστη φωνη αρχισε να μου φωναζει, μου ταρακουνουσε το σωμα .
Του φωναζα παλι, επρεπε να με ακουσει, γιατι δεν μπορουσα να κοιταξω; γιατι δεν μπορουσα να ακουσω;
Πηρα μια βαθια ανασα, ενιωθα να πνίγομαι. Εκεινος ο ηχος σταματησε να ακουγεται, εκανα μια τελευταια προσπαθεια, με πονουσαν ολα μου τα ακρα, ακομα και τα βλεφαρα μου, λες και ηταν κολλημενα με κολλα και δεν μπορουσαν να ανοιξουν.
Ακουγα πολυ φασαρια πλεον. βαβουρα απο ανθρωπος αλλα δεν μπορουσα να αναγνωρισω κανεναν.
Η φωνη μου μεσα ουρλιαζε και ωρυόταν. Τοτε ανοιξα αποτομα τα ματια και πηρα μια βαθια ανασα, γυρο μου ηταν πολλα ατομα, ολοι τους φορουσαν λευκα ρουχα και με κοιτουσαν εκπληκτοι.
"Ξυπνησες; πως νιωθεις;" Ενας απο αυτους ετρεξε κοντα μου, επιασε το χερι μου και ελεγξε απο το οξύμετρο το οξυγωνο μου, ηταν χαμηλο και ετσι μου χορήγησε
Δεν μιλουσα, ενιωθα αδυναμη. και κυριως αβοηθητη.
Ημουν τυλιγμένη με γαζες και καθε παραμικρη κινηση που εκανα πονουσα πολυ. Οι γιατροι με μαλωσαν να κατσω ακίνητη
"Κατσε ησυχη γιατι εσυ υποφερεις, οχι εγω Κωνσταντινα" Σταθηκε ακρβως απο πανω μου ο Γιατρος. Ηταν μεγαλος σε ηλικια αλλα φαινοταν τοσο εμπειρος, εγνεψα καταφατικα το κεφαλι και κρατησε την κατασταση μου, αρχισε να αναλύει τι ακριβως μου ειχε συμβει
Χειρουργεια, πολλα χειρουργεια για να μην χασω καποια οργανα, υπολειτουργουσε ο οργανισμος μου, αυτο που με σοκαρε και νομιζω δεν θα ξεχασω ποτε τον τροπο και την εκφραση που πηρε για να μου το αποκαλυψει. Πλεον δεν μπορουσα να κανω παιδια, Ημουν μιση...Σαν ανθρωπος μα κυριως σαν γυναικα.
Ηταν πολυ δυσκολο για να καταφερω να αποκτησω ακομα και ενα στο μελλον. Ηθελα να ξεσπασω σε λυγμούς μα ημουν ανεκφραστη. Σαν να μην ακουγα τιποτα, λες και δεν με ενοιαζε η εξιστόρηση του.
"Ολα αυτα δεν εχουν σημασια, ουτε σε ενδιαφερουν Κωνσταντινα μου! Εισαι καλα και για αυτο και μονο θα πρεπει να εισαι ευγνώμον." Μου χαμογελασε και με κοιταξε παλι
Τα βλεφαρα μου ηταν πολυ κουρασμενα αλλα τελικα κερδισα και καταφερα να τα ανοιξω. Ειχα αναγκη για ξεκουραση
"Παω να φωναξω τους γονεις σου κοριτσι μου και μετα θα σε αφησω να ξεκουραστεις!"
...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top