8. Η Συνάντηση

Ο Λεωνίδας περπατούσε, περπατούσε, περπατούσε... Δεν ήξερε πόσα χιλιόμετρα είχε διανύσει. Οι δρόμοι έστριβαν γύρω από αμμόλοφους και εκεί που νόμιζε ότι θα δει τις δυο πυραμίδες με το Αλ Ζαχάρα στη μέση, έβλεπε άλλη μια ατέλειωτη ευθεία μέσα στην απέραντη έκταση.

Έβλεπε πότε- πότε μια πυραμίδα, όμως όποιο δρόμο και να έπαιρνε δεν έφτανε κοντά της. Μήπως τελικά έπρεπε να βγει απ' το δρόμο; Αλλά και πάλι, προς ποια πυραμίδα να πήγαινε; Τότε ήταν που θα χανόταν σίγουρα. Κάποιες φορές βρέθηκε σε σταυροδρόμια, όπου ο δρόμος ενωνόταν με άλλους δρόμους. Τη μια πήγε αριστερά, την άλλη δεξιά, μετά πάλι αριστερά, ώσπου είδε πάλι το παλιό καταραμένο σπίτι, χωρίς το βενζινάδικο- φάντασμα και τον μυστηριώδη βενζινά αυτή τη φορά.

Έβγαλε μια κραυγή απελπισίας και η φωνή του αντήχησε στο πουθενά. Είχαν περάσει δύο ώρες και το μόνο που έκανε ήταν ένας τεράστιος κύκλος. Το νερό του είχε σχεδόν τελειώσει, ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και το κεφάλι του έκαιγε. Έβγαλε το άσπρο μπλουζάκι του, το έβρεξε και το έδεσε στο κεφάλι του. Έτσι δροσίστηκε κάπως. Όμως τώρα δεν του είχε απομείνει καθόλου νερό.

Η ώρα πήγε πέντε κι όμως ο ήλιος έκαιγε ακόμα. Τώρα, εφόσον δεν φορούσε μπλούζα, άρχισε να του καίει τους ώμους και την πλάτη. Στην επόμενη διασταύρωση πήρε τον δεξιό δρόμο. Είχε ξαναστρίψει από εκεί; Δεν θυμόταν. Άλλη μια απέραντη ευθεία. Αν τα κατάφερνε και δεν κατέρρεε μέχρι να πέσει η νύχτα θα ήταν πολύ τυχερός. Και τότε πώς θα την έβγαζε καθαρή; Πώς θα διανυκτέρευε, χωρίς εφόδια, χωρίς σκηνή;

Άλλη μια οφθαλμαπάτη, ή μήπως όχι; Ένα μπακάλικο, στα δεξιά του δρόμου, στη μέση του πουθενά. Αν είναι δυνατόν! σκέφτηκε. Σε λίγο θα δω και τη Βάσια Γεωργίου! Ήθελε όμως να σιγουρευτεί ότι δεν ήταν ψεύτικο. Αν όντως ήταν, θα εξαφανιζόταν όπως και το μυστηριώδες βενζινάδικο. Πλησίασε σχεδόν τρέχοντας με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει. Μια επιγραφή έγραφε κάτι στα αραβικά.

Διψούσε αφάνταστα, πεινούσε και ήταν εξαντλημένος. Αν ήταν αληθινό το μαγαζί, θα σωνόταν σίγουρα. Δίπλα ακριβώς βρισκόταν ένα πάρκινγκ από άσφαλτο, στο οποίο ήταν παρκαρισμένα δύο παλιά αυτοκίνητα, πολύ πιο παλιά από αυτό που είχε νοικιάσει. Άνοιξε τη τζαμένια πόρτα και μπήκε. Ο κρύος αέρας από το κλιματιστικό τον δρόσισε και τον ανακούφισε αμέσως. Έμεινε για λίγο ακίνητος για να απολαύσει τη δροσιά.

Έπειτα εξέτασε το χώρο με το βλέμμα του. Στα ράφια υπήρχαν όλων των ειδών τα προϊόντα. Μάλλον ήταν μίνι- μάρκετ, όχι μπακάλικο, γιατί είχε σχεδόν τα πάντα. Οι επιγραφές των περισσότερων προϊόντων ήταν στα αραβικά. Στο βάθος, ένας μεσήλικας, μικροκαμωμένος Αιγύπτιος με γκρίζα μαλλιά, τον κοιτούσε περίεργα. Φορούσε φαρδιά μπεζ πουκαμίσα. Ο Λεωνίδας σκέφτηκε ότι αρχικά θα έπρεπε να του διηγηθεί τι συνέβη, να αγοράσει νερό και κάτι να φάει και μετά να του ζητήσει οδηγίες για να φτάσει στο Αλ Ζαχάρα.

Μπορεί και ο ίδιος να ήταν κάτοικος του χωριού. Μόλις όμως πλησίασε, ο έμπορος, έτσι όπως τον είδε, με τη μπλούζα στο κεφάλι και βρόμικο, μάλλον νόμιζε ότι ήταν ληστής, γιατί άρχισε να φωνάζει κάτι στα αραβικά. Ο Λεωνίδας προσπαθούσε μάταια να του εξηγήσει στ' Αγγλικά ότι έχασε το αυτοκίνητο του και ήθελε να πάει στο Αλ Ζαχάρα, όμως αυτός δεν καταλάβαινε λέξη. Συνέχισε να βρίζει και στο τέλος έβγαλε ένα όπλο και τον σημάδεψε. Ο Λεωνίδας σήκωσε τα χέρια ψηλά.

Την ίδια στιγμή, ακούστηκε ένα καζανάκι από ένα δωμάτιο στο βάθος, μάλλον την τουαλέτα, η πόρτα άνοιξε και μια γυναικεία φωνή ακούστηκε:

"Φαρούκ!" Ο Λεωνίδας γύρισε άφωνος προς το μέρος της. Ήταν η Βάσια Γεωργίου, όπως ακριβώς τη θυμόταν απ' τις φωτογραφίες. Και φορούσε ακριβώς το ίδιο φόρεμα, μόνο που δεν ήταν πια τόσο έντονο το κόκκινο, αλλά μια απόχρωση προς το ροζ.

Πλησίασε λέγοντας κάτι καθυσηχαστικό στα αραβικά, με απαλή φωνή και ο έμπορος κατέβασε το όπλο. Ο Λεωνίδας δεν σταματούσε να την κοιτάει με δέος και να αναρωτιέται αν ήταν αληθινή ή οφθαλμαπάτη.

"Συγχωρέστε τον Φαρούκ. Δεν δεχόμαστε συχνά ξένους στα μέρη μας. Από που έρχεστε;" απευθύνθηκε σε εκείνον, σε άπταιστα αγγλικά.

"Βάσια Γεωργίου...;" κατάφερε να ψελλίσει εκείνος στα ελληνικά. "Είσαι αληθινή;"

"Α, είστε Έλληνας!" αναφώνησε επίσης στα ελληνικά η Βάσια και πλησίασε κι άλλο.

Από κοντά ήταν ακόμα πιο όμορφη και μόνο στα μάτια φαινόταν η διαφορά με την παλιά της φωτογραφία όταν εξαφανίστηκε, τα οποία μάτια της είχαν ένα ανοιχτό πράσινο χρώμα, πολύ πιο ανοιχτό απ' το δικό του.  Όντως δεν είχε γεράσει ούτε λίγο. Σαν να ήταν μικρότερη από σαράντα χρονών.

"Πώς ξέρεις το όνομα μου;" τον ρώτησε σοβαρά.

"Όλοι ξέρουν το όνομα σου. Έχεις γίνει διάσημη στην Ελλάδα και όχι μόνο. Ήσουν η πιο περίεργη εξαφάνιση των τελευταίων δεκαετιών."

"Ώστε έτσι..." μουρμούρισε η Βάσια.

Υπήρχαν τόσα πολλά ερωτήματα που έπρεπε να απαντηθούν... Πώς βρέθηκε εκεί; Πόσο καιρό ζούσε σε αυτό το μέρος; Ένα- ένα όμως. Πρώτα έπρεπε να διαπιστώσει αν ήταν οφθαλμαπάτη και στη συνέχεια αν ήταν κλώνος της.

Αν δεν είχε αναμνήσεις από την "προηγούμενη ζωή" της, με τον άντρα της και τα παιδιά της, τότε σίγουρα θα ήταν κλώνος.

"Ονομάζομαι Λεωνίδας Νικολάου." της συστήθηκε. "Ήμουν φοιτητής Αστροφυσικής τότε που εξαφανίστηκες και...μπήκα στο ψυχιατρείο για σένα." Η Βάσια σάστισε.

"Εννοείς εξαιτίας μου...;"

"Εξαιτίας της εξαφάνισης σου. Δηλαδή...έγινα μάρτυρας της απαγωγής σου." της απάντησε. Και ξαφνικά συνειδητοποίησε σε τι άθλια κατάσταση βρισκόταν και ντράπηκε που αυτή η γυναίκα - θρύλος τον έβλεπε έτσι.

Είχε αρχίσει να πιστεύει ότι ήταν όντως αληθινή. Η έκφραση της είχε παγώσει, σαν να θυμόταν το παρελθόν της. Έχασε τα λόγια της.

"Δεν ξέρω τι να πω. Καταρχάς, πώς με βρήκες; Και κυρίως γιατί με βρήκες;" τον ρώτησε.

"Ο γιος σου μ' έστειλε. Ο Αλέξανδρος." Στο άκουσμα του ονόματος του γιου της, η έκφραση της άλλαξε, μαλάκωσε.

"Να κάτσουμε λίγο να τα πούμε;" είπε η Βάσια σαν χαμένη. "Θα πρέπει να πεινάς και να διψάς. Φαίνεσαι ταλαιπωρημένος."

"Είμαι, αν σκεφτείς ότι περπάτησα δύο ώρες μέσα στην έρημο..."

"Με τα πόδια είσαι;" ρώτησε έκπληκτη η Βάσια.

"Για αρκετά χιλιόμετρα. Έχασα το αυτοκίνητο μου σε...ε... Δεν έχει σημασία. Συνέχισα περπατώντας ώσπου βρέθηκα τυχαία εδώ. Ερχόμουν να σε βρω στο Αλ Ζαχάρα."

"Είμαστε λίγο έξω από αυτό. Ο Φαρούκ από εδώ έχει αυτό το μαγαζί με  σκοπό να βοηθάει τους ταξιδιώτες που πηγαινοέρχονται, κι εγώ έρχομαι και τον βοηθάω."

"Τι πελάτες μπορεί να έχει ένα μπακάλικο στη μέση της ερήμου;" απόρησε ο Λεωνίδας.

Η Βάσια γέλασε, αλλά δεν απάντησε. Στράφηκε στον απορημένο Φαρούκ, που δεν είχε καταλάβει τίποτα και του είπε κάτι στα αραβικά. Εκείνος έγνεψε θετικά και πήγε προς τα ράφια.

"Έλα μαζί μου." του είπε η Βάσια χαμογελώντας, και περνώντας δίπλα του τον άγγιξε στον ώμο. Το άγγιγμα της τον έκανε να καταλάβει ότι ήταν όντως αληθινή κι όχι άλλη μια οφθαλμαπάτη.

Η αληθινή Βάσια Γεωργίου με σάρκα και οστά! Του φαινόταν απίστευτο. Έβγαλε τη μπλούζα απ' το κεφάλι του και τη φόρεσε κανονικά, κι έπειτα ακολούθησε τη Βάσια στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Εκείνη πέρασε από κάτι ψυγεία, έβγαλε από μέσα δυο μπουκάλια νερό και συνέχισε προς το βάθος. Κάθισαν σε ένα τραπεζάκι με δυο καρέκλες και ο Λεωνίδας άδειασε το ένα μπουκάλι μόνος του.

"Σ' ευχαριστώ." της είπε.

"Λοιπόν, Λεωνίδα... Είπες ότι σε στέλνει ο γιος μου. Πώς με ανακάλυψε ότι ζω εδώ;" μπήκε κατευθείαν στο θέμα η Βάσια.

"Γιατί κρύβεσαι;" τη ρώτησε εκείνος. Το βλέμμα της σκλήρυνε πάλι.

"Άκου να δεις, μικρέ." πέρασε στην αντεπίθεση. "Το ότι είσαι ένας Νικολάου και το γεγονός ότι ήξερα την οικογένεια σου δεν σημαίνει ότι μπορώ να σε εμπιστευτώ. Μπορεί άνετα να δουλεύεις για εκείνο το κάθαρμα τον Λιβανό. Γι' αυτό θα απαντάς μόνο σε ό,τι σε ρωτάω και δεν θα μου κάνεις άλλες ερωτήσεις. ΟΚ;"

Ο Λεωνίδας αποφάσισε να μην της πει ότι ήταν γαμπρός του Αντώνη Λιβανού! Αυτό θα τα κατέστρεφε όλα, γιατί αποκλείεται να πίστευε ότι είχε στραφεί εναντίων του.

"Εντάξει." συμφώνησε. Είχε γοητευτεί ήδη από τη δυναμική προσωπικότητα της. Εκείνη τη στιγμή πλησίασε ο Φαρούκ και τους άφησε στο τραπέζι μερικά φαγώσιμα: δύο πλαστικά διάφανα μπολ με έτοιμη σαλάτα, δύο κονσέρβες με φασόλια και δυο μπάρες δημητριακών για επιδόρπιο.

"Φάε και μετά θα φύγουμε για το Αλ Ζαχάρα. Έχω μεγάλο σπίτι. Θα σε φιλοξενήσω για όσο καιρό χρειαστείς." του είπε η Βάσια και ξεκίνησε να τρώει με όρεξη.

Μεγάλο σπίτι; απόρησε ο Λεωνίδας. Πότε πρόλαβε να αποκτήσει και σπίτι; Είχε λεφτά μαζί της; Πόσον καιρό μένει εκεί; Μήπως τελικά όντως το έσκασε; Μήπως δεν την απήγαγαν εξωγήινοι και τρελάθηκα στ' αλήθεια εκείνη τη νύχτα;

Πολλές ερωτήσεις. Ήθελε πολλές απαντήσεις και θα έκανε υπομονή για να τις πάρει.

"Ποια είναι η Έλσα;" τον ρώτησε κάποια στιγμή η Βάσια, δείχνοντας το τατουάζ στον δεξιό του καρπό.

"Η γυναίκα μου." απάντησε ο Λεωνίδας. "Σύντομα πρώην γυναίκα μου."

"Σίγουρα την αγάπησες πολύ για να έκανες το όνομα της σε τατουάζ."

"Ναι. Την αγάπησα, όμως με πλήγωσε, αν και εγώ δεν ήμουν πάντα σωστός απέναντι της. Και η Άννα," έδειξε το άλλο χέρι όπου είχε κάνει το όνομα της κόρης του, "είναι η κόρη μας. Έξι χρονών."

"Τι γλυκό..." σχολίασε η Βάσια. Την ευχαρίστησε νοερά που δεν τον ρώτησε ποιος ήταν ο λόγος που χώριζαν.

Τελείωσαν το φαγητό τους. Ο Λεωνίδας ήταν λίγο πιο ξεκούραστος και με πιο καθαρό μυαλό.

"Άκου, Βάσια." της είπε τότε. "Ο γιος σου είχε ανακαλύψει εδώ και καιρό ότι ζεις εδώ, όμως δεν ήξερε αν είσαι αληθινή."

"Είμαι τόσο αληθινή όσο είσαι κι εσύ." του είπε η Βάσια. "Πώς έμαθε ο Αλέξανδρος ότι είμαι εδώ;"

"Τον θυμάσαι τον Γκεμπ;"

"Φυσικά, τον νεαρό Αιγύπτιο φωτογράφο. Ήμασταν φίλοι και με φωτογράφισε."

"Είναι φίλος και του γιου σου. Εκείνος του έστειλε τη φωτογραφία, κι έτσι ο Αλέξανδρος μ' έστειλε για να σε βρω και...να σε πάω πίσω."

Το βλέμμα της Βάσιας σκοτείνιασε.

"Δεν μπορώ να γυρίσω πίσω." είπε.

"Γιατί; Δεν αγαπάς την οικογένεια σου; Δεν σου λείπει ο άντρας σου, ή τουλάχιστον τα παιδιά σου;"

"Τους αγαπώ και μου λείπουν, όμως..."

"Ο γιος σου τρελάθηκε εξαιτίας της απουσίας σου!" τη διέκοψε ο Λεωνίδας ανεβάζοντας τους τόνους.

Όλα κι όλα! Τη Βάσια την έβλεπε και τη θαύμαζε σαν θεά, όμως αυτή η αναισθησία της τον εκνεύρισε.

"Είναι κλειδαμπαρωμένος σε ένα υπόγειο επειδή φοβάται να βγει έξω!" συνέχισε. " Πέντε χρόνια ζει κάτω απ' τη γη και κάνει έρευνες για σένα! Παρόλο που οι άλλοι σε είχαν για νεκρή, εκείνος δεν σταμάτησε να ελπίζει! Κι εγώ παραλίγο να τρελαθώ εξαιτίας σου, Βάσια. Έκανα τόσα χιλιόμετρα για να σε βρω και να αποδείξω σε όλους ότι αυτό που είδα δεν ήταν της φαντασίας μου. Και τώρα μου λες ότι δεν θες να γυρίσεις πίσω;"

"Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα, Λεωνίδα. Θέλω όσο τίποτα άλλο να γυρίσω, αλλά δεν μπορώ. Μετά από όλα αυτά που μου συνέβησαν, νιώθω...διαφορετική. Εξωπραγματική. Δεν θα ταιριάξω με τίποτα στον δικό σας κόσμο."

"Δηλαδή... Για ένα λεπτό... Πόσο διαφορετικό είναι το Αλ Ζαχάρα με τον υπόλοιπο κόσμο;" απόρησε με την αγωνία στο κόκκινο ο Λεωνίδας.

"Σε μαγεύει." εξήγησε η Βάσια. "Σε κάνει να ξεχνάς και φίλους, και οικογένεια, και παρελθόν. Δεν σ' αφήνει να φύγεις. Δεν έχει σχεδόν καθόλου τεχνολογία, είναι σχεδόν ανέγγιχτο από το ανθρώπινο χέρι."

"Και πώς έφυγε ο Γκεμπ;"

"Ο Γκεμπ είναι φωτογράφος. Είναι η δουλειά του να επισκέπτεται ξένα μέρη και να φεύγει. Δεν επηρεάζεται από τη μαγεία ενός τόπου."

Η Βάσια σηκώθηκε.

"Λεωνίδα, είσαι σίγουρος ότι θες να έρθεις μαζί μου στο Αλ Ζαχάρα; Δεν φοβάσαι ότι μπορεί να σε κρατήσει για πάντα μακριά από την κόρη σου;"

"Δεν πιστεύω στη μαγεία. Αλλά και να ισχύουν όλα αυτά που λες, η αγάπη μου για εκείνη θα υπερισχύσει."

"ΟΚ, εγώ πάντως σε προειδοποίησα. Πάρε τις αποσκευές σου και πάμε." Και τότε συνειδητοποίησε ο Λεωνίδας ότι είχε μείνει χωρίς αποσκευές.

"Βασικά, η βαλίτσα μου έμεινε στο αυτοκίνητο το οποίο έχασα." είπε και σηκώθηκε.

"Α. Καλά, δεν πειράζει. Θα σου βρω μερικά ρούχα. Πάμε." και πήγε προς τα ράφια.

"Βάσια, μόνο μια ερώτηση πριν φύγουμε." Η Βάσια γύρισε πάλι προς το μέρος του.

"Ναι...;"

"Είναι αλήθεια ότι σε απήγαγαν εξωγήινοι;"

Η Βάσια χαμογέλασε πλαγίως και του απάντησε:

"Ναι. Οι εξωγήινοι με απήγαγαν."

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top