Κεφαλαιο 12ο
Ημουν στο δωματιο απο το μεσημερι και διαβαζα, περασε σχεδον ενας μηνας και τα πραγματα οσο πανε και χειροτερεύουν, οι γονεις μου , μου εχουν ξεκινησει μια κουβεντα αλλα διστάζουν να ολοκληρωσουν, εκει εξω κυκλοφορει ενας που θελει το κακο μας, δεν το πιστευα , πως ειναι δυνατον αλλωστε αφου αυτα γινονται μονο σε ταινιες και βιβλια; , αλλα ομως οταν πηγα να δεχτω αλλη μια απόπειρα ενα βραδυ που γυρνουσα σπιτι τοτε πειστηκα γιατι ουτως η αλλως οι ταινιες και τα βιβλια απο την ζωη βγαινουν.
Ενα βραδυ λοιπον με ακολουθουσε ενας μαυροφορεμενος αντρας αλλα ευτυχως ξαφνικα εμφανιστηκε ο Αντωνης και ισως θεωρείται ο φυλακας αγγελος μου. Τελος παντων προσπαθω καθημερινα να σβησω για λιγο απο το μυαλο μου της αρρωστημένες διαθεσεις ενός ψυχικά διαταραγμενου ανθρωπου και κανω τα παντα για να επικεντρωθώ σε εμενα
Τους ειπα μαλιστα για εκεινον τον περιεργο αντρα στο περιπτερο και κοντεψαν να παθουν εγκεφαλικο. Δεν ειχαν αλλη επιλογη οποτε αναγκαστηκαν να μου πουν λιγα πραγματα αλλα δεν προβήκαν σε λεπτομερειες , έκτοτέ μου ανακαλυψε και ο Γρηγορης για το βραχιολι που βλεπει παντα την τοποθεσια μου και πλεον απο οτι καταλαβατε δεν εχω προσωπικη ζωη
Πληκτρολογησα την τελευταια λεξη που περιέγραφα τα γεγονοτα των τελευταιων ημερων και εκλεισα το λαπτοπ, εχω αρχισει και ξεσπαω στο γραψιμο , δεν ξερω αλλα οταν τα λεω καπου μετα νιωθω αδεια
Στον κατω οροφο ακουγα φασαρια , παλι τσακωνόντουσαν μονολόγησα και αρχισα να βαδιζω προς εκει
Ο Θειος μου παλι μας ειχε επισκεφτει αυτη την εβδομαδα, τους χαμογελασα αμυδρά και πηγα κοντα τους
"Τι κανετε;" Ρωτησα αποτομα και σταματησαν την εντονη συζητηση τους, και εκεινοι γυρισαν και με κοιταξαν απολογητικά
"Πανω ησουν;" Με ρωτησε ο πατερας μου αλλα επελεξα να μην του απαντησω και να ριξω την προσοχη μου στον θειο Χρηστο
"Παλι τσακωνεστε; " Ρωτησα και αμηχανη σιγη επεσε απ'ολους
Σταυρωσα τα χερια εκνευρισμενη περιμενοντας να ακουσω μια καλη απαντηση
"Οχι αγαπη μου απλος" Η Μητερα μου θέλησε να τους καλυψει για ακομα μια φορα, την διεκοψα και σταματησε
Πλεον μπορουσες να δεις καθαρα το ποσο απελπισμενη ημουν, δεν ηθελα να κατσω λεπτο εδω μαζι τους, πηρα στα χερια μου μια ζακετα και ανοιξα την εξωπορτα
"Κωνσταντινα! Ελα εδω " Ο πατερας μου ετρεξε να με σταματησει αλλα δεν γυρισα ποτε πισω
"Ερμη! Αστην " Του φωναξε η μητερα μου και εκεινος εμεινε κατω απο το κατωφλι της εξωπορτας να με παρακολουθει να περπατω στο πεζοδρομιο
Δεν κοιταξα ποτε μου πισω γιατι αν το εκανα θα αρχιζα να τους βριζω, ημουν θυμωμενη και αποφασισμενη να μην γυρισω τουλαχιστον για τρεις ωρες
ΓΡΗΓΟΡΗΣ POV
Μπηκα στο μικρο καφε και εψαξα με το ανεμελο βλεμμα μου να βρω την Μαρια, εβγαλα τα γυαλια ηλιου απο τα ματια μου και προσπερασα τον κοσμο που περιμενε υπομονετικα στην ουρα , εκεινη βρισκοταν πισω απο το πασο και ηταν γυρισμενη πλατη, σταθηκα λοιπον εκει απεναντι της χαμογελαστος και περιμενα να γυρισει , διπλα της ηταν η συναδελφος της Αννα και μολις με ειδε της εκανα νοημα με τα δαχτυλο να μην μιλησει
Η Μαρια γυρισε με δυο καφεδες στα χερια και το προσωπο μου απειχε μοναχα μια απαπνοη απο τα χειλη της, τρομαγμενη μορφασε και κρατησε τα πλαστικα ποτηρια για να μην πεσουν και με ρωτησε εκπληκτη τι εκανα εδω , χαμογελαστος εκανα ενα βημα πισω και την βοηθησα με τους καφεδες
"Ηρθα να μου φτιαξεις καφε" Σταθηκα απεναντι της χαρουμενος και εκεινη μου χαμογελουσε
"Και να σε δω" Συμπληρωσα
Τα ματια της φωτίστηκαν σαν σκυλος που αντικρίζει το πολυαγαπημενο του αφεντικο και αρχισε να μου φτιαχνει τον καφε μου
"Μαρια κανε δεκα λεπτα διαλειμμα" την ενημερωσε παιχνιδιαρικα η απασχολημένη Αννα που σημειωνε καποιες παραγγελίες και εκεινη εγνεψε καταφατικα το κεφαλι
Μολις εφτιαξε τον καφε τον αφησε μπροστα μου και με το νοημα του κεφαλιου της μου εδειξε να την ακολουθησω εως την πισω πορτα, γελώντας το εκανα και κλείνοντας την πορτα πισω μας η φασαρια που ειχε η καφετερια πλεον δεν υπηρχε εδω εξω, παραμοναχα ο ηχος της φασαριόζικης πολης μας κρατουσε συντροφια και κυνηγούσε τις ατακτες σκεψεις μας
"Πολυ ωραιος ο καφες σου!" Την πενεψα την στιγμη που καταπινα τον γλυκο σαν εκεινη καφε
"Σε ευχαριστω πολυ" Τα μαγουλα της εγιναν κοκκινα, έντονο κοκκινο σαν τα τριανταφυλλα της ελπιδας. Επιασε τα χερια πισω απο την πλατη της και το κεφαλι βρισκοταν πλεον στο πατωμα να ψαχνει το θαρρος που εχασε με το φιλι της εκεινο το βραδυ
"Ολα καλα;" Ρωτησα εμφανώς περιεργος και τα ποδια μου πλησιασαν πιο κοντα στα δικα της , μπορουσα να ακουσω την αμηχανια που φωναζε, το χαμενο θαρρος να μυριζει σαν τεφρα που δημιουργησε η φωτια και την αγαπη να χρωματιζει τον εσωτερικο της κοσμο . Ολα αυτα ταυτοχρονα
"Ναι! Ολα καλα εσυ;" Αντιγυρι
+σε , αλλα τα ματια της δεν εφευγαν απο το πατωμα
"Τελεια" Απαντησα χαμογελαστος και ηπια μια ακομη γουλια
"Τι ωρα σχολας;" Τοτε με κοιταξε στα ματια και αργησε να απαντησει, δεν μπορουσα να καταλαβω τι σκεφτοταν αυτη η κοπελα
"Εμμ το βραδυ μολις κλεισει το μαγαζι" Κοιταξε γυρο μας αμηχανα και διακριτικα εκανε ενα μικρο βημα πισω
"Θα περασω να σε παρω να παμε μια βολτα" Τα ματια ηταν καρφωμενα πανω της, μου αρεσε παρα πολυ αυτη η κοπελα και ενιωθα τυχερος που την βρηκα
"Ενταξει" Μου απαντησε , χαμογελαστος την πλησιασα αρκετα ωστε να δω την αντανακλαση μου στα ματια της
"Γιατι νιωθεις αμηχανα;" Την ρωτησα αργα και ξεροκατάπιε
"Μια χαρα νιωθω" Το αρνηθηκε αμεσως και γελασα, το δεξι σηκωμενο φρυδι , της εδειξε ποσο δύσπιστος ημουν αλλα και εκεινη αντεγραψε την κινηση μου
"Εγω αλλο αισθανομαι!" Τα χειλη μου ειχαν μερικα εκατοστα αποσταση απο τα εντονα δικα της, μπορουσα να μυρισω την γευση τους
"Κακος!" Απαντησε , πριν ενα λεπτο ντρεποταν να με κοιταξει στα ματια και τωρα ηταν το μονο που εκανε
Και μετα με ρωτατε γιατι οι γυναικες μπορουν να σε τρελανουν
Ο ποθος που ενιωθα ειχε τυφλωσει την λογικη μου , ολα μεσα μου ετρεχαν αλλοπρόσαλλα, εκαναν θορυβο και φωναζαν, δεν με αφηναν να ηρεμησω , με εβαζαν να κανω πραγματα που δεν σκεφτομουν πριν τα πραξω
Η αποσταση μας πλεον ειχε μηδενιστει, τα χειλη μας εντονα αποκτησαν τον δικο τους ρυθμο. Το φιλι της ειχε υπεροχη γευση, δεν ηξερα οτι υπηρχε στον κοσμο μας, ηταν δικη της η γευση και η μυρωδια που ειχε, ηταν αρκετη για να με υπνωτίσει και μεθύσει, σαν μάγισσα που αυτα ηταν τα μαγικα της φιλτρα. Ηταν η μαγισσα μου και εγω το θυμα της .
Ηθελα να την φιλαω ολο και πιο πολυ μεχρι να ρουφυξω ολο της το οξυγόνο και να με παρακαλα να της το δωσω πισω. Κολλησα το σωμα της περισσοτερο πανω μου και ενας αναστεναγμος βγηκε απο μεσα της, τα λεπτεπίλεπτα δαχτυλα χαιδευαν μαγευτικά τον λαιμο μου και φιλούσαν γλυκα τον αυχενα μου, μου αρεσαν πολυ εκεινα τα φιλια της. Με εκαναν να την θελω περισσοτερο
Διεκοψε το φιλι μας και την ακουσα λαχανιασμενη, τα χειλη της ηταν πρησμένα και κοκκινα
"Πρεπει να παω μεσα Γρηγορη! Θα με ψαχνουν" Εγνεψα καταφατικα το κεφαλι, εφτιαξε καλυτερη την μπλουζα της και πηγε να φυγει αλλα την κρατησα ξαφνικα και με κοιταξε
Την κολλησα ξανα πανω μου και της χαρισα ακομα ενα φιλι, πιο συντομο και ήρεμο αυτη την φορα, Ενιωθα ερωτευμενος και πεταλουδες στο στομαχι να πετανε απο δω και απο κει για να ελευθερωθουν, με ενοχλουσαν αλλα κορόιδευα την αισθηση τους για να μην δειξω το ποσο την ηθελα
"Τα λεμε Γρηγορη" Με χαιρετησε και ανοιξε την πορτα
"Το βραδυ!" Ειπα δυνατα την στιγμη που την εκλεισε και εμεινα μονος , ολα ηταν σκοτεινα και βρωμικα. αναστεναξα και επιασα το πλαστικο ποτηρι για να φυγω
Η μπλουζα μου ηταν ποτισμενη με το μαγικο της φιλτρο, ηταν σαν να με κρατουσε αγκαλια μα αυτο συνεβαινε μονο στην φαντασια μου γιατι στην πραγματικοτητα ημουν αδειος με μια καρδια να ετοιμαζεται να βγει απο το στηθος
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ POV
Tο κυμα μακάβρια επεφτε πανω στα κοφτερα βραχια, αυτο επαναλαμβανόταν ξανα και ξανα , ακουγοταν εντονα , και η αλμυρά του νερου μυριζε, ηταν ακομη και στα χειλη μου , καθε φορα που τα έγλυφα την γευόμουν ολο ενα και περισσοτερο
Ειχε κοσμο η παραλιακη, η ωρα ισως ηταν ο παράγοντας για να βγουν και να κανουν εναν μικρο περιπατο, ημουν μονη σε ενα παγκακι και χαζευα στον οριζοντα , δεν ειχα ελεγξει το κινητο μου αλλα ηξερα πως νυχτωνε διοτι ο ηλιος αρχιζε να πεφτει
Ακουγα πολλους και διαφορους ηχους, μια τους γλαρους να φωναζουν, απο την αλλη παιδικες φωνες να παιζουν , και τα αυτοκινητα να διασχιζουν τον δρομο αργα για να χαζεψουν την δυση του ηλιου που επισήμανε το τελος και αυτης της μερας.
"Καθετε κανεις;" Μια φωνη με ρωτησε ξαφνικα, γυρισα το κεφαλι και μολις ειδα τον Ορεστη ενα τεραστιο ερωτηματικο εμμελε να σχηματιστει
"Απο τι βλεπεις" Κουνησε το κεφαλι και καθισε διπλα μου
"Σε εχω δει εδω και αρκετη ωρα, αλλα δισταζα να ερθω" Ειπε, δεν τολμουσε να με κοιταξει μα εγω το εκανα, χαζευα το προσωπο του. Ειχα λιγες ευκαιριες για να το κανω και ακομα λιγοτερες για να τον δω ησυχο οπως τωρα
"Γιατι;" Ρωτησα, αργησε να απαντησει , απλα κοιτουσε το μακρινο οριζοντα
"Γιατι δεν θα ηθελες να καθισω μαζι σου"
"Ειδες ομως που σε αφησα;" Απαντησα με ενα αμυδρά αβολο χαμογελο
"Ναι ! Τελικα η σκεψη που εκανα... ηταν μοναχα μια σκεψη" Γελασα μαζι του και γυρισα ξανα αμιλητη να τον χαζευω διακριτικά
Κοιτουσε την θαλασσα με τοσο θαυμασμο που δεν ειχα ξανα δει τοσο ενδιαφερον στα ματια του, αραγε τι να αισθανετε μολις την συναντα;
"Και ερχεσαι συχνα;" Εσπασε ξανα την σιωπη μας η ερωτηση του
ΟΡΕΣΤΗΣ POV
"Αρκετα ωστε να θελω να ερχομαι περισσοτερο" Ηταν καθισμενη διπλα μου, λιγες φορες την εχω πετυχει ηρεμη, κυριως υπαρχουν εντασεις αναμεσα μας ομως τωρα ηταν διαφορετικη. Παντα μου αρεσε να περναω χρονο μαζι της ακομα και αν μου φωναζε
Ηταν πολυ ομορφη αλλα δεν ηξερα πως να την πλησιασω, και τι να της πω δηλαδη. Εκεινη δεν το εβλεπε γιατι ο εγωισμος της ηταν πρωτοπορος παντα και εγω βαζιδα στα απαγορευμενα μονοπατια της
"Και εμενα μου αρεσει η θαλασσα" τα δαχτυλα μου επαιζαν μεταξυ τους καθ'ολη την ωρα
"Αληθεια; δεν σου φαινεται" Ρωτησε εκπληκτη
Δεν ηξερε ποιον εχει διπλα της, και αυτο με τρομαζε, η ιδεα που ειχε για εμενα ηταν λαθος. Ολα λαθος!
"Ο Παππους μου με επερνε και πηγαιναμε για ψαρεμα" Εκμυστηρευτικά μια ομορφη αναμνηση που ειχα απο παιδι και εκεινη χαμογελασε
"Πεθανε ομως" Ειπα ξαφνικα και εκεινη φοβαρεψε
"Αμαν ρε Ορεστη! Παντα χαλας την στιγμη" Σηκωθηκε ορθια και σταθησε μπροστα μου, την κοιτουσα σιωπηλος και μεσα μου γελουσα
"Δεν σε μπορω αλλο , εισαι πολυ περιεργος, παω σπιτι μου" Αρχισε να μαζευει γρηγορα τα πραγματα της και σηκωθηκα για να την σταματησω
"Κατσε ρε κοριτσι μου" Την αρπαξα αλλα δεν γυρισε να με κοιταξει
"Θα σε παω εγω!" εβαλα το κινητο στην τσεπη αλλα με αγριοκοιταξε
"ΟΧΙ! δεν χρειαζεται" Αρχισε να περπαταει βιαστηκα μεσα στον ανέμελο κοσμο και εγω ετρεχα απο πισω της
"Τι επαθες ξαφνικα;" Ρωτησα απελπισμενος , για μια στιγμη αφέθηκα και επασα πανω σε εναν κυριο που κρατουσε στα χερια του τεσσερα παγωτα, το ενα βρεθηκε στον δρομο πεσμενο και επειτα κλαμματα αρχισαν να ακουγονται
Το μονο που εκανα ηταν να κοιταξω τον Αντρα στα ματια ζητώντας ταπινα συγγνωμη αλλα πλεον ηταν αργα
"Με συγχωρειτε, δεν..." Κρατουσα το κεφαλι μου και κοιτουσα την Κωνσταντινα να απομακρυνεται ολο ενα και περισσοτερο
"Νεαρε, δεν τρεχουμε ποτε πισω απο γυναικες" Ειπε αστεια και εξειδε το παγωτο στο πατωμα
Απελπισμενος εγνεψα καταφατικα και κοιταξα στο μερος που προερχοντουσαν τα παιδικα κλαμματα, ηταν ενα μικρο κοριτσακι που μας κοιτουσε και εκλγαιγε , ετσι και εγω την πλησιασα και εσκυψα για να μπορω να της μιλησω
"Παμε να παρουμε παγωτο ελα" Ειπα στο κοριτσακι και ξαφνικα σταματησε το κλαμα, με κοιτουσε ντροπαλα και η μητερα που βρισκοταν μπροστα μου με κοιτουσε χαμογελαστη.
Σηκωθηκα και την πηρα στην αγκαλια μου μεχρι στον κυριο που πουλουσε παγωτα 10 μετρα μακρια μας
"Πως σε λενε;" την ρωτησα γλυκα και εκεινη εδειχνε μπερδμενη και ντροπαλη , τα μικρα της χερακια ηταν περασμενα γυρο απο τον λαιμο μου και με χαζευε αμιλητη ενω τα ματια της ηταν κοκκινα
"Ελινα" Απαντησε η αθωα φωνη της και το χαμογελο μου εγινε πλατύτερο
"Εσενα;" Χαμογελαστος σταθηκα μπροστα απο τον πενηνταχρονο κυριο ζητωντας του δυο γευσεις φραουλα καθως ηταν οι αγαπημενες μας απο οτι φανηκε
Εκεινος μου τις προσφερε ευδιαθετος και αφου τον πληρωσα κοιταξα τους γονεις της
"Εμενα με λενε Ορεστη, εχεις πολυ ωραιο ονομα" Μου χαμογελασε τοσο πολυ που φανηκαν μερικα δοντακια που της ελειπαν
εδωσα το παγωτο και το πηρε αμεσως ευχαριστώντας με, Οι γονεις της με κοιτουσαν χαμογελαστοι. Ετσι καθίσαμε σε ενα παγκακι λιγο πιο κει και αρχισα να απολαμβανω την παρεα της
"Σε ευχαριστω Ορεστη, εισαι πολυ καλος" Κάθισε καλυτερα πανω στο ποδι μου και της πειραξα τα μαλλια , ηταν πολυ ομορφη και ειμαι σιγουρος πως ο μπαμπας της στο μελλον θα εχει σοβαρη δουλεια
Η παρεα της μικρης ηταν μακραν η καλυτερη παρεα, καθισαμε αρκετη ωρα και μιλουσαμε, αρχισε να νιωθει πιο οικεία μαζι μου και μου προσφερε σφιχτες αγκαλιες συνεχεια. Απο μικρος λατρευα τα μικρα παιδια αλλα δεν ειχα πολλες ευκαιριες για να το δειξω. Θα ηθελα σιγουρα και εγω στο μελλον μια μικρη οπως αυτη
Εκανε πολλες ερωτησεις , ηθελε να μαθει τα παντα το μικρο παιδικο μυαλο της, να το γεμίσει με απειρες πληροφορειες οπως καναμε ολοι σε αυτη την ηλικια. Μαλιστα απαρατήρητες δεν μας περασαν οι εντυπωσεις που ειχαμε κλεψει απο τους περαστικους και οσο περνουσαν τα λεπτα την λατρευα περισσοτερο
~~
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top