Κεφαλαιο 11ο
Αλλη μια μερα στο σχολειο ειχε τελειωσει, ημουν δυο λεπτα μακρυα απο το σπιτι μου, ο καιρος ηταν συννεφιασμενος αλλα ειχε ζεστη, σκεφτομουν σε ολη την διαδρομη απο το σχολειο την σημερινη ημερα και προγραμματιζα διαφορες υποχρεωσεις που ηθελα να κανονισω παση θυσια διοτι παντα ημουν συνεπης και τωρα τελευταια τα ειχα φορτωσει ολα στον κοκορα.
Το περιπτερο βρισκοταν στον δρομο μου , ο μπαμπας μου ειχε ζητησει να του φερω τσιγαρα απο την επιστροφη, αρχιζα σιγα σιγα να το πλησιαζω ως που εφτασα. Ειδα ξαφνικα εκεινον τον κυριο απο τις προαλλες να βρισκεται διπλα μου. Παλι με κοιτουσε, ηταν ψηλος και αδυνατος. Δεν μπορουσα να προσδιορίσω την ηλικια του αλλα μου φαινοταν μεγαλος, ο τροπος που με κοιτουσε ηταν καθαρος πως κατι ηθελε να μου πει, αλλα επελεξε να μην το κανει, ζητησε ενα ιδιο πακετο και εκανε ενα βημα πισω για να ερθει στην ιδια ευθεια με εμενα
"Γιατι με κοιτατε;" Γυρισα σοβαρη και τον κοιταξα με αυτοπεποιθηση , ο περιπτερας φάνηκε πως εντυπωσιάστηκε απο τη σταση μου και πλεον η προσοχη του ηταν επικεντρωμένη σε εμας
Στεκομουν απεναντι του. Τα ματια μου εψαχναν τα δικα του, σαν να περνουσαν απο ανακριση . Ηθελα να καταλαβω τι συμβαινει και τον πετυχαίνω σχεδον συχνα τον τελευταιο καιρο
"Εισαι η κορη του πυροσβεστη;" Ακουσα για πρωτη φορα την φωνη του, ηταν βαρια. Η σταση που κρατουσε ηταν αδιαφορη μα σοβαρη
"Πως ξερετε τον πατερα μου;" Ξαφνιαστηκα και κοιταξα για μια στιγμη τον περιπτερα
"Ειναι φιλος μου, δωσε χαιρετίσματα απο τον Γιαννατο, πες" Ειπε μοναχα και επειτα με προσπερασε, το σωμα του πλεον δεν βρισκοταν μπροστα, ειχα μεινει ακινητη και τα ματια μου χαζευαν στον δρομο
"Κωνσταντινα;" Ο περιπτερας με φωναξε, γυρισα μοναχα το κεφαλι και ειδα πως με κοιτουσε ξαφνιασμενος και επειτα πηγα κοντα του
"Τον ξερεις;" Τον ρωτησα και εκεινος εγνεψε αρνητικα
"Ερχεται και παιρνει τσιγαρα, δεν τον εχω ξανα δει στην γειτονια" μου εξηγουσε και αφησε ενα πακετο μπροστα μου , το πηρα και εδωσα τα χρηματα
"Ο Πατερας μου δεν εχει αναφερει κατι για αυτον παντως" Επα προβληματισμενη και εκεινος συμφώνησε πως πραγματι, ουτε εκεινος τον ειχε ξανα δει παλιοτερα
"Τελος παντων κοριτσι μου, καλο σου μεσημερι!" τον χαιρετησα ευγενικα και πηρα το δρομο για το σπιτι μου που πλεον το εβλεπα απο εδω, εξω στο πεζοδρομιο ηταν παρκαρισμενο το αυτοκινητο του θειου μου, η χαρα που αισθανθηκα μεσα μου με εκανε να περπατω ολο και πιο γρηγορα με την ανυπομονησία να φτασω για να τον δω
Μπηκα μεσα στην αυλη και χτύπησα γρηγορα την πορτα, η Μητερα μου χαμογελαστη με υποδεχτηκε και της εδωσα ενα φιλι στο μαγουλο
"Μαμα" Ειπα χαμογελαστη και ειδα τον θειο μου καθισμενο στον καναπε να με κοιταζει, προσφώνησα το ονομα του σα μικρο παιδι και ετρεξα στην αγκαλια του . Χαμογελαστος με ρωτουσε πως τα περναω και με ενδιαφερον με ρωτησε επισης αν ειμαι καλα , του απαντησα σε καθε ερωτηση και καθισα διπλα του
Γενικος δεν ερχεται πλεον συχνα για επισκεψη, Οι υποθεσεις που αναλαμβανει οσο παει και γινονται απαιτητικές και ξερω πως Ελπιδα θα τον μαλωνε για ολη αυτη την δουλεια που ριχνει τον τελευταίο καιρο, Ειχε αναλαβει μάλιστα και μια πολυ δυσκολη υποθεση αλλα δεν ειχε μπει σε λεπτομερειες.
"Ξερεις μικρη πως πνιγομαι λιγο αυτο τον καιρο αλλα εχω υποσχεθει διακοπες φετος" Μου ξανα υπενθύμισε κλείνοντας μου το ματι και χαμογελαστη τον κοιτουσα πονηρα
"Εχω ηδη βρει εισητηρια , μην μου το ακυρωσεις" Του κουνησα το δαχτυλο επιδεικτικά μπροστα του και εκεινος γελασε
"Εννοειτε πως οχι, αν και θα εχουμε θεμα με τους υποψήφιους γαμπρους" Τον κοιταξα εκπληκτη, παντοτε το πηγαινε εκει . Του αρεσε να με πειραζει αλλα στην συνεχεια τον μαλωνα πως αυτα ειναι προσωπικα
"Να σου βρουμε και εσενα καμια υποψηφια νυφη αντε " Ειπα αστεια και εκσφεδονιστηκα μερικα εκατοστα μακρυα του γιατι ηξερα οτι μετα απο αυτο θα αρχιζε να με γαργαλαει
"Σα δε ντρεπεσαι παντρεμενος ανθρωπος " Ειπε , τα χαχανιτα μου πλημμύρισαν τον χωρο και του ειπα πως θα πηγαινα μερικα λεπτα στο δωματιο διοτι επρεπε να κανω ενα τηλεφώνημα. Η Μητερα μου εφυγε με ενα ταψί στα χερια, θα πηγαινε στην αδελφη της και ο μπαμπας θα γυρνουσε απο λεπτο σε λεπτο .
Γρηγόρης POV
Πληκτρολογησα ενα ακομη μηνυμα και πατησα αποστολη, χαμογελουσα συνεχως και το μυαλο μου βρισκοταν μονιμος στην Μαρια, δεν ξερω τι επιπτωσεις θα υπαρξουν ομως ενιωθα πολυ ομορφα να μιλω μαζι της, Την πολιορκούσα με καθε δικαιωμα, Μ'αρεσε καταβαθος και ας γκρινιαζα
Εκλεισα την οθονη και αφησα το κινητο πανω στο κρεβατι, ο θειος βρισκοταν κατω και περιμενα να μεινει μονος του ετσι βγηκα απο το δωματιο για να ελέγξω , η αδελφη μου μιλουσε με καποιον στο τηλεφωνο οποτε σκεφτηκα πως ειχα χρονο στην διαθεση μου
Κατεβηκα γρηγορα τα σκαλια και πηγα κοντα του
"Τι κανεις ρε μεγαλε; καιρο εχω να σε δω " Με εκανε μια σφιχτη αγκαλια και χαμογελάστος του εδειξα να κατσει ξανα κατω
"Εμ αφου δεν ερχεσαι να μας δεις" Τον πειραξα και εγνεψε συμφωνώντας
"Κυνηγαω να πιασω αυτο το ρεμαλι" Καθε φορα που αναφερεται σε εκεινον τα ματια του εχουν παντα την ιδια μορφη, του εχει προκαλεσει μεγαλο πονο ομως δεν το βαζει κατω, αυτο που κανει ολα αυτα τα χρονια θελει μεγαλη ψυχη και ηταν ο μονος που την διεθετε, για αυτο και τον θαυμαζω απο μικρος
"Θειε; τι κανει εξω αυτος; γιατι τον βγαλατε;" Δεν μπορουσα να καταλαβω γιατι η ελληνικη δικαιοσύνη εχει τοσα ελαφρυντικά
"Τελειωσε Γρηγορη την φυλακη, ποσο θα καθοταν νομιζεις;" Ειρωνευτηκε και ξεφυσηξε δυνατα
"Οσο και να του εβαζαν θα εβγαινε καποια στιγμη αγορι μου, ειχε άλλοθι γιατι εκρυψε καλα ολα του τα ιχνη" Συνεχισε και εμπλεξα τα δαχτυλα μεταξυ τους σκεπτικος
Κλειδια απο την πορτα ακουστηκαν ξαφνικα, γυρισαμε και οι δυο το κεφαλι μας για να δουμε περιεργοι για το ποιος θα μας χαλουσε την στιγμη, αλλα αντιθετως , βρισκοταν το καταλληλότερο ατομο στον κοινο μας χωρο
"Καλησπερα" Ειπε βιαστικα ο πατερας μου και αφησε πανω στον παγκο της κουζινας οπως οπως μερικες σακουλες που κρατουσε στα χερια
"Ερμη; πως εισαι;" Τον ρωτησε ο θειος μου και ηπιε μια γουλια απο το νερο που του ειχαν προσφερει, ο πατερας μου εδειχνε χαμενος και απασχολημένος για κατι. Ξεφυσώντας, μας πλησιασε και επιασε την μεση του
"Χρηστο, πνιγομαι στην δουλεια και αυτος ο Μαλακας δεν λεει να με αφησει ησυχο" Εβγαλε το υπηρεσιακο του μπουφαν και το πεταξε διπλα μου
"Και εγω πνιγομαι Ερμη, ξερεις προσπαθω να τον πιασω αλλα δεν βοηθανε οι συνθηκες" Οι δυο αντρες πριν μηνες ειχαν τσακωθει οταν αποφυλακίστηκε εκεινος, απο τοτε λοιπον οι σχεσεις των δυο αδελφων ειναι ψυχρες και χωρις να γνωριζει κανεις μας ο ενας ριχνει το φταιξιμο στον αλλον
"Α δηλαδη φταιω και εγω για αυτο; η κορη μου παραλιγο να πεθανει Χρηστο, κανε κατι και ξανα κλειστον" Ετριψε νευρικα το προσωπο του και εγω τους κοιτουσα σιωπηλος
"Γιατι γαμωτο σου το λες αυτο; Ξερεις πολυ καλα το ιστορικο της Ελπιδας" Ο θειος μου σηκωθηκε αποτομα ορθιος χωρις καν να χρησιμοποιησει καποια κοντρα, ηταν εξωργισμενος και ο Πατερας μου εριχνε περισσοτερο λαδι στην φωτια
Πηρα την πρωτοβουλία να τους ζητησω να σταματησουν με δυνατη φωνη αλλα κανεις τους δε με υπολογιζε στην προκειμενου φαση
"Μου λες δηλαδη οτι φταιω εγω;" Εδειξε τον εαυτο του εκπληκτος και στη συνεχεια γελασε ειρωνικά
"Ε ναι λοιπον! Εσυ φταις Ερμη, δεν εισαι αξιος για να προστατευσεις την οικογενεια σου!" Του φωναξε ο αδελφος του και εκανε ενα απειλητικο βημα κοντα του
"Δεν περιμενα να το ακουσω αυτο ποτε απο το στομα σου" Μουρμουρισε τοσο σιγα που αμφιβάλω αν τον ακουσε
Με το χερι διεκοψα τον θειο μου για να μην πιαστουν στα χερια και του ζητησα να φυγει αρκετες φορες, ηταν ενας ανθρωπος που κατανοούσε τις καταστασεις και τους ανθρωπους, σε αντιθεση με τον πατερα μου που δεν ηταν της υπομονης και ειδικα με αυτους τους λογους
"Απο τοτε που γεννηθηκες παντα βασανιζες τους γονεις μας, παντα εγωιστης και ξεροκεφαλος. Δεν με νοιαζει τι περιμενες απο εμενα καθολου, τουλαχιστον αναλαβε και μια φορα της ευθυνες σου" Τον κοιτουσε σαν τον μεγαλυτερο του εχθρο, η καρδια μου σχιζόταν στα δυο με την συμπεριφορα τους και δεν ηξερα τι αλλο να κανω για να το αποτρεψω
"Θειε σε παρακαλω πολυ" Τον τραβηξα μερικα εκατοστα μακρυα , ηξερα πως ολα αυτα τα ελεγε για να τον κανει να καταλαβει τον πονο που νιωθει τοσα χρονια , ομως ηταν λαθος ο τροπος που ειχε διαλεξει γιατι ετρεμε μην παθει κατι η ανιψια του αλλωστε
"Εσυ φταις . μου κατεστρεψες την οικογενεια και τωρα αφηνεις να διαλυθει η δικη σου" Συνεχιζε να του θυμιζει και να καρφωνει το μαχαιρι ολο και πιο βαθια με καθε του λεξη
"Θειε γαμωτο! Ειχες συμφωνησει να μην το ξανα πεις αυτο! " Του φωναξα και τον εσπρωξα για να σταματησει επιτελους, τα ματια του πατερα μου ειχαν γεμίσει με δακρυα αλλα τον Χρηστο δεν τον ενοιαζε τιποτα
"Ασε μας και εσυ ρε Γρηγορη" Μου φωναξε και τραβηξε το χερι του απο το κράτημα μου
Ο Πατερας μου φαινοταν ρακος, δεν μπορουσε να μιλησει , ηταν πολυ ευαισθητος ανθρωπος και ολα αυτα που συνέβησαν πριν πεντε χρονια περιπου τον ειχαν καταστρεψει, πηγαινει ακομα και σε ψυχολογο , δεν νομιζω να το ξεπερασει ποτε του.
Το μονο που εκανε ηταν να αρπαξει τα κλειδια του αυτοκινητου και να τρεξει εξω, δεν καταλαβα για το ποσο γρηγορα εξελιχθηκαν τα γεγονοτα , κοιταξα τον θειο μου σοβορος
"Θειε , αυτο δεν επρεπε να το κανεις" Ειπα μοναχα , δεν επρεπε να τον αφησω μονο του , δεν ηταν σε θεση να οδηγησει
...
Το παρκινγκ ηταν αδειο, αφησα το αμαξι μου σε μια κενη θεση και κατεβηκα αμεσως , κρατησα τα λουλουδια και κλειδωσα, ηταν πολυ ησυχα εδω αλλα δεν μου αρεσε ποτε να βρισκομαι σε αυτο το μερος, παντα με ψυχοπλακωνε
Αρχισα να βαδιζω βιαστηκα στο δρομακι ως που επεσαν τα ματια μου πανω στους δυο αντρες , ημουν πικραμενος αλλα δεν ειχα χρονο για της δικες μου σκεψεις, σταθηκα 10 εκατοστα μακρυα τους και τους παρατήρησα φευγαλεα
Εσφιξα ασυναισθητα τα τριανταφυλλα , ηταν κοκκινα, πολυ εντονα και μυριζαν σαν εκεινη. Δεν ξερω πως γινεται καθε φορα οταν σκεκομαι μπροστα της να την μυριζω λες και βρισκεται διπλα μου, μια ανατριχίλα την αισθάνθηκα στην σκεψη που εκανα και τρομαγμενος κοιταξα τα δυο αδελφια που ο καθενας βρισκοταν βυθισμενος στις σκεψεις του
Εκανα μερικα βηματα μεχρι να την πλησιασω, ακουγόντουσαν μοναχα τα παπουτσια που περπατουσα πανω στα χαλίκια και τιποτα αλλο. Αφησα τα κοκκινα αγαπημενα τριανταφυλλα πανω στο μαρμαρινο μνημα και διαβασα το ονομα της
Ελπιδα , Ετων 35
Πανω απο το σκαλισμενο της ονομα στο λευκο μαρμαρο βρισκοταν η φωτογραφια της, ηταν χαμογελαστη απο την πρωτη στιγμη που την γνωρισα εως την τελευταια, ο ανθρωπος που γεννηθηκε και πεθανε με την ελπιδα μεσα του . Ημουν περήφανος που την γνωρισα , Μου εμαθε πολλα πραγματα οταν ημουν μικρος, με βοηθουσε παντα με τα μαθηματα και στην συνεχεια παιζαμε με καθε λογης παιχνιδι που σκαρφιζοταν το μυαλο μου
Ηταν πολυ ομορφη και γλυκια κοπελα, οποτε εβρισκα την ευκαιρια να την ευχαριστησω της χαριζα ενα κοκκινο τριανταφυλλο , χρωμα της φωτιας και του ερωτα . Ο Θειος μου ηταν ο ποιο τυχερος αντρας του κοσμου που ειχε τετοιο πλασμα διπλα του αλλα φαινεστε η ζωη του ειχε ετοιμασει αλλα σχεδια
Την εχασε πριν πεντε χρονια, καθημερινα αρνιεται να φτιαξει την ζωη του ξανα απο την αρχη, δεν εχει βρεθει με καμια σεξουαλικα και ουτε ραντεβου ακομα. Ηταν ο πρωτος του ερωτας και ακομα παραμενει ζωντανος μεσα του, Για αυτο λοιπον θαυμαζω τοσο πολυ αυτον τον ανθρωπο. Το μονο που κανει πεντε χρονια τωρα ειναι να σωζει της ζωες των αλλων αφου δεν προλαβε να σωσει την γυναικα του.
Δυστυχως δεν μπορει να την φερει πισω κανεις μας, και ξερω πως κανεις δεν μπορεις να καταλαβεις τι αισθάνεται αυτος ο ανθρωπος, παντως σιγουρα νεκρος. Κανεις ομως δεν εφταιγε εκεινο το βραδυ , αυτη ειναι η λεπτομερεια που αλλαζει ολη την ιστορια.
"Συγγνώμη... συγγνώμη που δεν πρόλαβα να φτάσω εγκαίρως" Μουρμουριζε ο Χρηστος πανω απο τον φωτογραφια της και χαιδεψε το κρυο μαρμαρο, αυτο λοιπον ειναι οτι απεμεινε απο εκεινη. Ενα ειναι σιγουρο σε αυτη την ζωη λοιπον, Πως ολοι μας θα εχουμε την ιδια καταληξη και αυτο δεν μπορει να το σταματησει κανεις , οτι βλεπεις γυρο σου αυτη την στιγμη θα σταματησει να υπαρχει καποια στιγμη γιατι ετσι ειναι η ζωη, ομως η ψυχη του ανθρωπου δεν θα σταματησει να ζει ποτε της!
"Θειε! παμε θειε. θα αρχισει να βρεχει" Το χερι μου αρχισε να του τραβαει τον ωμο αλλα εκεινος αρνιόταν να φυγει
"Δεν μπορεις να καταλαβεις τι πονο νιωθω Γρηγορη μου!" αυτη η προταση του με εκανε να πονεσω παρα πολυ, αναστεναξα και κουνησα καταφατικα το κεφαλι
"Οχι θειε, δεν μπορω!" Τα ματια του ηταν υγρα και τα μαγουλα του βρεγμενα. Ενας λυγμος ξεφυγε απο μεσα του και επεσε στην αγκαλια μου κλαίγοντας βουβα
Με το χερι μου χαιδευα τα μαλλια του και του ζητουσα συνεχως να ηρεμησει
Παντα εγω ημουν αυτος που ερχονταν αντιμετώπως σε τετοιες καταστασεις και μισουσα την ωρα και την στιγμη καθε φορα.
Δεν ελεγε να σταματησει, αυτη η στιγμη ηταν η καταλληλη γιατι ξεσπουσε ολη αυτη την πιεση που ειχε μεσα του τοσο καιρο . Αποφασισμενος λοιπον του επασα το προσωπο και τον εκανα να με κοιταξει στα ματια
"Θειε παμε τωρα σπιτι!" Τα χαρακτηριστηκα του προσωπο μου ειχαν αντικατασταθει με θυμο και αγριαδα , λοιπον χωρις αλλη επιλογη εγνεψε καταφατικα το κεφαλι και αρχισε να περπατα προς την αντιθετη κατευθυνση ενω καθ'ολη την διαδρομη ρουφουσε την μυτη του
Γυρισα το κεφαλι μου για μια στιγμη ωστε να την αντικρίσω ξανα πριν φυγω, κοιταξα τα κοκκινα τριανταφυλλα και της υποσχέθηκα πως θα ερχομουν ξανα, δεν ηξερα ποτε μα σιγουρα θα ερχομουν !
"Μπαμπα , προχωρα" ειπα και σε εκεινον να με ακολουθησει μα ηταν ακινητος και το βλεμμα του καρφωμένο στο εδαφος
"Ειχε δικιο ο θειος σου, εγω φταιω για ολα!" Αρνουμενος κουνησα αρκετες φορες αρνητικα το κεφαλι και εκνευρισμενος αρπαξα το χερι του τραβώντας τον μαζι μου .
Στον δρομο τον μαλωνα σαν μικρο παιδι που ειχε κανει ζημια και επειτα τον προειδοποιησα για την οδηγηση που θα εκτελουσε μεχρι να φτασει στο σπιτι . Μολις εφτασα στον θειο μου , που περιμενε εξω απο το αμαξι του ειπα ακριβως τα ιδια λογια και τους κοιταξα μια τελευταια φορα πρωτου εξαφανιστώ απο εκει.
Καταφερναν παντα να με εξοργιζουν τα λογια και οι ενοχες που νιωθουν μα δεν ειναι ετσι. Καμια φορα τελικα, πραγματικα δεν φταιμε εμεις, αλλωστε αφου αυτο επρεπε να γινει. Οση και προσπαθεια να καταβάλεις δεν θα γινοντουσαν διαφορετικα τα πραγματα
[...]
Μολις εκλεισα την πορτα αθορυβα αναστεναξα και κατεβασα το κεφαλι ταπεινωμένος στο πατωμα.
"Τι έγινε;
Που ήσουν;
Γιατί κοιμάται ο θειος στο κρεβάτι σου;" αρχίζει να με βομβαρδίζει με ερωτήσεις ή Κωνσταντινα την στιγμη που ανοιξε την πορτα του δωματιου της και ετρεξε κοντα μου
"Τίποτα μικρή πήγαινε στο δωμάτιο σου και μην ρωτάς Πολλά" ειπα γρηγορα γρηγορα και αρχισα να κατεβαινω στον κατω οροφο.
Μολις πατησα το ποδι μου στο τελευταιο σκαλι η εξωπορτα ανοιξε και η μητερα μου αρχισε να με ρωτα διαφορα
"Τι έγινε Γρηγορη μου; ο μπαμπάς που είναι;" Ηρθε κοντα μου, οι παλαμες της μπλέχτηκαν με το προσωπο μου και με κοιταξε στα ματια
"Μαμα, δεν την αντεχω αλλο αυτη την κατασταση, πρεπει να το αποδεχτουν επιτελους και να συνεχισουν την ζωη τους γαμωτο. τι πρεπει να γινει δηλαδη;" Αρχισα να ρωτω απεγνωσμενος και τραβηχτηκα απο το χαδι της
"Γρηγορη , ξερεις πως αυτο ειναι δυσκολο και αδυνατον. " Μου ειπε και εγνεψα αρνητικα το κεφαλι
"Οχι ρε μανα, δεν ξερω τιποτα και δεν ειναι δυσκολο, το κεφαλι τους δυσκολευει την κατασταση και σταματα να τους υπερασπιζεσαι και να σου πω κατι; Ναι λοιπον! και οι δυο φταινε ενταξει;" Ο τονος της φωνης μου αρχισε να ανεβαινει αποτομα και εκεινη μου εδειχνε με το δαχτυλο να ηρεμησω
"Γρηγορη..." Την κοιταξα απειλιτικα και σωπασε
"Θα την πληρωσεις εσυ την νυφη γαμωτο σταματα" Ηθελα να τα σπασω ολα
Μου εδωσε μια μονολεκτικη απαντηση και στην συνεχεια με ρωτησε που ηταν
"Ο ενας στο δωματιο μου και ο αλλος δεν εχει επιστρεψει ακομα" Ειπα απλα και εκεινη αρχισε να τον καλει στο τηλεφωνο
"Θα μιλήσω εγώ στον μπαμπά"
..
Η πορτα ομως δεν αργησε να ανοιξει και να εμφανιστει μπροστα τους στα κακα του τα χαλια , η γυναικα του ετρεξε να τον βοηθησει μα εκεινος δεν ηθελε να βλεπει ανθρωπο στην κατασταση που βρισκοταν , αρχισε να ανεβαινει στον πανω οροφο χωρις να πει λεξη . Ο Μεγαλος τους γιος ειχε φτασει πλεον στα ορια του , ολοι τους ειχαν δικιο αλλα οι αποψεις τους δεν ηταν εφικτο να συνυπάρξουν ειρηνικά
Πηγε να βρει την αδελφη του καπου μεσα στο σπιτι, εκεινη παντα με τον τροπο της τον εκανε να ξεχαστει , η μικρη του αδελφη ηταν αφηρημένη στα σχολικα της βιβλια ομως αφησε τον αδελφο της να καθισει στο χωρο της γιατι ηξερε πως δεν ηταν καλα
~~
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top